Η Ελλάδα
βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να έχει ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό
σημαίνει ότι τα προϊόντα που εισάγει είναι περισσότερα από αυτά που εξάγει.
Αυτή είναι μια κατάσταση η οποία δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστο όσο η
χώρα βρίσκεται εντός της ζώνης του Ευρώ.
Παλαιότερα,
όταν η χώρα είχε το δικό της νόμισμα είχε τη δυνατότητα να «τυπώνει» νέο χρήμα
και να εξισορροπεί αυτή την απώλεια. Το τίμημα που πλήρωνε η χώρα ήταν ότι κάθε
φορά που «τυπωνόταν» νέο χρήμα το εθνικό νόμισμα έχανε τμήμα της αξίας του.
Αυτός ήταν και ο λόγος που η χώρα πλήρωνε υψηλά επιτόκια όταν δανειζόταν σε
δραχμές. Οι πιστωτές που ήξεραν ότι η χώρα είναι ελλειμματική και ανέμεναν την
επόμενη υποτίμηση χρέωναν υψηλά επιτόκια για να προστατευτούν από τη μείωση της
αξίας της δραχμής. Αντίθετα με την υιοθέτηση του Ευρώ και την αδυναμία της
χώρας να προβεί σε περαιτέρω υποτιμήσεις, η χώρα απήλαυσε μια περίοδο πολύ
χαμηλών επιτοκίων δανεισμού. Τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Χωρίς το φόβο των συνεχών υποτιμήσεων, οι πιστωτές δε φοβούνταν πλέον την
απαξίωση των χρημάτων που είχαν να λαμβάνουν από την Ελλάδα και χρέωναν πολύ
χαμηλά επιτόκια.
Το τίμημα
όμως ήταν σκληρό. Το έλλειμμα του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών δεν έχει
ανατραπεί με αποτέλεσμα χρήματα να φεύγουν από τη χώρα. Αυτό βέβαια δεν είναι
ακριβές. Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών μπορεί να ήταν αρνητικό, το ισοζύγιο
πληρωμών κάθε χώρας όμως δεν μπορεί παρά να είναι ισοσκελισμένο. Για κάθε
προϊόν ή υπηρεσία που εισέρχεται στη χώρα κάτι πρέπει να εξέρχεται. Τίποτε δεν
προσφέρεται δωρεάν. Από που λοιπόν προέρχονται τα έξτρα χρήματα που ξοδεύονται
στην Ελλάδα. Τμήμα τους εισέρχεται στη χώρα μέσω του τουρισμού, τμήμα τους φέρνουν
ναυτικοί ή ομογενείς, τμήμα τους από τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, αλλά το
μεγαλύτερο μέρος τους προέρχεται από δάνεια.
Τα δάνεια
αυτά αποτελούν όπως έχουμε εξηγήσει και παλαιότερα από πλεονάσματα άλλων χωρών
που επενδύονται στην Ελλάδα μέσω του τραπεζικού συστήματος. Αυτή είναι μια
πρακτική η οποία, όπως έχουμε συνειδητοποιήσει την περίοδο που διανύουμε έχει
τα όριά της. Κάποια στιγμή το συσσωρευμένο χρέος είναι τόσο μεγάλο που η
εξυπηρέτησή του γίνεται αδύνατη. Η μεταφορά πλεονασμάτων λοιπόν πρέπει να
γίνεται με έναν διαφορετικό τρόπο. Πως όμως;
Ας εξετάσουμε
πως γίνεται αυτή η μεταφορά πλεονασμάτων μέσα σε μια εθνική οικονομία.
Ανισορροπίες δεν υπάρχουν μόνο ανάμεσα στα μέλη της ζώνης του Ευρώ.
Ανισορροπίες υπάρχουν ακόμα και μέσα σε μια εθνική οικονομία. Η Βαυαρία και η
Ρηναρία – Βεστφαλία μπορεί να είναι πλεονασματικές περιφέρειες της Γερμανίας,
δε συμβαίνει όμως το ίδιο με τις επαρχίες της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η
Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη μπορεί να είναι πλεονασματικές, δεν ισχύει όμως το
ίδιο με την Αριζόνα ή το Γουαϊόμινκ. Η ευρύτερη περιοχή της Σαγκάης μπορεί να
έχει τεράστια πλεονάσματα, δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις δυτικές, αγροτικές
επαρχίες της Κίνας. Ακόμα και στην Ελλάδα, υπάρχουν νησιά στο Νότιο Αιγαίο,
όπου το τουριστικό προϊόν τους, τους επιτρέπει να έχουν μεγάλα πλεονάσματα.
Σε μια εθνική
οικονομία η μεταφορά πλεονασμάτων γίνεται με διάφορους μόνιμους τρόπους.
Κοινός τόπος είναι η καταβολή προνοιακών επιδομάτων, όπως επιδόματα ανεργίας
στους κατοίκους των ελλειμματικών επαρχιών από τα πλεονάσματα των
πλεονασματικών επαρχιών. Από κει και πέρα η κάθε οικονομία βρίσκει και επί
πλέον δικούς της τρόπους για τη μεταφορά των πλεονασμάτων. Στη Γερμανία από τα
πλεονάσματα κατά κύριο λόγο των δυτικών επαρχιών χρηματοδοτούνται μεγάλα έργα
υποδομής στα ανατολικά κρατίδια, αν και οι Δυτικογερμανοί δεν είναι και πολύ
υπέρ αυτής της στήριξης. Στις ΗΠΑ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εγκαθιστά τις
μεγαλύτερες στρατιωτικές βάσεις σε ελλειμματικές πολιτείες, όπως η Αριζόνα και
υποχρεώνει τις αμυντικές βιομηχανίες να εγκαταστήσουν τα εργοστάσιά τους σε
αυτές. Η Κίνα αναλαμβάνει μεγάλα δημοσία έργα ανάπτυξης υποδομών στις δυτικές
επαρχίες.
Στην
Ευρωπαϊκή Ένωση τέτοιος μόνιμος μηχανισμός δεν υπάρχει. Το ρόλο αυτό ανέλαβαν
τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης. Η φιλοσοφία τους ήταν να στηρίξουν τις αδύναμες
οικονομίες μέχρι να σταθούν στα πόδια τους, να καταστούν ανταγωνιστικές και να
γίνουν και αυτές πλεονασματικές. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι δεν μπορούν
όλες οι οικονομίες να γίνουν πλεονασματικές. Αν όλοι είναι πλεονασματικοί σε
ποιόν θα εξαχθούν όλα αυτά τα πλεονάσματα; Μέχρι να συναντήσουμε εξωγήινους και
να εγκαινιάσουμε το εμπόριο μαζί τους, είναι απλώς ανέφικτη η παραγωγή
πλεονασμάτων από όλες τις οικονομίες.
Στο εσωτερικό
τους οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η Αριζόνα δεν πρόκειται ποτέ να γίνει πλεονασματική
όπως η Καλιφόρνια, στην Κίνα οι δυτικές επαρχίες δε θα φτάσουν ποτέ τη Σαγκάη και
στη Γερμανία τα ανατολικά κρατίδια δε θα φτάσουν ποτέ τα δυτικά. Για αυτό και
είναι απαραίτητος ένας μόνιμος εσωτερικός μηχανισμός μεταφοράς πλεονασμάτων από
τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές οικονομίες, έτσι ώστε να μην καταρρέουν
από τα χρέη οι δεύτερες και να μην συμπαρασύρουν μαζί τους και τις πρώτες.
Ο πρώτος που
το συνειδητοποίησε αυτό σε παγκόσμια κλίμακα ήταν ο John Maynard Keynes, ο
οποίος, κατά τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας του Bretton Woods είχε προτείνει
ένα παγκόσμιο νόμισμα, το οποίο θα συνοδευόταν από πολύ ισχυρούς μηχανισμούς
μεταφοράς πλεονασμάτων για την επιβίωσή του. Είχε αναγνωρίσει από το 1944 ότι
χωρίς τέτοιους μηχανισμούς το εγχείρημα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει.
Δυστυχώς
κανένας από τους μηχανισμούς αυτούς, ή κάποιος ανάλογος δεν υιοθετήθηκε από την
ΕΕ με την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου