Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Οι ψυχροπολεμικές δεκαετίες 1950 – 1960 - Η σχέση της Ελλάδας με τις βαλκανικές χώρες - Μέρος Α΄

Το Ποντίκι


του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’40, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο σπαραγμό που ακολούθησε. Από τη μια καταστράφηκε ολοσχερώς το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών της χώρας κι από την άλλη ο εθνικός διχασμός σημάδεψε ανεξίτηλα το μέλλον της. Αυτή ήταν συνοπτικά η τραγική εσωτερική πραγματικότητα την οποία η Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 κλήθηκε να αντιμετωπίσει.
Από την άλλη, στο εξωτερικό είχε δημιουργηθεί μια νέα τάξη πραγμάτων, με νέες συνθήκες, απέναντι στις οποίες η χώρα καλείτο να τοποθετηθεί: να αναπροσαρμόσει τη διπλωματική της πολιτική εκεί που χρειαζόταν και να αναζητήσει συμμαχίες στις διεθνείς σχέσεις της. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της Βαλκανικής (με μόνη εξαίρεση το κομμάτι της ευρωπαϊκής Τουρκίας) στην οποία δεν είχε επιβληθεί κομουνιστικό καθεστώς. Αυτό και μόνο την καθιστούσε πολύτιμο σύμμαχο της Δύσης, μιας και στα βόρεια σύνορά της τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας βρίσκονταν υπό την επιρροή και τον έλεγχο της Μόσχας. Στα Βαλκάνια, λοιπόν, η Ελλάδα αποτελούσε τη μοναδική χώρα - εκπρόσωπο του δυτικού κόσμου. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε, όπως είδαμε και στο προηγούμενο σημείωμά μας, η ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1952.
Ο υπαρκτός από βορράν κίνδυνος

Στη διάρκεια των δυο δεκαετιών που ακολούθησαν (1950 με 1960), η Ελλάδα ζούσε σε ένα κλίμα ανασφάλειας – και ενίοτε φόβου – εξ αιτίας του από βορράν κινδύνου, όπως τον χαρακτήριζαν. Αιτία αυτής της ανασφάλειας ήταν η διαρκής αμφισβήτηση των βόρειων περιοχών της χώρας, ιδιαίτερα της Μακεδονίας και της Θράκης, από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Διεκδικήσεις οι οποίες – να σημειώσουμε εδώ – τύγχαναν της ένθερμης υποστήριξης των Ελλήνων κομμουνιστών. Ταυτόχρονα, είχαν προηγηθεί η βάναυση βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (1941-1944), της οποίας οι μνήμες ήταν ζωντανές ακόμα, αλλά και η ένοπλη προσπάθεια Βουλγάρων και Γιουγκοσλάβων να καταλάβουν την ελληνική Μακεδονία με τη συνδρομή δοσιλογικών οργανώσεων όπως η ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και το ΝΟΦ την περίοδο 1943-1949.
Το κίνημα αυτό (ΣΝΟΦ) έγινε ύστερα από συνεννόηση του Τίτο (για τη Γιουγκοσλαβία) με τη στρατιωτική ηγεσία του ΕΛΑΣ και την πολιτική ηγεσία του ΚΚΕ τον Ιούλιο - Αύγουστο του 1943. Κατόπιν, ο Κύπριος Λεωνίδας Στρίγκος, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, ήρθε σε επαφή με τον πολιτικό επίτροπο του Γενικού Στρατηγείου της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας Cvetko Uzunovski (ψευδώνυμο Abbas) τον Σεπτέμβριο του 1943, στην περιοχή των Γιαννιτσών. Σαν διάδοχη κατάσταση του ΣΝΟΦ ιδρύεται στα Σκόπια, τον Απρίλιο του 1945, το ΝΟΦ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Η δράση των ένοπλων ομάδων του ΝΟΦ στο Βίτσι και το Καϊμακτσαλάν έφερε το ΚΚΕ σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, με αποτέλεσμα το 1945 ο Ζαχαριάδης να αναγκαστεί να στραφεί εναντίον του, επειδή προπαγάνδιζε τη συνένωση του «μακεδονικού λαού» και δρούσε ανεξέλεγκτα στην ελληνική Μακεδονία. Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορούσε παρά να ξυπνά ολέθριες μνήμες, να κινητοποιεί άμεσα τα αντανακλαστικά των βόρειων τοπικών κοινωνιών και, κυρίως, να επηρεάζει την κεντρική διοίκηση.
Πέρα από αυτά, η ελληνική διπλωματία όφειλε να ελιχθεί μέσα στη νέα πραγματικότητα ισορροπιών που είχε δημιουργηθεί στη Βαλκανική. Η διπλωματία αυτή συνδιαμορφώθηκε από τις υποχρεώσεις της χώρας ως κράτους - μέλους της μεγάλης Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, όσο και από τις ιδιαίτερες ανάγκες της να προωθήσει σχέσεις καλής γειτονίας. Ταυτόχρονα, οι επιπλοκές στο Κυπριακό έστρεφαν τη χώρα σε αναγκαίες πλέον συμμαχίες με κομουνιστικές χώρες.
Άξονας Αθήνας - Βελιγραδίου
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία είχαν διαταραχτεί σοβαρά την περίοδο 1945-1949. Αιτία ήταν η εμπλοκή της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό εμφύλιο. Τότε το Βελιγράδι, ως το 1948, ενίσχυε του Έλληνες κομμουνιστές με αντάρτες. Αυτό σταμάτησε το καλοκαίρι του 1948, όταν η Γιουγκοσλαβία αποπέμφθηκε από την Cominform. Τότε άρχισαν να εξομαλύνονται και οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών, με τη Γιουγκοσλαβία να σταματά την παροχή βοήθειας προς τον Δημοκρατικό Στρατό, κλείνοντας επιπλέον τα σύνορά της με την Ελλάδα ώστε να μην μπορούν να διαφεύγουν εκεί οι αντάρτες. Ταυτόχρονα και η Γιουγκοσλαβία, εκείνη την εποχή, άρχισε να καλλιεργεί ένα ειδύλλιο με τη Δύση, πράγμα που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη βελτίωση των σχέσεών της με την Ελλάδα. Τη δεκαετία του ’50, που ακολούθησε, οι σχέσεις των δυο χωρών έφτασαν στο απόγειό τους μέσα από μια σειρά διμερών συμφωνιών. Ωστόσο, το Μακεδονικό παρέμενε ζωντανό σημείο τριβής στην ατζέντα των διαφορών μεταξύ των δυο χωρών. Πολλές φορές οι εντάσεις αυτές λάμβαναν κρίσιμο χαρακτήρα. Ωστόσο, οι διεθνείς σχέσεις της χώρας ως μέλους - κράτους του ΝΑΤΟ και η προνομιακή αντιμετώπιση της Γιουγκοσλαβίας από το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο δεν επέτρεπαν οι διαμάχες αυτές να ξεφύγουν από τα όρια ώστε να διακοπούν οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις.
Ελληνοβουλγαρική ψυχρότητα
Οι σχέσεις των δυο χώρων, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, ξεχώριζαν για την ψυχρότητά τους κατά τη δεκαετία του ’40. Οι διπλωματικές σχέσεις τον χωρών είχαν διακοπεί ήδη από το 1941. Η βουλγαρική κατοχή, η διεκδίκηση της Δυτικής Θράκης από τη Βουλγαρία στη συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1946, η βοήθεια των Ελλήνων ανταρτών από τη Σόφια και ένα πλήθος μεθοριακών επεισοδίων στα σύνορα των δύο χωρών, δεν άφηναν ευνοϊκά περιθώρια για την ανάπτυξη ενός ειδυλλίου. Με την ενθάρρυνση της Μόσχας, η οποία είχε τους δικούς της λόγους, άρχισαν σταδιακά να βελτιώνονται την επόμενη δεκαετία οι σχέσεις των δυο χωρών. Η ΕΣΣΔ ήθελε να παρεμβάλει τις καλές σχέσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας προκειμένου να αναμιχθεί στην τριμερή προσέγγιση Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας - Τουρκίας. Η αρχή για καλή γειτονία έγινε μέσω μιας κοινής επιτροπής για τη χάραξη των συνόρων. Αυτό ξεκίνησε το 1953, αλλά οι σχέσεις των χωρών ήρθαν ξανά σε ένταση με τις πολεμικές αποζημιώσεις 45 εκατομμυρίων δολαρίων που έπρεπε η Βουλγαρία να καταβάλει στην Ελλάδα. Τότε η Βουλγαρία ζήτησε να συνυπολογιστούν χρέη 51 εκατομμυρίων δολαρίων που, όπως υποστήριζε, όφειλε η Ελλάδα βάσει της συμφωνίας Καφαντάρη - Μολότοφ το 1927. Οι διαφορές λύθηκαν λίγα χρόνια αργότερα, το 1964, από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Η κυβέρνηση τότε προχώρησε – πιεζόμενη και από το Κυπριακό – σε μια διευθέτηση και η χώρα έλαβε τελικά επτά εκατομμύρια.

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2038 στις 13-9-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου