Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Παραμένει αδύνατη η ανάκαμψη*

Το Ποντίκι


Του Θεόδωρου Παπαηλία
 
Έχει υποστηριχθεί ότι η βύθιση της Ελλάδος στην κρίση δεν ήταν τυχαία, αλλά ένα επαπειλούμενο γεγονός που ύφερπε από τις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου. Το ορθό συνεπώς είναι να εξετάζεται όχι γιατί προέκυψε, αλλά γιατί δεν συνέβη αυτή νωρίτερα (στις δεκαετίες 1960, ’70, ’80 κ.λπ.).
 
1. Οι οικονομικές εξελίξεις 2010 - 2014
 
Παρά τις ψευδαισθήσεις και τους έωλους ισχυρισμούς περί αποφυγής χρεοκοπίας λόγω ένταξης της χώρας στον μηχανισμό στήριξης, η ύφεση ήταν τέτοιου μεγέθους – Πίνακας 1 – που συρρίκνωσε το ΑΕΠ κατά 25% (μεταξύ 2008-2013). Το ΔΝΤ υπολόγιζε ότι από το 2012 ή αρχές 2013 η Ελλάς θα εξήρχετο από το τέλμα. 
 
Η αστοχία των μαθητευόμενων αυτών διεθνών ολετήρων οδήγησε σε αλυσιδωτές πολιτικές εκρήξεις. Αντίστοιχα το PSI (το «κούρεμα» των ομολόγων) απεδείχθη ως έναν βαθμό απάτη. Κάτι λιγότερο από το 50% αφορούσε ελληνικές τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και Έλληνες μικροομολογιούχους. Έτσι, το κράτος θα δανειζόταν εν συνεχεία για να διασώσει τράπεζες και ταμεία! 
 
Ο Πίνακας 1 αποτυπώνει την κατάπτωση. Οι επενδύσεις, το κρισιμότερο μέγεθος ανάπτυξης, τείνουν να εξαϋλωθούν, αφού δεν καλύπτουν ούτε τη φθορά του κεφαλαίου (κτήρια, μηχανήματα, κ.λπ.), με συνέπεια η συσσώρευση κεφαλαίου να κατακρημνίζεται. Συνεπώς, οι δυνατότητες διάσωσης είναι ανύπαρκτες. Το 2000 ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου ήταν διπλάσιος των αποσβέσεων· το 2013 είναι υποδιπλάσιος. Το 2014, σύμφωνα με εκτιμήσεις, σε πληθωρισμένες τιμές, το καθαρό εισόδημα βρισκόταν λίγο υψηλότερα του 2000. Άρα, κάθε λόγος περί success story συνιστά ευφυολόγημα και κάθε προσδοκία για γοργή ανάκαμψη ευσεβής πόθος.
 
Πίνακας 1
Βασικά μακροοικονομικά μεγέθη σε τρέχουσες τιμές σε εκατ. ευρώ
 

2000
2005
2008*
2010*
2013*
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε αγοραίες τιμές
136.281
193.050
233.198
222.151
182.054
Αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου
15.541
23.636
29.846
35.647
45.882
Καθαρό Εθνικό Εισόδημα σε αγοραίες τιμές
121.107
166.604
195.728
180.270
136.003
Ακαθάριστος Σχηματισμός Κεφαλαίου
31.778
41.322
55.996
38.955
23.682
 
Το ισοζύγιο εξαγωγών - εισαγωγών (Πίνακας 2) δείχνει να κλείνει αποκλειστικά σχεδόν λόγω της κατακρήμνισης των εισαγωγών, που προήλθε από τη μείωση των εισοδημάτων. Η μικρή πρόοδος των εξαγωγών σχετίζεται κυρίως με την κάμψη της τιμής του ευρώ.
 
Πίνακας 2
Εισαγωγές - εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε εκατομμύρια ευρώ
 
 
Τρέχουσες τιμές
2000
2005
2008*
2010*
2013*
Εισαγωγές
52.277
62.741
90.052
70.020
57.815
Εξαγωγές
33.882
44.807
56.271
49.414
53.014
Ισοζύγιο εξαγωγών - εισαγωγών
-18.395
-17.934
-33.781
-20.606
-4.801
 
 
Ο κλάδος των ορυχείων – Πίνακας 3 – τείνει να εξαφανιστεί, όπως και αυτός της βιομηχανίας και του εμπορίου. Το 2000 λειτουργούσαν στην κυρίως βιομηχανία 5.000 καταστήματα με 234.000 απασχολούμενους, έναντι 3.900 και 209.000 το 2010 αντιστοίχως. Το 2014 εκτιμάται ότι ο αριθμός των βιομηχανικών καταστημάτων έπεσε κάτω των 3.000 με απασχόληση περί τα 180.000 άτομα.
 
Πίνακας 3 
Καταστήματα ορυχείων και απασχόληση 
 
 
Έτος
2000
2005
2010
Αριθμός καταστημάτων
776
717
462
Αριθμός απασχολουμένων
13.453
12.711
5.470
 
2. Η πολιτική συμπεριφορά σε συνθήκες πτώχευσης
 
Ο πίνακας 4 αποτυπώνει – μια πρώτη προσέγγιση – την πολιτική συμπεριφορά ανά θέση στην αγορά εργασίας. Περίπου το 60-70% των αγροτών μένουν μάλλον αδιάφοροι από την πολιτική που ασκήθηκε μέχρι το 2015. 
 
Η έντονη δυσαρέσκεια αφορά το 30-40% και σχετίζεται είτε με κλασικούς ψηφοφόρους, που στέκονται σχετικά σταθερά εχθρικοί στην κυβερνητική πολιτική, είτε με μέρος αυτών που επλήγη έντονα την τελευταία πενταετία. Γενικά φαίνεται ότι ο κύριος όγκος κινείται σε μετριοπαθείς επάλξεις. Αυτό τεκμαίρεται από την παύση των αγροτικών κινητοποιήσεων (κατάληψη οδικών αρτηριών κ.λπ.). 
 
Μολονότι η θέση του μέσου αγρότη δεν βελτιώθηκε σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, εν τούτοις αυτός, συγκρίνοντας τη δεινή κατάσταση στην οποία έχει βυθιστεί μεγάλο τμήμα των δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων και την εκτίναξη της ανεργίας, κρίνει ότι τα άλλα κοινωνικά στρώματα είναι περισσότερο θιγμένα και ως εκ τούτου δεν αντιδρά δυναμικά. 
 
Πίνακας 4
Τάξεις (θέση στην αγορά εργασίας) και πολιτική συμπεριφορά
 
 
Κοινωνικά Στρώματα
Πληθυσμός (χιλιάδες)
% έντονα
δυσαρεστημένοι
Πλήθος έντονα δυσαρεστημένων
 (χιλιάδες)
Αγρότες
500
30-40
150-200
Ιδιωτικοί Υπάλληλοι
& Εργάτες
1.310
60
770
Δημ. Υπάλληλοι
& Ανώτ. στελ.
790
70-80
550-630
Ελεύθεροι
Επαγγελματίες
& Εργοδότες
990
50
480
Συνολική απασχόληση
3.590
55- 59%
1.950-2.080
Συνταξιούχοι
2.700
65-70%
1.740-1.890
Άνεργοι
1.360
75-80%
1.010-1.090
Σύνολο
7.650
62-67%
4.700-5.060
Πηγή: Παπαηλίας Θ., Πολιτικά κόμματα και Οικονομική Πολιτική στην  Ελλάδα (2010-2015), αδημοσίευτη έρευνα. Στον πίνακα δεν περιλαμβάνεται η συμπεριφορά των φοιτητών, οικοκυρών κ.λπ.

 
 
Το 40% των ιδιωτικών υπαλλήλων ανέχεται την πολιτική 2010-2014 είτε λόγω φόβου προς το χειρότερο, είτε επειδή παραμένουν παραδοσιακοί ψηφοφόροι, που έστω και δυσαρεστημένοι αποδέχονται τα πρώην κυβερνητικά κόμματα. 
 
Το ποσοστό αποδοχής μειώνεται αισθητά στους δημοσίους υπαλλήλους, που η συντριπτική πλειονότητά τους υπέστη αφαίμαξη περίπου 25-30% του εισοδήματός τους. Το κοινωνικό αυτό στρώμα υπέστη τη χλεύη των κυβερνώντων και των ΜΜΕ. 
 
Η στάση των αυτοαπασχολούμενων και των μικροεργοδοτών (απασχόληση κάτω των 10 ατόμων) φαίνεται μοιρασμένη μεταξύ δυσαρέσκειας και αποδοχής. Τούτο διότι αξιόλογο μέρος από αυτούς, το μεγαλύτερο, συνεχίζει να φοροδιαφεύγει, να εισφοροδιαφεύγει και γενικότερα να απαρτίζει το σημαντικότερο ποσοστό της αφανούς οικονομίας. Τμήμα, αν και μικρό, αυτής της πολυπληθούς ομάδας όχι μόνο δεν απώλεσε εισόδημα, αλλά μάλλον το μεγέθυνε. 
 
Τα 2/3 και πλέον των συνταξιούχων εναντιώνονται με οργή στις πολιτικές, όπως και το 75-80% των ανέργων. 
 
Μια γρήγορη επισκόπηση αναδύει την εικόνα της ελληνικής οικονομίας: Συνταξιούχοι και άνεργοι υπερβαίνουν το εργατικό δυναμικό.
 
Κάτω από αυτούς τους όρους ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είχε μια εκλογική δύναμη που επί μακρόν εκυμαίνετο μεταξύ 2,5% - 4,5%, βρέθηκε να κυριαρχεί με 36%. Στην πραγματικότητα η ισχύς του βρίσκεται πολύ χαμηλότερα και οι υπόλοιπες ψήφοι προέρχονται λόγω είτε διαμαρτυρίας, είτε αηδίας προς το πολιτικό σύστημα, είτε απόγνωσης. 
 
Ήταν γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, εξ ορισμού (λόγω αντικρουόμενων συνιστωσών), ούτε είχε ούτε μπορούσε να διαμορφώσει οικονομική και κοινωνική πολιτική, αφού συνιστά ένα σύνολο ατάκτων. Θα όφειλε η κυβέρνηση να εστιάσει τις προσπάθειες σε παραγωγή προϊόντων που έχουν εγχώρια προστιθέμενη αξία· με αυτό θα μείωνε την ανεργία και θα αύξανε το ΑΕΠ. Αλλά αυτό προϋποθέτει πρόγραμμα, κάτι που ξεφεύγει από τις δυνατότητές της.
 
Έχοντας υπ’ όψιν τις ευρωπαϊκές εξελίξεις θα όφειλε να αντιπαρατάξει στους «διασώστες» και στους εδώ εκπροσώπους τους (την πρώην κυβέρνηση) οικονομικές δράσεις σε τρία επίπεδα. Ένα βραχυχρόνιο σχέδιο διάρκειας 5-6 μηνών, ένα μεσοχρόνιο 6-18 μηνών και ένα μακροχρόνιο 2 ετών και πλέον. Τα μέτρα του μεσοχρόνιου θα όφειλαν να ξεκινήσουν να υλοποιούνται από τον πρώτο μήνα, ώστε να αρχίσουν να αποδίδουν μετά από εξάμηνο. Τίποτε από αυτά δεν καταγράφθηκε.
 
Αντίστοιχη ανικανότητα παρατηρείται στην αύξηση των φορολογικών εσόδων: ενώ η αντιμετώπιση των μεγαλοφοροφυγάδων είναι σχεδόν αδύνατη, σε όλο τον κόσμο οι ολιγάρχες λόγω του συστήματος παραμένουν στο απυρόβλητο, θα μπορούσε να συλληφθεί μέρος της φοροδιαφυγής των μικρομεσαίων. Η τραγωδία της χώρας είναι ότι το μέγιστο της τεράστιας μάζας των αυτοαπασχολουμένων και μικροεργοδοτών, που μαζί με τους αγρότες καλύπτουν περίπου το 45% του εργατικού δυναμικού, παραοικονομεί. 
 
Έτσι για παράδειγμα η κυβέρνηση δεν τόλμησε να αυξήσει τον ΦΠΑ στα νησιά, όταν με άλλες φοροαπαλλαγές θα μπορούσε να στηρίξει τους έχοντες πραγματική ανάγκη (κατοίκους άγονης γραμμής). Κατά την ίδια λογική επιτρέπει την πρόωρη συνταξιοδότηση σε μια χώρα που τείνουν οι συνταξιούχοι να γίνουν περισσότεροι από τους εργαζόμενους (το 15% και άνω του ΑΕΠ οδηγείται σε συντάξεις). 
 
Συνεπώς, με αυτή τη λογική ούτε βραχυχρονίως ούτε μεσοχρονίως είναι δυνατόν η κυβέρνηση να επιλύσει τα χρόνια δομικά προβλήματα της οικονομίας, άρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την ανεργία και την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους (υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.). Εφ’ όσον διεθνώς ο ρόλος του δημοσίου συρρικνώνεται, η ανάπτυξη μέσω της κρατικής ενίσχυσης δεν φαίνεται να τυγχάνει της έγκρισης των δανειστών, οι οποίοι εμφορούνται από τον άκρατο φιλελευθερισμό. 
 
Η απότομη στροφή προς αυτούς θα επιφέρει πιθανώς, λόγω φυγόκεντρης δύναμης, απώλεια βουλευτών που ανδρώθηκαν κάτω από πολιτικές κράτους πρόνοιας. Βεβαίως, υπάρχει η στήριξη από τα κεντροδεξιά, αλλά η πολιτική εικόνα της 25ης Ιανουαρίου θα αλλάξει. 
 
Η χώρα βρίσκεται σε καυδιανά δίκρανα: η ένταξη στο ευρώ ήταν λάθος, αφού υπέσκαψε την ανταγωνιστικότητα· ωστόσο, η απομάκρυνση από αυτό, μετά την ύφεση 2010-14, τουλάχιστον βραχυχρόνια θα αποτελέσει ως έναν βαθμό συμφορά. Η πολιτική που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατον να υλοποιηθεί στις διεθνείς συνθήκες που επικρατούν. Άρα η κοινωνία βρίσκεται όπως και στη μετά την κατοχή περίοδο: Οι καταστραφέντες επιθυμούν έξοδο από το ευρωπαϊκό περιβάλλον· οι μεσαίοι το αποδέχονται ως το λιγότερο κακό. 
 
Εφ’ όσον η κυβέρνηση χρησιμοποιήσει τις τραπεζικές καταθέσεις, οι αντιδράσεις θα μεγεθυνθούν. Οι εκλογές θα αποτελέσουν διαφυγή του κόμματος από την κυβέρνηση. Είναι όμως δυνατόν αυτό όταν επί δεκαετίες επιδίωκε την εξουσία;
 
3. Οι προοπτικές
 
Φάνηκε ότι οι δανειστές δεν έχουν συγκροτημένο πρόγραμμα, αφού εκτός από τον στόχο της μείωσης των ελλειμμάτων δεν διαθέτουν στρατηγική απεγκλωβισμού από την κρίση. Η εμπειρία του ΔΝΤ σχετίζεται περισσότερο με παρεμβάσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών (του εξωτερικού χρέους) και λιγότερο με εκείνες του κρατικού προϋπολογισμού. 
 
Η πολιτική που ασκεί είναι η απομείωση («κούρεμα») του χρέους, προκειμένου να δύναται να αποπληρώνεται το υπόλοιπο, και η παρέμβαση στην αγορά εργασίας (μείωση των μισθών, αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων κ.λπ.) ώστε να καταστεί η χώρα ανταγωνιστικότερη. Μολαταύτα, η συρρίκνωση του κόστους εργασίας συνιστά μια στατική προσέγγιση και σε κάθε περίπτωση δεν καλύπτει ούτε την αναγκαία συνθήκη. Η ικανή αλλά και γενικότερα το κρίσιμο σημείο εντοπίζεται στο τι θα παραχθεί, σε ποιους κλάδους ή προϊόντα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα η χώρα.
 
Σε κάθε περίπτωση ανακύπτουν δυο τουλάχιστον θέματα:
 
1 Η εργασία, παρά τις διαβεβαιώσεις όλων των οικονομολόγων μετά το 1870 και εντεύθεν ότι αποτελεί μικρό μέρος του κόστους και της ανταγωνιστικότητας, συνιστά κρίσιμο μέγεθος. Όπως οι κλασικοί είχαν σημειώσει (ο Marx θα στήριξε όλη την επιχειρηματολογία επ’ αυτού) ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας κερδοφορίας προκύπτει από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. 
 
Ο Schumpeter θα έδινε το προβάδισμα στα κέρδη, τα οποία προκύπτουν όχι λόγω εκμετάλλευσης, αλλά λόγω καινοτομιών (από την παραγωγή ενός νέου προϊόντος μέχρι το άνοιγμα καινούργιων αγορών), θεωρία που στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους έχει σοβαρή βάση. 
 
Μετά το 1950, λόγω της παγκοσμιοποίησης, δημιουργείται σε υπερεθνική κλίμακα μια νέα συσσώρευση κεφαλαίου. Το κεφάλαιο χρησιμοποιεί την τεχνολογία αλλά και τη φθηνή εργατική δύναμη μεταφερόμενο στον Τρίτο Κόσμο. Η μικρή άνοδος του τελευταίου, λόγω αυτών των επενδύσεων, έχει ως συνέπεια την τάση αποβιομηχάνισης των ανεπτυγμένων χωρών. Οι συνέπειες είναι το κράτος πρόνοιας της Δύσης να καταρρέει. 
 
Μακροχρόνια όλος ο ευρωπαϊκός κόσμος – εφόσον δεν υπάρξουν βίαιες αναταράξεις – θα συρρικνωθεί και το επίπεδο διαβίωσης θα εμφανίζει τάσεις οπισθοχώρησης. Η βελτίωση του αντίστοιχου επιπέδου των αναδυόμενων οικονομιών θα είναι μικρή. Αλλά αυτές (οι BRICS λόγου χάριν) δεν πρόκειται να αγγίξουν τα όρια των χωρών της Δύσης. Εάν ανέλθουν σημαντικά οι μισθοί σε εκείνες, τότε το κεφάλαιο θα μεταβεί σε άλλα λιγότερο ανεπτυγμένα εδάφη.
 
Υπ ’αυτήν την έννοια και η ανάπτυξη των αναδυόμενων, πέραν ενός σημείου, είναι αμφίβολη. Στην Ελλάδα δύσκολα θα επιτευχθεί εκβιομηχάνιση εκ νέου (όταν και η Βρετανία δυσκολεύεται να το επιτύχει). Ως εκ τούτου, μόνο κλάδοι «ελαφριάς» βιομηχανίας (όπως ο τουρισμός) και κάποια αγροτική παραγωγή είναι δυνατόν να επιβιώσουν μεσοχρονίως. Συνεπώς, οι όποιες διακηρύξεις (μνημόνια) των δανειστών συνιστούν συνονθύλευμα χωρίς μακροχρόνιο αντίκρισμα.  Η λογική που υποκρύπτεται είναι ότι η χώρα πρέπει να βρεθεί στην τάξη της, δηλαδή στο επίπεδο κρατών χαμηλότερης οικονομικής ανάπτυξης – Πίνακας 5. Άρα, κάθε διακήρυξη των «διασωστών» περί ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου είναι αστήρικτη και κάθε παραίνεση ότι μέσω λιτότητας θα επιτευχθεί υψηλό επίπεδο διαβίωσης παραμένει αλυσιτελής.
 
Πίνακας 5
Κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε ευρώ)
 
Κράτη / Έτος
1995
2000
2005
2008
2010
2013
EU28 -
14.600
19.000
22.400
25.000
24.400
25.700
Βέλγιο
21.500
24.600
29.000
32.400
32.700
34.500
Τσεχία
4.300
6.200
10.200
14.800
14.300
14.200
Δανία
26.600
32.500
38.300
42.800
42.600
44.400
Γερμανία
23.600
24.900
27.000
30.100
30.500
33.300
Ιρλανδία
14.400
27.800
39.200
40.100
34.700
35.600
Ισπανία
11.600
15.600
21.000
23.900
22.700
22.300
Γαλλία
20.200
23.700
27.300
30.100
29.900
31.300
Ιταλία
15.200
21.000
24.500
26.300
25.700
25.600
Κύπρος
10.800
14.300
18.400
21.800
21.000
19.000
Ολλανδία
20.700
26.300
31.500
36.200
35.300
35.900
Αυστρία
23.000
26.000
29.800
34.000
34.100
37.000
Πολωνία
2.800
4.900
6.400
9.500
9.200
10.100
Πορτογαλία
9.000
12.500
14.600
16.200
16.300
15.800
Ρουμανία
1.300
1.800
3.700
6.800
6.100
-
Φινλανδία
19.600
25.500
30.000
34.900
33.300
35.600
Σουηδία
22.000
30.200
33.000
36.100
37.300
43.800
Βρετανία
15.600
27.500
31.000
29.900
27.800
29.600
Ελλάς
10.500
12.483
17.386
20.753
19.646
16.457



Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1866 στις 28-05-2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου