analyst
Ο κίνδυνος να ξεσπάσει στρατιωτικός πόλεμος Η.Π.Α. και Κίνας, εάν ο πρόεδρος Trump επιμείνει στην πολιτική των δασμών, είναι πολύ μεγάλος – ενώ έχει αρχίσει να αντιδράει επίσης η Γερμανία, η οποία δεν είναι απίθανο να συμμαχήσει με την Κίνα έχοντας πολλά κοινά συμφέροντα μαζί της.
.
του Βασίλη Βιλιάρδου
Ανάλυση
Αυτά που συμβαίνουν στην Κίνα έχουν πάντοτε επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία – αφού η χώρα διαθέτει ήδη το υψηλότερο ΑΕΠ στον πλανήτη σε όρους αγοραστικής αξίας (ΡΡΡ), ενώ αποτελεί τη νούμερο ένα παραγωγική του μηχανή. Εν τούτοις, δεν υπάρχει σχεδόν καμία άλλη χώρα, τόσο δύσκολο να γίνει κατανοητή – ενώ οι οικονομικές και πολιτικές της διαδικασίες είναι εντελώς αδιαφανείς. Υπάρχουν βέβαια αυτοί που έχουν εσωτερική πληροφόρηση, αλλά δεν τολμούν να την ανακοινώσουν δημόσια – φοβούμενοι τις συνέπειες.
Ως εκ τούτου, επικεντρώνεται κανείς στους βασικούς οικονομικούς της δείκτες για να εξάγει κάποια συμπεράσματα για το μέλλον της – όπως είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (γράφημα), το οποίο ήταν παραδόξως αρνητικό στο πρώτο τρίμηνο του 2018, ενώ ελάχιστα θετικό στο δεύτερο, τεκμηριώνοντας μεταξύ άλλων την αδυναμία του εξαγωγικού της τομέα. Υπήρξαν βέβαια αδύναμα τρίμηνα στο παρελθόν, αλλά αυτό που συνέβη το 2018 είναι πράγματι εντυπωσιακό – οφειλόμενο πιθανότατα στις κυρώσεις που έχει επιβάλλει στη χώρα ο πρόεδρος Trump, καθώς επίσης στην πτώση της ισοτιμίας του νομίσματος της.
Σύμφωνα πάντως με το Economist, η Κίνα χάνει τον εμπορικό πόλεμο εναντίον των Η.Π.Α. (πηγή), ενώ φαίνεται πια πως το κινεζικό οικονομικό μοντέλο είναι ευάλωτο στις επιθέσεις της υπερδύναμης – ειδικά σε μία χρονική περίοδο που η κινεζική ηγεσία προσπαθεί να μετριάσει την ανάπτυξη, για να περιορισθεί η εγχώρια υπερχρέωση ειδικά των επιχειρήσεων της. Εάν τώρα η Κίνα θα ήθελε να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης, θα έπρεπε να προωθήσει ξανά την αύξηση των χρεών – κάτι που δεν φαίνεται να επιθυμεί, γνωρίζοντας τους τεράστιους κινδύνους που εγκυμονεί (το παράδειγμα της Τουρκίας είναι ξεκάθαρο).
Συνεχίζοντας, το κινεζικό οικονομικό μοντέλο στηριζόταν ανέκαθεν στο υψηλό μερίδιο των επενδύσεων (γράφημα, έως και 48,01% του ΑΕΠ το 2011) – όπως της Ιαπωνίας και της Ν. Κορέας, όταν ξεκίνησαν να αναπτύσσονται για να καλύψουν την απόσταση με τη Δύση. Στη συνέχεια όμως οι δύο αυτές χώρες τις ελάττωσαν σταδιακά, αυξάνοντας τη συμμετοχή της εγχώριας κατανάλωσης στο ΑΕΠ – οπότε απέφυγαν σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα (η Ιαπωνία το πλήρωσε πανάκριβα, με το σπάσιμο της φούσκας των ακινήτων και του χρηματιστηρίου στα τέλη της δεκαετίας του 1980)
Για εκείνο τώρα το χρονικό διάστημα που η ανάπτυξη της Κίνας εξαρτάται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις επενδύσεις, είναι υποχρεωμένο το καθεστώς της, σε εποχές υποχώρησης του εξωτερικού της εμπορίου, να διατηρεί την οικονομία σε λειτουργία με μέτρα στήριξης της – κάτι που φάνηκε αμέσως μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, όπου το συνολικό χρέος της χώρας, δημόσιο και ιδιωτικό, σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε δέκα χρόνια, επειδή η κυβέρνηση της πανικοβλήθηκε μήπως βυθιστεί στην ύφεση. Ο πανικός της οφειλόταν στην απειλή εσωτερικών αναταραχών σε μία τέτοια περίπτωση, με αποτέλεσμα να υιοθετήσει το μεγαλύτερο πρόγραμμα στήριξης όλων των εποχών στην παγκόσμια ιστορία – τυπώνοντας μαζικά νέα χρήματα.
Έτσι, το χρέος της (μπλε καμπύλη στο γράφημα) ξεπέρασε κατά πολύ αυτό των αναπτυσσομένων οικονομιών (γαλάζια), πλησιάζοντας το χρέος των ανεπτυγμένων (κόκκινη) – κάτι που βέβαια δεν σημαίνει ότι κινδυνεύει κα καταρρεύσει, όπως η Τουρκία, αφού το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι θετικό, ενώ έχει πολλές άλλες δυνατότητες στη διάθεση της. Για παράδειγμα, μπορεί να μειώσει τα επιτόκια της, για να γίνουν λιγότερο επώδυνα τα δάνεια του ιδιωτικού της τομέα – όπως άλλωστε η ΕΚΤ και η Fed. Όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβαίνει επ’ άπειρον ούτε στη Δύση, ούτε στην Κίνα – οπότε δεν αποτελεί ριζική λύση.
Οι ενδεχόμενες συνέπειες
Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία όσον αφορά το πού μπορεί να οδηγήσει μία χρηματοπιστωτική κρίση – η οποία ξεκινάει από τα μη ισορροπημένα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των χωρών μεταξύ τους (με πλεονασματικά κυρίως της Κίνας και της Γερμανίας, ενώ με ελλειμματικά των Η.Π.Α.). Τα πλεονάσματα σημαίνουν πως οι χώρες που τα διαθέτουν ζουν εις βάρος των άλλων (ανάλυση), δημιουργώντας τους ελλείμματα και αυξάνοντας τα χρέη τους – οπότε είναι λογικό να προκαλούν αμέσως μετά μία χρηματοπιστωτική κρίση, όπως συνέβη το 2008.
Κάποια στιγμή τώρα τα ελλειμματικά κράτη παύουν να ανέχονται να ζουν εις βάρος τους τα πλεονασματικά και να τους προκαλούν κρίσεις, ειδικά εάν είναι ισχυρά – οπότε ακολουθούν οι νομισματικοί πόλεμοι (ανάλυση του 2015), μετά οι εμπορικοί πόλεμοι που βιώνουμε σήμερα (άρθρο) και στο τέλος έχουμε τους στρατιωτικούς (γράφημα).
Υπάρχουν δε αρκετοί που πιστεύουν πως όταν και εάν το κινεζικό καθεστώς νοιώσει πως κινδυνεύει να χάσει τη νομιμοποίηση του στην κοινωνία, θεωρώντας επί πλέον ότι μία σύγκρουση με τις Η.Π.Α. θα είχε λιγότερα μειονεκτήματα από τις εκτεταμένες αναταραχές και εξεγέρσεις στο εσωτερικό της χώρας, τότε θα ξεσπάσει στρατιωτικός πόλεμος μεταξύ των δύο – με αποτελέσματα που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει.
Σε κάθε περίπτωση, η Κίνα είναι σήμερα στριμωγμένη στη γωνία από τις Η.Π.Α. επειδή, εξάγοντας πολύ περισσότερα στην αμερικανική αγορά από όσα εισάγει, είναι πολύ πιο ευάλωτη στην επιβολή δασμών, αφού δεν μπορεί να αμυνθεί με αντίμετρα ανάλογου ύψους – ενώ εάν υποτιμούσε αντίστοιχα το νόμισμα της για να καλύψει τη διαφορά, τότε τα εξωτερικά χρέη του ιδιωτικού της τομέα θα εκτινασσόταν στα ύψη, οπότε θα ακολουθούσαν πολύ μεγάλες αναταραχές (οι Κινέζοι δεν ενεργούν όπως οι Τούρκοι).
Επίλογος
Συμπερασματικά λοιπόν ο κίνδυνος να ξεσπάσει πόλεμος, εάν ο πρόεδρος Trumpεπιμείνει στην πολιτική των δασμών, είναι πολύ μεγάλος – ενώ έχει αρχίσει να αντιδράει επίσης η Γερμανία, η οποία δεν είναι απίθανο να συμμαχήσει με την Κίνα έχοντας πολλά κοινά συμφέροντα μαζί της (ανάλυση).
Ο μεγάλος άγνωστος παραμένει η Ρωσία, η οποία έχει καταφέρει να αμυνθεί αποτελεσματικά απέναντι στις οικονομικές επιθέσεις των Η.Π.Α., καθώς επίσης να οχυρώσει την οικονομία της – ενώ είναι ένας από τους μεγαλύτερους παίχτες στον τομέα της ενέργειας, από την οποία εξαρτάται τόσο η Γερμανία, όσο και η Κίνα, καθώς επίσης η δεύτερη πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη παγκοσμίως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου