Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

» EKΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ «


του Παναγιώτη Γεννηματά
Το Σάββατο προ των εκλογών δεν είναι κατάλληλη στιγμή για λόγιες οικονομικές αναλύσεις. Οι αναγνώστες είναι συγκεντρωμένοι στην πολιτική αγωνία τους, ο καθένας για δικούς του νομιζόμενους λόγους. Όλοι όμως οι λόγοι πηγάζουν σήμερα από μια κοινή κοίτη ανησυχίας: το οικονομικό μέλλον του τόπου μας που είναι για όλους μας σήμερα περισσότερο από ποτέ συνδεδεμένο με την προσωπική και οικογενειακή τύχη του καθενός.
Οι αυριανές εκλογές δικαιολογούν όντως την αγωνία. Αν και από καιρό αναμενόμενες, δεν βρίσκουν ωστόσο κανέναν από τους διεκδικητές της εξουσίας επαρκώς προετοιμασμένο για να προσφέρει την ευχάριστη μετεκλογική έκπληξη. Η απερχόμενη συγκυβέρνηση έχει εμφανώς από μηνών εξαντλήσει τα όρια των διαχειριστικών της δυνατοτήτων και δείχνει να απέρχεται σε ιστορικό αναρρωτήριο. Ο νέος πολιτικός πόλος, γύρω από τον οποίον δείχνει να σχηματίζεται αύριο μια νέα πολυσυλλεκτική πλειοψηφία δεν έχει κατορθώσει ακόμα να οργανώσει πειστικά το μήνυμα της ελπίδας. Η αυτοδυναμία του σκοντάφτει ακόμη στην αμφιβολία. Αν επομένως στις 26 του μηνός ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συγκεντρώσει την απαιτούμενη  κυβερνητική πλειοψηφία πρέπει να ξέρει ότι ο ελληνικός λαός τον επιλέγει από αγανάκτηση και απογοήτευση απέναντι στην ανικανότητα των λεγομένων ως χτες  «συστημικών» κομμάτων να επιτύχουν αποτελέσματα  που να δικαιώνουν το κόστος των θυσιών.

Εκείνο που οι ψηφοφόροι βλέπουν στο πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ είναι απλώς η μαχητικότερη διάθεση αντίστασης απέναντι σε μια πανευρωπαϊκά επιβαλλόμενη πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής, από την επιτυχία της οποίας είναι πλέον πεπεισμένοι ότι δεν εξαρτάται η επανεκκίνηση της ανάπτυξης και της ανακουφιστικής για όλους αντιστροφής. Η λαϊκή πλειοψηφία έχει πειστεί ότι οι δυνάμεις που εξακολουθούν να υποστηρίζουν  τη  κατεστημένη «ορθόδοξη»   αντίληψη για το ευρώ δεν είναι σε θέση να προσφέρουν στους λαούς καλλίτερη προοπτική. Ιδού λοιπόν η απαρχή ενός προσθέτου αδιεξόδου.
Η πολιτική που οι δανειστές επιμένουν να προωθούν για την υπέρβαση των προβλημάτων της υπερχρέωσης στις πιο εύθραυστες ευρωπαϊκές οικονομίες καθημερινά συνομολογείται και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού ότι δεν υπόσχεται επανενεργοποίηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Η προσπάθεια να επιβληθεί ταυτόχρονα και διά μέσου του εκβιασμού των χρεών ένα κοινό για όλους πρότυπο ανταγωνιστικότητας  και δημοσιονομικής «υπευθυνότητας» μέσα σε μιαν ενιαία νομισματική ζώνη βαθαίνει περισσότερο την ύφεση και απομακρύνει απλώς από το επιθυμητό. Η απεγνωσμένη επιδίωξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, η συρρίκνωση των κρατικών δραστηριοτήτων, η απελευθέρωση των αγορών στην υπηρεσία των χρηματοπιστωτικών κερδοσκοπικών προτεραιοτήτων,  η συμπίεση του κόστους εργασίας σε επίπεδα τριτοκοσμικής «ανταγωνιστικότητας»  και η ισοπέδωση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας στο βωμό ενός σκληρού αντιπληθωριστικού νομίσματος ισοδυναμούν πρακτικά με την κατάργηση του μεταπολεμικού κεκτημένου ευημερίας που στην ιστορία και την συνείδηση των ευρωπαϊκών λαών έχει ταυτιστεί με την μεταπολεμική ολοκλήρωση των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όταν οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου  προσελκύστηκαν στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα αυτό το κοινό ευρωπαϊκό όραμα πίστεψαν ότι υιοθετούν. Η εφαρμοζόμενη τώρα πολιτική έρχεται αδυσώπητα να τους διαψεύσει.
Η Ελλάδα υπήρξε εξ αρχής ο αδύνατος κρίκος της ευρωπαϊκής αλυσίδας. Χώρα οριακής ευρωπαϊκής ταυτότητας, με πρότυπα ζωής και εργασίας  διαφορετικά, με διαχειριστική αντίληψη πολύ απόμακρη από το τεχνοοικονομικό πρότυπο της βόρειας Ευρώπης, ήταν πολύ φυσικό, υποκείμενη στην αδράνεια των ιστορικών παραδόσεων,  να προηγηθεί στη συσσώρευση των χρεών αλλά και στην έκρηξη των παγίων διαρθρωτικών αδυναμιών της, εν όσω μάλιστα η προληπτική ευρωπαϊκή κεντρική επιτήρηση των περιφερειακών διαχειριστικών παρεκκλίσεων δεν στάθηκε θεσμικά αποτελεσματική. Η  ασκούμενη τα τελευταία πέντε έτη σκληρή δημοσιονομική καταστολή  οδηγεί σήμερα τη χώρα μας σε μια τρίτη πολιτική «αριστεία»: Στα πρωτεία στην οικονομική και κοινωνική αμφισβήτηση του ακολουθούμενου προτύπου δημοσιονομικής προσαρμογής. Και αυτή ακριβώς η ελληνική πρωτιά είναι για ολόκληρη την Ευρώπη εξαιρετικά σημαντική και ανησυχητική.
Το σημερινό δίλημμα για την Ευρώπη και για όσους πρωτίστως καθορίζουν τις   αμφισβητούμενες τύχες της είναι μεγάλο. Εάν μια διογκούμενη αριστερή πλειοψηφία στην Ελλάδα, παρακολουθούμενη εκ του σύνεγγυς από τον ευρωπαϊκό νεοφασισμό, αντιμετωπιστεί από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο με κατανόηση, στα πλαίσια μιας πολιτικής οικονομικοκοινωνικού κατευνασμού, και αν αυτή προικοδοτηθεί έστω απρόθυμα με κάποιες οικονομικές παραχωρήσεις που θα ισοδυναμούν με διαπραγματευτική δικαίωση, διακινδυνεύεται η ενθάρρυνση ενός πολύ επικίνδυνου παραδείγματος για ολόκληρη την Ευρώπη. Τον προσεχή Νοέμβριο έχει εκλογές η Ισπανία, ενώ η κυρία Μαρί Λεπέν στη Γαλλία καιροφυλακτεί. Αν αντίθετα μια πιθανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπιστεί εξ αρχής με πατερναλιστική αλαζονεία και φαιό γερμανοπροτεσταντικό διδακτισμό, δεν αποκλείεται η Ελλάδα να οδηγηθεί σε χρηματοπιστωτική ασφυξία που θα καταστήσει το από μακρού αναμενόμενο GREXIT εκ των πραγμάτων αναπόφευκτο. Το πιθανό κόστος μιας ελληνικής εξόδου από το ευρώ δεν εκτιμάται όμως εντελώς αμελητέο. Έχουμε ομιλήσει περί αυτού σε προηγούμενη επιφυλλίδα.

Δεν είναι λοιπόν μόνον ο ελληνικός λαός και οι έλληνες ψηφοφόροι που αντιμετωπίζουν αύριο διλήμματα. Φαίνεται πιθανότερο ότι από την ερχόμενη Δευτέρα 26  ολόκληρη η Ευρώπη  θα βασανίζεται με αυτά.  Στην πολιτική ποτέ τα πράγματα δεν είναι απολύτως ελεγχόμενα.  Είναι σαφές ότι ο γερμανικός έλεγχος στην πειθαρχία μιας απρόσφορης πανευρωπαϊκής προσαρμογής σταδιακά έχει διαβρωθεί. Ο Μάριο Ντράγκι από τα χειριστήρια της ΕΚΤ έχει έμπρακτα προηγηθεί στην αμφισβήτηση αυτή. Στο όνομα όμως μιας βιώσιμης Ευρώπης με μια διαφορετική νομισματική πολιτική η αμφισβήτηση αυτή αξίζει να κλιμακωθεί και ολοκληρωθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου