analitis
Δεν έχει σημασία ποιος πρόεδρος βρίσκεται στο Λευκό Οίκο, οι Ευρωπαίοι επιδίδονται σε ένα από τα αγαπημένα τους χόμπυ: επικρίνουν τον διατλαντικό τους εταίρο. Δεν έλειψε η γκρίνια το 2014.
Υπήρχαν άφθονες αφορμές για κριτική, από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες που παρακολουθούσαν τις τηλεφωνικές συνομιλίες της Καγκελαρίου Angela Merkel, μέχρι τις ασυνάρτητες πολιτικές του προέδρου Barack Obama στη Μέση Ανατολή.
Βάζοντας αυτά τα δύο θέματα κατά μέρος, κάτι έχει πάει σοβαρά λάθος με τη σχέση αυτή, και με έναν τρόπο που υπονομεύει τη Δύση ως ιδέα και ως πολιτική δύναμη.
Η διατλαντική δυσφορία δεν είναι μόνο εξαιτίας της μετατόπισης της προσοχής του Obama στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Ούτε είναι εξαιτίας της αποστροφής του Obama από το να παίρνει ρίσκα σε μεγάλα στρατηγικά θέματα και θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Είναι διότι οι ευρωπαϊκές ελίτ δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι η παλιά διατλαντική σχέση που βασιζόταν στο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ιδεολογικό χάσμα, έχει τελειώσει. Οι Αμερικανοί, τουλάχιστον οι συρρικνούμενοι αριθμοί που ακόμη νοιάζονται και σκέφονται την Ευρώπη, πρέπει να το αποδεχθούν και αυτοί αυτό επίσης. Εάν όχι, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα συνεχίσουν να παρασύρονται. Ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα θα στενοχωρηθούν (από μια τέτοια εξέλιξη).
Η αναχρονιστική αυτή άποψη από τους Ευρωπαίους, επιτρέπει στις πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη να παίρνουν ως δεδομένο ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να παρέχουν την ομπρέλα ασφαλειας, όπως έκαναν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Επιπλέον, εξαιτίας αυτής της επικρατούσας άποψης, δεν υπάρχει λόγος για τους Ευρωπαίους στο σύνολό τους να ξοδεύουν περισσότερα στην άμυνα ή να μοιράζονται σπάνιους πόρους και πιο ακριβές στρατιωτικές δυνατότητες. Για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η κρίση της Ουκρανίας δεν ήταν ο καταλύτης για την Ευρώπη ώστε να πάρει στα σοβαρά την ασφάλειά της.
Οι ελίτ επίσης πιστεύουν ότι εναπόκειται στις ΗΠΑ, ως τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της Δύσης, να πάρει την πρωτοβουλία για την επίλυση συγκρούσεων και πολέμων.
Ωστόσο, όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, όπως συνέβη στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Συρία, στην πραγματικότητα στο μεγαλύτερο μέρος της Μέσης Ανατολής, οι Ευρωπαίοι σπεύδουν να δείξουν το δάχτυλο στις ΗΠΑ. Λες και οι Ευρωπαίοι είναι άμοιροι ευθυνών.
Οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ακόμη ότι ο Obama δεν νοιάζεται στα αλήθεια για την Ευρώπη, όσο η Καγκελάριος Angela Merkel μπορεί να εμποδίσει άλλη μία κρίση του ευρώ.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια του 2014, ο Obama επισκέφθηκε επτά χώρες της ΕΕ. Οι κυνικοί θα έλεγαν ότι δεν είχε άλλη επιλογή, δεδομένης της κρίσης στην Ουκρανία και της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία.
Ωστόσο, η αμερικανική ηγεσία στο ΝΑΤΟ ήταν αυτή που πίεσε για την αναβάθμιση της αεράμυνας των χωρών της Βαλτικής ως αντίδραση στην ρωσική εισβολή στην Ανατολική Ουκρανία. Η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής έλαβαν τη διαβεβαίωση -σε κάποιο βαθμό- ιδιαίτερα διότι γνωρίζουν ότι η ΕΕ ασφαλώς δεν επρόκειτο να παίξει κανέναν ρόλο ασφάλειας, ούτε ότι είναι σε θέση να το κάνει.
Αυτό συνδέεται με την πνευματική τεμπελιά, αν όχι αδιαφορία, εκ μέρους των Ευρωπαίων. Όσο περισσότερο συνεχίζεται αυτό, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα ατροφίας στη σχέση, πάνω ακριβώς στην ώρα που οι ζωντανοί δεσμοί είναι απαραίτητοι για τα επόμενα χρόνια. Υπάρχει μια αμυδρή αχτίδα ελπίδας: μια συμφωνία ΤΤΙΡ.
Μια συμφωνία ΤΤΙΡ θα είχε τεράστιες πολιτικές επιπτώσεις για την αναζωογόνηση της Δύσης. Στην πραγματικότητα, το ΤΤΙΡ είναι η κατασκευή μιας νέας διατλαντικής σχέσης.
Ωστόσο, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αρνηθεί να “αγκαλιάσουν” την ΤΤΙΡ με οποιοδήποτε ενθουσιασμό.
Αυτή η στάση ισοδυναμεί με δειλία. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αισθάνονται ότι το κοινό πιστεύει πως η ΤΤΙΡ αφορά μόνο μεγάλες πολυεθνικές ή ότι μόνο οι ΗΠΑ θα είναι κερδισμένες. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες και οι ελίτ τους δεν κάνουν σχεδόν τίποτα για να στηρίξουν τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά οφέλη της ΤΤΙΡ.
Εάν, στη διάρκεια του 2015, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, οι ελίτ, οι managers και οι Ατλαντικιστές είναι απρόθυμοι να στηρίξουν την ΤΤΙΡ, δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες να υπάρξει μια συμφωνία ΤΤΙΡ. Δεν θα υπάρξει νέα ώθηση για να οικοδομηθεί μια μακρά διατλαντική συμμαχία. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν την αργή ολίσθηση μακριά από μια Ευρώπη που έχει μείνει στο παρελθόν. Αυτή η απώλεια θα είναι επικίνδυνη και απροσδιόριστου μεγέθους.
Η Judy Dempsey είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το Φαινόμενο Μέρκελ». Είναι δημοσιογράφος με καριέρα στο διεθνή τύπο και κυρίως στου Financial Times και Economist. Σήμερα είναι συνεργάτης στο Carnegie Europe.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου