analyst
Στις αρχές Ιουνίου του 2012, ο τότε επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank (T. Mayer) είχε πει τα εξής σε μία συνέντευξη του:
«Γνωρίζουμε πως τόσο η πλειοψηφία των Ελλήνων, όσο και μία πιθανή αριστερή κυβέρνηση που θα εκλεγόταν, θέλουν να συνεχίσουν να έχουν το ευρώ ως νόμισμα. Γνωρίζουμε επίσης πως δεν μπορεί να διώξει κανείς μία χώρα από την Ευρωζώνη. Τέλος, γνωρίζουμε πως πιθανότατα οι Έλληνες δεν θα θελήσουν και δεν θα μπορέσουν να εφαρμόσουν τα μέτρα λιτότητας της Τρόικας. Επομένως, τα χρήματα της χώρας θα τελειώσουν, η ρευστότητα της θα στερέψει» (πηγή).
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα, οπότε η Ελλάδα ευρίσκεται ξανά στα πρόθυρα της χρεοκοπίας – έχοντας ήδη θεσμοθετήσει, αντισυνταγματικά προφανώς, τα πρώτα καταναγκαστικά μέτρα (άρθρο). Αντίθετα όμως με την άποψη που επικρατεί ευρέως, δεν μπορεί να εκβιαστεί εύκολα στην έξοδο της από την Ευρωζώνη– όπως είχαμε τονίσει πολλές φορές στο παρελθόν, μεταξύ άλλων αναφερόμενοι στη χρεοκοπία της εντός της νομισματικής ένωσης (ανάλυση).
Περαιτέρω, μετά την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2011 (PSI), καθώς επίσης τους κινδύνους που συνεπαγόταν για τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, υπήρξε η πρώτη μεγάλη αλλαγή στις απόψεις των πολιτικών της ένωσης – με αποτέλεσμα, κάτω από τις πιέσεις τους, να μετατραπεί η ΕΚΤ σταδιακά σε ένα είδος κεντρικής τράπεζας ενός σκιώδους ευρωπαϊκού κράτους.
Έκτοτε, ο βασικός στόχος της ΕΚΤ δεν είναι τόσο η σταθερότητα των τιμών, όσο η εξασφάλιση της παραμονής όλων των χωρών-μελών εντός της Ευρωζώνης - εύλογα βέβαια, αφού η κεντρική ιδέα της νομισματικής ένωσης, καθώς επίσης η αξιοπιστία της Ευρωζώνης, είχαν τεθεί σε κίνδυνο.
Με δεδομένη δε την ιδιαιτερότητα του ευρώ, ενός νομίσματος χωρίς πατρίδα και χωρίς κανένα απολύτως αντίκρισμα, το οποίο όμως είναι παραδόξως το δεύτερο μεγαλύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, η απειλή δεν περιορίζεται στην Ευρωζώνη – αφορώντας το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Εκτός αυτού, στις διάφορες σκέψεις που αφορούν μία ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, υπάρχουν επίσης «νομικοί συντελεστές» – με την έννοια πως οι συμφωνίες της ένωσης, καθώς επίσης οι οδηγίες της, δεν επιτρέπουν την αποπομπή κάποιας χώρας, την αποκλείουν καλύτερα. Στο συμβόλαιο της Λισσαβόνας δε, από το 2007 για παράδειγμα, αναφέρεται πως ο καθορισμός της ισοτιμίας των εθνικών νομισμάτων, ως προς το ευρώ, είναι τελεσίδικος και αμετάκλητος.
Βέβαια, οι ειδικοί στη νομοθεσία της Ευρωζώνης υποδεικνύουν μία δυνατότητα, σύμφωνα με την οποία, με τη βοήθεια μίας παραγράφου στην συμφωνία της Ευρωζώνης από το 1998, μπορεί πολύ γρήγορα να υποχρεωθεί μία χώρα στην έξοδο της. Κάτι τέτοιο θα είχε όμως ως επακόλουθο ένα κύμα δικαστικών αγωγών, καθώς επίσης πολλά χρόνια νομικής αβεβαιότητας στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, η οριστική πτώχευση της Ελλάδας φαίνεται όλο και πιο πιθανή – με το επικρατέστερο σενάριο των Βρυξελών να αναφέρεται στην παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, όπου όμως θα της αφαιρούταν με κάποιον τρόπο το ευρώ. Η ιδέα της υιοθέτησης ενός παράλληλου νομίσματος λοιπόν, η οποία είχε δει το φως της δημοσιότητας το 2012 (G-Euro), επανέρχεται στην επικαιρότητα, για την περίπτωση της χρεοκοπίας της Ελλάδας – όπως επίσης διάφορα άλλα σενάρια, τα οποία δεν ασχολούνται πλέον με το εάν ή το όταν, αλλά με το πώς θα πτώχευε η Ελλάδα (γράφημα).
.
(*Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)
.
Περαιτέρω, θεωρείται πως στην περίπτωση της πτώχευσης της Ελλάδας το κράτος, σε πρώτο στάδιο, θα πλήρωνε τους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς επίσης τους προμηθευτές του με «υποσχετικές πληρωμών» (IOU) – όπως στην περίπτωση της Καλιφόρνιας ή της Αργεντινής. Οι υποσχετικές αυτές της κυβέρνησης θα προηγούνταν της υιοθέτησης του παράλληλου νομίσματος, ενώ θα αποτελούσαν το σύνηθες, καθημερινό μέσο συναλλαγών.
Φυσικά οι υποσχετικές (χρέος του κράτους απέναντι στους Πολίτες), καθώς επίσης τα παράλληλα νομίσματα,είναι αδύναμα συναλλακτικά μέσα, τα οποία σε μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα δεν τα θέλει κανείς – αφού σε τέτοιου είδους συστήματα αναζητούνται συνήθως σκληρά συναλλάγματα, τα οποία εγγυούνται τη διατήρηση της αξίας των χρημάτων που αποταμιεύονται.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι υποσχετικές πληρωμών θα υποτιμούταν ραγδαία και μαζικά – κρίνοντας από το παράδειγμα της Αργεντινής, όπου όταν χρεοκόπησε (2001), οι υποσχετικές της κυβέρνησης έχασαν πολύ γρήγορα το 70% της ονομαστικής τους αξίας. Φυσικά η κυβέρνηση θα έπρεπε να αποφύγει τις τραπεζικές επιθέσεις (bank runs), επειδή οι Πολίτες θα υπέθεταν εύλογα ότι, τα χρήματα τους θα μετατρεπόταν σε ένα παράλληλο νόμισμα – οπότε θα υποχρεωνόταν να κλείσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα τις τράπεζες, έτσι ώστε να επιβάλλει ελέγχους στη διακίνηση των κεφαλαίων.
Οι τράπεζες τότε, έχοντας ουσιαστικά χρεοκοπήσει, θα υποχρεωνόταν να αυξήσουν τα ίδια κεφάλαια τους για να μην κλείσουν – κάτι που πιθανότατα θα συνέβαινε με τη βοήθεια των καταθέσεων των πελατών τους, οι οποίοι θα μετατρεπόταν καταναγκαστικά σε μετόχους των τραπεζών (όπως συνέβη σε γενικές γραμμές στην περίπτωση της Κύπρου).
Πάντως, ειδικά όσον αφορά τις υποσχετικές πληρωμών, στην Αργεντινή δεν λειτούργησαν επειδή πολλές επιχειρήσεις δεν τις αποδέχονταν – κάτι που διαπιστώθηκε και στην Καλιφόρνια, όταν εξέδωσε το 2009 υποσχετικές, μοιράζοντας τες εκ των προτέρων στους φτωχούς Πολίτες.
Εν τούτοις, ίσως υποχρεωθεί να το επιχειρήσει η ελληνική κυβέρνηση – αν και, εφόσον προηγούταν η παραπάνω «ριζική θεραπεία» της οικονομίας (κλείσιμο τραπεζών, κατάσχεση καταθέσεων, υποσχετικές κλπ.), οι Πολίτες ασφαλώς θα εξοργίζονταν, υποχρεώνοντας την να παραιτηθεί.
Η επόμενη κυβέρνηση βέβαια θα ήταν πιθανότατα ξανά «φιλική» προς την Τρόικα, εξασφαλίζοντας τη χρηματοδότηση της χώρας – κάτι που δεν είναι απίθανο να έχει προγραμματισθεί από την Ευρώπη, η οποία δεν επιθυμεί ουσιαστικά την έξοδο καμίας χώρας της, μη έχοντας τη δυνατότητα να προϋπολογίσει τις συνέπειες για την ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου