του Κώστα Μελά
Η ελληνική οικονομία , εδώ και τουλάχιστον τέσσερις μήνες κινείται στον αστερισμό της Β’ αξιολόγησης. Οι αέναες συζητήσεις έχουν προκαλέσει σημαντική καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χαθεί η καλή στιγμή για μια ανοδική πορεία της οικονομίας, όπως αυτή περιγράφεται από την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών μέχρι και το τέλος του 2016. Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης ότι πρόκειται για νέα αιτήματα που δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα , έχω την εντύπωση ότι δεν ευσταθεί δεδομένου ότι είχαν με σαφήνεια διατυπωθεί , τελευταία φορά από το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την Ελληνική οικονομία από τον Μάιο 2016. Η αύξηση της φορολογικής βάσης με μείωση του αφορολόγητου , η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, τα ζητήματα της αγοράς εργασίας αλλά και ανάγκη πρόσθετων μέτρων μετά το 2018 για να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% τα γνώριζαν όλοι όσοι ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα. Απλά η ελληνική κυβέρνηση , υπό μια έννοια , είχε δημιουργήσει το αφήγημα , κυρίως μιλώντας με τον εαυτό της , ότι αυτά δεν θα τεθούν ή και αν ακόμη τεθούν , το ΔΝΤ δεν θα επιμείνει δεδομένου ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα τα στηρίξουν. Δυστυχώς το αφήγημα αποδείχτηκε φενάκη.
Από την άλλη πλευρά , η αντιπολίτευση (αξιωματική και άλλη), προκειμένου να αποκομίσει πολιτικό όφελος , επιχειρηματολογεί ότι τα ζητούμενα μέτρα οφείλονται στην καθυστέρηση της κυβέρνησης να κλείσει τη Β’ αξιολόγηση , στην έλλειψη εμπιστοσύνης κτλ. Ουδέν ψευδέστερον, διότι όλοι όπως είπαμε γνώριζαν τις απαιτήσεις των δανειστών. Τα δημοσιονομικά μέτρα για την περίοδο 2019-2020 δεν οφείλονται ούτε στην υστέρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2016 (αντιθέτως υπάρχει υπέρβαση) ενώ τα μέτρα για την αγορά εργασίας, τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τη μείωση του αφορολόγητου αποτελούν πάγιες , ιδεολογικής προέλευσης, αντιλήψεις του ΔΝΤ.
Όμως αυτή η κενή ουσιαστικού περιεχομένου (εκτός φυσικά της προσπάθειας αποκόμισης πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους , κομματικού και προσωπικού) επικοινωνιακή αντιπαράθεση εμποδίζει την λήψη εκείνων των αποφάσεων που ,εντός ενός ασφυκτικού πλαισίου, που θα μπορούσε να οδηγήσει την ελληνική οικονομία προς κάποια μεσοπρόθεσμη διέξοδο.
Η Κυβέρνηση άρχισε να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μόλις τον προηγούμενο μήνα και με την τελευταία επίσκεψη των δανειστών , δηλαδή πριν δεκαπέντε μέρες άρχισε η πραγματική αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Το ότι , αυτό που δεν επιτεύχθηκε μετά από τέσσερις μήνες διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς, δηλαδή να κλείσουν τα καυτά ζητήματα της δεύτερης αξιολόγησης, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να το πετύχει μέχρι το Eurogroup της 22ης Μαΐου, σημαίνει ότι η συμφωνία θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί πολύ νωρίτερα έτσι ώστε να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες στα μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας.
Αξίζει να αναφερθεί , στο σημείο αυτό ότι οι υποχρεώσεις της χώρας είναι δεδομένες και γνωστές. Στον Πίνακα 1, αναφέρονται οι υποχρεώσεις της χώρας για το 2017.
Πίνακας 1
Χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις της Ελλάδος το 2017.
Όμως, η υπάρχουσα καθυστέρηση στο κλείσιμο της Β’ αξιολόγησης , περιορίζει και τον χρόνο που απομένει για την προετοιμασία ελεγχόμενης εξόδου της Ελλάδος στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεδομένου ότι με τη λήξη του προγράμματος θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει μόνη της ανάγκες της, γεγονός που αποτελεί έναν από τους απαραίτητους πυλώνες για να βγει η χώρα από τον ζουρλομανδύα του μνημονίου. Στην Γραφική παράσταση 1 αναφέρονται οι ημερομηνίες λήξης και το ύψος του ελληνικού δημοσίου χρέους την περίοδο 2017-2023.
Γραφική παράσταση 1.
Λήξη και ύψος χρέους
Σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι ο χρόνος σιγά-σιγά τελειώνει και πρέπει να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις.
www.kostasmelas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου