Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Ιστορικά διδάγματα από την πτώχευση της Ελλάδας του 1932 ( ΜΕΡΟΣ Α’ )

kontranews


του Γιώργου Βάμβουκα
Επειδή τα συγκλονιστικά γεγονότα που εξελίσσονται τις τελευταίες μέρες, αναφορικά με τις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου και των θεσμών, έχουν αρκετές ομοιότητες με τα δραματικά συμβάντα που προηγήθηκαν της πτώχευσης της Ελλάδας το 1932, το σημερινό και το επόμενο άρθρο μας, θα αφιερωθούν στα αίτια και τις συνέπειες της χρεοκοπίας της χώρας το 1932.
Την περίοδο 1911-1922 ο συνολικός ονομαστικός εξωτερικός δανεισμός της Ελλάδας, διογκώθηκε κατά 648.400.000 χρυσά γαλλικά φράγκα. Ωστόσο, ο πραγματικός δανεισμός, δηλαδή τα ξένα κεφάλαια που μπήκαν στο δημόσιο ταμείο, διαμορφώθηκε σε 608.700.000 χρυσά φράγκα. Με το ποσό αυτό χρηματοδοτήθηκαν οι πελώριες στρατιωτικές δαπάνες των Βαλκανικών πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, του ελληνοτουρκικού πολέμου της περιόδου 1919-1922, κ.λπ.
Την περίοδο 1922-1932, η συνολική ονομαστική αξία του εξωτερικού χρέους από 2.261.600 αυξήθηκε σε 2.893.200 χρυσά γαλλικά φράγκα. Δηλαδή, την περίοδο 1922-1932 από 403 διογκώθηκε σε 515 εκατ. δολάρια. Τα δάνεια αυτά αξιοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, τη χρηματοδότηση έργων υποδομής, την ενίσχυση των τομέων της παιδείας και της υγείας, την ισχυροποίηση του στρατού, κ.λπ.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση της περιόδου 1929-1933, που πυροδοτήθηκε με το χρηματιστηριακό κραχ της Γουόλ Στριτ τον Οκτώβριο του 1929, υπήρξε το σπουδαιότερο ίσως αίτιο, της τέταρτης πτώχευσης της Ελλάδος το 1932. Η χρεοκοπία του 1932 σήμανε το τέλος της πολιτικής καριέρας του Ελευθέριου Βενιζέλου (1864-1936), του μεγαλύτερου Εθνάρχη που ανέδειξε το νεοελληνικό κράτος.  Όταν τον Οκτώβριο του 1929 ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Οικονομικών Γ. Μαρής, σε αρκετές ομιλίες τους στη Βουλή των Ελλήνων, τόνιζαν ότι η εγχώρια οικονομία είναι χαλυβδωμένη έναντι του οποιουδήποτε εξωτερικού κινδύνου. Με την παράθεση διαφόρων επιχειρημάτων, ο Βενιζέλος και τα στελέχη του, έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην υφιστάμενη δημοσιονομική και νομισματική σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η πορεία όμως προς την τέταρτη πτώχευση ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτη. Εκτός των αρνητικών επιπτώσεων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της περιόδου 1929-1933 επί της ελληνικής οικονομίας, υπήρξαν και αρκετοί άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στη χρεοκοπία του 1932. Για παράδειγμα, η πολιτική της σκληρής δραχμής, δηλαδή της τεχνικά υπερτιμημένης δραχμής, λόγω διατήρησης του εθνικού μας νομίσματος στο νομισματικό σύστημα του Κανόνα Χρυσού, η ταχύτατη άνοδος των κρατικών δαπανών, η διεύρυνση των κρατικών ελλειμμάτων, η διαφθορά στη δημόσια ζωή, οι εντονότατες κερδοσκοπικές πιέσεις επί της δραχμής κατά την περίοδο πριν η χώρα μας εγκαταλείψει το καθεστώς του κανόνα χρυσού, η δραματική μείωση των εξαγωγών, η τρομακτική μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας, το χάος που κυριαρχούσε στην εγχώρια πολιτική σκηνή, κ.ά., σε συνδυασμό με την απροθυμία των προστάτιδων δυνάμεων, να εγγυηθούν την διεθνή δανειοδότηση της χώρας και να αποδεχτούν την επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους, προκάλεσαν την τέταρτη πτώχευση της Ελλάδος τον Απρίλιο του 1932.
Σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Τόμος ΙΕ’, σελ. 335-339), την περίοδο 1921-1932 η Ελλάδα εισέπραξε από ξένα δάνεια, το ποσό των 19,4 δις δραχμών. Ταυτόχρονα, την περίοδο αυτή η χώρα μας, πλήρωσε στους ξένους πιστωτές, το εντυπωσιακό ποσό των 25,0 δις δραχμών.
Άρα, την περίοδο 1921-1932, η πατρίδα μας κατέβαλε στους αλλοδαπούς πιστωτές της, για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους (τόκοι, χρεολύσια και προμήθειες), ποσό κατά 5,6 δις δραχμές υψηλότερο σε σχέση με το ποσό των δανείων που εισέπραξε (25,0-19,4=5,6). Η χρεοκοπία της Ελλάδος ήταν προδιαγεγραμμένη, λόγω της εντυπωσιακής ανόδου των τοκοχρεολυτικών δόσεων, για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση ότι την περίοδο 1925-1932, η χώρα μας κατέβαλε κατά μέσο όρο 25.000.000 δολάρια κάθε χρόνο, σε τοκοχρεολύσια στους ξένους πιστωτές της. Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους ήταν τεράστιες και αντιπροσώπευαν το 80% των εισπράξεων από εξαγωγές προϊόντων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου