analyst
«Κάναμε λάθη, πολλά λάθη, εντελώς ασυγχώρητα – τα οποία όμως αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν. Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με μία πολύ άσχημη, σκοτεινή, τρομακτική θύελλα, από την οποία δεν θα επιβιώσουμε ελεύθεροι με δειλούς συμβιβασμούς.Εάν καταφέρουμε να ενωθούμε, όλοι μαζί, χωρίς κρυφές σκοπιμότητες, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις και κομματικές «αγκυλώσεις», θα μπορέσουμε σίγουρα να αμυνθούμε αποτελεσματικά. Εάν όχι, η χώρα μας είτε θα μετατραπεί σε άβουλη αποικία, είτε θα βυθιστεί στο χάος και στην καταστροφή, απειλούμενη με μία πραγματική γενοκτονία, με μία φυλετική εκκαθάριση».
.
Άποψη
Είμαστε της άποψης ότι, το δημοψήφισμα είναι ένα ασυγχώρητο λάθος της κυβέρνησης, κυρίως λόγω της χρονικής στιγμής που αναγγέλθηκε – ενώ είναι το τελευταίο μίας σειράς αδικαιολόγητων καθυστερήσεων και τεραστίων λαθών, τα οποία ξεκίνησαν με τις δημαγωγικές προεκλογικές υποσχέσεις, συνεχίσθηκαν με την αναίρεση της απαίτησης διαγραφής χρέους από την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκαν με την επιβολή ελέγχων στη διακίνηση των κεφαλαίων, όπου έκλεισαν οι τράπεζες.
Δεν μπορούμε βέβαια να πιστέψουμε πως είναι μέρος ενός μυστικού σχεδίου εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (άρθρο), εκ μέρους του πρωθυπουργού, η οποία προϋποθέτει την προηγούμενη εγκατάλειψη της ΕΕ – κάτι που, με βάση τις συμφωνίες, θα απαιτούσε διαπραγματεύσεις διαρκείας δύο ετών (πηγή). Είμαστε δε σύμφωνοι με την τοποθέτηση πως εάν η Ελλάδα έφευγε από το ευρώ, θα δημιουργούνταν τεράστια προβλήματα στο κοινό νόμισμα – τυχόν έξοδος της όμως από την ΕΕ, θα ισοδυναμούσε με την ολοκληρωτική αποτυχία της Ευρώπης, την οποία φυσικά δεν επιθυμούμε.
Σε σχέση με το δημοψήφισμα, εκτός του ότι έχουν καταπατηθεί όλες οι νόμιμες διαδικασίες, οι οποίες απαιτούν ένα σαφές ερώτημα, λεπτομερή ενημέρωση των Πολιτών από τα κόμματα, χρονικό διάστημα ενός μηνός κοκ.,θεωρούμε ηθικά ανάρμοστο τον εκβιασμό των Ελλήνων να απαντήσουν εάν επιλέγουν μεταξύ της Σκύλλας και της Χάρυβδης – ενώ, εάν η κυβέρνηση ήθελε να κηρύξει τον πόλεμο στους δανειστές, μία ενέργεια που δεν είναι καθόλου κατακριτέα, ήταν υποχρεωμένη να αναλάβει η ίδια τις ευθύνες.
Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να τις μεταβιβάσει στους Πολίτες, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί σοβαρό δείγμα αποφυγής ευθυνών, εάν όχι πολιτικής δειλίας – ενώ φυσικά δεν ενέργησε ανάλογα ο πρωθυπουργός που είπε το 1940 «ΟΧΙ» στους εισβολείς, παίρνοντας ο ίδιος την ευθύνη της κήρυξης του πολέμου. Επομένως θα έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες του, ανοίγοντας το δρόμο στον επόμενο – όσο αυστηρό και αν ακούγεται κάτι τέτοιο.
Παρά το ότι τώρα το δημοψήφισμα είναι ένα από τα βασικά εργαλεία της άμεσης δημοκρατίας (άρθρο), όταν διενεργείται δια της «μεθόδου του κατεπείγοντος» (όπως γινόταν με την απαράδεκτη διαδικασία της ψήφισης των νόμων των μνημονίων), είναι ευκαιριακό, ενδεχομένως καιροσκοπικό, ενώ δεν τηρούνται οι σωστές νομικές διαδικασίες, δεν εκπληρώνει το σκοπό του – ενώ άμεση δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο δημοψηφίσματα, αλλά την ψήφιση των νόμων απευθείας από τους Πολίτες, σε σταθερά επαναλαμβανόμενα χρονικά διαστήματα (τρίμηνα), μετά τη λεπτομερή ενημέρωση τους από όλα τα κόμματα.
Ελπίζοντας να έχει το θάρρος η κυβέρνηση να το αποσύρει, ακυρώνοντας ή αναβάλλοντας το με δική της πρωτοβουλία, σε καμία περίπτωση λόγω του εκβιασμού της από την Τρόικα, οφείλουμε να ασχοληθούμε πλέον με την επόμενη ημέρα – έτσι όπως αυτή ξεκίνησε, με το τέλος της υπαγωγής της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό οικονομικό πρόγραμμα και την απομόνωση της από την ΕΚΤ, η οποία ισοδυναμεί με το βγάλσιμο της πρίζας του τραπεζικού της συστήματος από την ίδια την κεντρική του τράπεζα.
Πρόκειται προφανώς για μία δολοφονική ενέργεια, με την κυριολεξία της λέξης, η οποία είναι πρωτοφανής – ενώ ασφαλώς δεν νομιμοποιείται από τη σχετικά ανάλογη δολοφονία της Κύπρου, η οποία προηγήθηκε. Ένοχος της συγκεκριμένης απόφασης είναι ο διοικητής της ΕΚΤ, ο οποίος αρνήθηκε να στηρίξει τις ελληνικές τράπεζες ως όφειλε, εκ της θέσης του ως ο δανειστής ύστατης ανάγκης του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος – μία απόφαση μεγάλης ιστορικής σημασίας, οι οποία αύξησε σημαντικά τις πιθανότητες εξόδου της χώρας μας από την Ευρωζώνη.
Σταματώντας το πρόγραμμα έκτακτης ρευστότητας (ELA), έναντι των 90 δις € του οποίου η ΕΚΤ έχει στα χέρια της εγγυήσεις ύψους περί τα 150 δις € (γεγονός που σημαίνει πως τα σπίτια των Ελλήνων, οι επιχειρήσεις τους ή ότι άλλο έχουν τοποθετήσει ως εγγύηση στις τράπεζες ανήκουν στην ΕΚΤ), χρεοκόπησε ουσιαστικά τις ελληνικές τράπεζες – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν πλέον πολύ σοβαρά οι καταθέσεις των Πολιτών, αρκετοί από τους οποίους πιστεύουν δυστυχώς ότι, εάν η Ελλάδα χρεοκοπήσει δεν θα πληρώσουν τα χρέη τους (κάτι που φυσικά δεν ισχύει).
Τονίζοντας ότι, η ΕΚΤ ενήργησε κυριολεκτικά όπως η μητέρα που σκοτώνει τα ίδια της τα παιδιά, οφείλουμε να επισημάνουμε πως για εκείνο το χρονικό διάστημα που στήριζε τις ελληνικές τράπεζες χωρίς επιφύλαξη, οι καταθέτες δεν είχαν κανέναν απολύτως λόγο να αποσύρουν τα χρήματα τους – ενώ όλοι όσοι δεν το έκαναν ήταν εκείνοι οι συνεπείς Έλληνες, οι οποίοι πράγματι αγαπούν τη χώρα τους, θεωρούσαν σοβαρή και υπεύθυνη την ηγεσία της, καθώς επίσης την ΕΚΤ, ενώ πίστευαν στην ευρωπαϊκή ιδέα.
Ακριβώς για το λόγο αυτό δεν σημειώθηκαν μαζικές τραπεζικές επιθέσεις, κάτι που δυστυχώς άλλαξε μετά την απαράδεκτη απόφαση της ΕΚΤ – αφού οι αποταμιευτές φοβούνται πλέον εύλογα πως οι τράπεζες είναι αφερέγγυες, οπότε θα χρεοκοπήσουν. Επομένως, καθίσταται νομοτελειακά αδύνατον το άνοιγμα των τραπεζών, όχι γιατί είναι πράγματι αφερέγγυες (κάτι που δεν μπορούμε να κρίνουμε), αλλά επειδή θα ακολουθούσαν μαζικές επιθέσεις των καταθετών, οι οποίες θα προκαλούσαν την κατάρρευση τους, ακόμη και αν ήταν υγιέστατες.
Εάν λοιπόν άνοιγαν οι τράπεζες, θα χρεοκοπούσαν ακαριαία, οπότε η πόρτα της εξόδου από την Ευρωζώνη θα άνοιγε διάπλατα – επειδή η χώρα χρειάζεται επειγόντως μέσα συναλλαγής (χρήματα), για να εξασφαλίσει την επιβίωση των Πολιτών της. Μη διαθέτοντας τώρα η Ελλάδα ένα δικό της νόμισμα, ένα πρόβλημα που δεν είχε η Αργεντινή το 2001, θα υποχρεωνόταν να υιοθετήσει ένα παράλληλο νόμισμα, υποσχετικές πληρωμής ή οτιδήποτε άλλο – ενώ θα έπρεπε ταυτόχρονα να αποκαταστήσει τη φερεγγυότητα των τραπεζών της.
Έχοντας «στραγγαλισθεί» λοιπόν από την ΕΚΤ, η Ελλάδα θα αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, γεγονός που νομικά προϋποθέτει την έξοδο της από την ΕΕ – ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου πρώτα για την ίδια και μετά για την Ευρώπη.
Δεν γνωρίζουμε φυσικά γιατί έλαβε αυτήν την απόφαση η ΕΚΤ ή εάν ήταν αναγκασμένη από την ευρωπαϊκή νομοθεσία – αν και δεν πιστεύουμε πως οφειλόταν σε αυτό. Ο ισχυρισμός δε, σύμφωνα με τον οποίο η απεριόριστη στήριξη των ελληνικών τραπεζών θα της προκαλούσε μεγάλες ζημίες, δεν είναι παραδεκτός – αφούμία κεντρική τράπεζα δεν επικεντρώνεται στην κερδοφορία της, αλλά στη σταθερότητα του συνολικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Εκτός αυτού, η ενδεχόμενη χρεοκοπία των ελληνικών τραπεζών θα επιβάρυνε κυρίως τους Έλληνες φορολογουμένους, όχι την ΕΚΤ – ενώ θα οδηγούσε στην ακόμη μεγαλύτερη χρεοκοπία του κράτους, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν η ΕΚΤ συνέχιζε να στηρίζει τις ελληνικές τράπεζες.
Με κριτήριο τα παραπάνω, είναι προφανές πως η απόφαση της ΕΚΤ στηριζόταν σε πολιτικούς λόγους – κάτι που δεν θα έπρεπε να συμβεί, αφού πρόκειται για έναν μη εκλεγμένο δημοκρατικά ανεξάρτητο Θεσμό, ο οποίος δεν νομιμοποιείται να αναμιγνύεται σε πολιτικές διαδικασίες.
Φαίνεται όμως πως τα μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ εξυπηρετούν άλλους σκοπούς – όπως άλλωστε τεκμηριώθηκε το 2010, όπου η ΕΚΤ αποφάσισε να δανείσει την Ελλάδα συμμετέχοντας στην Τρόικα, για να διασώσει τις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες (άρθρο), αντί να εισηγηθεί τη διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους.
Εάν δεχθούμε τώρα πως η απόφαση της τότε ήταν σωστή, τότε θα σήμαινε πως δεν είχε κανένα δικαίωμα σήμερα να τραβήξει την πρίζα από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καταστρέφοντας την Ελλάδα – αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε τον εκβιασμό της Ιρλανδίας, η οποία δυστυχώς υπέκυψε αναντίρρητα.
Άλλωστε συμμετείχε στην Τρόικα, κάτι που είναι ασυνήθιστο, πρωτόγνωρο μάλλον για μία κεντρική τράπεζα, αφού δεν έχει συμβεί ποτέ και πουθενά αλλού. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ οφειλετών και δανειστών συνιστούν μία πολιτική διαδικασία – στην οποία δεν έχουν κανένα δικαίωμα να επεμβαίνουν οι τράπεζες, οι διοικήσεις των οποίων δεν είναι δημοκρατικά εκλεγμένες.
Εάν δε η ΕΚΤ είχε επιλέξει αυτό το ρόλο, τότε δεν θα έπρεπε σήμερα να αποφεύγει ξαφνικά την ευθύνη, καταδικάζοντας ερήμην έναν ολόκληρο λαό στο χάος και στην καταστροφή – αν και το θύμα θα αποδειχθεί σύντομα πως δεν θα είναι μόνο οι Έλληνες, αλλά ολόκληρη η νομισματική ένωση, κάτι που φυσικά δεν μας χαροποιεί.
Δεν απέτυχε λοιπόν οικτρά, παταγωδώς, εντελώς αδικαιολόγητα η ελληνική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσειςαλλά, επίσης, η διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, το «ευρωπαϊκό ιερατείο» – η οποία θα το συνειδητοποιήσει πολύ σύντομα, εάν επιμείνει στις δολοφονικές αποφάσεις της.
Ολοκληρώνοντας, σαν επιστήμονες θεωρούμε πως τυχόν έξοδος από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, υπό τις σημερινές συνθήκες, θα ήταν συνώνυμη με το χάος - καθώς επίσης με την απόλυτη καταστροφή της Ελλάδας (άποψη).
Σαν Ευρωπαίοι Πολίτες όμως, με βασικό κριτήριο τη συμπεριφορά των ευρωπαϊκών Θεσμών όπως η ΕΚΤ και η Κομισιόν, καθώς επίσης με την προοπτική της μετατροπής της νομισματικής ένωσης σε γερμανική ηγεμονία, με την περιφέρεια στο ρόλο της άβουλης αποικίας, δεν θα θεωρούσαμε ίσως ακριβό το θηριώδες τίμημα της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής – εάν αποφασιζόταν από κοινού εκ μέρους όλων των πολιτικών κομμάτων, αφού είναι αδύνατον να δρομολογηθεί από μία παράταξη, όποια και αν είναι αυτή.
Αυτή η Ευρώπη, έτσι όπως συμπεριφέρεται στα μέλη της, εννοώντας πάντοτε την ηγεσία της και όχι τους Πολίτες (οι οποίοι δεν είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι για τα λάθη των κυβερνήσεων τους, πολύ περισσότερο όταν δεν έχουν σοβαρές εναλλακτικές επιλογές όταν τις ψηφίζουν), δεν μπορεί να αποτελεί όνειρο για τα κράτη της – αλλά τον απόλυτο, τρομακτικό τους εφιάλτη.
.
Υστερόγραφο: Τα προβλήματα ανοίγματος των τραπεζών δεν θα αλλάξουν, από το όποιο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος – αν και ίσως αναιρεθεί, μετά την αποδοχή της ήττας άνευ όρων του πρωθυπουργού, με την επιστολή που έστειλε στην Τρόικα, συμφωνώντας με όλα της τα μέτρα (τρίτο μνημόνιο).
Άλλωστε είχε ήδη προτείνει ένα δικό του μνημόνιο, πολύ πιο καταστροφικό από τα προηγούμενα – ενώ η σημερινή μεταστροφή του ενισχύει τις υποψίες περί θεάτρου, με στόχο να πεισθούν έμμεσα οι «αντιδραστικοί» του κόμματος του, τις οποίες όμως δεν μπορούμε να κρίνουμε.
Η σχέση των τραπεζών με τους πελάτες τους στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, η οποία έπαψε πλέον να υπάρχει –κάτι που θα διαπιστωθεί και στις άλλες χώρες του Νότου, ειδικά στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι Πολίτες των οποίων δεν είναι σίγουροι πλέον για τη μη επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων στα κράτη τους, κάποια στιγμή στο μέλλον. Πόσο μάλλον εάν υποχρεωθούν τελικά οι Έλληνες να διασώσουν τις τράπεζες τους, με τη δήμευση μέρους των καταθέσεων τους (κούρεμα) – κάτι που δεν είναι καθόλου απίθανο.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου