analyst
Φαίνεται πως στο μέλλον τα εθνικιστικά κόμματα θα αντικαταστήσουν την αριστερά, όσον αφορά την υποστήριξη των εργαζομένων – μία κατάσταση που έχει εδραιωθεί στις Η.Π.Α., ενώ θα ακολουθήσουν αρκετές άλλες χώρες, με πρώτο υποψήφιο τη Γαλλία.
του Ιάκωβου Ιωάννου
Ανάλυση
Αριστερή είναι απλοποιημένα εκείνη η πολιτική που υποστηρίζει τους εργαζομένους – με τους μισθούς τους να είναι μεγαλύτεροι από την παραγωγικότητα τους, με τις συντάξεις υψηλότερες από τις κρατήσεις τους, με το κοινωνικό κράτος τουλάχιστον ανάλογο της ισχύος της οικονομίας κοκ. Στην ακραία της μορφή θέλει τους εργαζομένους στην εξουσία και ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, τασσόμενη υπέρ της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας – ενώ εμπλουτίζεται με πολλά άλλα στοιχεία, όπως είναι η μη ρατσιστική συμπεριφορά, ο διεθνισμός κοκ.
Από την άλλη πλευρά, δεξιά είναι η πολιτική που τάσσεται υπέρ των συμφερόντων των επιχειρήσεων, κυρίως υπέρ της αύξησης των κερδών τους – με τη βοήθεια της διατήρησης των μισθών σε χαμηλά επίπεδα, με μικρότερες εργοδοτικές εισφορές, με λιγότερα δικαιώματα των εργαζομένων, με χαμηλότερη φορολογία κλπ. Στην ακραία της μορφή θέλει να ανήκουν τα πάντα στους ιδιώτες – με το δημόσιο να ασκεί το ρόλο του επιβλέποντα.
Τέλος, κεντρώα πολιτική είναι εκείνη που προσπαθεί να ισορροπήσει τις δύο παραπάνω «εξτρεμιστικές» θέσεις – όπως στο παράδειγμα των επιχειρήσεων, όπου κάποιες πρέπει να ανήκουν στο κράτος, όπως οι κοινωφελείς, οι στρατηγικές και οι μονοπωλιακά κερδοφόρες, ενώ όλες οι υπόλοιπες στο δημόσιο (μικτή οικονομία) ή σε σχέση με τους μισθούς των εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα τους.
Πώς μπορεί όμως να χαρακτηρίσει κανείς μία πολιτική, η οποία δεν εξυπηρετεί ούτε τα συμφέροντα των εργαζομένων, ούτε των επιχειρήσεων, αλλά μόνο του κόμματος και του εαυτού της; Που εκτελεί τις εντολές των δανειστών της χώρας προσποιούμενη ότι διαπραγματεύεται, όπως συμβαίνει με την ελληνική κυβερνώσα αριστερά;
Πολύ δύσκολο να απαντήσει κανείς – αναφέροντας μόνο ότι, εάν η εθνικιστική παράταξη στην Ελλάδα ήταν πιο αποτελεσματική και λιγότερο εξτρεμιστική, όπως στο παράδειγμα της Γαλλίας, θα ήταν ήδη στην εξουσία. Η αιτία είναι το ότι, η πολιτική που δηλώνει ότι θα εφαρμόσει η ελληνική δεξιά εάν ανέλθει στην εξουσία, είναι ελάχιστα διαφορετική από την υφισταμένη – με την έννοια πως θα συνεχίσει να υπακούει στις εντολές των δανειστών, επιβαρύνοντας ίσως με ένα άλλο μείγμα μέτρων λιγότερο τις επιχειρήσεις και περισσότερο τους εργαζομένους.
Η κατάρρευση της αριστεράς
Σε διεθνές τώρα επίπεδο, σύμφωνα με τον P.C.Roberts, η κατάρρευση της αριστεράς ως πραγματικής και αποτελεσματικής πολιτικής δύναμης, ακολούθησε τη σοβιετική κατάρρευση. Οι εργαζόμενοι αντιστέκονταν φυσικά στην εκμετάλλευσή τους πριν από τη δημοσίευση του «Κεφαλαίου» του Μαρξ το 1867. Εν τούτοις, ο Μαρξ κατέστησε την εκμετάλλευση της εργασίας υπόθεση αγώνα, έχοντας με το μέρος του την ιστορία – ενώ η επανάσταση των μπολσεβίκων φάνηκε να τον επιβραβεύει, με την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως και την ανακήρυξη του σοβιετικού κομμουνισμού.
Οι σοβιετικές πρακτικές τώρα διέψευσαν τις αριστερές ελπίδες και προσδοκίες – αλλά, παρ’ όλα αυτά, υπήρχε ένα σύστημα που μιλούσε εναντίον της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Όταν κατέρρευσε όμως η Σοβιετική Ένωση το 1991, οι νέοι συντηρητικοί και οι νεοφιλελεύθεροι διακήρυξαν πως η ιστορία επέλεξε τον καπιταλισμό αντί της εργατικής τάξης – επίσης πως η πρόβλεψη του Μαρξ για τον θρίαμβο των «προλετάριων» είχε αποδειχθεί λανθασμένη.
Επί πλέον, η σοβιετική κατάρρευση ώθησε την κομμουνιστική Κίνα, καθώς επίσης τη σοσιαλιστική Ινδία να αλλάξουν την οικονομική πολιτική τους – ανοίγοντας τις αγορές τους στο ξένο κεφάλαιο. Χωρίς ανταγωνιστή τώρα, ο καπιταλισμός δεν ήταν πλέον αναγκασμένος να συγκρατείται επιτρέποντας την πρόσβαση στην αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου σε όλους – με αποτέλεσμα οι καπιταλιστές να αρχίσουν να μαζεύουν τα πάντα για τον εαυτό τους. Πολλές μελέτες δε υπολόγισαν πως τα κέρδη της παραγωγικότητας, τα οποία προηγουμένως οδηγούνταν σε κάποιο βαθμό στην εργατική δύναμη, απομυζούνταν πια αποκλειστικά και μόνο από το μεγάλο πλούτο. Στην περίπτωση της πρωτεύουσας του καπιταλισμού, των Η.Π.Α., η διαδικασία ήταν η εξής:
(α) Η οικονομία εξελίχθηκε σε χρηματοπιστωτική, στο γνωστό «καπιταλισμό καζίνο». Με τον τρόπο αυτό, τον οποίο είχε προαναγγείλει ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο χρηματοπιστωτικός τομέας κατάφερε να διοχετεύσει το διαθέσιμο εισόδημα της τάξης των εργαζομένων στις τράπεζες και από εκεί στις ελίτ – μέσω των δανείων, με τα οποία το 99% του πληθυσμού συμπλήρωνε τα εισοδήματα του.
Η διαδικασία αυτή κορυφώθηκε από την κρίση του 2008, όπου με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών έγινε η μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου στην παγκόσμια ιστορία από τα κάτω προς τα επάνω – μέσω της αύξησης της ρευστότητας, η οποία ήταν όμως στη διάθεση μόνο του 1% του πληθυσμού, καθώς επίσης της διάσωσης των «too big to fail» τραπεζών/επιχειρήσεων με τη βοήθεια των φορολογουμένων Πολιτών που δεν το έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει.
Για παράδειγμα το αμερικανικό δημόσιο χρέος, το οποίο επιβαρύνει κυρίως τις μεσαίες και κατώτερες εισοδηματικές τάξεις που δεν έχουν τη δυνατότητα χρήσης φορολογικών παραδείσων κλπ., διπλασιάστηκε μέσα σε οκτώ περίπου χρόνια – από τα 10 τρις $ στα 20 τρις $, συνεχίζοντας ακόμη και σήμερα την ξέφρενη ανοδική του πορεία (επίσης το ισπανικό, το ιρλανδικό, το γαλλικό κοκ.).
(β) Εγκαινιάστηκε η παγκοσμιοποίηση, μέσω της οποίας εξήχθηκαν εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους – αφενός μεν αυξάνοντας τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων (πολυεθνικών), αφετέρου πιέζοντας έντονα προς τα κάτω τις αμοιβές των αμερικανών εργαζομένων, λόγω της έκθεσης τους στο διεθνή μισθολογικό ανταγωνισμό.
Ο ενορχηστρωτής της συγκεκριμένης διαδικασίας ήταν η Wall Street, η οποία έδωσε την εντολή στους βιομηχάνους της χώρας να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους στην Κίνα – για να αυξήσουν τα κέρδη τους με τη βοήθεια του πολύ φθηνότερου εργατικού και κανονιστικού (περιβαλλοντικές διατάξεις κλπ.) κόστους.
Εάν δεν το έκαναν, τότε οι μεγάλες τράπεζες θα χρηματοδοτούσαν την επιθετική εξαγορά των επιχειρήσεων τους, οπότε οι νέοι ιδιοκτήτες θα μετέφεραν την παραγωγή στο εξωτερικό, ακολουθώντας τις οδηγίες της Wall Street – ενώ την ίδια εποχή, για να πιεστούν οι βιομηχανίες, οι ισχυρές αλυσίδες καταστημάτων απαίτησαν από τους προμηθευτές τους να χαμηλώσουν τις τιμές των προϊόντων τους σε επίπεδα Κίνας. Έτσι οι Η.Π.Α. εξήγαγαν ουσιαστικά θέσεις εργασίας, εισάγοντας εμπορικά ελλείμματα και αποπληθωρισμό – ο οποίος διατηρούσε τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών χαμηλές.
Η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση
Περαιτέρω, όπως είναι φυσικό, όταν οι θέσεις απασχόλησης ευρίσκονταν στις Η.Π.Α., το μεγαλύτερο μέρος του κέρδους από την αύξηση της παραγωγικότητας οδηγούταν στους εργαζομένους – οπότε το πραγματικό μέσο οικογενειακό τους εισόδημα αυξανόταν σταδιακά, επίσης η κατανάλωση χωρίς δανεισμό, με αποτέλεσμα η αμερικανική οικονομία να ευημερεί προς όφελος της πλειοψηφίας.
Όταν όμως οι θέσεις εργασίας μεταφέρθηκαν στην Ασία, σταμάτησαν να αυξάνονται οι μέσες πραγματικές αμοιβές των αμερικανών, το εισόδημα τους μειώθηκε, ενώ τα δάνεια τους κλιμακώθηκαν – οπότε μετατράπηκαν σε φθηνούς σκλάβους χρέους των τραπεζών και των επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά η μεγάλη προσφορά εργασίας στην Ασία, σε συνδυασμό με το χαμηλότερο κόστος διαβίωσης, καθιστούσε μη αναγκαία την πληρωμή των εργαζομένων εκεί ανάλογα με την παραγωγικότητα τους – ενώ η πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ του αμερικανικού και ασιατικού ημερομισθίου αύξανε σημαντικά τα κέρδη των επιχειρήσεων των Η.Π.Α.
Έτσι ήταν σε θέση να αυξάνουν τα «δώρα απόδοσης» των υψηλών στελεχών τους, οπότε διευρύνθηκε σε μεγάλο βαθμό η ψαλίδα μεταξύ των εργαζομένων και της διοίκησης (1:500). Παράλληλα αυξάνονταν τα κεφαλαιακά κέρδη, η άνοδος δηλαδή των τιμών των μετοχών λόγω των υψηλότερων κερδών των επιχειρήσεων, οπότε εισέπρατταν πολύ μεγαλύτερα μερίσματα οι μέτοχοι τους.
Σύμφωνα πάντα με τον P.C.Roberts, για κάθε 1.000 βιομηχανικές θέσεις που μεταφέρονταν από τις Η.Π.Α. στην Κίνα, οι αμερικανικές εταιρείες εξοικονομούσαν 32.000 $ την ώρα – τα οποία δεν μεταφράζονταν σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, αλλά σε αυξήσεις των εισοδημάτων τόσο των υψηλόβαθμων στελεχών των επιχειρήσεων, όσο και των μετόχων τους, καθώς επίσης των τραπεζών.
Με απλά λόγια, η μετανάστευση της παραγωγής των επιχειρήσεων στην Ασία επέτρεψε τη μονοπώληση των κερδών από την αύξηση της παραγωγικότητας, εκ μέρους των ιδιοκτητών των εταιριών και των στελεχών τους – ενώ παράλληλα αυξάνονταν τα ιδιωτικά χρέη του 99% των Πολιτών, καθώς επίσης του κράτους.
Ο πρόεδρος Trump
Συνεχίζοντας, ο νέος πρόεδρος των Η.Π.Α. εξελέγη ουσιαστικά από τους εργαζομένους για να ανατρέψει όλα τα παραπάνω – παρά το ότι είναι ρεπουμπλικάνος και ένα εξέχων μέλος των ελίτ της χώρας. Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από τα λόγια του, σύμφωνα με τα οποία τα εξής:
«Το κατεστημένο προστατεύει τον εαυτό του, αλλά όχι τους Πολίτες της χώρας μας. Οι νίκες του δεν ήταν δικές σας νίκες, οι επιτυχίες του δεν ήταν δικές σας επιτυχίες – ενώ, όταν στην πρωτεύουσα μας γιόρταζε το κατεστημένο, υπήρχαν πολύ λίγες αιτίες για να γιορτάζουν οι οικογένειες που προσπαθούσαν αγωνιωδώς να επιβιώσουν σε ολόκληρη τη χώρα μας.Για πάρα πολλούς από τους αμερικανούς συμπολίτες μας υπάρχει μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Οι μητέρες και τα παιδιά στις πόλεις μας είναι φυλακισμένοι, παγιδευμένοι καλύτερα στη φτώχεια – τα σκουριασμένα εργοστάσια έχουν εξαπλωθεί σαν τάφοι, όπως οι επιτύμβιες στήλες δηλαδή, σε ολόκληρη τη χώρα.Η μία μετά την άλλη βιομηχανίες έκλεισαν ή εγκατέλειψαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς την παραμικρή σκέψη – όσον αφορά τα εκατομμύρια των εκατομμυρίων εργατών, οι οποίοι έμειναν πίσω. Ο πλούτος της μεσαίας τάξης μας υφαρπάχθηκε από τα σπίτια της και στη συνέχεια διαμοιράστηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη» (πηγή).
Εν τούτοις η αριστερά, επίσης το κόμμα των δημοκρατικών, αντί να στηρίξουν τα μέτρα που ανακοίνωσε την πρώτη εβδομάδα της θητείας του, όπως ήταν η κατάργηση της συμφωνίας TTP και το κάλεσμα στις βιομηχανίες να επαναπατρίσουν την παραγωγή τους, επικεντρώθηκαν στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης – τοποθετούμενοι εχθρικά εναντίον του.
Ως εκ τούτου ο κ. Trump, όπως και να τον κρίνει κανείς, υπερασπιζόμενος την εργατική τάξη έχει εναντίον του τους πάντες – δηλαδή, τόσο το δικό του κόμμα, όσο και όλα σχεδόν τα υπόλοιπα, τα ΜΜΕ, τις δεξαμενές σκέψης των ελίτ, τα πανεπιστήμια, τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, το σύμπλεγμα των συμφερόντων που έχουν σχέση με το στρατό και την ασφάλεια, τα δικαστήρια, τη Wall Street κοκ.
Δύσκολα λοιπόν θα καταφέρει να ανταπεξέλθει με το ρόλο του, χωρίς τη στήριξη κανενός και έχοντας τολμήσει να θέσει υπό αμφισβήτηση όλα όσα θεωρούσε σύσσωμη η υφήλιος ιερά και όσια, στα σαράντα περίπου χρόνια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Επίλογος
Όταν εκλέγεται στην ηγεσία της υπερδύναμης ένας άνθρωπος, ο οποίος τοποθετείται εναντίον όλων των «κανόνων» του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ασφαλώς σοκάρει το κατεστημένο – το οποίο τον κατηγορεί μεν ως εθνικιστή, λαϊκιστή και δημαγωγό, αλλά δεν μπορεί να πείσει πως αυτά που ανακοινώνει είναι πράγματι ρατσιστικά και λανθασμένα.
Κάτι ανάλογο έχει ξεκινήσει σε πολλές άλλες χώρες της Δύσης, κυρίως από ηγέτες «πατριωτικών» παρατάξεων, δίνοντας την εντύπωση πως αυτές θα αντικαταστήσουν την αριστερά στο μέλλον – με την έννοια της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Κανένας βέβαια δεν μπορεί να προβλέψει εάν τελικά επικρατήσει αυτή η τάση – αφού σε τελική ανάλυση, όπως διαπιστώθηκε στην Αυστρία ενώ πιθανότατα θα ακολουθήσει κάτι ανάλογο στη Γαλλία, όλα τα πολιτικά κόμματα θα τοποθετούνται συλλογικά εναντίον των εκφραστών αυτής της αντίληψης, κατηγορώντας τους ως ακροδεξιούς, φασίστες, λαϊκιστές κοκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου