Του Κώστα Ράπτη
Η επίθεση που εξαπέλυσαν από κοινού οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία τα ξημερώματα του Σαββάτου εναντίον στόχων που υποστηρίζουν ότι σχετίζονται με το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας έχει επιπτώσεις που, κατά τις ενδείξεις, θα γίνουν περισσότερο αισθητές στην ευρύτερη διεθνή σκηνή, με τη συνολική επιδείνωση των σχέσεων των δυτικών και των ευρασιατικών δυνάμεων, απ' ό,τι στην συγκεκριμένη περιοχή.
Στο περιφερειακό επίπεδο, η επίθεση του Σαββάτου δεν άλλαξε κάτι ως προς τον συσχετισμό δυνάμεων επί του εδάφους, ενώ αντίθετα ενίσχυσε τον Μπασάρ αλ-Ασαντ, εφόσον αποδείχθηκε πρώτον ότι το συριακό καθεστώς δεν εγκαταλείπεται από τους Ρώσους συμμάχους του (αντίθετα αυτοί εμφανίζονται να συσφίγγουν περισσότερο τη συνεργασία τους και με τον έτερο μεγάλο προστάτη της Δαμασκού, το Ιράν) και δεύτερον ότι είναι σε θέση να υπερασπιστεί αρκετά αποτελεσματικά τον εαυτό του απέναντι σε πλήγματα μικρής κλίμακας.
Ο ισχυρισμός των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων ότι τα σοβιετικής κατασκευής αντιαεροπορικά συστήματα της Συρίας μπόρεσαν να αναχαιτίσουν περί το 70% των εισερχόμενων πυραύλων δεν έχει διαψευσθεί και αποτελεί άλλη μία ευκαιρία για τη Δαμασκό (μετά την πρόσφατη κατάρριψη ισραηλινού μαχητικού αεροσκάφους που είχε πραγματοποιήσει επιδρομή) να δοκιμάσει σε πραγματικές συνθήκες τις δυνατότητες υπεράσπισης του εναέριου χώρου της.
Οι δυνατότητες αυτές θα αναβαθμιστούν βέβαια θεαματικά, σε περίπτωση που υλοποιηθεί το σενάριο στο οποίο αναφέρθηκε το Σάββατο ο συνταγματάρχης Σεργκέι Ρουτσκόι, διευθυντής επιχειρήσεων του ρωσικού Γενικού Επιτελείου. Όπως είπε, η Μόσχα επανεξετάζει την απόφαση που είχε λάβει κατά παράκληση διεθνών εταίρων της να μην υλοποιήσει την παραγγελία ρωσικών αντιπυραυλικών-αντιαεροπορικών συστημάτων S-300 από μέρους της Δαμασκού. Τώρα όμως είναι υποχρεωμένη να το ξανασυζητήσει, όχι μόνο για τη Συρία, αλλά και για άλλες περιοχές του κόσμου.
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το Ισραήλ θα έχανε τη δυνατότητα που έχει κατοχυρώσει να επιχειρεί ανά πάσα στιγμή στον εναέριο χώρο της Συρίας (και του Λιβάνου) και η οποία δεν είχε διαταραχτεί ούτε με την ανάπτυξη ρωσικής δύναμης στην περιοχή.
Δεν είναι τυχαίο, ότι ο ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου υπήρξε ένας από τους ελάχιστους ξένους ηγέτες με τους οποίους συνομίλησε τηλεφωνικά ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά την προηγούμενη, εξαιρετικά τεταμένη εβδομάδα. Στον απόηχο της ισραηλινής επιδρομής εναντίον συριακής βάσης στην οποία φέρεται να βρίσκονταν Ιρανοί ένστολοι, ο Ρώσος πρόεδρος ζήτησε από τον συνομιλητή του να κρατηθεί εκτός Συρίας, τερματίζοντας έτσι την πολιτική της Μόσχας να μην εμπλέκεται στις συρο-ισραηλινές συγκρούσεις.
Η προαναγγελθείσα από τον Ρουτσκόι παράδοση των S-300 στη Συρία είναι ο πρακτικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιβληθεί η παρότρυνση Πούτιν προς Νετανιάχου και στερεί από το Ισραήλ το μέχρι τώρα αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημά του στον αέρα.
Με αυτή την έννοια, ως κράτος που βρίσκεται πάνω σε μία από τις διαχωριστικές γραμμές που βαθαίνουν στον κατακερματιζόμενο πλανήτη, το Ισραήλ πληρώνει πρώτο το τίμημα. Ήδη ο ισραηλινός τύπος ασχολείται εκτενώς με το τι μπορεί να σημαίνουν οι νέοι "κανόνες του παιχνιδιού”.
Πόσο μάλλον όταν το λεξιλόγιο με το οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ και το Πεντάγωνο αξιολόγησαν την επίθεση του Σαββάτου παραπέμπει, πίσω από τις αναμενόμενες θριαμβολογίες, σε επιστροφή στη γραμμή που πρόσφατα ανακοίνωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ για σταδιακή αμερικανική απεμπλοκή από τη Συρία και ανάληψη της ευθύνης από άλλες δυνάμεις, πλησιέστερα στην περιοχή.
Όπως είπε ο Τραμπ χαρακτηριστικά, το αίμα και το χρήμα που μπορούν να καταβάλλουν οι ΗΠΑ δεν αρκεί για τη σταθεροποίηση μιας τόσο προβληματικής περιοχής και χώρες όπως οι μοναρχίες του Περσικού Κόλπου πρέπει να κάνουν περισσότερα για την ανάσχεση της επιρροής του Ιράν.
Πηγή capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου