Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Η Κρυφή Διάσωση Της Γερμανίας Στο Ευρώ

analitis


Πώς ξεκίνησε η κρίση στο ευρώ και ποιες οι ευθύνες της Γερμανίας; Μία διαφορετική απάντηση μέσα από μία συνέντευξη του Πάνου Παναγιώτου στη Sueddeutsche Ζeitung.�
Κύριε Παναγιώτου
Γιατί η Γερμανία είναι οικονομικά δυνατή και υγιής, ενώ οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου βρίσκονται να υφίστανται χρηματοοικονομικές αναταράξεις;
Πέρα από τη διεθνώς πρωταγωνιστική θέση της Γερμανίας στον τομέα της βιομηχανίας, ο οποίος αποτελεί και τον πυλώνα της οικονομίας της, η απάντηση στο ερώτημα που θέτετε βρίσκεται σ’ ένα σημαντικό βαθμό και στο γεγονός πως το ευρώ λειτούργησε ως ένα πακέτο διάσωσης της Γερμανίας εις βάρος του Ευρωπαϊκού Νότου.
Το 2000 η Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με το σπάσιμο της «φούσκας» της τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών που προκάλεσε γενικότερη χρηματοοικονομική κρίση, η οποία αντέστρεψε τη ροή των επενδυτικών κεφαλαίων και έσπρωξε τη χώρα στην ύφεση, σε μια περίοδος που το κόστος από την απορρόφηση της Ανατολικής Γερμανίας εξακολουθούσε να δημιουργεί αυξημένες ανάγκες. Τα επιτόκια των γερμανικών δεκαετών ομολόγων σκαρφάλωσαν γοργά από το 3,6% στο 5,6%, ενώ το ευρώ βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση, χάνοντας περισσότερο από το 20%, της αξίας του έναντι του δολαρίου και προκαλώντας ερωτήματα για την ίδια τη βιωσιμότητά του.

Με τις ΗΠΑ να βουλιάζουν, επίσης σε ύφεση, την Κίνα να βρίσκεται στα πρώιμα στάδια εισαγωγής προϊόντων από τη Δύση και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ακόμη εκτός Ευρωζώνης, το μεγάλο ερώτημα ήταν που θα έβρισκε στήριξη η γερμανική οικονομία. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση της, η Γερμανία δέχτηκε στο ευρώ όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες, παραβλέποντας την πραγματική τους ικανότητα να προσχωρήσουν σε αυτό, και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως αντλία που τις «φούσκωνε» με φθηνό ρευστό, ώστε με την πλεονάζουσα ρευστότητά τους να μπορούν να αγοράζουν τα ακριβά γερμανικά προϊόντα.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια του ευρώ από το 5% στο 2%, διατηρώντας τα σε αυτά τα επίπεδα κόντρα στις μακροοικονομικές ανάγκες της Ευρωζώνης για περισσότερο από δυόμισι χρόνια, μεταξύ 2003 και 2006. Στα τέλη του 2005, όταν τα αμερικάνικα και τα βρετανικά επιτόκια ξεπερνούσαν το 4% και τα αυστραλέζικα το 5%, τα ευρωπαϊκά εξακολουθούσαν να κυμαίνονται στο ιστορικό χαμηλό τους 2%.
Το φθηνό χρήμα δημιούργησε «φούσκες» περιουσιακών στοιχείων στα κράτη του Ευρωπαϊκού Νότου που είχαν μόλις υιοθετήσει το ευρώ, προκαλώντας αυξήσεις-ρεκόρ στον κλάδο κατοικίας, στην καταναλωτική πίστωση, στις χρηματιστηριακές αγορές και αλλού.
Το 2005 ο διευθυντής οικονομικών της επενδυτικής εταιρίας Nomura, σε συζήτηση με ανώτατο αξιωματούχο της ΕΚΤ, παρατήρησε πως είναι άδικο να εξωθούνται οι χώρες της ΕΕ εν αγνοία τους στη διάσωση της –υπεύθυνης για την κρίση της- Γερμανίας, με το να «φουσκώνονται» εσκεμμένα οι οικονομίες τους μέσω μιας παρατεταμένης πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης απ’ την ΕΚΤ, ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα. Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ του έδωσε τότε την εξής απάντηση: «Αυτή είναι η έννοια του ενιαίου νομίσματος: Επειδή η Γερμανία δεν μπορεί κατ’ εξαίρεση να υιοθετήσει ένα πακέτο τόνωσης, η μόνη άλλη επιλογή είναι να σηκώσει όλη την Ένωση μέσω της νομισματικής πολιτικής».
Μιλώντας με αριθμούς, στα δέκα χρόνια προ της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ οι γερμανικές εξαγωγές στη χώρα μας ανήλθαν στα 35 δις δολάρια και στα δέκα πρώτα χρόνια μετά την υιοθέτηση του ευρώ αυξήθηκαν στα 70 δις δολάρια, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 100%. Στα έτη 1997-1998 (προ ευρώ) οι ελληνικές εισαγωγές γερμανικών προϊόντων είχαν ανέλθει στα 7,7 δις δολάρια. Δέκα χρόνια αργότερα, στα έτη 2007-2008, η Ελλάδα εισήγε γερμανικά προϊόντα ύψους περίπου 21,5 δις δολαρίων σε μια αύξηση κοντά στο 300%. Οι αυξημένες εισαγωγές γερμανικών προϊόντων απ’ την πολιτική «φουσκώματος» του Νότου ίσως να μην δημιουργούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα, αν η Γερμανία ανταπέδιδε τη χάρη αυξάνοντας τις εισαγωγές της απ’ τους εταίρους της. Όμως έκανε το αντίθετο. Ενώ απολάμβανε τα οφέλη της πολιτικής επέκτασης της πίστωσης στην ΕΕ, εκείνη προστατεύτηκε ακολουθώντας αντιπληθωριστική πολιτική, ενισχύοντας, αντί να αμβλύνει, τις αποκλίσεις με τα υπόλοιπα κράτη, Βορρά και Νότου. Ενδεικτικά, οι εισαγωγές ελληνικών προϊόντων απ’ τη Γερμανία το 1992 ήταν 2,2 δις δολάρια και το 2002 –έτος υιοθέτησης του ευρώ- ανήλθαν στα 1,7 δις δολάρια, καταγράφοντας μείωση αντί για αύξηση. Από το 1997 μέχρι το 2001 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας ήταν ελλειμματικό και αυτό της Ιταλίας, της Ιρλανδίας και της Γαλλίας πλεονασματικό. Από την πρώτη χρονιά υιοθέτησης του ευρώ η διαφορά αυτή άρχισε να μειώνεται και από το 2005 κι έπειτα οι τρεις αυτές χώρες καταγράφουν ελλείμματα και η Γερμανία πλεονάσματα.Μέσα σε λίγα χρόνια απ’ την υιοθέτηση του ευρώ το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ξεπέρασε αυτό της Ιαπωνίας και της Κίνας, φέρνοντάς τη στην πρώτη θέση στον κόσμο σε εξαγωγές χάρη στον ευρωπαϊκό Νότο και στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης, αφού σε αυτά στηρίχτηκε το μεγαλύτερο ποσοστό της ανάπτυξης των εξαγωγών της.
Η άποψη ότι οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη η Γερμανία την έκαναν πιο ανταγωνιστική είναι ένας μύθος που δεν υποστηρίζεται απ’ τα στοιχεία, καθώς το εμπορικό ισοζύγιο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα από το 2000 μέχρι το 2009 παρέμεινε σταθερό και μόνο αυτό με τα κράτη της Ευρωζώνης άλλαξε υπέρ της Γερμανίας, η οποία «έφαγε» το «μεσημεριανό» και τι «δείπνο» της Γαλλίας και των «PIIGS» με τη βοήθεια και τις ευλογίες της ΕΚΤ.
Ακολούθησε η αμερικανική κρίση, η οποία εξελίχθηκε σ’ ένα παγκόσμιο τσουνάμι. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου γονάτισαν απ’ την αφόρητη πίεση που δέχτηκαν και η Γερμανία αρνήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες της και να βοηθήσει γρήγορα και αποτελεσματικά την Ευρωζώνη, με τις μετέπειτα εξελίξεις να αποτελούν μια γνωστή ιστορία της οποίας μένει να δούμε το τέλος.

Έχει η Γερμανία ειδική ευθύνη;
Οπωσδήποτε.
Γιατί;
Αν η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση ήταν ένα πλανητικό σύστημα, τότε η Γερμανία θα έπαιζε το ρόλο του Ήλιου, που πρέπει άλλοτε να καίει λιγότερο και άλλοτε περισσότερο προκειμένου να μην κάψει αλλά και να μην παγώσει τους υπόλοιπους πλανήτες. Όμως επιτρέποντας και ωθώντας την ΕΚΤ να ακολουθήσει την επιτοκιακή πολιτική που είδαμε παραπάνω, η Γερμανία υπερθέρμανε το Νότο στα πρώτα χρόνια του ευρώ και τον πάγωσε στη συνέχεια. Η Γερμανία, ως κυρίαρχος δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έπρεπε να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των δικών της και του κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Αποδείχθηκε αδύνατο να το πράξει και, προτάσσοντας το δικό της συμφέρον έναντι των υπολοίπων, προκάλεσε τεράστια προβλήματα, δεδομένου του ειδικού της βάρους στην Ευρώπη και κυρίως στην Ευρωζώνη.
Τώρα πια, την ώρα της κρίσης, η ΕΕ περιμένει απ’ τη Γερμανία να δει την πραγματικότητα κατάματα και να σταματήσει να συμπεριφέρεται υπεροπτικά, ζώντας στην ψεύτικη υπόθεση ότι η οικονομία της είναι καλύτερη επειδή η ίδια προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν και οι υπόλοιποι πριν να έχουν το δικαίωμα για στήριξη.
Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ακόμη και σήμερα, η Γερμανία απολαμβάνει ένα σούπερ πακέτο τόνωσης εξαιτίας του εκμηδενισμού του κόστους κρατικού δανεισμού της και της ροής κεφαλαίων στις τράπεζες και τα ομόλογά της απ’ το φλεγόμενο Νότο. Ας είμαστε ειλικρινείς: Το ευρώ βοήθησε στο μέγιστο βαθμό τη Γερμανία χάρη στον τρόπο που το μεταχειρίστηκε. Τώρα είναι η στιγμή να ανταποδώσει τη χάρη και να βοηθήσει στη μείωση των αποκλίσεων και στην αποκλιμάκωση της κρίσης. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως είναι δικαίωμα της Γερμανίας να αρνηθεί να το πράξει. Σε τελική ανάλυση, τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ θα μπορούσαν να είναι εξαρχής προσεκτικότερα. Τότε, όμως, η Γερμανία θα πρέπει να είναι έτοιμη να δει αυτή της την απόφαση, να αφήσει το Νότο ή ένα τμήμα του να καεί, να γράφεται με τα πλέον μελανά γράμματα στις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, δίπλα σε παλαιότερες εξαιρετικά λανθασμένες αποφάσεις της.
Ο Πάνος Παναγιώτου είναι τεχνικός αναλυτής χρηματιστηριακών αγορών, εκδότης του www.analitis.gr  , διευθυντής της Ελληνικής Κοινότητας Τεχνικών Αναλυτών στην Αγγλία (www.ekta.gr)  και διευθυντής εκπαίδευσης και έρευνας της Enalos LTD στο Λονδίνο. Είναι δημιουργός λογισμικών αυτοματοποίησης της τεχνικής ανάλυσης (3F, ModiStock) και συγγραφέας χρηματιστηριακών και οικονομικών βιβλίων. Άρθρα και συνεντεύξεις του δημοσιεύονται για μιάμιση δεκαετία σε πληθώρα ΜΜΕ ενώ είναι συχνός καλεσμένος σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου