Νέα Πολιτική
του Παναγιώτη Δημητρίου*
Αν η τουρκική στρατιωτική εισβολή γινόταν μετά από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004), η Ε.Ε. θα έπρεπε κανονικά να συνδράμει με όλα τα μέσα στην εξουδετέρωσή της.
Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν αποτυπώνεται μόνον στο Δικαστικό κεκτημένο, δηλαδή στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) ή και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ, άλλοτε ΔΕΚ), αλλά επεκτείνεται και στις βασικές πρόνοιες της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) και της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως διαμορφώθηκαν με την υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Και, οπωσδήποτε, στο επίκεντρο της αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο βρίσκονται ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, όπως και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στην οποία προσεχώρησε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ένωση κρατών, το 2007, πέραν της προσχώρησης του κάθε κράτους μέλους της ξεχωριστά.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Δικαίου το Κυπριακό αναμφίβολα κατατάσσεται ως πρόβλημα παράνομης στρατιωτικής εισβολής και κατοχής και παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία στην Κύπρο. Τόσο τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στα οποία παραπέμπουν οι διακηρύξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά με το Κυπριακό, όσο και οι σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), τεκμαίρουν αδιάσειστα αυτή την διττή παραβίαση του Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου από την Τουρκία. Δηλαδή, πρώτον, την παραβίαση της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και, δεύτερον, την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο από την Τουρκία.
Το θεμελιακό για την Κύπρο ψήφισμα της Γ.Σ. του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών 3212 της 01/11/74, που εγκρίθηκε ομόφωνα με 117 ψήφους υπέρ, περιλαμβανομένης και της ψήφου της Τουρκίας, και υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας με τα ψηφίσματα 365 της 13/12/1974 και 367 της 12/03/1975, εκφράζει πολιτικά, αλλά και δικαιϊκά, την ουσία του Κυπριακού προβλήματος. Σ’ αυτήν ακριβώς την βάση, όπως διαμορφώνεται με τα πιο πάνω ψηφίσματα, στηρίζεται πολιτικά και δικαστικά η αντιμετώπιση του Κυπριακού από το Συμβούλιο της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΕΔΑΔ και το ΔΕΕ.
Στην πρωτοποριακή απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Λοϊζίδου – Vs – Τουρκία, που εκδόθηκε στις 28 Ιουλίου 1998, όπως και στις αποφάσεις στις άλλες ατομικές προσφυγές εναντίον της Τουρκίας, με αποκλίνουσες εξαιρέσεις τις υποθέσεις Δημόπουλος–Vs– Τουρκία και Μελεάγρου–Vs-Τουρκία, στις οποίες θα γίνει περαιτέρω αναφορά στην συνέχεια, καταδικάζεται απερίφραστα η Τουρκία για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Κύπρο.
Στην καθοδηγητική απόφασή του στην υπόθεση Λοϊζίδου–Vs–Τουρκία, το ΕΔΑΔ καταδίκασε την Τουρκία σε καταβολή αποζημιώσεων στην Τιτίνα Λοϊζίδου για αποστέρηση της περιουσίας της και επιβεβαίωσε τον πλήρη σεβασμό στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, καλώντας την Τουρκία, και όχι το υποτελές όπως το αποκάλεσε «τουρκοκυπριακό κρατίδιο», να επιτρέψει στην ιδιοκτήτρια την κατοχή και χρήση της περιουσίας της.
Ευρύτερης σημασίας -πολιτικής και δικαιϊκής- είναι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Κύπρος–Vs– Τουρκία, ημερ. 10 Μαΐου 2001 (Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή αρ. 25781/94), στην οποία το Δικαστήριο επισφράγισε την πολιτική και νομική οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας αφ’ ενός και την υποτέλεια του παράνομου «Τουρκοκυπριακού κρατιδίου» στην Τουρκία αφ’ ετέρου, και καταδίκασε την Τουρκία για σειρά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο και για την στάση της στο πρόβλημα της διερεύνησης της τύχης των αγνοουμένων προσώπων κατά την τουρκική εισβολή του 1974. Γι’ αυτήν ακριβώς την στάση της Τουρκίας στο πρόβλημα των αγνοουμένων, επεδίκασε το ΕΔΑΔ σε βάρος της Τουρκίας τον Μάϊο του 2014 καταβολή αποζημιώσεων στους συγγενείς των αγνοουμένων ύψους €30 εκ., όπως και ποσό €60 εκ. για τους εγκλωβισμένους της Καρπασίας.
Το πνεύμα των αποφάσεων στις υποθέσεις Λοϊζίδου–Vs–Τουρκία και Κύπρος–Vs– Τουρκία, δυστυχώς, όχι μόνον δεν αντανακλάται, αλλά αντίθετα διαφοροποιείται στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλος–Vs–Τουρκία του Μαρτίου 2010, που συνεκδικάστηκε με άλλες επτά προσφυγές κατά της Τουρκίας για καταπάτηση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στην Κύπρο. Στην υπόθεση Δημόπουλος, το ΕΔΑΔ αναγνώρισε την Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας (ΕΑΠ) του παράνομου «Τ/Κ κρατιδίου» ως νόμιμο εσωτερικό ένδικο μέσον της κατοχικής Τουρκίας, μετά την συμμόρφωσή της προς τις καθοδηγητικές υποδείξεις του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Ξενίδη–Αρέστη–Vs–Τουρκία (7 Δεκεμβρίου 2006), που προηγήθηκε.
Η φαλκίδευση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, με την προδιαγραμμένη πρόταξη από την αναγνωρισμένη πλέον από το ΕΔΑΔ Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας του παράνομου «Τ/Κ κρατιδίου» του δικαιώματος του χρήστη, έχει ανατρέψει τα ισχύοντα μέχρι το 2010 δικαστικά δεδομένα, όσον αφορά την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία στην Κύπρο.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλου έχει έκδηλα πολιτικό υπόστρωμα, απότοκο, προφανώς, του γεγονότος ότι η παρέλευση του χρόνου δημιούργησε νέες πολιτικοοικονομικές πραγματικότητες. Αυτές οι νέες πραγματικότητες, όσον αφορά την κατοχή και χρήση των περιουσιών, διασάλευσαν την θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή του ΕΔΑΔ για πλήρη σεβασμό της ιδιοκτησίας. Δυστυχώς, στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και στον χώρο του ΕΔΑΔ, τα πολιτικά κριτήρια και οι πραγματικότητες αποτελούν αποφασιστικό στοιχείο διαμόρφωσης κρίσης ως προς το δίκαιο ή άδικο στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και στο κάθε συγκεκριμένο ζήτημα.
Το ΕΔΑΔ, στην ουσία, τονίζει απερίφραστα, μέσα από τις γραμμές της απόφασής του για την υπόθεση Δημόπουλου, ότι το περιουσιακό, ως μέρος του Κυπριακού προβλήματος, θα λυθεί στην βάση των πραγματικοτήτων με την εξεύρεση λύσης. Χωρίς να παραγράφει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το φαλκιδεύει ουσιαστικά, συσχετίζοντάς το με το στοιχείο της χρήσης περιουσίας από άλλους και την μακροχρόνια απουσία των ιδιοκτητών, και ιδιαίτερα των κληρονόμων τους, από την «κατοικία» τους. Εξυπακούεται ότι το ΕΔΑΔ αποδέχεται την δημιουργία δικαιωμάτων προς όφελος του χρήστη σε βάρος του ιδιοκτήτη, ανεξάρτητα αν ο χρήστης είναι παράνομος. Δηλαδή το ΕΔΑΔ υιοθετεί τις πρακτικές λύσεις σε βάρος των δικαιϊκών λύσεων και ακολουθεί το δόγμα του Ρωμαϊκού Δικαίου Lex Barbarious Philippus, και την αρχή που νομολογήθηκε στην γνωστή υπόθεση Ναμίμπια, ότι «το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει την νομιμότητα κάποιων νομικών διευθετήσεων και ενεργειών, που γίνονται υπό τις περιστάσεις».
Το πνεύμα στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλου αντανακλάται κατ’ ακολουθίαν στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Μελεάγρου–Vs– Τουρκία της 2ας Απριλίου 2013, με την οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε τελεσίδικα τόσο την νομιμότητα της Επιτροπής Ακίνητης Ιδιοκτησίας της παράνομης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» όσο και τις νομοθετικές ρυθμίσεις του παράνομου αυτού κρατιδίου, τις οποίες εφαρμόζει η Επιτροπή σε σχέση με την διαχείριση περιουσιακών ζητημάτων.
Στην υπόθεση αυτή, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και ιδιαίτερα της κατοχής και χρήσης της ιδιοκτησίας ή και το αίτημα αποκατάστασης του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, έχει υπαχθεί στην διακριτική ευχέρεια της παράνομης Επιτροπής Ακίνητης Ιδιοκτησίας της παράνομης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».
Οι αποφάσεις Δημόπουλου και Μελεάγρου του ΕΔΑΔ δεν συνάδουν, όμως, με το πνεύμα της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε) στην υπόθεση Αποστολίδη-Vs–Όραμς, στην οποία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 28η Απριλίου 2009 αποφάσισε ότι η αναστολή του Κοινοτικού Κεκτημένου στο κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αδυναμία άσκησης πραγματικού ελέγχου από την Κυπριακή Δημοκρατία στο εν λόγω τμήμα δεν εμποδίζει την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, που βρίσκεται στο κατεχόμενο από την Τουρκία βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Στην υπόθεση αυτή του Δ.Ε.Ε., ο κ. Αποστολίδης εξασφάλισε διάταγμα του Κυπριακού Δικαστηρίου εναντίον του ζεύγους Όραμς, που ανήγειρε παράνομα κατοικία στο κτήμα του, για καταβολή αποζημιώσεων και για απόδοση σ’ αυτόν του κτήματος. Η απόφαση δεν αναγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Βρεταννικό Δικαστήριο, καταχωρήθηκε έφεση στο Βρεταννικό Εφετείο και ακολούθησε παραπομπή στο Δ.Ε.Ε., το οποίο και εξέδωσε απόφαση για αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης του Κυπριακού Δικαστηρίου.
Την σύντομη αναφορά στις βασικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ και του ΔΕΕ ακολουθεί συμπληρωματικά πιο κάτω η παράθεση σχετικών με το Κυπριακό προνοιών των Ευρωπαϊκών Συμβάσεων, ήτοι της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάγκη αναφοράς στις σχετικές πρόνοιες των εν λόγω Συνθηκών και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την βασική θέση ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να συνάδει με τις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος. Δεν αναφέρεται εδώ το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, του οποίου γίνεται συχνά επίκληση, καθ’ ότι τούτο περιλαμβάνει σωρεία μόνιμων παρεκκλίσεων από τις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξυπακούει εκ προοιμίου αποδοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση παρεκκλίσεων και σε ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού. (Aland Islands (Finland), Klaus Konle Vs Republic of Austria (C-302/97) (01/06/1999)).
Παρατίθενται, λοιπόν, οι εξής σχετιζόμενες με το Κυπριακό διατάξεις:
(α) Οι αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταγράφονται στο Άρθρο 2 της ενοποιημένης Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διαλαμβάνει τα εξής:
Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, την δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.
(β) Με το άρθρο 6 της Συνθήκης της Ε.Ε. (Σ.Ε.Ε.), ενσωματώνεται ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. στην Συνθήκη και συνομολογείται η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ένωσης, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Προάσπισης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
(γ) Όσον αφορά την αλληλεγγύη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε., το Άρθρο 42 παρ. 7 προνοεί ότι:
Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό δεν επηρεάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών.
Το άρθρο αυτό είναι σημαντικό, διότι σημαίνει ότι, αν η τουρκική στρατιωτική εισβολή γινόταν μετά από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004), η Ε.Ε. θα έπρεπε κανονικά να συνδράμει με όλα τα μέσα στην εξουδετέρωσή της, σύμφωνα μάλιστα και με το ψήφισμα 3212 του ΟΗΕ και τα ψηφίσματα 365 και 367 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Στο πνεύμα του άρθρου τούτου, όμως, η Ε.Ε. δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να ενεργήσει για τον τερματισμό και εξάλειψη των αποτελεσμάτων της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής.
Επιπροσθέτως, η επίκληση του Άρθρου 42.7. αντικρούει και το επιχείρημα της Τουρκίας για ανάγκη διατήρησης της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960, δεδομένου ότι αυτόματα καθίσταται η Ε.Ε εγγυητής της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως θα μετεξελιχθεί σε Ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία.
Δεδομένου ότι η Κύπρος, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λειτουργεί και θα λειτουργεί και μετά την εξεύρεση λύσης εντός της Ένωσης, η αναφορά στις βασικές πρόνοιες της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σχετίζονται με το Κυπριακό, είναι και χρήσιμη και αναγκαία. Επισημαίνονται σχετικά τα πιο κάτω άρθρα αυτής της Συνθήκης:
(α) Το Άρθρο 20 παρ. 2 υποπαρ. (α) διασφαλίζει «το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών» των Ευρωπαίων πολιτών.
Το Άρθρο 22 διασφαλίζει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι του κάθε Ευρωπαίου πολίτη στις τοπικές εκλογές και στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με βάση τον τόπο κατοικίας του.
Σημαντικό είναι το Κεφάλαιο IV, το οποίο διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, συμπληρωματικά προς τον τίτλο II του Τρίτου Μέρους, που διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών.
(β) Το Άρθρο 49 διασφαλίζει το δικαίωμα εγκατάστασης του Ευρωπαίου πολίτη σ’ οποιοδήποτε κράτος – μέλος.
Τόσο το Άρθρο 20 όσο και το Άρθρο 49 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σημαντικά άρθρα, καθ’ ότι αποκρούουν την θέση για μόνιμη παρέκκλιση όσον αφορά το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης, διαμονής και εγκατάστασης, προκειμένου να διασφαλιστεί η εθνοτική καθαρότητα της πολιτείας του Ομόσπονδου κράτους, που θα υπάγεται στην Τουρκοκυπριακή Διοίκηση.
Όσον αφορά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκ. 2000, όπως προσαρμόστηκε στις 12 Δεκ. 2007 και κατέστη δυνάμει του Άρθρου 6 της Σ.Ε.Ε. μέρος των ευρωπαϊκών συνθηκών, επισημαίνονται, σε σχέση με το Κυπριακό, τα εξής άρθρα:
(α) Το Άρθρο 17 διασφαλίζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, προνοώντας ότι:
Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφ’όσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.
Υπογραμμίζονται εδώ οι επιφυλάξεις για στέρηση ιδιοκτησίας για λόγους «δημόσιας ωφέλειας» και για περιορισμό στην χρήση «εφ’όσον τούτο είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον», διότι αυτές ανατρέπουν την αρχή της απολυτότητας του ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Σ’ αυτές τις επιφυλάξεις και στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις υποθέσεις Δημόπουλος και Μελεάγρου, είναι που αντανακλάται η αποδυνάμωση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, το οποίο η Ε/Κ πλευρά θεωρεί απόλυτο.
(β) Η απαγόρευση διακρίσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σε κάθε κράτος–μέλος για λόγους, μεταξύ άλλων, «εθνοτικής καταγωγής», και η ισότητα «μέλους εθνικής μειονότητας», καταγράφονται εμφαντικά στο Άρθρο 21 του Χάρτη.
(γ) Με τα άρθρα 39 και 40 του Χάρτη ρυθμίζεται, ωσαύτως, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι του κάθε Ευρωπαίου πολίτη στις εκλογές Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Άρθρο 39) και στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές «στο κράτος – μέλος κατοικίας του».
Τούτων λεχθέντων, τίθενται τα εξής βασικά ερωτήματα: με τόσα υποστηρικτικά κατά βάσιν ψηφίσματα διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, με τις ευνοϊκές δικαστικές αποφάσεις στις υποθέσεις Λοϊζίδου–Vs–Τουρκία και Κυπριακής Δημοκρατίας–Vs– Τουρκία και τόσες προστατευτικές πρόνοιες των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, πώς μπορεί να συνεχίζεται η κατάφωρη παραβίαση των αρχών του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου από την Τουρκία στην Κύπρο; Γιατί ο διεθνής και ευρωπαϊκός παράγων ανέχονται επί μισό σχεδόν αιώνα την παραβίαση των αρχών Δικαίου και την περιφρόνηση αποφάσεων του ΕΔΑΔ και του Δ.Ε.Ε. από την Τουρκία σε σχέση με την Κύπρο; Γιατί δεν επιτεύχθηκε η εξεύρεση δίκαιης λύσης στην βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και των αποφάσεων των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων στις υποθέσεις Λοϊζίδου, Τέταρτης Διακρατικής και Αποστολίδη μέχρι τώρα;
Πολλά μπορούν να λεχθούν σε απάντηση των ερωτημάτων αυτών. Για εξοικονόμηση χρόνου και αποφυγή αχρείαστης φιλολογίας, όμως, περιορίζονται λακωνικά οι απαντήσεις στα ακόλουθα:
Το Κυπριακό θεωρείται διεθνώς ως ζήτημα εξόχως πολιτικό, το οποίο από το 1963 έχει τον χαρακτήρα δικοινοτικής διαφοράς και εθνοτικής σύγκρουσης. Κατά τον διεθνή παράγοντα, το Κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί δικαστικά, αλλά πολιτικά, και στην βάση ενός πραγματιστικού συμβιβασμού. Σ’ αυτά τα πλαίσια, η πολιτική ή και στρατιωτική ή και οικονομική ισχύς και τα συμφέροντα διαδραματίζουν, δυστυχώς, ρυθμιστικό ρόλο στο διεθνές πεδίο, και στην βάση του κάθε κράτους επί εκάστου διεθνούς ζητήματος.
Συνεπακόλουθα, η Κύπρος, ως μικρή και ανίσχυρη χώρα, δεν μπορεί, δυστυχέστατα, να επιβάλει το δίκαιο δια της ισχύος, ούτε και να ενεργοποιήσει, στην βάση των εμπλεκόμενων συμφερόντων στην διεθνή σκακιέρα, τον ευρωπαϊκό παράγοντα ή και τις μεγάλες δυνάμεις προς την κατεύθυνση εξαναγκασμού της Τουρκίας και όχι απλώς επηρεασμού της, να τερματίσει την στρατιωτική κατοχή και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο.
Παρά ταύτα, έχοντας στην φαρέτρα μας, ως Ελληνοκυπριακή πλευρά, βασικά ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών και Ευρωπαϊκών Οργανισμών, τις Ευρωπαϊκές Συμβάσεις και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαιούμαστε να αγωνιζόμαστε για ένα καλύτερο μέλλον για την Κύπρο μας και το λαό της και να ευελπιστούμε ότι είναι εφικτό να επιτύχουμε την εξεύρεση λειτουργικής και βιώσιμης λύσης, που να συνάδει με τις βασικές αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Μια τέτοια λύση, που θα τερματίζει την στρατιωτική τουρκική κατοχή, θα επανενώνει την Κύπρο και τον λαό της και θα αποκαταστήσει την ειρηνική συμβίωση όλων των νομίμων κατοίκων της Κύπρου, η οποία επιδιώκεται να εξευρεθεί μέσω της ειρηνικής διαδικασίας των ενδοκυπριακών συνομιλιών, θα αποβεί όχι μόνον προς το όφελος των Ελληνοκυπρίων, αλλά προς όφελος και όλων των νόμιμων κατοίκων της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων.
* Νομικού, Πρώην Ευρωβουλευτού Πανεπιστήμιο Frederick
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου