Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Η Αμερικάνικη Αυτοκρατορία και η Ανάπτυξη του Διεθνούς Νομισματικού Συστήματος (1/2)

Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


Μετάφραση Νίκος Χ, επιμέλεια ΠΚ – avantgarde
Όπως είδαμε, ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης στον καπιταλισμό βασίζεται στους θεμελιώδεις νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής. (1)
Σύμφωνα με το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού, η καπιταλιστική παραγωγή κάποιων χωρών αναπτύσσεται με μεγαλύτερη δυναμική συγκριτικά με την ανάπτυξη άλλων χωρών που εμπλέκονται στην καπιταλιστική παραγωγή. Όμως κατά την μετάβαση στην επόμενη ιστορική περίοδο, οι χώρες που προηγουμένως ανέπτυσσαν δυναμικά την καπιταλιστική τους παραγωγή επιδεικνύουν σημάδια παρακμής, τη στιγμή που κάποια άλλη χώρα – ή ομάδα χωρών – εκδηλώνει εντυπωσιακή δυναμική στην καπιταλιστική της παραγωγή. Η μοίρα και αυτών των χωρών θα είναι βέβαια η παρακμή.
Στις απαρχές της καπιταλιστικής παραγωγής, η πρωτοπόρος καπιταλιστική δύναμη ήταν η ιταλική πόλη-κράτος της Βενετίας. Οι επόμενες ηγέτιδες δυνάμεις ήταν κατά σειρά, η Ολλανδία, στη συνέχεια η Βρετανία και τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τον 20ο αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν μία παγκόσμια αυτοκρατορία που μπόρεσε να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις σε ολόκληρη την υφήλιο.
Η αμερικανική αυτοκρατορία ελέγχει τόση στρατιωτική δύναμη που μπορεί να ισοπεδώσει οποιοδήποτε πιθανό ανταγωνιστή. Ο Μάο Τσε Τουνγκ είχε κάποτε αναφέρει ωμά ότι η (πολιτική) δύναμη προέρχεται από την κάνη ενός όπλου. Και πράγματι, η αδιαμφισβήτητη στρατιωτική δύναμη της Αμερικής – το όπλο – μεταφράζεται στη συνέχεια και σε αδιαμφισβήτητη πολιτική δύναμη. (2) Αυτό εννοούμε όταν λέμε Αμερικανική αυτοκρατορία, ή εν συντομία «αυτοκρατορία». Όμως η κατοχή «όπλων» εξαρτάται από τη δυνατότητα παραγωγής «όπλων», και η ικανότητα παραγωγής όπλων αντανακλά τη σχετική και απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Η άνοδος της αμερικανικής παγκόσμιας αυτοκρατορίας
Μετά τον Β’ ΠΠ, υπήρξε μόνο μία σημαντική απόπειρα αμφισβήτησης της αμερικανικής αυτοκρατορίας από τις άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ το 1956. Εκείνο τον χρόνο, η νέα εθνικιστική κυβέρνηση του Αιγύπτιου προέδρου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ εθνικοποίησε τη βρετανογαλλική εταιρεία διαχείρισης της διώρυγας του Σουέζ.
Στη συνέχεια η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ εισέβαλαν στην Αίγυπτο χωρίς την άδεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ΗΠΑ διέταξαν τους Βρετανούς, τους Γάλλους και τους Ισραηλινούς να υποχωρήσουν άμεσα. Για να δείξουν την πυγμή τους, οι ΗΠΑ απείλησαν ότι θα αποσύρουν τη στήριξη που παρείχαν στη βρετανική λίρα, δημιουργώντας έτσι μία βραχύχρονη υποχώρηση της αξίας του νομίσματος ως έκφρασης της φυγής κεφαλαίων, ενώ πραγματοποίησαν επίσης και μερικές απειλητικές στρατιωτικές κινήσεις ενάντιων βρετανικών δυνάμεων στη Μεσόγειο. Η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ έλαβαν το μήνυμα και απευθείας υποχώρησαν από την Αίγυπτο.
Η Βρετανία και η Γαλλία, παρότι εξήλθαν από τον Β’ ΠΠ ως νικήτριες χώρες, συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν περισσότερο ανεξάρτητες από τις ηττημένες δυνάμεις του Άξονα, δηλαδή τη Γερμανία, την Ιαπωνία και την Ιταλία, όταν έμπαινε ζήτημα αμφισβήτησης της εξουσίας των ΗΠΑ (για τους δικούς τους λόγους, που στην περίπτωση της κρίσης του Σουέζ ήταν τελείως αντιδραστικοί). Το Ισραήλ μετά τα γεγονότα του Σουέζ κατάλαβε ότι πλέον δεν είχε την δυνατότητα να αξιοποιεί τις αντιθέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία και τη Γαλλία στον ίδιο βαθμό όσο κατά τη διάρκεια του «πολέμου της ανεξαρτησίας». Αντιθέτως κατάλαβε ότι όλες οι σημαντικές «πρωτοβουλίες» του σε στρατιωτικό επίπεδο υπόκεινταν σε βέτο από τις ΗΠΑ.
Η ανάδειξη του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στην εξουσία στη Σοβιετική Ένωση σηματοδότησε ένα νέο κύμα επέκτασης της στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης της Αυτοκρατορίας. Η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της στην Ανατολική Ευρώπη αφαίρεσε τη μοναδική δύναμη που μπορούσε έως ένα βαθμό να αμφισβητήσει την απαράμιλλη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ. (3) Το ΝΑΤΟ, ο σημαντικότερος στρατιωτικός βραχίονας της αμερικανικής αυτοκρατορίας, βρέθηκε μέχρι και τα σύνορα της Ρωσίας.
Η αμερικανική αυτοκρατορία και η παρακμή της εγχώριας οικονομίας των ΗΠΑ
Με το τέλος του Β’ ΠΠ στα τέλη του Μάη-Αυγούστου του 1945, οι ΗΠΑ βρίσκονταν στο ανώτατο όριο της σχετικής βιομηχανικής και οικονομικής τους δύναμης. Σύμφωνα με τον Melvin P. Leffler, τα τρία τέταρτα του παγκόσμια επενδυμένου κεφαλαίου βρίσκονταν στις ΗΠΑ. Το 1940, οι ΗΠΑ κατείχαν τα δύο τρίτα των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, ενώ στη Μέση Ανατολή βρισκόταν μόλις το 5%. Το σπουδαιότερο τμήμα της αγροτικής παραγωγής επίσης βρισκόταν στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Leffler, το ΑΕΠ των ΗΠΑ ήταν πέντε φορές μεγαλύτερο από αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου, της δεύτερης ισχυρότερης ιμπεριαλιστικής χώρας. Οι ΗΠΑ είχαν επίσης τα δύο τρίτα των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού, χωρίς να προσμετράται το τμήμα των ευρωπαικών αποθεμάτων χρυσού που είχαν δοθεί στις ΗΠΑ για «ασφάλεια». Το 1945,  η κυριαρχία των ΗΠΑ θεμελιωνόταν στη σφαίρα της υλικής παραγωγής, της στρατιωτικής δύναμης και του χρηματιστηρίου. (Melvin P. Leffler, “Cold War and Global Hegemony, 1945-1991”)
Το Bretton Woods εγκαθίδρυσε το παγκόσμιο συναλλαγματικό σύστημα της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας
Το 1944, ενώ η ήττα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας ήταν προ των πυλών, οι νικηφόρες «συμμαχικές» δυνάμεις διεξήγαγαν ένα διεθνές συνέδριο στο Bretton Woods του New Hampshire. Δεδομένης της αναδυόμενης στρατιωτικής (και άρα και της πολιτικής) τους δύναμης, ήταν αναπόφευκτο για τις ΗΠΑ να κυριαρχήσουν στο μεταπολεμικό συναλλαγματικό σύστημα, και μάλιστα ακόμα πιο βαθιά συγκριτικά με την κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας, όπως αυτή εκφραζόταν στον κλασσικό κανόνα του χρυσού τις δεκαετίες πριν από τον Α’ ΠΠ.
Το νέο παγκόσμιο συναλλαγματικό σύστημα που αποφασίστηκε στο συνέδριο του Bretton Woods ήταν ουσιαστικά μία επέκταση σε διεθνές επίπεδο των μεταρρυθμίσεων του Roosevelt που είχαν ληφθεί την περίοδο της Ύφεσης στο αμερικανικό εγχώριο συναλλαγματικό σύστημα. Όπως ακριβώς και με τον κλασσικό κανόνα του χρυσού, το αμερικανικό δολάριο προσδέθηκε σε μία καθορισμένη σχέση με ένα δεδομένο βάρος χρυσού, το οποίο ονομαστικά ανταποκρινόταν στο 1/35ο της μίας ουγκιάς χρυσού. Σε αντίθεση όμως με τον κλασσικό κανόνα του χρυσού, υπό το σύστημα του Bretton Woods, οι ΗΠΑ δεν έκοβαν χρυσό. (4)
Η τιμή των υπόλοιπων νομισμάτων ορίστηκε στη βάση των ανταλλακτικών αναλογιών τους με το αμερικανικό δολάριο. Αυτές οι αναλογίες ήταν καθορισμένες, όμως μπορούσαν να μπουν υπό επαναδιαπραγμάτευση είτε απαξιώνοντας είτε ανατιμώντας το δολάριο. Δεν υπήρξε παρ’ όλα αυτά καμιά πρόβλεψη να γίνει αλλαγή στην ποσότητα της ράβδου χρυσού σε όρους βάρους που είχε οριστεί ως ένα δολάριο.
Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δεσμεύτηκε πως θα εξαργύρωνε κάθε $35 που θα του δίνονταν είτε από ξένες κυβερνήσεις είτε από κεντρικές τράπεζες με μία ουγκιά χρυσού. Για να λειτουργήσει αυτό το σύστημα θα έπρεπε η τιμή του χρυσού στην διεθνή αγορά χρυσού του Λονδίνου να διατηρούνταν κοντά στα $35 η ουγκιά. Αν η αξία του χρυσού υπερέβαινε τα $35 για μία παρατεταμένη περίοδο, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες θα είχαν κάθε κίνητρο να ανταλλάσουν τα δολάριά τους για χρυσό στα $35 την ουγκιά, ή να το πωλούν σε υψηλότερη αξία στη διεθνή αγορά χρυσού ή απλώς να κρατούν το χρυσό.
Όπως έχουμε εξηγήσει στο παρελθόν, αυτό το νέο συναλλαγματικό σύστημα δεν μπορούσε να προφυλάξει το σύστημα από μία ενδεχόμενη μελλοντική γενική πτώση των τιμών. Εκείνη την περίοδο ήταν κοινή συναίνεση των οικονομολόγων και των πολιτικών ότι δεν πρέπει να επιτραπεί μία τέτοια γενική πτώση στο μέλλον. Πριν από τον Β’ ΠΠ, ακόμα και μερικές υφέσεις προκαλούσαν πτώσεις του βιοτικού επιπέδου. Ο γενικός κανόνας ήταν ότι όσο εντονότερη η ύφεση τόσο πιο μεγάλη η πτώση των τιμών. Οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί της περιόδου θεωρούσαν ότι αν εμπόδιζαν την πτώση των τιμών, θα μπορούσαν να αποφύγουν τις μελλοντικές υφέσεις.
Στο πλαίσιο της νίκης της Σοβιετικής Ένωσης έναντι της καπιταλιστικής Γερμανίας, σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση των θέσεων των Κομμουνιστικών Κομμάτων και του εργατικού κινήματος γενικά μετά τον πόλεμο, η αποφυγή μεγάλων υφέσεων και της μαζικής ανεργίας θεωρούνταν ιδιαίτερα σημαντική.
Ωστόσο σε αντίθεση με τον κλασσικό διεθνή κανόνα του χρυσού που κυριάρχησε στο διεθνές συναλλαγματικό σύστημα μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, το νέο σύστημα διέθετε ενσωματωμένη μιαν αντίφαση.
Με την άνοδο των τιμών, η αγοραστική δύναμη του χρυσού (η ποσότητα των αξιών που μπορεί να αγοραστεί με μία δοσμένη ποσότητα χρυσού) αναγκαστικά θα μειωνόταν καθώς επίσης δεν θα υπήρχαν κίνητρα για την παραγωγή του. Το αποτέλεσμα θα ήταν πρακτικά το ίδιο, δηλαδή οι τιμές των προϊόντων στην αγορά θα έφταναν σε υψηλότερο επίπεδο συγκριτικά με τις αξίες της παραγωγής τους. Το αποτέλεσμα θα ήταν αναγκαστικά μια νέα παγκόσμια έλλειψη χρυσού και συνεπώς μια μείωση της αξίας του αμερικανικού δολαρίου ως αποτέλεσμα της φυγής κεφαλαίων. Σε αυτό το σημείο οι πολιτικοί θα έπρεπε είτε να εγκαταλείψουν την πολιτική σύμφωνα με την οποία δεν μπορούσε να πέσει το γενικό επίπεδο των τιμών, είτε να εγκαταλείψουν τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο το αμερικανικό δολάριο ανταλλασσόταν με το 1/35ο της μίας ουγκιάς χρυσού.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τις συνθήκες έπειτα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος μετά τον Β’ Παγκόσμιο ξεχείλιζε από χρυσό. Ενώ στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο είχαμε ραγδαία καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη και άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων, τα οποία οδήγησαν σε απαξίωση της παραγωγής χρυσού, η Ύφεση αντιθέτως είχε οδηγήσει σε πτώση των τιμών των εμπορευμάτων και σε επίπεδα ρεκόρ της παραγωγής χρυσού (για περισσότερες πληροφορίες για τον λόγο δείτε εδώ και εδώ).
Επιπλέον, η μαζική αποδιοργάνωση της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης είχε ως αποτέλεσμα να τεθούν εκτός κυκλοφορίας τεράστια χρηματικά ποσά και να συσσωρευτούν αδρανοποιημένα στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα. Ο Β’ ΠΠ επίσης σμίκρυνε τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή. Ανάμεσα στο 1929 και το 1945, η διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή είχε σε σημαντικό βαθμό περιοριστεί ή συμπιεστεί λόγω της ύφεσης και στη συνέχεια λόγω του πολέμου.
Επομένως, με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο κόσμος συγκριτικά με το επίπεδο της παραγωγής είχε υπερχειλίσει με χρυσό. Η ορολογία των οικονομολόγων ήταν ότι υπήρχε μεγάλη ρευστότητα. Με τόσο μεγάλη ρευστότητα υπήρξε μία τεράστια μάζα αγοραστικής δύναμης που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, η οποία προοδευτικά θα αξιοποιούνταν μετά τον πόλεμο με την αποκατάσταση της φυσιολογικής διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής
Αυτή η συνθήκη προφύλαξε έναντι του κινδύνου ξεσπάσματος μιας σοβαρής κρίσης υπερπαραγωγής για τα επόμενα χρόνια. Η παγκόσμια αγορά έμελλε να βιώσει μία «ξαφνική επέκταση», πρωτότυπη στην μορφή της στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από τον 19ο αιώνα. Πολλοί μαρξιστές βρέθηκαν απροετοίμαστοι στο να συλλάβουν αυτή την κατάσταση, η οποία είχε τεράστιες επιπτώσεις σε σχέση με την ανάπτυξη της παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης μετά τον Β’ ΠΠ. (5)
Το σύστημα του Bretton Woods επίσης εγκαθίδρυσε μία σειρά διεθνών οργανισμών υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, με σκοπό αφενός την διασφάλιση της οικονομικής κυριαρχίας των τελευταίων, αφετέρου την εξασφάλιση της προστασίας του συστήματος έναντι μίας νέας μεγάλης οικονομικής κρίσης. Ένας εξ’ αυτών των θεσμών, ο οποίος εξακολουθεί να είναι πολύ ισχυρός σήμερα είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ή ΔΝΤ. (6) Οι ηγέτιδες καπιταλιστικές δυνάμεις κατέθεταν χρήματα σε αυτό το ταμείο, το οποίο ουσιαστικά ελεγχόταν από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ.
Ας υποθέσουμε ότι μία χώρα εκτός των ΗΠΑ είχε αρνητικό ισοζύγιο εμπορίου και πληρωμών. Κάτω υπό το σύστημα του κλασσικού διεθνούς κανόνα του χρυσού, αυτή η χώρα θα έπρεπε είτε να αυξήσει τα επιτόκια των ομολόγων της προκειμένου να ελκύσει χρυσό από το εξωτερικό, είτε θα αναγκαζόταν να περιορίσει τα τραπεζικά της αποθέματα και τη δυνατότητα πίστωσης στο εσωτερικό της. Στη τελευταία περίπτωση το αποτέλεσμα θα ήταν η ύφεση και πιθανότατα ο τραπεζικός πανικός.
Κάθε φορά που μία χώρα αντιμετωπίζει ύφεση λόγω της έλλειψης χρυσού εισάγει όλο και λιγότερα εμπορεύματα και εξάγει όσο το δυνατόν περισσότερα, διότι οι εγχώριοι καπιταλιστές προσπαθούν να αντιρροπήσουν τη μείωση των πωλήσεων στο εσωτερικό με την αύξηση των εξαγωγών. Η χώρα επομένως «εξάγει» το εμπορικό της έλλειμμα και η «αποστράγγιση» του χρυσού εξάγεται είτε σε μία άλλη χώρα είτε σε μία ομάδα χωρών. Με αυτό τον τρόπο μία ύφεση που μπορεί να ξεκίνησε από μία χώρα μπορεί και να διευρυνθεί σε ολόκληρη την υφήλιο.
Υπό το σύστημα του Bretton Woods, όμως, αν μία χώρα αντιμετωπίζει εμπορικό έλλειμμα με τη μορφή της εξάντλησης των αποθεμάτων δολαρίων ή χρυσού, θα μπορεί να προσφύγει στο ΔΝΤ για ένα βραχυχρόνιο δανεισμό. Όπως ακριβώς είχε αποφευχθεί η ραγδαία φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα χάρις στο ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να εκδίδουν παραπάνω χαρτονομίσματα χωρίς να έχουν την αντίστοιχη κάλυψη σε χρυσό – με την εξαίρεση των ΗΠΑ που δεν είχαν κεντρική τράπεζα – η σκέψη ήταν ότι αν μία χώρα μπορούσε να δανειστεί δολάρια από το ΔΝΤ θα μπορούσε να αποφευχθεί η αποσταθεροποίηση των εθνικών συναλλαγμάτων.
Με την πολιτική της μέριμνας έναντι της αποσταθεροποίησης των νομισμάτων ο στόχος ήταν είτε  συνολική αποφυγή των υφέσεων είτε ο περιορισμός τους σε μία χώρα προτού γενικευτεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν μία χώρα βρισκόταν ενώπιον μίας μαζικής εξάντλησης των αποθεμάτων της που ένα βραχύχρονο δάνειο από το ΔΝΤ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει, μπορούσε να απαξιώσει το νόμισμά της έναντι του δολαρίου ως εναλλακτική οδό αντιμετώπισης των αυξανόμενων επιτοκίων.
Με την απαξίωση του νομίσματός της, η χώρα αυτή πρακτικά μείωνε τους μισθούς των εργατών της, αν αυτοί μετριούνταν σε αμερικανικά δολάρια. Εφόσον οι καπιταλιστές αυτής της χώρας μπορούν και πληρώνουν λιγότερο σε αμερικανικά δολάρια τούς εργαζόμενους για την εργατική τους δύναμη, αφενός έχουν πλεονέκτημα στην εγχώρια και την παγκόσμια αγορά, αφετέρου μπορούν και αντιμετωπίζουν το αρνητικό ισοζύγιο εμπορίου τους χωρίς να περνούν μέσα από ύφεση. Βέβαια παρά το γεγονός ότι, όπως είδαμε, η παγκόσμια αγορά περνούσε μέσα από μία μακρά περίοδο επέκτασης, μία συνθήκη η οποία από μόνη της εξασφάλιζε τον περιορισμό των υφέσεων για αρκετές δεκαετίες, το νέο διεθνές συναλλαγματικό σύστημα μπόρεσε και προφύλαξε επιτυχημένα την ανάδειξη βαθιών παγκόσμιων υφέσεων. (7)
Η μοναδική χώρα που δεν μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της κάτω από το σύστημα του Bretton Woods ήταν οι ΗΠΑ. Αν τα αποθέματα χρυσού της στέρευαν, οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, έπρεπε να ανεβάζουν τα επιτόκιά τους. Αν οι ΗΠΑ υποτιμούσαν το δολάριο, δηλαδή αύξαναν την τιμή του χρυσού σε δολάριο, τότε θα υπονόμευαν συνολικά το σύστημα του Bretton Woods.
Πολλοί οικονομολόγοι που επηρεάζονταν από τη σήμερα κυρίαρχη κεϊνσιανή σχολή αλλά και πολλοί άλλοι που δεν είχαν σχέση με αυτή, έβλεπαν αυτό το ζήτημα ως το θεμελιώδες ελάττωμα του συστήματος του Bretton Woods, και ήλπιζαν πως σε μία επόμενη φάση το δολάριο θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα νόμισμα του οποίου η ισοτιμία θα μπορούσε να αλλάζει, στηριζόμενο στο συνολικό πλούτο της καπιταλιστικής κοινωνίας ως όλον και όχι απλώς στο χρυσό. Αυτοί οι οικονομολόγοι θεωρούσαν πως με αυτό τρόπο θα μπορούσαν να υπερβούν τα προβλήματα του καπιταλιστικού συστήματος χωρίς να καταργήσουν τον καπιταλισμό.
Άλλη μία σημαντική οργάνωση που δημιουργήθηκε στο Bretton Woods και βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ ήταν η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου ή αλλιώς GATT, που τώρα ονομάζεται Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Καθώς ο Β’ ΠΠ πλησίαζε το τέλος του, οι ΗΠΑ αναμετρήθηκαν με το ερώτημα κατά πόσον έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους για να καταστρέψουν τις βιομηχανικές οικονομίες της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Ωστόσο οι ΗΠΑ απέρριψαν αυτή την ιδέα από φόβο ότι οι εργατικές τάξεις αυτών των χωρών θα αντιστέκονταν στη σκόπιμη καταστροφή των βιοποριστικών τους μέσων από μία κατοχική δύναμη, καθώς και λόγω του ότι μία τέτοια κίνηση θα οδηγούσε τη γερμανική και τη γιαπωνέζικη άρχουσα τάξη ξανά στο να υποστηρίξουν εθνικιστικά κινήματα για να αντισταθούν στην καταστροφή του παραγωγικού τους κεφαλαίου.
Αντιθέτως οι ΗΠΑ συμμάχησαν με τους καπιταλιστές του ηττημένου Άξονα. Συμφώνησαν να ανοίξουν την αγορά τους στους Γερμανούς και τους Γιαπωνέζους καπιταλιστές- κάτι που επίμονα αρνούνταν να κάνουν πριν από τον Β’ ΠΠ- με την προϋπόθεση ότι αυτές οι χώρες θα επέτρεπαν την παραμονή του αμερικανικού στρατού στο έδαφος τους, κάτι που ισχύει και μέχρι σήμερα. Επίσης, ως αντάλλαγμα για τη δυνατότητα τους να πωλούν στην αμερικανική και στις άλλες παγκόσμιες αγορές, οι ηττημένες δυνάμεις του Άξονα έπρεπε να παραιτηθούν από την προσπάθεια ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Στρατιωτικά και πολιτικά, οι ΗΠΑ δε θα μοιράζονταν την εξουσία με τις ηττημένες αντίπαλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το μοτίβο της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Όπως είδαμε μετά τον πόλεμο οι αμερικανικές τράπεζες είχαν συσσωρεύσει τεράστια ποσά μη επενδυμένων χρημάτων. Παρά το ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου το δημόσιο χρέος της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας είχε αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό, η πλειοψηφία των χρεών στο εσωτερικό της χώρας είχε αποπληρωθεί. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το ότι η Ύφεση είχε προκαλέσει αντιπληθωριστικές τάσεις στο χρέος. Έπειτα λόγω της οικονομίας του πολέμου που υιοθετήθηκε μετά την Ύφεση, οι καταναλωτές δεν είχαν να αγοράσουν πολλά εμπορεύματα. Καθώς σχεδόν όλοι είτε υπηρετούσαν στο στρατό είτε εργάζονταν, οι καταναλωτές χρησιμοποιούσαν τα χρήματα που δεν μπορούσαν να ξοδέψουν σε εμπορεύματα για να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Για παράδειγμα, κανένας δεν χρεωνόταν για να αγοράσει καινούργιο αυτοκίνητο, εφόσον δεν παράγονταν καθόλου αμάξια.
Ωστόσο, το μερίδιο της παγκόσμιας αγορά που ήλεγχε η αμερικανική βιομηχανία- συμπεριλαμβανομένου του σημαντικότερου τμήματός της, της αμερικανικής εσωτερικής αγοράς- ήταν πλέον τόσο μεγάλο, που οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν πλέον να αναπτύσσονται με γρηγορότερους ρυθμούς συγκριτικά με την παγκόσμια αγορά ως όλον. Πράγματι, από εκείνο το σημείο οι ΗΠΑ μπήκαν σε μία φάση που η ανάπτυξη της εσωτερικής αμερικανικής οικονομίας ήταν καταδικασμένη να είναι μικρότερη από αυτή του μέσου όρου της υφηλίου.
Είναι σημαντικό όμως να θυμόμαστε ότι οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ πλέον μπορούσαν να εκμεταλλευθούν ολόκληρο τον κόσμο, με την εξαίρεση του σοβιετικού μπλοκ πριν από το 1989 και την Κίνα πριν από το 1978. Οι (αστοί) οικονομολόγοι μάλιστα προσδιορίζουν ως «ώριμες» τις οικονομίες που έπειτα από μία μεγάλη περίοδο κατά την οποία είχαν υψηλότερους δείκτες ανάπτυξης συγκριτικά με την παγκόσμια οικονομία, τείνουν σε ένα μετέπειτα στάδιο να έχουν χαμηλότερο μέσο όρο ανάπτυξης συγκριτικά με την παγκόσμια οικονομία ως όλον.
Μετά τον Β’ ΠΠ, η μετακύλιση της Αμερικής στη θέση των «ώριμων» οικονομιών της αργής ανάπτυξης δεν πραγματώθηκε, διότι η παγκόσμια αγορά ως όλον πέρασε μια περίοδο εκρηκτικής ανάπτυξης. Ακόμα και η ανάπτυξη μεσαίας τάξης όπως αυτή που επικρατούσε τότε στις ΗΠΑ θεωρούταν καλή συγκριτικά με την δεκαετία της Ύφεσης, η οποία ήταν ακόμα βαθιά εντυπωμένη στις μνήμες των ανθρώπων.
Η ροή του χρήματος και του κεφαλαίου μετά τον πόλεμο
Το σχέδιο Μάρσαλ ως συνδυασμός χορηγιών και δανείων μπορεί μεν να έβαλε μπρος την ανοικοδόμηση της Ευρώπης, όμως τελικά δεν ήταν καθοριστικό από μόνο του. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αμερικανικές τράπεζες είχαν δανείσει τεράστια χρηματικά ποσά στην Ευρώπη, με την τελευταία να αδυνατεί να τα αποπληρώσει. Η βασική λειτουργία του σχεδίου Μάρσαλ ήταν ότι εγγυούταν πως κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ξανά στο μέλλον. Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν καθοριστικό σε σχέση με αυτό το ζήτημα.
Με το άνοιγμα της αμερικανικής αγοράς στη Γερμανία και την Ιαπωνία, οι οικονομίες τους κατόρθωσαν να φτάσουν υψηλότερα επίπεδα ποσοστών ανάπτυξης συγκριτικά με το γενικό επίπεδο ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.  Αυτή η περίοδος της εκπληκτικής οικονομικής ανάπτυξης διήρκησε πολύ περισσότερο διάστημα για τη Γερμανία και την Ιαπωνία συγκριτικά με την μεταπολεμική έκρηξη ανοικοδόμησης. Σε αντίθεση με τις πλέον «ώριμες» οικονομίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας, ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης δούλευε προς όφελος των δυτικοευρωπαϊκών χωρών (εκτός της Βρετανίας) και της Ιαπωνίας.
Η έκρηξη ανοικοδόμησης, η οποία συνοδεύτηκε από μια φάση ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, ανάγκασε τις δυτικοευρωπαϊκές και τις γιαπωνέζικες εταιρείες να κάνουν τεράστιες παραγγελίες από αμερικανικές επιχειρήσεις για να αποκτήσουν τα μέσα παραγωγής που χρειάζονταν, ώστε να εκμεταλλευθούν τις νέες τεράστιες αγορές –ιδιαίτερα την αμερικανική αγορά- που επιτέλους άνοιγαν σε αυτές. Αυτό αποτέλεσε σημαντικό στήριγμα για την αμερικανική βιομηχανία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, κατά τα οποία η αμερικανική βιομηχανία βοηθούσε τους ίδιους τούς οικονομικούς της ανταγωνιστές, οι οποίοι έπειτα από μερικά χρόνια θα της έπαιρνε αρκετές αγορές. (8)
Η κίνηση του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Όπως ακριβώς το βιομηχανικό κεφάλαιο αναζητεί τα υψηλότερα δυνατά ποσοστά κέρδους- ή αλλιώς τα υπερκέρδη, δηλαδή κέρδη πάνω και πέρα από τον μέσο όρο των κερδών- έτσι και το τοκογλυφικό κεφάλαιο αναζητεί το υψηλότερο δυνατό ποσοστό κέρδους πάνω και πέρα από τον μέσο όρο των επιτοκίων που υπάρχουν στην παγκόσμια αγορά. Παρότι το χρηματικό κεφάλαιο ήταν ιδιαίτερα πληθωρικό στην Αμερική με την μορφή των τεράστιων αποθεμάτων συναλλάγματος στις τράπεζες που στηρίζονταν στον χρυσό του Fort Knox και στα αποθέματα χρυσού των θησαυροφυλακίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, η Ευρώπη καθώς και η Ιαπωνία την επαύριο του πολέμου είχαν μεγάλη έλλειψη σε χρηματικό κεφάλαιο. Οι οικονομολόγοι μιλούσαν περί «έλλειψης δολαρίων».
Αυτή η «έλλειψη δολαρίων» έπαιρνε την μορφή των υψηλότερων επιτοκίων στην Ευρώπη και την Ιαπωνία συγκριτικά με αυτά που κυριαρχούσαν στην Αμερική.  Το αποτέλεσμα ήταν να μεταφερθούν τεράστιες ποσότητες τοκογλυφικού κεφαλαίου από την Αμερική προς την Ευρώπη και την Ιαπωνία αποβλέποντας σε υψηλότερα επιτόκια. Αυτή η ροή του τοκογλυφικού κεφαλαίου χρηματοδότησε τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της (Δυτικής) Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Εμφανίστηκε δηλαδή μια παρόμοια συνθήκη με αυτή που είχε επικρατήσει πριν από τον Α’ ΠΠ, όταν τα βρετανικά δάνεια και οι παρακαταθήκες χρηματοδότησαν τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που «έχτισε» την τεράστια βιομηχανική μηχανή της Αμερικής. Η αμερικανική βιομηχανία είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδοτηθεί από το βρετανικό χρηματιστικό κεφάλαιο. Στη συνέχεια αυτή βρέθηκε σε συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στη βρετανική βιομηχανία, αποσπώντας της αγορές και καταδικάζοντάς την έτσι σε παρακμή.
Για ποικίλους ιστορικούς λόγους, όπως το ότι αυτή η περίοδος είχε μόλις περάσει από Ύφεση, το ότι είχαν εγκαθιδρυθεί φασιστικές και στρατιωτικές δικτατορίες και τον πόλεμο, η αξία της εργατικής δύναμης ήταν φτηνότερη στην Ευρώπη και σημαντικά χαμηλότερη ακόμα στην Ιαπωνία συγκριτικά με τις ΗΠΑ. Η αξία της εργατικής δύναμης ήταν ακόμα φτηνότερη στην Κίνα, όμως η Κινεζική Επανάσταση σε συνδυασμό με την τρομακτικά επιθετική αντίδραση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού απέναντι στην επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να μη λάβει καμία επένδυση ανάμεσα στο 1949 and 1978.
Επίσης πολλά καταναλωτικά αγαθά κατασκευάζονταν στην Αμερική. Αυτά περιελάμβαναν τόσο τα αγαθά που κατανάλωναν και οι καπιταλιστές και οι εργάτες, όσο τα είδη πολυτελείας που κατανάλωναν αποκλειστικά οι καπιταλιστές. Εκτός αυτών υπήρχαν σημαντικές ποσότητες γεωργικών εμπορευμάτων, καθώς και ακατέργαστων αλλά και βοηθητικών υλικών τα οποία επίσης παρασκευάζονταν στην Αμερική. Ως αποτέλεσμα η Αμερική είχε ένα σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα.
Αν η αμερικανική οικονομία δεν είχε αυτό εμπορικό πλεόνασμα ως αντιστάθμισμα για τις τεράστιες εξαγωγές κεφαλαίων, η Ευρώπη και η Ιαπωνία θα είχαν γρήγορα εξαντλήσει όσα αποθέματα χρημάτων είχαν στη διάθεση τους, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε σε μία γενικευμένη πτώση των αμερικανικών εξαγωγών. Ωστόσο το υψηλό ποσοστό κέρδους και επιτοκίων στην Ευρώπη και Ιαπωνία εμπόδισαν κάτι τέτοιο.
Επιπλέον τα τεράστια έξοδα των ΗΠΑ στον Κορεάτικο Πόλεμο και στη συνέχεια στον Πόλεμο στο Βιετνάμ, καθώς και το κόστος της συντήρησης των στρατευμάτων στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, δήθεν για τη προστασία αυτών των χωρών από μία σοβιετική επίθεση (στην πραγματικότητα όμως για την εξασφάλιση της πολιτικής υποταγής αυτών των χωρών στις ΗΠΑ),  βοήθησαν στο να εισρεύσουν αμερικανικά δολάρια σε αυτές τις χώρες.
Οι επιπτώσεις των στρατιωτικών εξόδων στην οικονομική ανάπτυξη
Πλάι σε αυτούς τους αποκλειστικά οικονομικούς παράγοντες, η παρακμή της οικονομίας των ΗΠΑ σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες – η οποία ακόμη δεν είχε εκφραστεί σε απόλυτους όρους -μετά τον Β’ ΠΠ επιταχύνθηκε από το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αναγκασμένες να ξοδεύουν τρομακτικές ποσότητες χρημάτων για την διατήρηση αυτής της παγκόσμιας αυτοκρατορίας.
Πολλοί προοδευτικοί, που βρίσκονταν κάτω υπό την επίδραση των ιδεών του Κέινς, θεωρούσαν πως λόγω των τεράστιων αυτών διαστάσεων στρατιωτικών εξόδων όχι μόνο εμποδιζόταν μία νέα «Μεγάλη Ύφεση», αλλά και κατέστη δυνατή η μεταπολεμική καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, όπως είδαμε, οι οικονομικές συνθήκες ήταν ριζικά διαφορετικές αν συγκρίνουμε τις περιόδους μετά τον δεύτερο και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι οικονομικές προϋποθέσεις που οδήγησαν στην Ύφεση δεν ήταν παρούσες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εφόσον δεν ήταν τα στρατιωτικά έξοδα που απομάκρυναν τον κίνδυνο της Ύφεσης, ποια ήταν η συμβολή των στρατιωτικών εξόδων;
Παραγωγή έναντι της αναπαραγωγής
Έχοντας ως δεδομένο ότι συνήθως στον καπιταλισμό υπάρχει ένα σημαντικό εργατικό δυναμικό που δεν εργάζεται και ότι επίσης υπάρχει μία σημαντική μάζα μη αξιοποιημένου τοκογλυφικού κεφαλαίου, κάθε απότομη αύξηση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού έχει ως αποτέλεσμα η βιομηχανική παραγωγή και η ποσότητα των δουλειών να αυξάνονται απότομα. Όμως, ενώ μία απότομη αύξηση των κυβερνητικών στρατιωτικών εξόδων, που έχουν ως πηγή τους τον δανεισμό, οδηγεί σε ισχυρές βραχυπρόθεσμες αυξήσεις στην βιομηχανική παραγωγή, ταυτόχρονα καταστέλλεται η διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή.
Αυτό συμβαίνει επειδή τα εργοστάσια, που κανονικά θα παρήγαγαν μέσα παραγωγής, τροποποιούνται προκειμένου να παράγουν μέσα καταστροφής. Όμως η παραγωγή και η αναπαραγωγή μπορούν να διαφοροποιούνται μόνο βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα πρέπει να πορεύονται στην ίδια κατεύθυνση.
Όταν η οικονομία οργανώνεται ώστε να εξυπηρετεί αποκλειστικά τον πόλεμο, πολλά εργοστάσια, τα οποία υπό κανονικούς όρους παράγουν μέσα παραγωγής, μετατρέπονται σε εργοστάσια παραγωγής μέσων καταστροφής, με αποτέλεσμα να καταναλώνεται περισσότερο κεφάλαιο από αυτό που δημιουργείται. Η διευρυμένη αναπαραγωγή αντικαθίσταται από την περιορισμένη αναπαραγωγή. Εφόσον ο καπιταλισμός μπορεί να υπάρξει μακροπρόθεσμα μόνο ως ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής, μία ολοκληρωτική πολεμική οικονομία μπορεί να διατηρηθεί συγκριτικά για ένα μικρό διάστημα.
Ο Α’ Παγκόσμιος διήρκησε μόνο λίγο παραπάνω από 4 χρόνια, ενώ ο Β’ Παγκόσμιος, αν προσμετρήσουμε και την γερμανική εισβολή στη Πολωνία το Σεπτέμβριο του 1939 διήρκησε μόνο έξι χρόνια. Η σχετικά μικρή διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων του 20ου αιώνα μάς προξενεί περιέργεια αν το συγκρίνουμε με το μεγαλύτερο διάστημα που κράτησαν μερικοί αποικιακοί πόλεμοι των ΗΠΑ έπειτα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος στο Βιετνάμ ή ακόμα και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο οποίος ήδη έχει κρατήσει για παραπάνω από 10 χρόνια. Αυτοί οι πόλεμοι εναντίων καταπιεζόμενων χωρών δεν αναγκάζουν τις ΗΠΑ να μετατρέψουν την οικονομία τους σε μία αποκλειστικά πολεμικού τύπου οικονομία, με τις αντίστοιχες συνέπειες που θα είχε αυτό στην περιορισμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή.
Για όσο διαρκεί η πολεμική οικονομία, οι βιομήχανοι καπιταλιστές ανταλλάσουν πραγματικό κεφάλαιο για πλασματικό με την μορφή κυβερνητικών ομολόγων, τα οποία γενικώς αποπληρώνονται από τα παράγωγα μίας μελλοντικής διευρυμένης αναπαραγωγής στην περίπτωση μόνο της νίκης. Όταν διαφαίνεται πως η περίοδος της περιορισμένης αναπαραγωγής διαρκεί πάρα πολύ λόγω του πολέμου χωρίς να διαφαίνεται προοπτική, οι καπιταλιστές προτιμούν αντί να συσσωρεύουν πλασματικό κεφάλαιο με τη μορφή ομολόγων να τα ανταλλάσουν με χρυσό, που έχει πραγματική αξία (σε αντίθεση με τα κυβερνητικά ομόλογα που είναι απλώς υποσχέσεις αποπληρωμών στην περίπτωση της νίκης).
Αν οι καπιταλιστές προσπαθήσουν να μετατρέψουν μαζικά το πλασματικό τους κεφάλαιο σε χρυσό –ή σε συνάλλαγμα, το οποίο δεν βρίσκεται σε φάση απαξίωσης- η πολεμική οικονομία καταρρέει. Αυτό είδαμε και κατά τον Α’ Παγκόσμιο στη Ρωσία το 1916 λίγο πριν από τη Ρωσική Επανάσταση. Αυτός είναι ο λόγος, που σε αντίθεση με τις ελπίδες των Κεϊνσιανών, η οικονομία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου δεν μπορεί να αποτελεί υπόδειγμα για μακροπρόθεσμη ειρηνική καπιταλιστική ευμάρεια.
Μία δεύτερη επιλογή πλάι σε αυτή της ολοκληρωτικής πολεμικής οικονομίας είναι η διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου στρατιωτικών εξόδων, το οποίο δεν είναι τόσο υψηλό ώστε να μετατρέπει την διευρυμένη αναπαραγωγή σε περιορισμένη αναπαραγωγή. Σε αντίθεση με μία ολοκληρωτική πολεμική οικονομία, κάτι τέτοιο μπορεί να διατηρηθεί για μία μεγάλη περίοδο. Ωστόσο στην περίπτωση που έχουμε χρόνια και υψηλά στρατιωτικά έξοδα, το ποσοστό της διευρυμένης αναπαραγωγής μειώνεται, στην περίπτωση που δεν εκμηδενίζεται ολοκληρωτικά.
Μία χώρα που υιοθετεί μία πολιτική υψηλών στρατιωτικών εξόδων- όπως είναι αναγκασμένη να κάνει η κυβέρνηση των ΗΠΑ για να διατηρήσει την παγκόσμια ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία της-  θα βρεθεί σε ένα σημείο –δεδομένου ότι όλοι οι άλλοι παράγοντες μένουν οι ίδιοι- που θα χάσει έδαφος με όσους ανταγωνιστές της  ξοδεύουν πολύ λιγότερο για το στρατό.
Το βάρος των στρατιωτικών εξόδων μπορεί να πέσει είτε στους μισθούς είτε στα κέρδη. Η καπιταλιστική τάξη θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο το βάρος να το επωμιστεί η εργατική τάξη με το να μειωθούν οι μισθοί και όχι οι φόροι. Σε αυτή τη περίπτωση δεν θα υπάρξει καθαρή αύξηση της ζήτησης – αν παραβλέψουμε τις προσωρινές επιπτώσεις στα ελλείμματα-, διότι η ζήτηση που παράγεται από τα στρατιωτικά έξοδα θα αντιρροπιστεί από τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των εργατών.
Αν τα στρατιωτικά έξοδα τα επωμιστούν τα κέρδη, δηλαδή η πραγματωμένη υπεραξία, των καπιταλιστών, θα υπάρχει λιγότερη υπεραξία διαθέσιμη προς μετατροπή σε νέο κεφάλαιο- είτε μεταβλητό είτε σταθερό. Στο βαθμό που αυτό συμβαίνει, η διαδικασία της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής εξασθενεί. Τα υψηλά επίπεδα στρατιωτικών εξόδων μπορούν μακροπρόθεσμα να οδηγήσουν σε τέλμα – δηλαδή αργή διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή- όμως μπορούν επίσης να εξηγήσουν τη μεγάλη καπιταλιστική επέκταση που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αντικειμενική ανάγκη του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού για έναν παγκόσμιο δικτάτορα
Όπως έχουμε δει, όσο αυξάνονται οι παραγωγικές δυνάμεις, τόσο αυξάνονται και οι καταστροφικές. Στην πορεία της ανάπτυξης των καταστροφικών δυνάμεων των όπλων έφτασε ένα σημείο στο οποίο ο ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε να δημιουργήσει έναν παγκόσμιο χωροφύλακα – με άλλα λόγια έναν παγκόσμιο δικτάτορα. Ο κίνδυνος της γενικευμένης καταστροφής και, μαζί της, και η καταστροφή του ανθρώπινου πολιτισμού και άρα του καπιταλισμού, δημιούργησε την ανάγκη συγκεντροποίησης  της στρατιωτικής- και άρα και της πολιτικής- δύναμης σε μία ιμπεριαλιστική χώρα. Το 1945, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν τον ρόλο του παγκόσμιου δικτάτορα, καθώς ήταν η χώρα με τις  μεγαλύτερες παραγωγικές δυνάμεις και ως εκ τούτου η χώρα με τις μεγαλύτερες πολεμικές δυνατότητες.
Η αμερικανική ιμπεριαλιστική δικτατορία δεν εγκαθιδρύθηκε μέσω μίας ειρηνικής συμφωνίας ανάμεσα στους καπιταλιστές. Αντιθέτως χρειάστηκαν δύο από τους πιο αιματηρούς πολέμους στην ανθρώπινη ιστορία για να αναλάβει αυτή την θέση. Η υιοθέτηση του ρόλου του παγκόσμιου δικτάτορα από τις ΗΠΑ έχει ποικίλες επιπτώσεις. Τα τεράστια στρατιωτικά έξοδα σε  σύγκριση με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές χώρες αποδυνάμωσε τις δυναμικές της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε σχέση με τους οικονομικούς της ανταγωνιστές. Αυτή η σχετική αποδυνάμωση της εσωτερικής καπιταλιστικής αναπαραγωγής στην Αμερική, συνέβαλε στη σταδιακή απώλεια του μεριδίου της παγκόσμιας αγοράς που έλεγχε η αμερικανική βιομηχανία.
Εν καιρώ, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η πτώση και η σταδιακή εξαφάνιση του πλεονάσματος στο αμερικανικό εμπορικό ισοζύγιο.
Το παγκόσμιο συναλλαγματικό σύστημα κατά την περίοδο της παρακμής του αμερικανικού καπιταλισμού
Σύμφωνα με τον Άγγλο οικονομολόγο James Steuart (1712-1790) (έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους του ρεύματος των Μερκαντιλιστών κατά τον Μάρξ) (9), ένα σύστημα έκδοσης συναλλάγματος χρειάζεται να ελέγχει τους μηχανισμούς που αυξάνουν ή μειώνουν την ποσότητα του συναλλάγματος (flux και reflux). Για παράδειγμα, όταν μία Κεντρική Τράπεζα επανεκδίδει χαρτονομίσματα, παρουσιάζεται αύξηση ή επέκταση της ποσότητας του συναλλάγματος. Όταν αποσύρονται χαρτονομίσματα έχουμε μείωση της ποσότητας του συναλλάγματος. Αν υπήρχε μόνον αύξηση και όχι μείωση, τότε η ποσότητα του συναλλάγματος θα επεκτεινόταν δίχως όριο, η αναλογία του προς τον χρυσό θα διαταραζόταν και άρα η αγοραστική του αξία θα κατέρρεε απότομα. Πράγματι, αυτό το συνάλλαγμα πολύ σύντομα θα σταματούσε να λειτουργεί ως χρήμα ή –για να είμαστε πιο ακριβείς- θα έπαυε  να αντιπροσωπεύει πραγματικό χρήμα στην κυκλοφορία.
Υπό το σύστημα Bretton Woods, που ήταν κομμάτι της νεοεγκαθιδρείσας παγκόσμιας δικτατορίας των Ηνωμένων Πολιτειών, το αμερικανικό δολάριο ανέλαβε τη λειτουργία του παγκόσμιου συναλλάγματος. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργούσαν και εξακολουθούν να λειτουργούν ως εκδοτική τράπεζα (Κεντρική Τράπεζα). Πράγματι, η πλειοψηφία των χαρτονομισμάτων δολαρίου –που εκδίδει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα– κυκλοφορούν εκτός Ηνωμένων Πολιτειών.
Υπό το σύστημα ανταλλαγών χρυσού – δολαρίου του Bretton Woods, η αύξηση της ποσότητας των χαρτονομισμάτων (flux) γινόταν δυνατή μέσω των δάνειων που εξέδιδαν οι αμερικανικές τράπεζες σε καπιταλιστές και κυβερνήσεις εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, των αγορών ξένων επιχειρήσεων, μετοχών, ομολόγων και ακινήτων από τους Αμερικανούς καπιταλιστές· των εξόδων του Αμερικανικού στρατού και των πολέμων.
Ο βασικός μηχανισμός μείωσης της ποσότητας του συναλλάγματος (reflux) για το δολάριο ήταν το θετικό εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ. Καθώς ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής, η αύξηση της ποσότητας του συναλλάγματος πρέπει να υπερβαίνει τις διαδικασίες μέσω των οποίων αποσύρεται. Ο βαθμός ανάπτυξης της ποσότητας των δολαρίων χωρίς αυτό να οδηγεί στην υποτίμησή τους καθορίζεται μακροπρόθεσμα από το ρυθμό αύξησης της ποσότητας του χρυσού παγκοσμίως. Αντίστοιχα το ποσοστό της ανάπτυξης της ποσότητας του χρυσού καθορίζεται από το επίπεδο της εξόρυξης και της επεξεργασίας του χρυσού.
Κατά τη διάρκεια της δεκαπεντάχρονης οικονομικής στασιμότητας (1930-1945), που προκλήθηκε από την Μεγάλη Ύφεση (1929) και οδήγησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια πολύ σημαντική ποσότητα χρημάτων εκτοπίστηκε από την κυκλοφορία και συγκεντρώθηκε σε αμερικανικές τράπεζες. Εξαίρεση αποτέλεσε το bank run που έλαβε χώρα την τριετία από το 1931 έως το 1933, όταν επίσης μια πολύ μεγάλη ποσότητα χρημάτων συγκεντρώθηκε εκτός τραπεζών. Αυτό σήμαινε πως για αρκετό καιρό η ποσότητα των δολαρίων αυξανόταν πιο γρήγορα συγκριτικά με την ανάπτυξη της ποσότητας του χρυσού, οδηγώντας ως αποτέλεσμα στην εμφάνιση τάσεων υποτίμησης του αμερικανικού δολαρίου και βάζοντας ένα τέλος στην ανταλλαγή χρυσού-δολαρίου που εγκαινίασε το Bretton Woods.
Η κρίση του παγκόσμιου συναλλαγματικού συστήματος στα τέλη της δεκαετίας του ‘60
Η σταδιακή μείωση – και τελική εξαφάνιση στα τέλη του ‘60 – του αμερικανικού εμπορικού πλεονάσματος είχε ως αποτέλεσμα ότι το αμερικανικό εμπορικό ισοζύγιο αδυνατούσε πλέον να αποσύρει δολάρια από την παγκόσμια κυκλοφορία. Ακόμα, ο ρυθμός ανάπτυξης της ποσότητας του παραγόμενου χρυσού άρχισε να πέφτει στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 λόγω των συνδυασμένων πληθωριστικών επιπτώσεων της μεγάλης οικονομικής άνθησης της δεκαετίας του 60’, του πολέμου στο Βιετνάμ, καθώς και των αποτελεσμάτων προηγουμένων πληθωριστικών τάσεων που συνέβησαν ως αποτέλεσμα της πολεμικής οικονομίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Κορεάτικου Πολέμου, καθώς και των αποτελεσμάτων της μικρής οικονομικής άνθησης της δεκαετίας του ‘50.
_______
1 Σε αυτό το σημείο εξετάζω το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης μόνον όπως εκδηλώνεται στην καπιταλιστική παραγωγή. Για παράδειγμα, στον καπιταλισμό τα μέσα παραγωγής αναπτύσσονται πιο γρήγορα σε σχέση με τις αγορές στις οποίες θα πουληθούν τα προϊόντα που τα μέσα αυτά μπορούν να παράξουν. Αυτό παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη όπως αυτή αναπτύσσεται στο καπιταλιστικό σύστημα. Ωστόσο, το φαινόμενο της ταχύτερης ανάπτυξης των μέσων παραγωγής σε σχέση με τις αγορές τους εμφανίζεται μόνον στην καπιταλιστική παραγωγή. Δεν παρουσιάζεται σε κάποιον άλλο τρόπο παραγωγής.
2 Ένα πρόσφατο παράδειγμα ήταν η δυστυχώς επιτυχής εκστρατεία των ΗΠΑ να αντικαταστήσουν την κυβέρνηση της Λιβύης με μία που θα αποδεχόταν περισσότερο η Αυτοκρατορία. Οι ΗΠΑ σε συνεργασία με τους ιμπεριαλιστικούς δορυφόρους τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, χρησιμοποίησαν την τεράστια ναυτική και αεροπορική τους δύναμη για να καταστρέψουν τις ένοπλες δυνάμεις της Λιβύης, χωρίς να έχουν πρακτικά καμία απώλεια.
Υπάρχουν όμως δύο ακόμα πιο πρόσφατα παραδείγματα στην ίδια την Ευρώπη. Είδαμε πως οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας αντικαταστάθηκαν από «τεχνοκράτες» – δηλαδή από τραπεζικούς – υπό τις εντολές του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση που η αντίσταση σε αυτές τις αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις απειλούσε τη σταθερότητά τους, οι ένοπλες δυνάμεις που διοικούνται από το ΝΑΤΟ θα προσπαθούσαν να παρέμβουν με σκοπό τον περιορισμό τους. Εάν οι ένοπλες δυνάμεις αυτών των χωρών αρνούνταν να υπηρετήσουν τις εντολές της αμερικανικής αυτοκρατορίας, δεν θα ήταν καθόλου απίθανο αν βλέπαμε νατοϊκές εισβολές στην Ελλάδα και την Ιταλία.
3 Οι ένοπλες δυνάμεις της ΕΣΣΔ είχαν απολύτως αμυντική στάση και ποτέ δεν μπόρεσαν ούτε να πλησιάσουν στο επίπεδο της στρατιωτικής δύναμης που είχαν οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ.
4 Η κοπή χρυσών νομισμάτων έπαυσε με την ανάδειξη του Ρούζβελτ στην κυβέρνηση το 1933. Το νομισματοκοπείο των ΗΠΑ συνέχισε την κοπή νομισμάτων κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ‘80 επί προεδρίας Ρέιγκαν. Το νομισματοκοπείο των ΗΠΑ αυτή την περίοδο θα παράγει πλάκες χρυσού εντός των ΗΠΑ και φυσικά νομίσματα. Αν και αυτά τα νέα χρυσά νομίσματα επισήμως λειτουργούν ως επίσημο συνάλλαγμα των ΗΠΑ, δεν είναι σχεδιασμένα ώστε να χρησιμοποιούνται στην κυκλοφορία, καθώς η ονομαστική τους αξία είναι πολύ μικρότερη από την αγοραία τους αξία. Για παράδειγμα το χρυσό νόμισμα της μιας ουγκιάς έχει μία ονομαστική αξία $50, όμως η τιμή του στην αγορά αυτή την περίοδο ήταν περίπου στα $1,700.
5 Οι μαρξιστές έχουν γενικώς χωριστεί στη μέση ως προς το ερώτημα των οικονομικών προοπτικών ενός μεταπολεμικού κόσμου. Ο Paul Sweezy, σαφώς επηρεασμένος από τον Κεϋνσιανισμό, θεωρούσε ότι οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα να παρεμποδίζουν τις υφέσεις με την αύξηση της ζήτησης δια της κυβερνητικής δαπάνης. Ο Sweezy ήλπιζε πως η κυβερνητική δαπάνη θα λάμβανε τη μορφή των επενδύσεων κτηριακών και άλλων δημόσιων έργων, τα οποία σταδιακά θα οδηγούσαν προς μία δημοκρατική μετάβαση προς το σοσιαλισμό.
Ο Sweezy επομένως δεν εξεπλάγη από την μεταπολεμική οικονομική έκρηξη, όμως του προκαλούσε φόβο το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα της κυβερνητικής δαπάνης- η οποία, υπενθυμίζουμε, ήταν αναγκαία για την παρεμπόδιση μίας νέας Ύφεσης- λάμβανε την μορφή του ψυχροπολεμικού μιλιταρισμού, συμπεριλαμβανομένων των «θερμών πολέμων» στην Κορέα και το Βιετνάμ.
Διαφωνώντας με την παραπάνω τοποθέτηση, οι μαρξιστές που σχετίζονταν με το ρεύμα του Τροτσκισμού θεωρούσαν ότι, εφόσον ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πιο καταστροφικός σε σχέση με τον Α’ και εφόσον είχε οδηγήσει σε μεγαλύτερα κυβερνητικά χρέη, θα ήταν αναπόφευκτη μια νέα μεγαλύτερη Ύφεση- αν όχι απευθείας μετά τον πόλεμο, το αργότερο στο τέλος του πρώτου μεταπολεμικού βιομηχανικού κύκλου.
Όταν αυτή η εκτίμηση δεν επαληθεύτηκε, αυτοί οι Μαρξιστές υιοθέτησαν πάνω κάτω την άποψη του Sweezy, η οποία ήταν επηρεασμένη από τον Κέυνς, ότι η επένδυση στα όπλα ήταν ο λόγος της απροσδόκητης μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν διαιρεμένα στη βάση αυτών των δύο απόψεων. Η αριστερή πτέρυγα των ΚΚ γενικώς θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός θα βρισκόταν σύντομα μπροστά σε μία «Νέα Ύφεση», η οποία θα οδηγούσε σε επιτυχημένες σοσιαλιστικές επαναστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ οι δεξιές πτέρυγες των ΚΚ ήλπιζαν ότι τα νέα λαϊκά μέτωπα θα μπορούσαν μέσω των προγραμμάτων κυβερνητικών επενδύσεων δημόσιων έργων να απομακρύνουν τον κίνδυνο της Ύφεσης και να βοηθηθούν έτσι τόσο η εργατική τάξη όσο και οι μικροαστοί.
6 Σήμερα το ΔΝΤ έχει πολύ κακή φήμη διότι έχει εξαναγκάσει χώρες να υιοθετήσουν τα «δομικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων» τα οποία έχουν φτωχοποιήσει εργάτες, αγρότες και γενικώς έχουν καταστρέψει τις οικονομίες πολλών χωρών. Το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι αυτός που συνέλαβε την ιδέα του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ήταν ο Harry Dexter White, που ήταν ένας αριστερός υποστηριχτής του New Deal. Το 1948, ο White κατηγορήθηκε ότι έδινε πληροφορίες στη Σοβιετική Ένωση και κυνηγήθηκε μέχρι θανάτου. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι κατηγορίες ήταν βάσιμες, πράγμα το οποίο θα σήμαινε ότι ο White ήταν υποστηρικτής της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού. Πώς όμως ένας τόσο προοδευτικός άνθρωπος μπόρεσε και σχεδίασε το τόσο μισητό ΔΝΤ;
Στην πραγματικότητα, η αυταπάτη ότι οι τραπεζικοί θεσμοί, όπως το ΔΝΤ, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό, έχει ρίζες στη σοσιαλιστική σκέψη και ιδιαίτερα αυτήν του Γάλλου ουτοπιστή Henri de Saint-Simon (1760-1825).
Το τραπεζικό σύστημα, όσο το καπιταλιστικό σύστημα αναπτύσσεται, συγκεντροποιείται και ισχυροποιείται όλο και πιο πολύ. Οι τράπεζες δημιουργούν ένα μηχανισμό παγκόσμιας οργάνωσης των λογιστικών τους επιχειρήσεων, ο οποίος αν απελευθερωθεί από το καπιταλιστικό του πλαίσιο θα γίνει η βάση για την σχεδιασμένη οικονομία των συνεταιρισμένων παραγώγων. Αυτή η απίστευτη συγκεντροποίηση του τραπεζικού κεφαλαίου, η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα της κρίσης του 2007-2009, είναι μία σαφής ένδειξη για το ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί τόσο περισσότερο από τις παρούσες παραγωγικές σχέσεις, που η μετάβαση στη σοσιαλιστική παραγωγή δεν μπορεί να αναβληθεί για πολύ ακόμα.
Η αυταπάτη ανθρώπων όπως ο Saint-Simon ή o Dexter White είναι ότι το τραπεζικό σύστημα θα συμβάλει σε μία ειρηνική μετάβαση προς το σοσιαλισμό χωρίς την μεταφορά της πολιτικής εξουσίας από το 1% της καπιταλιστικής τάξης στο 99% της πλειονότητας της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, η εμπειρία του 20ου αιώνα, όπως και η μαρξιστική θεωρία, έχουν δείξει ότι η εργατική επανάσταση είναι αναγκαία για την ανάδειξη των σοσιαλιστικών δυνατοτήτων που έχει το τωρινό τραπεζικό σύστημα.
Ωστόσο, όσο οι τράπεζες και οι θεσμοί που λειτουργούν σαν τράπεζες, όπως το ΔΝΤ, παραμένουν κάτω υπό την εξουσία των καπιταλιστών, θα παραμένουν εργαλεία συμβολής στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, και δεν θα είναι εργαλεία απελευθέρωσης.
7 Από την παρακμή του συστήματος του Bretton Woods και έπειτα, πολλοί προοδευτικοί με καλές προθέσεις που παραμένουν όμως αδαείς- όπως για παράδειγμα ο Harry Dexter White- έχουν ονειρευτεί ένα «νέο Bretton Woods» το οποίο θα αναδιαμόρφωνε το παγκόσμιο συναλλαγματικό σύστημα ούτως ώστε το καπιταλιστικό σύστημα να λειτουργούσε προς το συμφέρον του 99% και όχι μόνο του 1%.
8 Επειδή πολλές φορές τα έθνη που εμπλέκονται στην καπιταλιστική παραγωγή αναπτύσσουν την παραγωγή τους πιο γρήγορα συγκριτικά με τις δυνατότητες που έχει η αγορά, είναι αναπόφευκτο η γοργή ανάπτυξη μερικών εθνών να οδηγεί στην παρακμή άλλων.
9 Στην εποχή του, ο Steuart αντιπροσώπευε μία μερκαντιλιστική αντίληψη έναντι του ανερχόμενου οικονομικού φιλελευθερισμού που αντιπροσώπευε ο Adam Smith και αργότερα ο David Ricardo καθώς και άλλοι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι. Όμως η συμβολή του Steuart έδειξε πως στην ανάλυση των ζητημάτων που είχαν να κάνουν με τα συναλλάγματα, οι μερκαντιλιστές ήταν γενικώς ανώτεροι έναντι των εκπροσώπων του οικονομικού φιλελευθερισμού, οι οποίοι γενικώς υποστήριζαν την λανθασμένη ποσοτική θεωρία του χρήματος.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου