«Ρίξε το ζάρι Βόλφ, σειρά σου», είπε το ξανθό κορίτσι με τα σιδεράκια και το στρυφνό βλέμμα κουνώντας με ανυπομονησία τα πόδια με τα σοσόνια και τα κίκερς, που απείχαν μια παλάμη απ” το πάτωμα. «Αμέσως Άντζελα», απάντησε το φεγγαροπρόσωπο αγόρι με τα γυαλάκια και τα κατακόκκινα από την έξαψη μήλα των ζυγωματικών.
«Νόμιζα πως ήταν του Μάριο η σειρά» είπε την ώρα που το ζάρι προσγειωνόταν στο πέντε, κάνοντάς τον να αναπηδήσει στο καροτσάκι γεμάτος ανυπομονησία: «ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ, την αγοράζω. Μπλουμ, βρες μου την κάρτα ιδιοκτησίας», είπε στο αγόρι με τα λιγδωμένα φιτίλια για μαλλιά που κολλούσαν περισσότερο κι απ” το γλειφιτζούρι που είχε στο στόμα.
«Μπλουμ είσαι πανηλίθιος» είπε η Άντζελα, μετά τις δυο αποτυχημένες προσπάθειες του Μπλουμ να βρει την κάρτα. «Ξημερώσαμε, δώσε μου ζώον τις κάρτες, να την βρω εγώ», συνέχισε και παραλίγο να γκρεμίσει το αργόστροφο αγόρι με το γλειφιτζούρι απ” την καρέκλα του.
Όμως, σε λίγο, γεμάτη ξινίλα παραδέχτηκε: «Παιδιά δεν είναι εδώ. Μήπως την έχει αγοράσει κάποιος, για ψαχτείτε…».
Ο Μάριο με την σουβλερή μύτη και το σοκολατένιο πουράκι στο στόμα ήταν απόλυτος: «Εγώ, Άντζελα, τους τίτλους ιδιοκτησίας μου τους ξέρω απ” έξω και ανακατωτά, κι ούτε ποτέ θα αγόραζα ούτε και θα έχτιζα βέβαια σε μια τέτοια πλατεία», συμπλήρωσε, ρίχνοντάς μια απαξιωτική ματιά στον Βολφ, αποσπώντας το πιο δολοφονικό του βλέμμα.
Στην κορυφή του οβάλ, πολυτελέστατου τραπεζιού, το σαρδόνιο χαμόγελο του Joh, έκανε στη ομήγυρη φανερό ποιος έχει την κάρτα τόση ώρα, και τον Βολφ να πυρακτώσει τα μήλα του προσώπου του σαν μάτια κεραμικής εστίας.
«Joh καταλαβαίνω πως είσαι καινούργιος στην παρέα όμως ειρωνείες και χαμογελάκια να ξέρεις σε αυτό το επίπεδο ΜΟΝΟPΟLΙS δεν έχουνε θέση», δήλωσε ορθά κοφτά, πληρώνοντας του ένα ασήμαντο φόρο διέλευσης, δίχως όμως να καταφέρει ούτε στιγμή να του τσαλακώσει την άνεση.
«Αλήθεια Joh υπάρχει άλλο ακίνητο στο χαρτοφυλάκιο σου;», ρώτησε με φανερά προσποιητό ενδιαφέρον η Άντζελα.
«Όχι ωραιότατή μου δεσποινίς», απάντησε αφοπλιστικά ο Joh, «όμως πιστεύω πως στο παιχνίδι δε μετράει αυτό που έχεις αλλά αυτό που μπορείς να αποκτήσεις», φούρκισε ακόμα περισσότερο τον Βολφ.
Ο Joh ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα από τ” άλλα παιδιά, όχι τόσο στα ρούχα και τους τρόπους αλλά στις ουλές από χτυπήματα στο κοντοκουρεμένο του κεφάλι και στα γρατζουνισμένα του γόνατα, που όμως σκόρπιζαν ρίγη ανατριχίλας και έξαψης στην πλάτη και τα μάγουλα της Κριστίνας, της πρωτοξαδέλφης της Άντζελα, που τον έμπασε στην παρέα με σκοπό να τον ταπεινώσει και να τον σέρνει σα σκυλάκι καναπέ ανάμεσα στα πόδια της. Εξάλλου, είναι γνωστό τοις πάσι, τα κορίτσια της ανωτέρας τάξης εξιτάρονται απ” τους αλήτες σαν τον Joh και όχι απ” τους νερόβραστους Μπλουμ.
Δυο πράγματα φούντωναν το ακόρεστο ενδιαφέρον της Κριστίνα για τον Joh: η ακλόνητη πεποίθησή του ότι θα μπορούσε να κάνει τον Βολφ να πτωχεύσει και η αυτοκυριαρχία του, που, για να πάψει να τρώει τα νύχια του, τον οδήγησε στο να φάει το τελικό «n» απ” τ” όνομά του, όπως της είχε εξομολογηθεί.
Ο Βολφ είχε σχεδόν φτάσει στα όριά του, όταν είπε κοφτά, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στα ξενοδοχεία και τα σπίτια που είχε χτισμένα μπροστά από το ροζ πιόνι του Joh, που, αν πατούσε ειδικά στα οικόπεδα της Συγγρού ή της Χαριλάου Τρικούπη, θα του έπαιρνε και τα intimissimi:
«Σειρά σου έξυπνε Joh».
«Σειρά σου έξυπνε Joh».
Και πράγματι, τα τρία στη σειρά οικόπεδα ήταν του Βολφ, το τέταρτο του Μάριο και έμενε μόνο ένα ελεύθερο, η πλατεία ΚΑΜΜΕΝΟΥ, ενώ στο έξι υπήρχε κάρτα εντολών.
Ο Joh πήρε το ζάρι με αυτοπεποίθηση και το τσίμπησε με μαεστρία κάνοντάς το να προσγειωθεί νωχελικά στο έξι. ΠΑΡΕ ΜΙΑ ΚΑΡΤΑ ΕΝΤΟΛΩΝ, έγραφε στο τετράγωνο και ο Μπλουμ έσπευσε με αγωνία να τη διαβάσει ενώ ο Joh ατάραχος, είχε πάρει μάτι από πριν, από την ώρα που ο Μπλουμ έψαχνε ανεπιτυχώς τις κάρτες, τι γράφει από πίσω.
«ΠΗΓΑΙΝΕ, ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ, ΓΙΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ, ΓΥΡΟΥΣ», διάβασε συλλαβιστά ο Μπλουμ και όλοι απόρησαν πώς δεν ξέρει ούτε καν να διαβάζει, αφού στο κολέγιο η εργασία του με θέμα ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΓΑΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΟΛΛΑΝΔΕΖΑΣ, είχε πάρει το πρώτο βραβείο.
Μετά τη ζαριά του Joh, ο Βολφ ήταν σαν να είχε καταπιεί μπαστούνι, ο Μάριο είχε βάλει ολόκληρο το μικρό δαχτυλάκι μέσα στην τεράστια μύτη του, η Άντζελα κοιτού-σε τον Βολφ και ο Μπλουμ μια μύγα στην κουρτίνα.
Ο Joh απολάμβανε την ασφάλεια της φυλακής, «άσε που για τέσσερις γύρους θα τρώγονται μεταξύ τους» σκέφτηκε, «και όλο και καμιά κάρτα θα βλεφαριάσω πάλι από τις σπαστικές κινήσεις του Μπλουμ».
Το κουδούνι της φωταγωγημένης έπαυλης χτύπησε παρατεταμένα και η οικοδέσποινα Άντζελα φώναξε στον φαλακρό υπηρέτη Πιερ να τσακιστεί να δει ποιος ανάγωγος χτυπάει έτσι αδιάκριτα.
Αυτός, γύρισε στη μεγάλη αίθουσα του σαλονιού κρατώντας ένα φάκελο με το όνομα του Joh γραμμένο.
«Δεσποινίς έξω δεν είναι κανείς, μάλλον κάποιος πέταξε αυτόν τον φάκελο στο κεφα λόσκαλο κι εξαφανίστηκε», είπε με γαλλική προφορά που μάλλον εκνεύρισε περισσότερο την Άντζελα, πριν παραδώσει τον φάκελο στον έκπληκτο είναι αλήθεια Joh.
«Δεσποινίς έξω δεν είναι κανείς, μάλλον κάποιος πέταξε αυτόν τον φάκελο στο κεφα λόσκαλο κι εξαφανίστηκε», είπε με γαλλική προφορά που μάλλον εκνεύρισε περισσότερο την Άντζελα, πριν παραδώσει τον φάκελο στον έκπληκτο είναι αλήθεια Joh.
«Παρακαλώ συνεχίστε το παιχνίδι σας, θα επιστρέψω αμέσως, άλλωστε υπάρχει κάποιος χρόνος μέχρι να ξαναμπώ», είπε αυτός σκίζοντας τον φάκελο και πηγαίνοντας προς τον βελούδινο καναπέ, στην άλλη άκρη του σαλονιού, κάτω ακριβώς από το πορτρέτο του κυρίου Μέγκελερ.
Το γράμμα έγραφε:
ΑΝΗΨΙΕ
Μόλις με πληροφορήσανε πως παίζεις στο σπίτι των Μέγκελερ, σπεύδω να σε προλάβω:
Το παιχνίδι είναι στημένο, αποκλείεται να κερδίσεις.
Την τράπεζα την κρατάει πάντα ο Βολφ, κι όταν πληρώνει, κλέβει αδιάντροπα, στα μάτια σου μπροστά.
Τις Εντολές τις έχει πάντα ο Μάριο αλλά είναι πειραγμένες, πάνω-πάνω βάζει τις χρεωστικές και τις πιστωτικές στο τέλος, όμως, όταν μοιράζει, είναι πιο γρήγορος κι από τον Λούκυ Λουκ που “ναι κι απ” τη σκιά του πιο γοργός.
Τους φόρους, τις αποφάσεις, τις ποινές τις έχουν αναθέσει στον Μπλουμ, που επειδή είναι όσα λέει και τ” όνομά του, είναι πιο επικίνδυνος κι από τους άλλους όλους.
Να ξέρεις πως την κάρτα που γράφει ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΟΛΑ ΣΟΥ ΤΑ ΧΡΕΗ τον βάλανε να την σκίσει.
Το παιχνίδι κανονικά παίζεται και με τα δυο τα ζάρια αλλά αυτοί το παίζουνε μονάχα με το ένα, να γίνει λέει ακόμα πιο συναρπαστικό, γι αυτόν που δεν θα έχει πού να πατήσει.
Το παιχνίδι κανονικά παίζεται και με τα δυο τα ζάρια αλλά αυτοί το παίζουνε μονάχα με το ένα, να γίνει λέει ακόμα πιο συναρπαστικό, γι αυτόν που δεν θα έχει πού να πατήσει.
Η Άντζελα παρεμβαίνει μονάχα όταν οι άλλοι ξεφύγουν εντελώς και το παιχνίδι πάει για game over, την εξαδέλφη της, Κριστίνα, αυτό ούτε που την απασχολεί, την «φτιάχνει» η καταστροφή, πρόσεχε μη σε βάλει κάτω.
Λοιπόν και τώρα ας μιλήσουμε λιγάκι σοβαρά:
Το παιχνίδι που πας να παίξεις το λεν” Μονόπολη κι αν λίγο στη γλώσσα μας σκεφτείς απέχει από το μονοπώλιο μόνο έναν τόνο.
Η διαδρομή, οι κάρτες, οι αποφάσεις, οι εντολές του είναι ήδη στο χαρτί αποτυπωμένες. Ό,τι κι αν σβήσεις, ό,τι κι αν κάνεις, οι κανόνες είναι με το παιχνίδι ένα, η ουσία δεν αλλάζει. Οι δέκα πλατείες και τα σαράντα οικόπεδα είναι απ” αυτούς χτισμένα. Η φυλακή, η πιο καλή σου επιλογή. Για πόσο θα γλιτώνεις;
Αλλά ας το πάρουμε κι αλλιώς, σε τούτο το παιχνίδι και νικητής να βγεις τι θα έχεις να κερδίσεις; Θα γίνεις Βολφ στου Βολφ τη θέση, στην πιο καλή περίπτωση, ή Μπλουμ, το σχόλιο δικό σου.
Γι” αυτό σου λέω φύγε, προλαβαίνεις, δεν έχεις δουλειά εκεί μέσα.
Τράβα κι αγόρασε ένα λευκό χαρτόνι, άγραφο και φτιάξε την ΚΟΣΜΟΠΟΛΗ. Έχεις μυαλό ξυράφι, χάρακα χέρι, μάτι διαβήτη, όχι να φτιάχνεις οικόπεδα, μήτε ξενοδοχεία μα τετράγωνα με ποταμούς και λίμνες και δάση κι ελαιώνες.
Στο δικό σου παιχνίδι γιε μου, νικητής να είναι αυτός που έστησε τη σκηνή του στην πιο απάτητη βουνοκορφή, στο πιο κρυφό ακρογιάλι και φόρους να πληρώνει ασήκωτους, όποιος βρομίζει την πλάση με απληστία.
Θα μου πεις, γίνονται όλα τούτα σοφέ μου γέρο;
Σου απαντώ: Και στον παππού σου τον Μιλτιάδη, σ” άλλο παιχνίδι που λέγαν ΜΑΧΗ, είχαν πει: «ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ», κι όμως έγινε.
Και στον άλλο τον παππού σου τον Θεμιστοκλή, σ” άλλο παιχνίδι που λέγαν ΝΑΥΜΑΧΙΑ, είχαν πει: «ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ», κι όμως έγινε.
Και στον καλύτερο μου φίλο που λέγαν Αποστόλη, είχαν πει: «ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ», αλλά αυτός μου είπε:» Μανώλη, πάμε να το κάνουμε».
Είναι απελπιστικά προβλέψιμοι όλοι αυτοί, πάντα το ίδιο λένε:
«FORGET IT GIANIS» και βλέπω λίγο ν” αρχίζεις να «FORGET».
Ό,τι δεχτείς και το πιστέψεις, ίσως το καταφέρεις.
Ό,τι αρνηθείς και το πιστέψεις, θα το πετύχεις σίγουρα.
Μπορεί να γέρασα και να έγινα γκρινιάρης, σχώρα με, μα, ό,τι κι αν κάνεις, μην ξεχνάς:
Όποτε είπαμε ΟΧΙ και το πιστέψαμε, σκάψαμε με τα νύχια το μονοπάτι στα σκοτάδια.
Όποτε είπαμε ΟΧΙ και το πιστέψαμε, σκάψαμε με τα νύχια το μονοπάτι στα σκοτάδια.
Ξέρεις πως πάντα σ” αγαπώ
Ο θείος σου, Μανώλης.
ΥΓ.1 Μην περιμένεις από κανέναν να βάλει πλάτη, στην ιστορία δεν έγινε ποτέ.
ΥΓ.2 Όλα όσα σου γράφω τα μαθαίνουμε απ” τον υπηρέτη της Άντζελα, τον Πιερ, είναι δικός μας πράκτορας, μα τον κρατάνε στη δούλεψή τους οι μακελάρηδες γιατί το επίθετό του θυμίζει κυβέρνηση Βισύ.
ΥΓ.3 Αν στο τραπέζι υπάρχουν κουλουράκια που έψησε η μαμά της Άντζελας, μη βάλεις στο στόμα σου ούτε ένα, στον ίδιο φούρνο παλιότερα ψήνανε μόνο κρέας.
ΥΓ.4 Γιάννη πάρε το νι που έκοψες και βάλτο πάλι πίσω, μη θες να ξεχωρίζεις απ” τους άλλους.
Σ.Σ. Θείε Μανώλη με κεφαλαίο Θ:
Συγγνώμη που, αντί για το Προεδρικό, σε εξοστρακίσαμε, τιμώντας σε βέβαια, στα νέα Σούσα. Όπως ξέρεις, το συνηθίζουμε με όλους τους μεγάλους μας κι όχι στην ηλικία. Όμως μη σκας, ένα είναι το σίγουρο, το απολύτως σίγουρο:
Στο τέλος, θα σε προσκυνήσουμε… ΟΤΑΝ ΘΑ ΠΑΨΕΙΣ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙΣ!
ΓΙΑννΗΣ ΛΙΩΡΗΣ
καθηγητής φιλόλογος- Καβάλα
καθηγητής φιλόλογος- Καβάλα
(Αγαπητέ κύριε, σας ευχαριστώ. Να είστε καλά.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου