Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Η ωρίμανση των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων

Νέα Πολιτική


του Χρήστου Ζιώγα*

Τα τελευταία πέντε έτη μια σειρά, εκ πρώτης όψεως διακριτών αλλά, με τις αλληλοεπιδράσεις που συντελούνται στο διεθνές σύστημα, συσχετιζόμενων γεγονότων, έχουν αναθερμάνει τις εν γένει προβληματικές ελλονοαμερικανικές σχέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη δήλωση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ιωάννη Δραγασάκη που ευχαρίστησε, στις 15 Ιουλίου, την αμερικανική κυβέρνηση και τον πρόεδρο Ομπάμα για την ενεργή και επωφελή προς την χώρα μας στάση τους στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους μας στην ΕΕ. Η αλήθεια είναι πως σ’ αυτό το σημείο η ιστορία στάθηκε ελαφρώς σκωπτική με την πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα.

Φυσικά η εν λόγω συμπεριφορά του υπερατλαντικού μας συμμάχου εμφορείται από την ανάγκη εξυπηρέτησης των δικών του συμφερόντων που στην παρούσα συγκυρία συγκλίνουν με τα ελληνικά σε μια σειρά περιφερειακών ζητημάτων. Οι άλλοτε διαπρύσιοι εχθροί του ιμπεριαλισμού ως φαινομένου των διεθνών σχέσεων, που τον εξέταζαν κατ’ αποκλειστικότητα στην αμερικανική εκδοχή του,  διαπιστώνουν πως τα κράτη στο διεθνές σύστημα λειτουργούν βάσει άλλων λογικών κι όχι κατά προτεραιότητα των ιδεολογικών αντιλήψεων. Ανάλογη έκπληξη θα αισθάνονται και οι θιασώτες των διαφόρων θεωριών σύμφωνα με τις οποίες σκοτεινά κέντρα εξουσίας, που εδρεύουν κυρίως στην Ουάσιγκτον και αλλαχού, απεργάζονται την εξόντωση του ελληνισμού. Προφανώς κι αυτοί δυσκολεύονται να εξηγήσουν γιατί οι «εχθροί» του ελληνισμού δεν εκμεταλλεύτηκαν την παρατεταμένη κρίση που διέρχεται η χώρα για να πραγματοποιήσουν τα εθνοκτόνα σχέδια τους; Η αλήθεια είναι πως οι πιο αποτελεσματικοί αντίπαλοι της Ελλάδος, έστω και ασυνείδητα, βρίσκονται εντός των τειχών οι οποίοι με τη δράση τους μεμονωμένα ή συλλογικά έφτασαν τη χώρα στην σημερινή εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση.


Καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και κατά την πρόσφατη μεταψυχροπολεμική περίοδο οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ήταν η εξαρτημένη μεταβλητή των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, πραγματικότητα που διεφάνη με τον πιο τραγικό τρόπο κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974. Το κρίσιμο γεγονός που μετατόπισε το κέντρο βάρους των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι αναμφίβολα η εξωτερική πολιτική που σταδιακά υιοθέτησε η Τουρκία, ιδιαίτερα μετά το 2010, και συγκεκριμένα όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υπό τον Ταγίπ Ερντογάν. Η αξίωση της Άγκυρας για μια πιο ανεξάρτητη, εν σχέσει με τα δυτικά στρατηγικά προτάγματα, εξωτερική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τη διασάλευση των αρμονικών αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Σημαντικό ρόλο της εν λόγω διπλωματικής ψύχρανσης διαδραμάτισε και η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων Άγκυρας – Τελ Αβίβ μετά το 2010, επ’ αφορμή της επιχείρησης των ισραηλινών δυνάμεων επί του πλοίου Ναβί Μαρμαρα, που κατέπλεε προς την Γάζα, και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο εννέα Τούρκων ακτιβιστών.

Η προσπάθεια της Άγκυρας να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας στην Ανατολική Μεσόγειο και μάλιστα σχετικά αυτονομημένος από τις στρατηγικές επιλογές της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ, διαφοροποιεί σταδιακά τον τρόπο που προσεγγίζει το State Department τις διμερείς τους, και κατά συνέπεια και τις ελληνοαμερικανικές, σχέσεις. Φυσικά η Τουρκία δεν έπαψε να αποτελεί σημαντικότατο σύμμαχο της Ουάσιγκτον στη περιοχή, διαβλέπουν όμως οι διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ότι περαιτέρω ενίσχυση της Άγκυρας πιθανόν να την καταστήσει περισσότερο αδιάλλακτη ακόμη και έναντί της. Παράλληλα, η επιδίωξη της Γερμανίας να αποκτήσει αναβαθμισμένο ρόλο εντός της ΕΕ δεν προσλαμβάνεται κατ’ αρχήν αρνητικά από τις ΗΠΑ. Η αξίωσή της όμως να επιβάλλει πολιτικές προσπαθώντας να ηγεμονεύσει το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι δεν αντιμετωπίζεται θετικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας, δύναται να γίνει αποδεκτό από την Ουάσιγκτον, εφόσον δεν θα ανατρέπει τις ατλαντικές επιλογές και υποχρεώσεις της Γερμανίας. Διαπιστώνουμε επομένως πώς το τελευταίο διάστημα, έστω και εξ αντανακλάσεως, οι επιδιώξεις Αθήνας και Ουάσιγκτον παρουσιάζουν συγκλίσεις τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να εκμεταλλευτεί.   
Η κρίση που διέρχεται η χώρα συνιστά μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αναστοχαστεί η ελληνική κοινωνία για μια σειρά ζητημάτων που μέχρι πρόσφατα τα προσέγγιζε  από αδιάφορα έως επιδερμικά. Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις και γενικά η εξωτερική μας πολιτική αποτελούσαν για μεγάλο διάστημα, και σε πολλές περιπτώσεις, ένα ιδεολογικά «φορτισμένο» πεδίο, γεγονός που υπονόμευε την εκάστοτε στοχοθεσία μας στο διεθνές γίγνεσθαι. Ο νέος μας βηματισμός, και σ’ αυτόν τον τομέα, πρέπει να συνάδει με τις ανάγκες της εποχής και τις απειλές ορισμένες από τις οποίες ενδέχεται να αναβαθμιστούν στο άμεσο μέλλον. Διότι, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, σωστή πολιτική ακολουθούν: «όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυρότερων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς». (Θουκυδίδου Ιστορίαι, Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου, Ε 111).   

* Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου