Νέα Πολιτική
του Νικολάου Ματθαίου Σαντή*
Τα ζητήματα της λιτότητας και (της ανάγκης μείωσης, μέσω διαγραφής) του χρέους «στοιχειώνουν» τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της τα τελευταία δύο έτη. Τα δύο αυτά θέματα μέχρι προσφάτως αλληλοσυνδέονταν, οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο λιτότητας και δανεισμού. Μετά την εκλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, οι δανειστές θέλουν να συνεχίσουν να επιβάλλουν στην Ελλάδα τις ίδιες πολιτικές λιτότητας οι οποίες οδήγησαν σε ραγδαία πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και σε νέο, μεγαλύτερο δανεισμό. Η άρνηση τους, ιδίως της Γερμανίας, για αλλαγή του παρόντος προγράμματος και η απαίτηση για υψηλά πλεονάσματα ώστε να αποπληρώνονται ταχύτερα τα δάνεια (σε βάρος των απαιτούμενων απαραίτητων επενδύσεων με στόχο την ανάκαμψη του ΑΕΠ) δημιουργεί έντονο αναβρασμό στην Αθήνα, επαναφέροντας την προοπτική εξόδου από το ευρώ.
Σενάρια εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη είχαν εμφανιστεί ήδη από το 2010 (Feldstein, Roubini, αλλά και ο πρώην καθηγητής του SOAS και νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, K. Λαπαβίτσας, ο οποίος είναι ο κατ’ εξοχήν Έλληνας θεωρητικός της εξόδου από το ευρώ). Την ίδια περίοδο η γερμανίδα καγκελάριος Α. Μέρκελ είχε υποστηρίξει ότι «δεν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί στην Ελλάδα η είσοδος στο ευρώ»,παραδεχόμενη έτσι εμμέσως ότι η Ελλάδα δεν είχε το προηγμένο θεσμικό και οικονομικό υπόβαθρο για να επωφεληθεί από τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ. Οι υποστηρικτές του Grexit θεωρούν απαραίτητη την έξοδο της Ελλάδας από ένα νόμισμα που «μοιάζει με ένα κουστούμι το οποίο τη σφίγγει όλο και περισσότερο μη αφήνοντας την να αναπνεύσει». Η παραμονή εντός του ευρώ προϋποθέτει διαρκή λιτότητα για την Ελλάδα προκειμένου να διατηρείται ανταγωνιστική, όπως φαίνεται από την εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από το 2000 και μετά. Δεδομένης μάλιστα της δυσκολίας πραγματοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό της, καθώς και των πολιτικών λιτότητας που πραγματοποιούνται ταυτόχρονα στα άλλα κράτη της ένωσης, αυτή ενδέχεται να μην φέρει καν αποτέλεσμα: αντί για περισσότερες εξαγωγές και ευημερία, η ανταγωνιστική υποτίμηση («competitive devaluation») θα οδηγήσει σε έναν «αγώνα προς τα κάτω» («race to the bottom»). Με βάση αυτή την παραδοχή, η έξοδος από το ευρώ διέπεται από οικονομική λογική, ιδίως αν εξετάσει κανείς το ζήτημα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η αποχώρηση από την ΟΝΕ θα δημιουργούσε για τη χώρα μας μεγάλες απώλειες καθώς και προκλήσεις, πολιτικές και οικονομικές. Κατ’ αρχάς, υπάρχουν πρακτικά ζητήματα σχετικά με το πού, πώς, από ποιον και πόσα χαρτονομίσματα θα παραχθούν. Δεδομένου ότι οι πλάκες χάραξης χαρτονομισμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος έχουν καταστραφεί, η επιστροφή στη δραχμή μπορεί να απαιτήσει από τρεις έως έξι μήνες. Η αγγλική εταιρία De La Rue, φέρεται να είχε καταρτίσει σχέδια έκτακτης ανάγκης για την παραγωγή νέων δραχμών το 2012. Κατά την αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποφυγή υπερανάληψης καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες. Οι προετοιμασίες θα πρέπει να κρατηθούν μυστικές και, μετά την ανακοίνωση, θα πρέπει να επιβληθούν έλεγχοι κεφαλαίων, επιτρέποντας την απόσυρση χρημάτων μέχρι ενός ορίου από τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Το νέο νόμισμα θα εισαχθεί σε μια αργία, όταν θα είναι κλειστές οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Μια προσωρινή φάση μεταξύ των δύο νομισμάτων θα ακολουθήσει στην οποία οι πολίτες θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρονικό χρήμα για τις ανάγκες τους ή με χαρτονομίσματα του ευρώ μικρής αξίας, μέχρι την εισαγωγή του νέου νομίσματος. Οι νέες δραχμές στη συνέχεια θα εισαχθούν σε αναλογία ένα προς ένα, αλλά σε κάποιο σημείο η κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίου θα οδηγήσει σε απότομη υποτίμηση του νομίσματος. Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος θα πρέπει να οικοδομήσει γρήγορα μηχανισμούς για τη δημιουργία ρευστότητας ανεξάρτητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η απότομη υποτίμηση του νέου νομίσματος θα καταστήσει την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους εξαιρετικά δύσκολη, οδηγώντας πιθανώς σε παύση πληρωμών και αφερεγγυότητα του χρέους. Η χώρα θα απωλέσει την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα βρίσκεται κάτω από μεγάλη πίεση, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο πτώχευσης. Σύμφωνα με έρευνα της UBS (2011), οι συνέπειες για την Ελλάδα περιλαμβάνουν την κήρυξη χρεοκοπίας από το κράτος και μέρος των επιχειρήσεων, την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και ίσως, αρχικά, την κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το κόστος της εξόδου από το ευρώ υπολογίζεται σε 40-50% του ΑΕΠ (2011), με υποτίμηση της δραχμής ακόμα και στο 60%, ενώ ο πληθωρισμός θα είναι ανεξέλεγκτος. Αναφέρονται επίσης πιθανότητες για εμφύλιες ταραχές, διαμελισμό της χώρας και μια κοινωνία σε χάος, καθώς η ανεργία θα αυξάνεται και τα είδη πρώτης ανάγκης θα βρίσκονται σε έλλειψη, όπως στην Αργεντινή κατά την περίοδο 2001-2002.
Τα στοιχεία αυτά ωστόσο θα πρέπει να εκτιμώνται/αναφέρονται με ιδιαίτερη προσοχή, όχι μόνο λόγω των αλλαγών που έχουν λάβει χώρα μετά από τέσσερα χρόνια, αλλά και λόγω των υποθέσεων στις οποίες βασίζονται. Αρχικώς, τα υψηλά επίπεδα αποδοχής της συν-κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την παρούσα στιγμή δεν προοιωνίζονται ένα καθεστώς εμφύλιας σύρραξης σε περίπτωση «ατυχήματος», αν και αυτό δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να αποκλειστεί. Μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης έχει αντιληφθεί ότι η παραμονή στο ευρώ απαιτεί θυσίες και ενδέχεται να μην οδηγήσει στα επιθυμητά επίπεδα ευημερίας. Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή «απομυθοποίηση» του ευρώ, προς όφελος του εθνικού νομίσματος. Παρά τα όσα ακούγονται στις εγχώριες πολιτικές συζητήσεις, το ευρώ δεν είναι πλέον το προτιμώμενο νόμισμα για τους Έλληνες, τουλάχιστον όχι σε όλες τις μετρήσεις: σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της έγκυρης διεθνώς Win/Gallup International (τέλος 2014), το 52% των Ελλήνων προτιμούν τη δραχμή έναντι μόλις 32% του ευρώ.
Βέβαια, μια δραματική υποτίμηση της νέας δραχμής θα οδηγούσε σε έλλειψη πετρελαίου, φαρμάκων, τροφίμων και άλλων προϊόντων στα οποία υπάρχει εμπορικό έλλειμμα. Θα πρέπει να υπάρξουν διοικητικοί ελέγχοι, όπως υποστήριξε προσφάτως ο Λαπαβίτσας, για να διασφαλιστεί η παροχή ζωτικών αγαθών στις επιχειρήσεις καθώς και στους φτωχούς κατά τη διάρκεια των πρώτων κρίσιμων μηνών. Διακυβερνητικές συμφωνίες με διάφορες χώρες (Αίγυπτος, Ισραήλ, Ρωσία, ΗΠΑ, Ιταλία, κλπ.) θα εξασφαλίσουν μια σταθερή ροή των αγαθών ζωτικής σημασίας.
Αλλά και οι οικονομικές συνέπειες της εξόδου από το ευρώ είναι αμφιλεγόμενες: σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή της Παντείου, Θ. Μαριόλη του 2013, μια υποτίμηση της δραχμής κατά 50% θα ωθούσε τον πληθωρισμό στο 9,3% (και χαμηλότερα στα επόμενα έτη). Η επιβάρυνση θα ήταν σημαντική, ωστόσο, συγκριτικά χαμηλότερη από το κόστος της εσωτερικής υποτίμησης στα πλαίσια του προγράμματος λιτότητας. Χρησιμοποιώντας το νόμο του Thirlwall, αυτή η υποτίμηση θα προκαλούσε μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 7,9%, αν η εξωτερική χρηματοδότηση δεν διαταρασσόταν. Ακόμη και αν εξωτερικές πληρωμές σταματούσουν, μια υποτίμηση κατά 59,2% θα οδηγούσε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, μειώνοντας την ανεργία δραστικά.
Επιπλέον, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα των Οικονομικών της Οξφόρδης (Oxford Economics), μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ την 1η Ιουλίου 2015 θα οδηγούσε σε ένα εξάμηνο σοκ και σε κατάσταση ρευστότητας σε βάθος τριετίας. Το ΑΕΠ θα μειωνόταν περαιτέρω κατά 25%, από το 2018-2019 όμως η ελληνική οικονομία θα ανέκαμπτε ταχέως με ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 10%. Η ισοτιμία ευρώ/δραχμής αναμένεται να ανέβει αρχικά, μειούμενη εν μέρει ακολούθως, με συνολική υποτίμηση κατά 30%. Η ανεργία θα αυξηθεί στο 30%, μειούμενη ταχέως στη συνέχεια ενώ ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στο 6% το 2017. Το κούρεμα του χρέους θα είναι το μεγάλο ζητούμενο της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές, με εκτιμώμενο κούρεμα χρέους από €314 δις σε 164 δις.
Συμπερασαμτικά, αν οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες μιας εξόδου από το ευρώ φαντάζουν σχετικά επίφοβες, τα δεδομένα αλλάζουν άρδην αργότερα. Στο επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε τις συνέπειες και προοπτικές της εξόδου από την ευρωζώνη σε μακροχρόνιο ορίζοντα με βάση το «συντηρητικό» και το «ριζοσπαστικό» σενάριο αντίστοιχα.
*Νικόλαος Ματθαίος Σαντής, οικονομολόγος, M.A. Development Economics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου