Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Το πεντάμηνο της καταστροφής - analyst

analyst

Χωρίς ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς πακέτο αναπτυξιακού χαρακτήρα και κυρίως χωρίς ισχυρές συστημικές τράπεζες δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα περισσότερο από την συνήθη εικόνα των τελευταίων ετών.

του Σαράντου Λέκκα
Στις 25 Ιανουαρίου 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας πείσει 2.246.064 πολίτες κερδίζει τις εκλογές με διαφορά 8,53 εκατοστιαίων μονάδων από την δεύτερη ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Με κεντρικό σύνθημα την κατάργηση του μνημονίου ο ΣΥΡΙΖΑ έναντι των εκλογών του Ιουνίου 2012 έχει ενισχυθεί κατά 591.042 ψηφοφόρους  οι οποίοι κατά βάση προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ το οποίο πολιτικά περιθωριοποιείται και από του Ανεξάρτητους Έλληνες οι οποίοι κατά την προεκλογική περίοδο έχουν δημοσιοποιήσει την πρόθεση τους να σχηματίσουν κυβέρνηση με το ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ χάνει σε σχέση με την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 2012 περί τους 106.682 ψηφοφόρους και 1,85 εκατοστιαίες μονάδες, επίδοση με διπλή ανάγνωση.
Για τους μεν το κόμμα παρά τα σκληρά μέτρα που ήταν αναγκαίο να πάρει λόγω του μνημονίου έχασε ελάχιστους ψηφοφόρους, για τους δε  το άνοιγμα της εκλογικής επιρροής σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ιδιαίτερα μεγάλο δεδομένου ότι η σύγκριση ενός κόμματος εξουσίας δεν γίνεται με τον εαυτό του αλλά με το βασικό ανταγωνιστή που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την προεκλογική περίοδο επένδυσε στην ελπίδα τάζοντας στους πάντες τα πάντα, ενώ η ΝΔ επικεντρώθηκε στο ενδεχόμενο κατάρρευσης της οικονομίας  και των τραπεζών σε επίπτωση υλοποίησης των υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως σε περίπτωση ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επικράτησε ο ΣΥΡΙΖΑ δεδομένου ότι η εκλογική του πελατεία γαλουχημένη με τις δοξασίες του ΠΑΣΟΚ ήταν ώριμο φρούτο για τον νέο-δημαγωγο Τσίπρα  ο οποίος αντιγράφοντας πλήρως τον αρχιερέα του λαϊκισμού Ανδρέα Παπανδρέου κατάφερε να κερδίσει ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος  με υποσχέσεις παντός είδους και εμβέλειας.
Οι ομοιότητες με τον Παπανδρεισμό ήταν οφθαλμοφανείς, ο ίδιος ο Τσίπρας είχε αντιγράψει το ύφος, την χροιά της φωνής, το σκηνικό στήσιμο, τις κορώνες και την αντίληψη πως οι φραστικές υπερβολές καλύπτουν κάθε επιπόλαια προσέγγιση της πραγματικότητας. Στην ουσία ο Τσίπρας ήταν πλέον ο νέος αρχηγός της Πασοκικής νοοτροπίας που επιβραβεύει τα προνόμια του πελατειακού στρατού και κυρίως των συντεχνιών.
Με πολιτική γαρνιτούρα τις αριστερίστικες ιδεοληψίες ο Τσίπρας επέκτεινε τον ζωτικό του χώρο σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της κεντροαριστεράς καλύπτοντας έντεχνα τις περιθωριακές αριστερές συνιστώσες του κόμματος του.
Εκμεταλλευόμενος το υπαρκτό γεγονός ότι η μεσαία τάξη είχε πληγεί και μάλιστα ιδιαιτέρα σκληρά από την φορολογική καταιγίδα της κυβέρνησης Σαμαρά –Βενιζέλου με αποκορύφωμα την θέσπιση του ΕΝΦΙΑ όπου η φορολογία μετατρέπονταν σε απαλλοτρίωση ο Τσίπρας είδε την πολιτική του δύναμη να αυξάνεται αφού ακόμη και το 10% των ψηφοφόρων της ΝΔ του Ιουνίου 2012 ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ.
Την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε καταιγίδα δηλώσεων, φημολογιών, προθέσεων. Η επιθετική επικοινωνιακή στρατηγική με άξονα τον νέο υπουργό οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη επικεντρώθηκε στη πρόθεση της κυβέρνησης, πρώτον να υλοποιήσει το πλήθος των προεκλογικών εξαγγελιών και δεύτερον να επιβάλει στους εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση την κατάργηση του μνημονίου και την διαγραφή του 50% του δημοσίου χρέους.
Οι εξαγγελίες των υπουργών ήταν καταιγιστικές ενώ οι φημολογίες που τις συνόδευαν έφερναν στο μυαλό κράτη όπως η Βόρειος Κορέα και η Βενεζουέλα. Ειδικά η φερομένη ως πρόθεση περί κρατικοποίησης των συστημικών τραπεζών καθώς και η δρομολόγηση  σύγκρουσης με την Ε.Ε. μόνο και μόνο για λόγους που περισσότερο στόχευαν στην ικανοποίηση των αριστερίστικων ιδεοληψιών οδήγησαν σε μεγάλη πτώση των μετοχικών αξίων και σε κραχ των ελληνικών ομολόγων.
Το spread , η διαφορά απόδοσης του ελληνικού δημοσίου από το γερμανικό 10ετες ομόλογο έφτασε στις 28 Ιανουαρίου τις 1055 μονάδες βάσης όταν το καλοκαίρι του 2014 καταγράφονταν στις 547 μονάδες βάσης. Η πρόθεση αλλαγής διοικήσεων στις συστημικές τράπεζες οδήγησε στην κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών.
Στις 28 Ιανουαρίου οι απώλειες της Τράπεζας Πειραιώς ήταν 29,3% , της Αlpha bank 26,8% και της Eurobank  25,9%. Οι ιδιώτες μέτοχοι και δει οι ξένοι αντέδρασαν με αποτέλεσμα η ένταση στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα να πάρει μεγάλες διαστάσεις. Δικαιολογημένα οι ερασιτεχνισμοί των νέο-λαικιστών του Τσίπρα τορπίλισαν την προσπάθεια σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος.
Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών είχε κοστίσει στο ελληνικό δημόσιο μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ( ΤΧΣ) 25 δις €, ενώ οι ξένοι επενδυτές και οι ιδιώτες είχαν συνεισφέρει 8,4 δις €. Με δεδομένο ότι η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών καταγράφονταν στα 10,8 δις € και με επίσης δεδομένο ότι το ΤΧΣ έλεγχε το 55% και οι ιδιώτες μέτοχοι το 45% εύκολα γίνονταν αντιληπτές οι μεγάλες απώλειες ύψους 19 δις € για το ΤΧΣ και 3,6 δις € για τους ιδιώτες.
Η κλιμάκωση της έντασης  ήταν τόσο μεγάλη που ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης  Δραγασάκης  αναγκάστηκε να δηλώσει το αυτονόητο ότι η νέα κυβέρνηση θα συνεργάζονταν με την ΕΕ και ότι τα γραφεία των οικονομικών υπουργών θα ήταν ανοικτά για τους ξένους επενδυτές.
Η παρέμβαση αυτή δεν άλλαξε τα επικοινωνιακά δεδομένα  της νέας κυβέρνησης. Με κεντρικό πρωταγωνιστή το Βαρουφάκη ο οποίος εν ήδη τηλεοπτικού αστέρα κοσμούσε καθημερινά τα  μέσα ενημέρωσης  τόσο τα εγχώρια όσο και τα διεθνή, η κυβέρνηση περιέγραφε τα μνημόνια ως τοξικά λάθη ενώ μιλούσε για μια Πανευρωπαϊκή Νέα Συμφωνία πού την οριοθετούσε ως μια γέφυρα των προηγούμενων συμφωνιών και των επικείμενων νέων.
Η επικοινωνιακή καταιγίδα όπως ήταν φυσικό ενθουσίαζε την εκλογική πελατεία του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, ειδικά η αναφορά περί διαγραφής χρέους έδινε την εντύπωση πως υπάρχει επιτέλους μια κυβέρνηση που μπορεί να επιβληθεί στους  δανειστές.
Η προσγείωση ήρθε μετά τα ταξίδια Τσίπρα – Βαρουφάκη στις μεγάλες πρωτεύουσες της ΕΕ και στα Ευρωπαϊκά Κέντρα αποφάσεων, πριν την λήψη ψήφου εμπιστοσύνης από την νέα κυβέρνηση. Οι ξένοι ηγέτες  άκουσαν όπως ήταν αναμενόμενο αλλά σε εκείνο που στάθηκαν ήταν η ανάγκη τήρησης των υποχρεώσεων της χώρας.
Οι λεκτικές ακροβασίες, οι υπερβολές και οι μεγαλόσχημες εκφράσεις μπορεί να συνεχίστηκαν ώστε να ικανοποιούνται τα αυτιά των αφελών πλην όμως οι κυβιστήσεις Βαρουφάκη έδειχναν ότι η προσγείωση στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει.
Το κούρεμα των ομολόγων είχε μετατραπεί σε ομόλογα χωρίς λήξη (perpetual bond) ακριβώς  εννέα ημέρες μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης ενώ υπήρχαν και προτάσεις για νέου τύπου ομόλογα που θα συνδέονταν με την ονομαστική ανάπτυξη σε αντικατάσταση των διακρατικών δανείων .
Η κυβέρνηση έδειχνε πέρα από την ακατάσχετη φλυαρία Βαρουφάκη ότι δεν γνώριζε τι ήθελε σε αντίθεση με τους ευρωπαίους εταίρους  που με κάθε εύκαιρα υπενθύμιζαν τις θεσμικές και νομικές υποχρεώσεις της χώρας  μας.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2015 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε νωρίτερα από την λήξη της παράτασης του Μνημονίου (28 Φεβρουαρίου ) να διακόψει την άμεση παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες μη δεχόμενη ως εγγύηση από τις 11 Φεβρουαρίου τα ελληνικά assets για την παροχή ρευστότητας.
Μονόδρομος πλέον η χρηματοδότηση μέσω του ELA αλλά με αυξημένο επιτόκιο κατά 1,5 εκατοστιαίες μονάδες . Η απόφαση της ΕΚΤ έδειχνε τον τρόπο που οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί αντιμετώπιζαν τους ακτιβισμούς της νέας κυβέρνησης.
Μέχρι την απόφαση οι ελληνικές τράπεζες έχοντας καταθέσει 115 δις € collaterals (εγγυήσεις) λάμβαναν 78 δις € ρευστότητα από την ΕΚΤ και 2,5 δις € από τον ΕLA. Το κόστος 0,05% για την ΕΚΤ και 1,55% για τον ELA. Το πρόβλημα δεν ήταν η σκληρή στάση της ΕΚΤ αλλά η δημιουργία πλαισίου αστάθειας και ανησυχίας.
Ήδη οι εκροές κεφαλαίων πίεζαν τις συστημικές τράπεζες με αποτέλεσμα τα αιτήματα για διεύρυνση της πιστωτικής γραμμής μέσω ΕLA από 10 δις € που καταγράφονταν  πριν τις εκλογές να φτάσει τα 60 δις € στις αρχές Φεβρουαρίου 2015 και στα 70 δις € κατά το τελευταίο 10ημερο του Φεβρουαρίου.
Το εξίσου ανησυχητικό ήταν ότι ο ELA ως μηχανισμός βραχυπρόθεσμης στήριξης δεν μπορούσε υπό συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια να ξεπεράσει το 6μηνο, ήτοι μέχρι το τέλος του καλοκαιριού 2015, οπότε ο κίνδυνος πιστωτικής ασφυξίας να είναι ορατός. Βέβαια πέρα από το χρονικά όρια του ELA ο σημαντικότερος κίνδυνος προέρχονταν από τον τρόπο που οι έλληνες καταθέτες θα αξιολογούσαν την περίπτωση εξόδου από το ευρώ και την περίπτωση πτώχευσης της χώρας.
Με δεδομένο ότι οι τράπεζες είχαν διαθέσει 214 δις € δάνεια  και με δεδομένο ότι οι καταθέσεις προσέγγιζαν τα 146 δις € το μεταξύ τους χάσμα έπρεπε να καλυφτεί μέσω εγγυήσεων – collaterals από το ευρωσύστημα. Σε περίπτωση μεγάλης καταθετικής αιμορραγίας  ο κίνδυνος να μην φτάνουν οι εγγυήσεις για την λήψη ρευστότητας ήταν υπαρκτός.
Πάρα το γεγονός ότι η προσγείωση της κυβέρνησης Τσίπρα γίνονταν σταδιακά με δηλώσεις Βαρουφάκη τύπου αποδοχής του μνημονίου κατά 70% οι εκροές καταθέσεων θύμιζαν την περίοδο των διπλών εκλογών του 2012.
Στις προγραμματικές δηλώσεις (8.2.215) γίνονταν φανερό ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε μέσα από τις εξαγγελίες τύπου: εξεταστικής για το μνημόνιο και το PSI, έλεγχου της λίστας Λαγκάρντ και μεγαλοκαταθετων. διεκδίκησης κατοχικού δανείου, κατάργησης του ΕΝΦΙΑ, επαναλειτουργίας της ΕΡΤ, αύξησης του κατώτατου μισθού στα 751 €, αύξηση αφορολογήτου, έλεγχου Τραπεζών, παγώματος πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, να καλύψει την στροφή για αποδοχή του Μνημονίου μέσω νέας παράτασης.
Στα τρία eurogroup που ακλούθησαν από τις 11 Φεβρουαρίου και μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου, ημέρα καταρχήν  συμφωνίας  για την παράταση του μνημονίου, οι φραστικές υπερβολές Βαρουφάκη καθώς και η υπερ-έκθεση του στα ΜΜΕ έδιναν την εντύπωση της σκληρής διαπραγμάτευσης κάτι που άρεσε στους «αγανακτισμένους» και τους «αντιμνημονιακούς» οι οποίοι δεν λαμβάνουν υπόψη  τις καθημερινές κυβιστήσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος έδειχνε ότι δεν το ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα, η τελική έκβαση της όλης διαδικασίας αλλά αρκούνταν στο επικοινωνιακό σώου Βαρουφάκη  και στην κατά δήλωση του «σκληρή» διαπραγμάτευση. Η αντιμνημονιακή ρητορική και η αντικαπιταλιστική φλυαρία άρεσε στο τμήμα του εκλογικού σώματος που ο λαϊκισμός είχε γίνει τμήμα της ύπαρξης του.
Ο  Τσίπρας  ως νέος Ανδρέας  Παπανδρέου είχε γίνει η διέξοδος όλων αυτών που το συντεχνιακό βόλεμα ήταν συνυφασμένο με την επαγγελματική ανέλιξη και την κοινωνική παρουσία. Πίστευαν ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ θα ανέστρεφε την πορεία προς την δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας.
Έκαναν λάθος.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν το ίδιο αναλώσιμη όπως οι προηγούμενες της μνημονικής περιόδου. Η Ελλάδα είχε μόνο μια επιλογή, αυτή  της εξυγίανσης (δημοσιονομικής, γραφειοκρατικής, ηθικής ) και του ορθού δρόμου και αυτή η επιλογή δρομολογήθηκε με την συμφωνία που επήλθε στο Eurogroup της 20ης  Φεβρουαρίου. To θέατρο σκιών, μέσω λεονταρισμών και ακατάσχετης φλυαρίας κυρίως μέσω των δηλώσεων Βαρουφάκη έπαιρνε τέλος, η προσγείωση στην πραγματικότητα ήταν γεγονός.
Το κείμενο της ανακοίνωσης του Eurogroup έδειχνε το μέγεθος της κυβίστησης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ  και είχε ως εξής:
«Το Eurogroup επαναλαμβάνει την εκτίμησή του για τις αξιοσημείωτες προσπάθειες προσαρμογής που ανέλαβε η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός τα τελευταία χρόνια. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, έχουμε, από κοινού με τα θεσμικά όργανα, ξεκινήσει εντατικό και εποικοδομητικό διάλογο με τις νέες ελληνικές αρχές και σήμερα φτάσαμε σε κοινό τόπο.
Το Eurogroup σημειώνει, στο πλαίσιο της υφιστάμενης συμφωνίας, το αίτημα από τις ελληνικές αρχές για μία παράταση της Master Financial Assistance Agreement (MFFA), η οποία υποστηρίζεται από μία σειρά δεσμεύσεων. Ο σκοπός της επέκτασης είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης με βάση των συνθηκών στην τρέχουσα συμφωνία, κάνοντας την καλύτερη δυνατή χρήση της δεδομένης ευελιξίας η οποία θα εξεταστεί από κοινού με τις ελληνικές αρχές και τους θεσμούς. Αυτή η επέκταση θα γεφυρώσει επίσης τον χρόνο για συζητήσεις για μία πιθανή επόμενη (follow-up) συμφωνία μεταξύ του Eurogroup, των θεσμών και της Ελλάδας.
Οι ελληνικές αρχές θα παρουσιάσουν μία πρώτη λίστα με μέτρα μεταρρυθμίσεων, με
βάση την τρέχουσα συμφωνία, έως το τέλος της Δευτέρας 23 Φεβρουαρίου. Οι θεσμοί θα παράσχουν μία πρώτη άποψη για το εάν αυτή είναι ικανοποιητικά κατανοητή για να αποτελέσει ένα έγκυρο σημείο έναρξης για μία επιτυχή κατάληξη της αξιολόγησης. Η λίστα θα συγκεκριμενοποιηθεί περαιτέρω και εν συνεχεία θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς έως το τέλος του Απριλίου.
Μόνο η έγκριση των συμπερασμάτων της αξιολόγησης για την διευρυμένη συμφωνία από τους θεσμούς θα επιτρέψει με τη σειρά της την οποία εκταμίευση της δόσης του τρέχοντος προγράμματος του EFSF και την μεταβίβαση των SMP κερδών του 2014. Και τα δύο και πάλι υπόκεινται σε έγκριση από το Eurogroup.
Εν όψει της αξιολόγησης των θεσμών το Eurogroup συμφωνεί ότι τα κεφάλαια, έως τώρα διαθέσιμα στο «μαξιλάρι» (buffer) του ΤΧΣ, θα πρέπει να κρατούνται από EFSF, άνευ δικαιωμάτων τρίτων για τη διάρκεια της επέκτασης της MFFA. Τα κεφάλαια συνεχίζουν να είναι διαθέσιμα για τη διάρκεια της επέκτασης της MMFA και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και έξοδα εξυγίανσης. Θα διατεθούν μόνο κατόπιν αιτήματος από την EKT/SSM.
Υπό αυτό το πρίσμα, χαιρετίζουμε την δέσμευση των ελληνικών αρχών να εργαστούν από κοινού σε στενή συνεννόηση με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς και εταίρους. Σε αυτό το πλαίσιο, υπενθυμίζουμε την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Επίσης συμφωνούμε ότι το ΔΝΤ θα συνεχίζει να παίζει το ρόλο του.
Οι ελληνικές αρχές έχουν εκφράσει την ισχυρή δέσμευσή τους σε μια βαθύτερη και ευρύτερη διαδικασία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διαρκή βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης και απασχόλησης, τη διασφάλιση της σταθερότητας και της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού κλάδου και την ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι αρχές δεσμεύονται να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, και να βελτιώσουν την αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να κάνουν καλύτερη χρήση της συνεχιζόμενης πρόβλεψης για τεχνική βοήθεια.
Οι ελληνικές αρχές επαναδιατυπώνουν την κατηγορηματική δέσμευσή τους για την τήρηση των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς όλους τους πιστωτές τους στο ακέραιο και εγκαίρως.
Οι ελληνικές αρχές έχουν επίσης δεσμευτεί να διασφαλίσουν τα κατάλληλα πρωτογενή πλεονάσμα ή έσοδα χρηματοδότησης τα οποία απαιτούνται για την εγγύηση της βιωσιμότητας του χρέους σύμφωνα με την ανακοίνωση του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012. Οι θεσμοί θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις οικονομικές συνθήκες του 2015, για τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2015.
Υπό το πρίσμα αυτών των δεσμεύσεων, χαιρετίζουμε ότι σε αρκετούς τομείς, οι προτεραιότητες των ελληνικών αρχών μπορούν να συμβάλουν σε μια ενίσχυση και καλύτερη εφαρμογή της ισχύουσας ρύθμισης. Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απόσχουν από οποιαδήποτε κατάργηση των μέτρων και από μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την οικονομική ανάκαμψη ή την χρηματοοικονομική σταθερότητα, όπως αξιολογείται από τους θεσμούς.
Βάσει του αιτήματος, των δεσμεύσεων από τις ελληνικές αρχές, των συμβουλών των θεσμών, και της σημερινής συμφωνίας, θα ξεκινήσουμε τις εθνικές διαδικασίες με στόχο να καταλήξουμε σε μια τελική απόφαση για την παράταση του τρέχοντος EFSF Master Financial Assistance Facility Agreement μέχρι τέσσερις μήνες από το δ.σ. του EFSF. Επίσης καλούμε τους θεσμούς και τις ελληνικές αρχές να ξεκινήσουν εκ νέου αμέσως τη δουλειά που θα επιτρέπει την επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Παραμένουμε δεσμευμένοι να παρέχουμε επαρκή στήριξη στην Ελλάδα μέχρι να ανακτήσει πλήρη πρόσβαση στην αγορά όσο η χώρα τηρεί τις δεσμεύσεις της εντός του συμφωνηθέντος πλαισίου.»
Κανένας δεν θα μπορούσε να είναι πιο επικριτικός αλλά και πιο γλαφυρός στην υποδοχή της συγκεκριμένης συμφωνίας από το ιστορικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και  ευρωβουλευτή κ. Μανώλη Γλέζο ο οποίος σε άρθρο του δυο μέρες μετά την συμφωνία έγραφε μεταξύ των άλλων:
 «H μετονομασία της Τρόικας σε Θεσμούς, του Μνημονίου σε Συμφωνία και των Δανειστών σε Εταίρους, όπως και όταν βαφτίζεις το κρέας ψάρι, δεν αλλάζεις την προηγούμενη κατάσταση.
Δεν αλλάζεις, βέβαια, και την ψήφο του Ελληνικού Λαού, στις εκλογές της 25 Ιανουαρίου 2015.
Ψήφισε αυτό που υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ: καταργούμε το καθεστώς της λιτότητας, που δεν αποτελεί μόνο στρατηγική της ολιγαρχίας της Γερμανίας και των άλλων δανειστριών χωρών της ΕΕ, αλλά και της ελληνικής ολιγαρχίας.
Καταργούμε τα Μνημόνια και την Τρόικα, καταργούμε όλους τους νόμους της λιτότητας.
Την επομένη των εκλογών με ένα νόμο καταργούμε την Τρόικα και τις συνέπειές της.
Πέρασε ένας μήνας κι ακόμα η εξαγγελία να γίνει πράξη.
Κρίμα και πάλι κρίμα.
Από την πλευρά μου ΖΗΤΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ από τον Ελληνικό Λαό διότι συνήργησα σ΄αυτή την ψευδαίσθηση.»
Στις 24 Φεβρουαρίου όπως είχε συμφωνηθεί η κυβέρνηση έστειλε στο πρόεδρο του Eurogroup την λίστα των μεταρρυθμίσεων που σκέφτονταν να δρομολογήσει στο εγγύς μέλλον, μέτρα που κάλυπταν όλο το φάσμα, δημοσιονομικό, φορολογικό, συνταξιοδοτικό, ασφαλιστικό, δημόσιας διοίκησης.
H προσυνεννόηση ήταν εμφανής και το Eurogroup όπως ήταν αναμενόμενο επικύρωσε την έναρξη της προσπάθειας επιτυχούς ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, συγκεκριμένα σε ανακοίνωση του ανέφερε ότι:
«Στο Eurogroup σήμερα συζητήθηκε η πρώτη λίστα μεταρρυθμίσεων που παρουσιάστηκε από τις ελληνικές αρχές, η οποία βασίζεται στην τρέχουσα συμφωνία, η οποία θα καταστεί πιο συγκεκριμένη και θα συμφωνηθεί με τους
θεσμούς έως τα τέλη Απριλίου. Οι θεσμοί μας έδωσαν την πρώτη εκτίμηση και θεωρούν ότι ο κατάλογος των μέτρων είναι αρκετά ικανοποιητικός, προκειμένου να αποτελέσει μία καλή αρχή για την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ως εκ τούτου, συμφωνήσαμε να προωθήσουμε την όλη διαδικασία στις εθνικές αρχές, υπό το πρίσμα ότι θα υπάρξει τελική συμφωνία για επέκταση της υπάρχουσας δανειακής σύμβασης σε διάστημα τεσσάρων μηνών.
Καλούμε τις ελληνικές αρχές να αναπτύξουν και να διευρύνουν τον κατάλογο των μεταρρυθμίσεων, βάσει της τρέχουσας συμφωνίας και σε στενή συνεργασία με τους θεσμούς, ούτως ώστε να υπάρξει ταχεία αλλά και επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης».
Ανεξάρτητα των δηλώσεων που ακλούθησαν την αρχική συμφωνία με τους θεσμούς το βέβαιο ήταν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούσε την πεπατημένη όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων της μνημονιακής περιόδου .
Καταρχήν αποδέχονταν το μνημόνιο και επιβεβαίωνε ότι θα κάνει ότι περνά από το χέρι της προς την κατεύθυνση τήρησης των οικονομικών της υποχρεώσεων προς πιστωτές .
Επιπλέον δεσμεύονταν ότι θα απέχει από οποιαδήποτε κατάργηση μέτρων και από μονομερείς ενέργειες που θα επηρέαζαν τους δημοσιονομικούς στόχους και τη  χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Από την στιγμή επομένως που αναγνώριζε τις μνημονιακές της υποχρεώσεις και από την στιγμή που εκχωρούσε το βασικό πυλώνα κάθε διακυβέρνησης αυτό της πλήρους αυτονομίας τότε οι  λεκτικές υπερβάσεις τύπου αλλαγής των ονομάτων από τρόικα σε θεσμούς, μνημονίου σε πρόγραμμα και δανειστών σε εταίρους , δεν είχαν παρά επικοινωνιακή χρησιμότητα .
Η κυβίστηση της «πρώτης αριστερής κυβέρνησης» ήταν κολοσσιαία με αποτέλεσμα η ανάγκη περιορισμού των επιπτώσεων της οδηγούσε σε λεκτικές ωραιοποιήσεις κάτι που δεν άλλαζε την πραγματικότητα , ή μάλλον την προσγείωση της κυβέρνησης στην πραγματικότητα .
Η «διαπραγμάτευση» ήταν τόσο επιτυχημένη  που οι θεσμοί (τρόικα) δήλωναν ότι η εκταμίευση των 7,2 δις € (τα χρήματα που ο Βαρουφάκης έλεγε ότι δεν τα θέλουμε) θα δίνονταν στην χώρα μας μόνο εάν η αξιολόγηση ήταν θετική. Το ίδιο ίσχυε για τα κέρδη των ευρωπαϊκών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα  ύψους 1,9 δις €.
Επιπλέον η επιβεβαίωση της παροιμίας « πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος» ήταν πλήρης δεδομένου ότι η απουσία εμπιστοσύνης από την πλευρά των εταίρων μας ήταν τέτοιας μορφής που τα διαθέσιμα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ύψους 10,9 δις € που διακρατούσε το ΤΧΣ επιστέφονταν στον EFSM και θα δίνονταν πλέον μόνο κατόπιν αιτήματος από την ΕΚΤ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η κυβέρνηση κατά διαστήματα διατείνονταν ότι θα χρησιμοποιήσει τα χρήματα αυτά για την κάλυψη μέρους τους προγράμματος της και δει της αντιμετώπισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Το βέβαιο ήταν ότι η κυβέρνηση είχε συνθηκολογήσει χωρίς όμως να εξασφαλίσει την απαραίτητη χρηματοδότηση των βραχυπρόθεσμων αναγκών της.
Δικαίως ο επικεφαλής του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Μηλιός μιλούσε για ερασιτεχνική διαπραγμάτευση και έκανε λόγο για ελλιπή προετοιμασία της κυβέρνησης και αντιφατικές τακτικές του ΥΠΟΙΚ, όπως για παράδειγμα την απουσία σοβαρού σχεδίου που να στηρίζεται σε αριθμούς και ανάλυση.
Οι υποχρεώσεις του ελληνικού δημοσίου ήταν μεγάλες και ειδικά για τον μήνα Μάρτιο έφταναν τα 7,27 δις € εκ των οποίων 1,59 δις € προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) που αφορούσε  την τρίτη κατά σειρά δόση. Αναφερόμαστε ειδικά στην υποχρέωση του ΔΝΤ δεδομένου ότι οι λήξεις των εντόκων ύψους 4,6 δις € θα ανακυκλώνονταν όπως ήταν η συνήθης πρακτική του ελληνικού δημοσίου.
Το πρόβλημα ήταν μεγάλο δεδομένου ότι τα διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου στο γενικό λογιστήριο δεν ξεπερνούσαν τα 400 εκατ. €, οπότε η αγωνία του οικονομικού επιτελείου στρέφονταν στα έσοδα και δει αυτά από τον ΕΝΦΙΑ και τον ΦΠΑ.
Η επί χρόνια προπαγανδιστική επιλογή του ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ και κυρίως οι προεκλογικές υποσχέσεις για γενναίες ρυθμίσεις χρεών είχαν οδηγήσει σε παύση πληρωμών  και στην κατάρρευση των δημόσιων εσόδων.
Παλαιοτέρα τις λαϊκίστικες επιλογές πλήρωναν οι επόμενες γενιές, υπό καθεστώς όμως μνημονιακών οικονομικών χαρακτηριστικών οι λαϊκίστικες επιλογές τιμωρούσαν άμεσα τους εμπνευστές τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνονταν με το ίδιο νόμισμα που ήθελε να πληρώσει τις προηγούμενες κυβερνήσεις όταν καλούσε τους φορολογούμενους να μην εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος. Η μη εκπλήρωση όμως των υποχρεώσεων του δημοσίου, όπως αυτών προς το ΔΝΤ,  θα θεωρούνταν πιστωτικό γεγονός, ήτοι πτώχευση.
Το πόσο αλλάζουν οι ρόλοι των άνθρωπο για το θέμα της πτώχευσης φαίνονταν στην περίπτωση Βαρουφάκη.
Ως οικονομικός αναλυτής θεωρούσε ότι η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να αποπληρώνει τις δανειακές της  υποχρεώσεις  δηλώνοντας το Νοέμβριος  του 2013 ότι: «Η Ελλάδα πρέπει να χρεοκοπήσει εδώ και τώρα – Θα είναι μια διαδικασία ανώδυνη για τους Έλληνες – Κράτος και τράπεζες θα μάθουν να ζουν λιτά». ενώ ως υπουργός οικονομικών δήλωνε στις 28 Φεβρουαρίου 2015 ότι  «Ελπίζω η ΕΚΤ θα βοηθήσει την Ελλάδα να αποφύγει τη χρεοκοπία τον επόμενο μήνα!»
Στην ουσία η χώρα βρίσκονταν σε χρηματοδοτικό αδιέξοδο και οι επιλογές δυστυχώς ήταν μόνο τέσσερις .
1. Από τις εισπράξεις των φορολογικών υποχρεώσεων και κυρίως από τις εισπράξεις του ΕΝΦΙΑ και του ΦΠΑ (μετά την παράταση της προθεσμίας του Ιανουαρίου).
2. Από την χρησιμοποίηση της διαδεδομένης πρακτικής των repos αναφορικά με τα ταμειακά διαθέσιμα φορέων της γενικής κυβέρνησης και των ασφαλιστικών ταμείων.
3. Από την ΕΚΤ μέσω της έγκρισης αύξησης των εκδόσεων εντόκων γραμματίων κατά 2-3 δισ. Ευρώ.
4. Απο το  ενδεχόμενο η ΕΚΤ να επιστρέψει χωρίς αξιολόγηση το 1,9 δισ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων  ή να το εκταμίευση απευθείας στο ΔΝΤ καλύπτοντας την επίμαχη δόση.
Το ενδεχόμενο  της αύξησης των εντόκων γραμματίων  από 15 σε 20 δις €  ή 25 δις €  πριν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης που είχε προσδιοριστεί προς τα τέλη Απριλίου ήταν μικρό δεδομένου ότι ήδη η ΕΚΤ είχε στείλει προειδοποίηση στις ελληνικές τράπεζες για αυξημένη έκθεση στο δημόσιο χρέος της χώρας.
Η ΕΚΤ είχε δεχθεί η ελληνική κυβέρνηση να χρησιμοποιεί τον μηχανισμό των εντόκων για να καλύπτει βραχυπρόθεσμες δανειακές ανάγκες με ανώτατο  ύψος αυτό τα  15 δις. ή 8,2% του ΑΕΠ.
Οι ελληνικές τράπεζες στα τέλη Φεβρουαρίου 2015 είχαν στην κατοχή τους περίπου 10,8 δις  ενώ  τα υπόλοιπα 4 δις €  τα κατείχαν ξένες τράπεζες και κυρίως ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία. Η ΕΚΤ παράλληλα δέχονταν από  τα έντοκα που κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες να  χρησιμοποιούν ως collaterals  μόνο έντοκα  ύψους 3,5 δις ευρώ.
Παρόλα αυτά η κυβέρνηση  θέλοντας να αποδείξει ότι έχει το έλεγχο της κατάστασης αφενός και αφετέρου θέλοντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ότι δεν έχει την ευχέρεια να επιβάλει το πρόγραμμα της στις 27/2/215 παρουσίασε τις πέντε πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις της:
α) Αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης με τη χορήγηση επιδόματος στέγασης σε 30.000 δικαιούχου και  δωρεάν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και κουπονιών γεύματος σε 300.000 δικαιούχους,
β) Προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς με , αντικειμενική αξία έως 300.000 ευρώ,
γ) Επαναλειτουργία της ΕΡΤ,
δ) Σχέδιο αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία (100 δόσεις),
ε) Πάταξη της φοροδιαφυγής.
Η όλη κατάσταση  θύμιζε το ξεκίνημα της κυβέρνησης Γιωργάκη Παπανδρέου.
Στις 4 Οκτώβριου 2009 το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου γίνονταν κυβέρνηση με σύνθημα το ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ  και με πλήθος υποσχέσεις τύπου αναδιανομής των εισοδημάτων και στήριξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Παρότι γνώριζε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα ήταν υπερδιπλάσιο του 6% που καθόριζε η προηγούμενη κυβέρνηση για το 2009, παρότι ο οίκος Fitch στις 22/10/2009 υποβάθμισε την χώρα επικαλούμενος το μεγάλο έλλειμμα, την κατάρρευση των εσόδων και την διαφαινόμενη ύφεση (ανάλογη υποβάθμιση από τον οίκο Standard & Poor’s είχαμε στις 6/2/2015 από Β σε Β- με το σκεπτικό ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα είχε μεγάλα προβλήματα στην αποπληρωμή του χρέους και με τις εκροές καταθέσεων από τις τράπεζες ως συνέπεια των διαπραγματεύσεων για νέα συμφωνία με τους πιστωτές) εν τούτοις στις 20/11/2009 κατέθεσε νομοσχέδιο βάσει του οποίου 2,5 εκατ. πολίτες θα ελάμβαναν επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης από 300 έως 1300 € με συνολικό κόστος 1 δις €.
Το ποσό αυτό θα καλύπτονταν σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης  με την φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας (ακριβώς ίδια αιτιολογία κάλυψης των δαπανών  με αυτή της κυβέρνησης Τσίπρα).
Το αποτέλεσμα, πέντε μήνες μετά, μνημόνιο και προσγείωση στην σκληρή πραγματικότητα με περικοπές μισθών,  συντάξεων, επιδομάτων, με κατάργηση της  13ης και 14ης σύνταξης, με μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και με άλλα περιοριστικά μέτρα που σκοπό είχαν την μείωση του ελλείμματος κατ 16 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 36,8 δις € .
Όλα έδειχναν ότι η ιστορία θα επαναλαμβάνονταν.
Αντί να τελειώναμε με τα μνημόνια όπως έκαναν Ιρλανδοί και Πορτογάλοι εμείς πανηγυρίζαμε με τις παρατάσεις αδιαφορώντας για το ότι μετά από κάθε παράταση η θηλεία στο λαιμό της οικονομίας σφίγγει ακόμη περισσότερο.
Το 3ο μνημόνιο θεωρούνταν  ήδη γεγονός , όμως θα ήταν  αριστερό μνημόνιο και έτσι θα υιοθετούνταν πιο εύκολα.Τέλος φόρμας
Βέβαια η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν εκτός πραγματικότητας ενώ ο υπουργός οικονομικών Βαρουφάκης   με απίστευτη αυταρέσκεια και μέγιστο  ναρκισσισμό  και νομίζοντας  ότι απευθύνονταν σε αδαείς ισχυρίζονταν  στα τέλη Φεβρουαρίου 2015 την ώρα που το ελληνικό δημόσιο πίστωνε  τις συντάξεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς των συνταξιούχων ότι  αυξήθηκαν οι τραπεζικές καταθέσεις.
Άγνοια ,  προπαγάνδα ή ερασιτεχνικός  θεατρινισμός ; ότι και εάν επέλεγε κάποιος για να αντιμετωπίσει τις κραυγαλέες αντιφάσεις και την ακατάσχετη φλυαρία του Βαρουφάκη  το βέβαιο ήταν ότι δεν θα έπεφτε έξω από την ζώσα πραγματικότητα.
Αντί ο κάθε Βαρουφάκης να πάρει παραδείγματα από τις άλλες χώρες και να αντιμετωπίσει την δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σε καθημερινή βάση βρίσκονταν στα ΜΜΕ αναδεικνύοντας ένα άλλο τύπο πολιτικού , αυτού που αρέσκεται στις συνεντεύξεις και στα «ΘΑ».
Την ώρα που το κόστος χρήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη βρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και οι περισσότερες χώρες χρηματοδοτούνταν με μηδενικά επιτόκια η Ελλάδα κατέγραφε κόστος χρήματος στα επίπεδα της 10ετιας κοντά στο 10%.
Χώρες που είχαν την εμπειρία μνημονίων όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία πλέον δανείζονταν με επιτόκια της τάξεως του 0,88% και 1,84% αντίστοιχα.
Ειδικά η Πορτογαλία  στις αρχές  Μάρτιου δήλωνε ότι  θα αποπληρώσει στο ΔΝΤ  6 δις €, δηλαδή σχεδόν το ένα τέταρτο των δανείων που της χορηγήθηκαν από το 2011 στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξη.
Συνολικά η Πορτογαλία  προγραμμάτιζε να αποπληρώσει σε μέγιστο διάστημα δυόμισι ετών 14 δισ. ευρώ από τα 25,7 δισ. που έχει λάβει σε τρία χρόνια από το ΔΝΤ.
Η Πορτογαλία ακλουθούσε  στην ουσία την  Ιρλανδία, η οποία στο τέλος του 2014 αποπλήρωσε  9 δις € από ένα σύνολο δανείων ύψους 22,5 δισ. ευρώ που είχαν χορηγηθεί από το ΔΝΤ.
Η κίνηση της Πορτογαλίας έπρεπε να είχε δρομολογηθεί και από την Ελλάδα. Φυσικά η Πορτογαλία θα χρηματοδοτούνταν από τις αγορές με επιτόκιο 1,84% για να εξοφλήσει δάνεια με κόστος  3,6%.
Στις αρχές Μαρτίου 2015 και υπό το άγχος αναζήτησης τρόπων χρηματοδότησης των δανειακών αναγκών δυο πράγματα ανακυκλώνονταν στην δημόσια συζήτηση, πρώτον η υποτιθέμενη επιτυχία της κυβέρνησης στην μείωση του πρωτογενούς  πλεονάσματος για το 2015 από το 3% στο 1,5% και δεύτερον εάν η παράταση της δανειακής σύμβασης επί 4μηνο συνιστούσε και παράταση του μνημονίου.
Σε ότι αφορούσε την μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος η αυξητική δυναμική του δημοσίου χρέους ήταν  λογική  και κακώς ορισμένοι διερώτονταν πως είναι δυνατόν μετά από  τόσες θυσίες το χρέος να συνεχίζει να αυξάνεται.
Τέσσερις είναι οι προσδιοριστικοί παράγοντες μείωσης του δημοσίου χρέους.
Το δημόσιο χρέος μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ όταν η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη από το επιτόκιο δανεισμού, όταν υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα που θα καλύπτουν τους τόκους, όταν υπάρχουν σημαντικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και όταν δεν υπάρχουν κρυφά χρέη ή καταπτώσεις εγγυήσεων δανειακών υποχρεώσεων ΔΕΚΟ.
Από τις τέσσερις προϋποθέσεις απουσιάζουν και οι τέσσερις.
Σύμφωνα με τα  δεδομένα της Άνοιξης του 2015 η ελληνική οικονομία θα βρισκόταν σε κατάστασης οριακής ανάπτυξης με την έννοια των ελάχιστων θετικών ρυθμών  τουλάχιστον για το ορατό διάστημα της  διετίας 2015-2016 ενώ πάντα με δεδομένο ότι όλα θα πήγαιναν  καλά ισχυροί θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης θα υπήρχαν μετά το 2016.
Εάν λάβουμε υπόψη ότι   το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού όπως αυτό διαμορφωνόταν από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων  και τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι 2,7% τότε εύκολα γίνονταν  αντιληπτό ότι  τα επιτόκια θα επιβάρυναν αυξητικά το δημόσιο χρέος για αρκετά μεγάλο διάστημα.
Σε ότι αφορά τον παράγοντα πρωτογενή πλεονάσματα μετά την επίτευξη συμφωνίας για περιορισμό τους στα επίπεδα του 1,5% του ΑΕΠ μόνο ως ανέκδοτο μπορούσε  να ακούγεται η προοπτική χρησιμοποίησης τους για την μείωση του δημοσίου χρέους.
Με δεδομένο ότι το πλεόνασμα πρέπει να καλύπτει του ετήσιους τόκους για να μην υπάρχει νέος δανεισμός εύκολα γίνονταν  κατανοητό ότι υπό τις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό.
Στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2015 υπολογίζονταν  ότι το ΑΕΠ της χώρας θα έφτανε τα 184.870 εκατ. € πράγμα που σήμαινε ότι το  πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1,5% του ΑΕΠ έφτανε στα επίπεδα των 2,8 δις € με υποχρέωση καταβολής τόκων για το 2015 της τάξεως των 5,9 δις €.
Οι αριθμοί μιλούσαν  από μόνοι τους αποκαλύπτοντας ότι σε θεωρητικό επίπεδο ο ορισμός πρωτογενών πλεονασμάτων όπως είχε καθορισθεί με το δεύτερο μνημόνιο  στα επίπεδα περί του 4, 5% από το 2016 και μετά ήταν το θεωρητικά ιδεατό επίπεδο.
Μιλούμε για θεωρητικό επίπεδο διότι σε πραγματικό κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, πράγμα που από μόνο του κατευθύνει τους πάντες στην αναγκαιότητα αναδιάταξης της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους.
Ακόμη και εάν υιοθετήσουμε  την θετική προοπτική των ισχυρών θετικών ρυθμών ανάπτυξης από  το 2016, πράγμα αμφίβολο υπό τις παρούσες συνθήκες, για την μείωση του δημοσίου χρέους στα επίπεδα του 60% εντός μιας δεκαετίας απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6,5% κάτι που για τα ελληνικά και όχι μόνο  δεδομένα είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν.
Σε ότι αφορά τα κρυφά ελλείμματα η πρόσφατα ιστορία διδάσκει ότι με χρονική υστέρηση διογκώνουν το χρέος χωρίς μάλιστα να υπάρχει η στοιχειώδης ευθιξία των εκάστοτε υπουργών Οικονομικών να δικαιολογήσουν την εμφάνιση τους.
Είναι λυπηρό και παράλληλα απαράδεκτο για μια οικονομία να υπάρχουν χρέη εκτός προϋπολογισμού και να υφίσταται το φαινόμενο η αύξηση του χρέους να μην δικαιολογείται με βάση τα ετήσια ελλείμματα.
Όσο δεν σταματάει αυτή η ελληνική πατέντα τόσο το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών θα καρκινοβατεί.
Σε ότι αφορά τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις με την εκλογή της νέας κυβέρνησης ακόμη και οι θεωρητικοί στόχοι του παρελθόντος έχουν πλέον απομακρυνθεί ενώ οι προθέσεις τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων είναι τόσο  συγκεχυμένες που αλλοιώνουν κάθε πρόβλεψη.
Το βέβαιο είναι ότι  πρέπει να σχεδιασθεί σοβαρά η εκμετάλλευση της κρατικής περιουσίας με όρους αξιοπρέπειας και οικονομικού ρεαλισμού.
Εν κατακλείδι οι παράγοντες μειώσεις του δημοσίου χρέους μέχρι και το ορατό προσεχές διάστημα  δεν θα βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση του με αποτέλεσμα ο βραχνάς του χρέους να παραμένει  αναλλοίωτος.
Σε ότι αφορούσε την σύνδεση του μνημονίου με την δανειακή σύμβαση και το εάν   η παράταση της δανειακής σύμβασης επί 4μηνο συνιστούσε και παράταση του μνημονίου με ανακοίνωσή του ο ESM. ανέφερε ρητά ότι το μνημόνιο “δεν χρειάστηκε να παραταθεί διότι δεν έχει ημερομηνία λήξης», σε  αντίθεση με την σύμβαση που παρατάθηκε για δεύτερη  φορά.
Όπως αναφέρεται: «θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μνημόνιο είναι ένα έγγραφο που αναθεωρείται συχνά όταν λαμβάνει χώρα μια αξιολόγηση, πιθανώς αντικατοπτρίζοντας νέες συνθήκες και την ανάγκη υιοθέτησης της λίστας των μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν».
Και ισχυρίζεται ότι  η ελληνική Master Financial Assistance Facility Agreement (MFFA) είναι μια νομική σύμβαση μεταξύ του EFSF, της ελληνικής κυβέρνησης, της  ελληνικής κεντρικής τράπεζας, και του ΤΧΣ, που είναι το ταμείο ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών.
Καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, σε σχέση π.χ. με το ποσό του δανείου, την περίοδο διαθεσιμότητας, τους τόκους και την αποπληρωμή του. Υπογράφεται από τον διευθύνοντα σύμβουλο του EFSF και τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών.
Η παροχή οικονομικής βοήθειας στο πλαίσιο της MFFA εξαρτάται από την συμμόρφωση της Ελλάδας  με τα μέτρα μεταρρύθμισης που καθορίζονται στο μνημόνιο (MoU), το οποίο συμφωνήθηκε από την Ελλάδα, την Κομισιόν και την ΕΚΤ. «Το μνημόνιο είναι ένα ξεχωριστό και αυτοτελές έγγραφο, αλλά συνδέεται με την MFFA –καμία εκταμίευση δεν μπορεί να γίνει χωρίς την τήρηση του μνημονίου, το οποίο αξιολογείται από τους θεσμούς».
Στην ανακοίνωση του ESM αναφέρεται ακόμη ότι η ελληνική MFFA έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2014. Αλλά στις 19 Δεκεμβρίου 2014 το δ.σ. του EFSF αποφάσισε να χορηγήσει μια τεχνική επέκταση μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2015. Στις 27 Φεβρουαρίου, το δ.σ. των διευθυντών του EFSF αποφάσισε να επεκτείνει περαιτέρω την ελληνική MFFA κατά τέσσερις μήνες, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2015.
«Επιπλέον», τονίζει ο ESM, «θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μνημόνιο είναι ένα έγγραφο που αναθεωρείται συχνά όταν λαμβάνει χώρα μια αξιολόγηση, πιθανώς αντικατοπτρίζοντας νέες συνθήκες και την ανάγκη υιοθέτησης της λίστας των μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν. Το μνημόνιο (σε αντίθεση με την MFFA), δεν χρειάστηκε να παραταθεί διότι δεν έχει ημερομηνία λήξης».
Ανεξάρτητα εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε επικεντρωθεί μόνο στην επικοινωνία και στις μετονομασίες το κόστος των πρακτικών της ήταν ιδιαίτερα μεγάλο για τις τράπεζες.
 Οι υπουργοί περιφέρονταν από κανάλι σε κανάλι ενώ ο Βαρουφάκης δεν άφηνε μέσο ενημέρωσης που να μην το τιμά με την παρουσία του.
Ακόμη και η εφημερίδα Αυγή επικοινωνιακό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ συνιστούσε  στον Βαρουφάκη να σταματήσει την υπέρ έκθεση του στα μέσα ενημέρωσης και να επικεντρωθεί αποκλειστικά  στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας .
Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ να προκαλέσει εκλογές καθώς και η απραξία των υπουργών του κατά το πρώτο 5μηνο της διακυβέρνησης από την υποτιθέμενη αριστερή κυβέρνηση  είχε ως αποτέλεσμα ο λογαριασμός για το εγχώριο πιστωτικό σύστημα να πάρει διαστάσεις πλήρους ασφυξίας.
Κόστος ιδιαιτέρα μεγάλο που επικεντρώνονταν σε δυο κατά βάση παράγοντες, τις εκροές καταθέσεων και στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι εκροές δημιουργούσαν προβλήματα ρευστότητας και τα μη εξυπηρετούμενα προβλήματα προβλήματα κεφαλαιοποίησης, δηλαδή αναδεικνύονταν   τα δυο βασικά  τραπεζικά προβλήματα που η διόγκωση τους μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος.
Χωρίς πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν είχε ελπίδες επιβίωσης.
Αυτό απεδείχθη περίτρανα όταν στις 30 Ιουνίου 2015 έληξε και η 4μηνη παράταση του δεύτερου μνημονίου.
Η πορεία ήταν προδιαγραμμένη.
Μετά την εσωτερική παύση πληρωμών και την αδιανόητη πρακτική της χρησιμοποίησης όλων των διαθέσιμων χρηματοοικονομικών πόρων για την αποπληρωμή υποχρεώσεων που άπτονταν του εξωτερικού χρέους στα πλαίσια της φερομένης ως σχεδιασμένης πολιτικής ‘ ότι ο χρόνος κυλά υπέρ μας’  φτάσαμε στην λήξη του προγράμματος και στο τέλος των ψευδαισθήσεων.
Η κυβέρνηση σπαταλώντας χρόνο οδήγησε την οικονομία στην κατάρρευση και τις ελληνικές τράπεζες σε capital controls και σε αργία μιας και το κλείσιμο των τραπεζών χτυπούσε  αρνητικά ως έκφραση απεικόνισης της πραγματικότητας.
H κατάσταση της οικονομίας και ο φόβος για το αύριο ήταν τόσο μεγάλος που η αρχική συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο που επετεύχθη τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου 2015 έγινε αποδεκτή με ιδιαίτερη ανακούφιση και παρά το γεγονός ότι μια εβδομάδα νωρίτερα το 61,3% του ελληνικού λαού, ήτοι 3,5 εκατομμύρια  πολίτες είχαν σε δημοψήφισμα απορρίψει μνημόνιο ύψους 8 δις €.
Τα συναισθήματα που δημιουργούσαν οι ουρές στα ATM, η ενδεχόμενη απώλεια καταθέσεων, οι δυσμενείς μεταβολές στην καθημερινότητα από την ενδεχόμενη αλλαγή  του νομίσματος καθώς και μνήμες από άλλες χώρες που χρεοκόπησαν οδήγησε στην υιοθέτηση μνημονίου 14 δις € για την επόμενη τριετία.
Στην ουσία είχαμε ‘φύγει’ με υπαιτιότητα της κυβέρνησης Σαμαρά –Βενιζέλου από μέτρα 1 δις € για το 2015 και κλείσιμο του δεύτερου μνημονίου όπως καταγράφονταν στο περίφημο mail Χαρδούβελη και είχαμε αποδεκτή σε ετήσια βάση μέτρα 4 δις € με υπαιτιότητα του διδύμου Τσίπρα –Βαρουφάκη.
Και μόνο αυτό το γεγονός δείχνει την ‘επιτυχία’ των διαπραγματεύσεων επιπέδου Βαρουφάκη οι οποίες στην καλλίτερη των περιπτώσεων φέρουν στοιχεία εθνικής μειοδοσίας.
Ο αμοραλισμός και η ιδιοτέλεια  των κινήσεων Βαρουφάκη καθόλη την διάρκεια που προηγήθηκε της συμφωνίας για την λήψη του νέου δανείου των 85 δις θα πρέπει να διερευνηθεί αφού ακόμη και η αμέλεια έχει ποινικές επιπτώσεις πόσο μάλλον η εσκεμμένη διάλυση του οικονομικού και τραπεζικού συστήματος.
Παρά το γεγονός της έγκρισης δανείου –γέφυρα 7 δις € στις 16 Ιουλίου για την κάλυψη των αναγκών του Ιουλίου, παρά την προοπτική νέου συμπληρωματικού δανείου 5 δις € για την κάλυψη των αναγκών του Αυγούστου, παρά την αύξηση του ELA κατά 900 εκατ. € με την ψήφιση του πρώτου πακέτου των προαπαιτούμενων στις 15 Ιουλίου, παρά το άνοιγμα των τραπεζών μετά από 3 εβδομάδες αργίας στις 20 Ιουλίου, παρά την στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιπλέον ρευστότητα στο πιστωτικό σύστημα, εν τούτοις τρεις παράμετροι θα καθορίσουν το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Πρώτο το ασταθές πολιτικό σύστημα, δεύτερον τα επίπεδα ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και τρίτον τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος .
Χωρίς ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς πακέτο αναπτυξιακού χαρακτήρα και κυρίως χωρίς ισχυρές συστημικές τράπεζες δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα περισσότερο από την συνήθη εικόνα των τελευταίων ετών.
Οι προοπτικές είναι συνάρτηση της αποφασιστικότητας αλλά και του ρεαλισμού που θα επιδείξουν οι πολιτικοί και οικονομικοί ταγοί της χώρας.
.Black-Strip
Σαράντος Λέκκας
Σαράντος Λέκκας  (Economics)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου