Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Οι συστημικοί κίνδυνοι παραμένουν, 10 χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman


Του Robert Lenzner
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, η επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers χρεοκόπησε, εκκινώντας μια φρενήρη διαδικασία ρευστοποίησης μετοχών στις αγορές, ειδικά στον κλάδο των τραπεζών και των επενδυτικών τραπεζών. Εκείνη της Lehman ήταν η μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία των ΗΠΑ και δημιούργησε πρωτοφανή ταραχή στην αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων. Εκείνη την ημέρα, ο βιομηχανικός Dow Jones έχασε 504 μονάδες.
Στον απόηχο της χρεοκοπίας της Lehman, κινδύνευσε σοβαρά ο παγκόσμιος γίγαντας του τομέα της ασφάλισης, AIG. Τελικώς χρειάστηκε μια "αιμοδότηση" 185 δισ. δολαρίων για τη σωτηρία του. Άλλα 700 δισ. δολ. ομοσπονδιακών πόρων διατέθηκαν στις τράπεζες, μεταξύ αυτών στις Morgan Stanley, Goldman Sachs και Citigroup, οι οποίες απειλούνταν από τη συστημική χρηματοπιστωτική κρίση που βύθιζε τη χώρα στη δίνη της. Η General Electric προειδοποίησε την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ότι αδυνατούσε να αναχρηματοδοτήσει τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό της, γεγονός που οδήγησε σε εγγυήσεις της τελευταίας στιγμής για την αγορά εμπορικών χρεογράφων. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα τι θα είχε συμβεί εάν δεν είχε αναληφθεί δράση.

Η Fed και το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ήταν αποφασισμένοι να σώσουν την τραπεζική βιομηχανία και να αποφύγουν μια νέα Μεγάλη Ύφεση, όπως εκείνη των δεκαετιών του ‘20 και του ‘30. Στόχος της κυβέρνησης ήταν να σώσουν την Wall Street ώστε να αποφευχθεί μία εθνική οικονομική καταστροφή. Η Wall Street σώθηκε, δημιουργώντας υποστυλώματα που συγκράτησαν την πτώση των μετοχών και βοήθησαν στην αποφυγή μιας γενικής οικονομικής κατάρρευσης. Παρ’ όλα αυτά, εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις δουλειές και τα σπίτια τους μέσα στην πανωλεθρία. Οι τιμές των ακινήτων κατέρρευσαν, καθώς η ανεργία εκτινασσόταν.
Το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι αρκετά πιο συντηρητικό και συνετό σε σχέση με το 2008. Τράπεζες και επενδυτικές τράπεζες φέρουν πολύ μεγαλύτερα ίδια κεφάλαια και πολύ μικρότερο χρέος σε σχέση με το 2008. Ο συνολικός όγκος των περίπλοκων παραγώγων στα βιβλία των τραπεζών έχει μειωθεί. Η βιομηχανία είναι σαφώς πιο συγκεντροποιημένη λόγω των εξαγορών που έγιναν λόγω της κρίσης. Η JP Morgan Chase ανέλαβε την Bear Stearns, ενώ η Bank of America απέκτησε την Merrill Lynch. Η δε Morgan Stanley απορρόφησε την Smith Barney.
Το ζήτημα του ηθικού κινδύνου δεν έφτασε τελικώς να στερήσει τα bonus από τους επικεφαλής των εταιρειών που διασώθηκαν με κρατικά κεφάλαια. Ούτε κανείς πλήρωσε το τίμημα πηγαίνοντας φυλακή. Υπάρχει ακόμη πικρία σε ορισμένους κύκλους για το γεγονός ότι κανένας τραπεζίτης δεν διώχθηκε ποινικά για τον ρόλο του στις τεράστιες απώλειες που είχε ο απλός πολίτης και επενδυτής στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο. Εκείνο που συνέβη ήταν μια συγκέντρωση που ξεκίνησε από τους "πάνω ορόφους” του συστήματος.
Σήμερα δεν υπάρχει εμφανής απειλή για την ευστάθεια του οικονομικού συστήματος. Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο να αντιμετωπίζει άμεση απειλή. Το εύκολο χρήμα και η ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ οδήγησαν στην ενίσχυση της Wall Street την τελευταία δεκαετία.
Η έγκριση του νομοσχεδίου Dodd-Frank το 2010 πρόσθεσε κάποιους σημαντικούς ρυθμιστικούς κανόνες στη διακυβέρνηση της Wall Street. Οι μεγάλες εταιρείες υποχρεώθηκαν να παρουσίασαν πλάνα ρευστότητας στην περίπτωση μιας νέας κρίσης.
Κάποια μέρα, είναι αυτονόητο ότι θα υπάρξει μια νέα κρίση, εκείνο ωστόσο που είναι αμφίβολο είναι κατά πόσο θα είναι ίδια σε περιεχόμενο με εκείνη του 2008. Κάποιες από τις λύσεις - κλειδιά οι οποίες υιοθετήθηκαν τότε για την αποφυγή του χάους στη Wall Street είναι σήμερα απαγορευμένες. Είναι σημαντικό να έχει κανείς υπ’ όψη τους συγκεκριμένους περιορισμούς καθώς προχωρούμε προς το μέλλον. Η Fed είναι σήμερα απαγορευμένο να διασώσει έναν και μόνο οργανισμό όπως η AIG χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου.
Το υπουργείο Οικονομικών απαγορεύεται να εγγυηθεί τις μετοχές αμοιβαίων νομισματικών επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία κατέχουν δεκάδες εκατομμύρια επενδυτές, ενώ η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων των ΗΠΑ (FDIC) δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί τους τίτλους σταθερής απόδοσης των βασικών τραπεζών, στρατηγική η οποία έσωσε τη Citigroup από την πτώχευση το 2008.
Πρόκειται για επικίνδυνα κενά στη δικαιοδοσία των ρυθμιστικών αρχών που θα περιπλέξουν τα πράγματα όταν και όποτε ξεσπάσει μια επόμενη κρίση.

Forbes

Πηγή capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου