Καθώς η κρίση
του 2008 βαθαίνει, η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε μια τροχιά βαθιάς ύφεσης. Ο
τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης των δύο ισχυρότερων πλεονασματικών οικονομιών
του κόσμου είναι εκ διαμέτρου αντίθετος. Από τη μια πλευρά είναι η Γερμανία και
από την άλλη η Κίνα. Πως αντιμετωπίζουν όμως αυτές οι δύο χώρας την παγκόσμια
κρίση;
Η Γερμανία, η
ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, είναι μια οικονομία παραδοσιακά εξαγωγική.
Για την ακρίβεια η οικονομία της Γερμανίας είναι εξαρτημένη από τις εξαγωγές. Η
οικονομία της εξαρτάται δηλαδή από τη δυνατότητα των άλλων να καταναλώνουν τα
προϊόντα της. Η ΕΕ, με τα ανοικτά σύνορά της και την απουσία δασμών, αποτέλεσε
για δεκαετίες τον κατ’ εξοχή πελάτη των προϊόντων της. Τα ανοικτά σύνορα της ΕΕ
έδωσαν τη δυνατότητα και το ζωτικό χώρο στη γερμανική βιομηχανία να αναπτυχθεί.
Η Γερμανία,
ηγούμενη της ΕΕ, προωθεί τη λιτότητα σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Προσπαθεί να
πλάσει μια Ευρώπη καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή της. Θέλει φαινομενικά να
καταστήσει όλες τις χώρες τις ΕΕ πλεονασματικές χωρίς εξαρτήσεις από δανεικά
κεφάλαια. Στην πραγματικότητα αυτός είναι ένας στόχος που δεν πρόκειται να
επιτευχθεί και η Γερμανία το γνωρίζει αυτό. Στην παρούσα φάση η λιτότητα δίνει
το τελειωτικό χτύπημα στην όποια βιομηχανία είχε μείνει στις πιο αδύναμες χώρες
της ΕΕ προς όφελος των γερμανικών επιχειρήσεων. Μακροπρόθεσμα αυτή η πρακτική,
η οποία αφαιρεί πόρους από την περιφέρεια της ΕΕ αφαιρεί πελάτες από τη
Γερμανική βιομηχανία. Δεν υπάρχουν ανά τον κόσμο αρκετές χώρες – καταναλωτές
για την απορρόφηση των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που παράγει η Γερμανία.
Η Κίνα στον
αντίποδα αποτελεί την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία του κόσμου εδώ και
χρόνια. Όπως έχουμε δει και προηγουμένως ένα
πολύ σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Κίνας αποτελεί το πολύ μικρό
κόστος εργασίας στο εσωτερικό της. Η πλειοψηφία των προϊόντων που παράγονται
στην Κίνα προορίζονται για εξαγωγές. Οι χαμηλοί μισθοί των Κινέζων εργαζομένων
δεν τους επιτρέπουν να είναι καταναλωτές των προϊόντων που παράγονται στη χώρα
τους.
Για τα
επόμενα χρόνια η Κίνα κινείται με δειλά βήματα σε αντίθετη κατεύθυνση από τη
Γερμανία. Με την κρίση να σαρώνει την παγκόσμια οικονομία η Κίνα έχει
εγκαινιάσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων στο εσωτερικό της με
σκοπό να τονώσει την εσωτερική ζήτηση για ένα τμήμα των προϊόντων της, χωρίς
όμως να χάσει ένα από τα σημαντικότερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της.
Στο παρακάτω
διάγραμμα παρουσιάζουμε το εμπορικό ισοζύγιο της κάθε μιας από τις δύο χώρες[1].
Τα ποσά είναι σε δισεκατομμύρια δολάρια. Παρατηρούμε ότι και οι δύο χώρες έχουν
τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, τα οποία όμως για τη Γερμανία προβλέπεται να
έχουν πτωτική τάση για τα επόμενα χρόνια, ενώ αντίθετα για την Κίνα προβλέπεται
τεράστια αύξηση. Για τα έτη από το 2010 και μετά παρουσιάζονται προβλέψεις
Παρατηρούμε ότι ενώ μέχρι φέτος τα
πλεονάσματα των δύο χωρών βρίσκονται περίπου στα ίδια επίπεδα, αυτά της Κίνας
αναμένεται να εκτοξευτούν πάνω από τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι
το 2017. Αντίθετα τα πλεονάσματα της Γερμανίας προβλέπεται να παρουσιάσουν μια
ελαφρά κάμψη. Ελαφρά βέβαια φαίνεται στο διάγραμμα, στην πραγματικότητα
πρόκειται για μείωση πάνω από 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το εμπορικό
πλεόνασμα της Γερμανίας εξακολουθεί όμως να είναι μεγάλο.
Ένα μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα δεν
είναι απαραίτητα πλεονέκτημα για μια οικονομία, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης.
Κάνει μια χώρα εξαρτώμενη από την εφημερία των άλλων. Όταν η ευημερία
καταρρέει, αυτό αποτελεί απειλή για την πλεονασματική χώρα εξίσου μεγάλη με την
απειλή για την ελλειμματική. Χωρίς τους μηχανισμούς ανακύκλωσης πλεονασμάτων,
που παρουσιάσαμε παλαιότερα, οι
πλεονασματικές χώρες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν και αυτές. Η λιτότητα
που προσπαθεί να επιβάλει η Γερμανία ακυρώνει τους μηχανισμούς ανακύκλωσης των
πλεονασμάτων, θέτοντας σε κίνδυνο την ευημερία της, ενώ αντίθετα η Κίνα
προσπαθεί με δειλά βήματα να τους ενισχύσει.
Γιατί όμως αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση
της κρίσης; Η απάντηση έχει δύο σκέλη.
Το πρώτο έχει να κάνει με το μέγεθος
των πλεονασμάτων της Γερμανίας και της Κίνας, τον πληθυσμό τους και το κατά
κεφαλή ΑΕΠ τους, όπως προβλέπεται να διαμορφωθούν στο μέλλον. Στο παρακάτω
διάγραμμα παρουσιάζουμε τη διαχρονική εξέλιξη του κατά κεφαλή ΑΕΠ των δύο
χωρών.
Το 2017 το εμπορικό πλεόνασμα της
Κίνας θα είναι 540 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο πληθυσμός της για την ίδια περίοδο
αναμένεται να φτάσει τα 1,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Θα αντιστοιχούν λοιπόν
περίπου 400 δολάρια εξαγωγών ετησίως για κάθε κάτοικο, όταν το ετήσιο εισόδημά
του θα είναι 9.000. Για να καταναλωθούν λοιπόν αυτά τα πλεονάσματα μέσα στην
Κίνα θα απαιτούνταν το 5% περίπου του ετησίου εισοδήματος ενός ήδη μικρού
εισοδήματος του κάθε Κινέζου. Αντίθετα στη Γερμανία το εμπορικό πλεόνασμα θα
διαμορφωθεί στα 138 δισεκατομμύρια δολάρια και ο πληθυσμός αναμένεται να φτάσει
τα 80 εκατομμύρια. Θα αντιστοιχούν λοιπόν 1700 δολάρια εξαγωγών ανά κάτοικο με
ετήσιο εισόδημα 48.200 δολάρια. Το 3,5% ενός σχετικά καλού εισοδήματος. Η
Γερμανία λοιπόν θα είναι μελλοντικά λιγότερο εξαρτημένη από τις εξαγωγές της
και θα μπορεί υπό όρους να προωθήσει τμήμα των πλεονασμάτων της στην εσωτερική
αγορά. Η διατήρηση λοιπόν των σημερινών μηχανισμών πλεονασμάτων άθικτων δεν
είναι τόσο μεγάλη προτεραιότητα για τη Γερμανία.
Το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με
τον τραπεζικό τομέα των δύο χωρών. Η Γερμανία διαθέτει πολύ πιο ανεπτυγμένο και
ισχυρό τραπεζικό σύστημα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι τράπεζες δρουν στα
πλαίσια της ανοιχτής αγοράς εδώ και δεκαετίες και έχουν την ευχέρεια να
διαχειρίζονται τμήμα των πλεονασμάτων της χώρας, τα οποία είναι πολύ σημαντικά.
Ο τραπεζικός τομέας της Γερμανίας έχει γίνει πλέον ισχυρότερος από την
παραδοσιακά ισχυρή βιομηχανία της και τα συμφέροντα αυτών των δύο κλάδων της
οικονομίας δεν είναι πάντα ευθυγραμμισμένα. Η ανακύκλωση των πλεονασμάτων της
πραγματικής οικονομίας της Γερμανίας γίνεται όχι με μόνιμους μηχανισμούς, αλλά
με τη χορήγηση δανείων από το χρηματοπιστωτικό της σύστημα και ενώ είναι προς
το συμφέρον της βιομηχανίας αυτή η ροή χρημάτων να συνεχίζεται για να
δημιουργούνται αγορές για τα προϊόντα της, το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται
αντιμέτωπο με ένα ολοένα αυξανόμενο δανειακό χαρτοφυλάκιο στην κατοχή του, το
οποίο σε συνθήκες χρήσης δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί.
Ενώ λοιπόν είναι προς το συμφέρον της
«βιομηχανικής Γερμανίας» να συνεχίσουν να χορηγούνται δάνεια στις ελλειμματικές
χώρες, δημιουργώντας αγορές για τα προϊόντα της, η «τραπεζική Γερμανία»
αντίθετα προσπαθεί να επιβάλει λιτότητα για την εξυπηρέτηση των δανείων που
έχει χορηγήσει. Προς το παρόν επιβάλλεται η τραπεζική Γερμανία …
[1] Τα
στοιχεία προέρχονται από το World Economic Outlook του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου του 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου