Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

H λύση του Κυπριακού πρέπει να συνάδει με τις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Νέα Πολιτική


του Παναγιώτη Δημητρίου*
Αν η τουρκική στρατιωτική εισβολή γινόταν μετά από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004), η Ε.Ε. θα έπρεπε κανονικά να συνδράμει με όλα τα μέσα στην εξουδετέρωσή της.
Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν αποτυπώνεται μόνον στο Δικαστικό κεκτημένο, δηλαδή στις αποφά­σεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) ή και του Δικαστηρίου της Ευ­ρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ, άλλοτε ΔΕΚ), αλλά επεκτεί­νεται και στις βασικές πρόνοιες της Συνθήκης της Ευ­ρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) και της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως διαμορφώθηκαν με την υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Και, οπωσδήποτε, στο επίκεντρο της αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο βρίσκονται ο Χάρ­της των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, όπως και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιω­μάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθερι­ών, στην οποία προσεχώρησε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ένωση κρατών, το 2007, πέραν της προσχώρησης του κάθε κράτους μέλους της ξεχωριστά.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Δικαίου το Κυπριακό αναμφίβολα κατατάσσεται ως πρόβλη­μα παράνομης στρατιωτικής εισβολής και κατοχής και παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρ­κία στην Κύπρο. Τόσο τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στα οποία παραπέμπουν οι διακη­ρύξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά με το Κυ­πριακό, όσο και οι σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊ­κού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), τεκμαίρουν αδιάσειστα αυτή την διττή παραβίαση του Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου από την Τουρκία. Δηλαδή, πρώτον, την παραβίαση της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και, δεύτερον, την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμά­των στην Κύπρο από την Τουρκία.

Το θεμελιακό για την Κύπρο ψήφισμα της Γ.Σ. του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών 3212 της 01/11/74, που εγκρίθηκε ομόφωνα με 117 ψήφους υπέρ, περιλαμβα­νομένης και της ψήφου της Τουρκίας, και υιοθετήθη­κε από το Συμβούλιο Ασφαλείας με τα ψηφίσματα 365 της 13/12/1974 και 367 της 12/03/1975, εκφράζει πο­λιτικά, αλλά και δικαιϊκά, την ουσία του Κυπριακού προβλήματος. Σ’ αυτήν ακριβώς την βάση, όπως δι­αμορφώνεται με τα πιο πάνω ψηφίσματα, στηρίζεται πολιτικά και δικαστικά η αντιμετώπιση του Κυπριακού από το Συμβούλιο της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Ένω­ση, το ΕΔΑΔ και το ΔΕΕ.
Στην πρωτοποριακή απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπό­θεση Λοϊζίδου – Vs – Τουρκία, που εκδόθηκε στις 28 Ιουλίου 1998, όπως και στις αποφάσεις στις άλλες ατομικές προσφυγές εναντίον της Τουρκίας, με απο­κλίνουσες εξαιρέσεις τις υποθέσεις Δημόπουλος–Vs– Τουρκία και Μελεάγρου–Vs-Τουρκία, στις οποίες θα γίνει περαιτέρω αναφορά στην συνέχεια, καταδικάζε­ται απερίφραστα η Τουρκία για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Κύπρο.
Στην καθοδηγητική απόφασή του στην υπόθε­ση Λοϊζίδου–Vs–Τουρκία, το ΕΔΑΔ καταδίκασε την Τουρκία σε καταβολή αποζημιώσεων στην Τιτίνα Λο­ϊζίδου για αποστέρηση της περιουσίας της και επιβε­βαίωσε τον πλήρη σεβασμό στο δικαίωμα της ιδιοκτη­σίας, καλώντας την Τουρκία, και όχι το υποτελές όπως το αποκάλεσε «τουρκοκυπριακό κρατίδιο», να επι­τρέψει στην ιδιοκτήτρια την κατοχή και χρήση της πε­ριουσίας της.
Ευρύτερης σημασίας -πολιτικής και δικαιϊκής- εί­ναι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Κύπρος–Vs– Τουρκία, ημερ. 10 Μαΐου 2001 (Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή αρ. 25781/94), στην οποία το Δικαστή­ριο επισφράγισε την πολιτική και νομική οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας αφ’ ενός και την υποτέ­λεια του παράνομου «Τουρκοκυπριακού κρατιδίου» στην Τουρκία αφ’ ετέρου, και καταδίκασε την Τουρ­κία για σειρά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιω­μάτων στην Κύπρο και για την στάση της στο πρό­βλημα της διερεύνησης της τύχης των αγνοουμένων προσώπων κατά την τουρκική εισβολή του 1974. Γι’ αυτήν ακριβώς την στάση της Τουρκίας στο πρόβλη­μα των αγνοουμένων, επεδίκασε το ΕΔΑΔ σε βάρος της Τουρκίας τον Μάϊο του 2014 καταβολή αποζημι­ώσεων στους συγγενείς των αγνοουμένων ύψους €30 εκ., όπως και ποσό €60 εκ. για τους εγκλωβισμένους της Καρπασίας.
Το πνεύμα των αποφάσεων στις υποθέσεις Λοϊζί­δου–Vs–Τουρκία και Κύπρος–Vs– Τουρκία, δυστυχώς, όχι μόνον δεν αντανακλάται, αλλά αντίθετα διαφορο­ποιείται στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημό­πουλος–Vs–Τουρκία του Μαρτίου 2010, που συνεκδι­κάστηκε με άλλες επτά προσφυγές κατά της Τουρκίας για καταπάτηση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στην Κύ­προ. Στην υπόθεση Δημόπουλος, το ΕΔΑΔ αναγνώρι­σε την Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας (ΕΑΠ) του πα­ράνομου «Τ/Κ κρατιδίου» ως νόμιμο εσωτερικό ένδικο μέσον της κατοχικής Τουρκίας, μετά την συμμόρφωσή της προς τις καθοδηγητικές υποδείξεις του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Ξενίδη–Αρέστη–Vs–Τουρκία (7 Δεκεμβρίου 2006), που προηγήθηκε.
Η φαλκίδευση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, με την προδιαγραμμένη πρόταξη από την αναγνωρισμέ­νη πλέον από το ΕΔΑΔ Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτη­σίας του παράνομου «Τ/Κ κρατιδίου» του δικαιώμα­τος του χρήστη, έχει ανατρέψει τα ισχύοντα μέχρι το 2010 δικαστικά δεδομένα, όσον αφορά την καταπά­τηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία στην Κύπρο.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλου έχει έκδηλα πολιτικό υπόστρωμα, απότοκο, προφανώς, του γεγονότος ότι η παρέλευση του χρόνου δημιούρ­γησε νέες πολιτικοοικονομικές πραγματικότητες. Αυ­τές οι νέες πραγματικότητες, όσον αφορά την κατοχή και χρήση των περιουσιών, διασάλευσαν την θεμελι­ώδη δικαιϊκή αρχή του ΕΔΑΔ για πλήρη σεβασμό της ιδιοκτησίας. Δυστυχώς, στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και στον χώρο του ΕΔΑΔ, τα πολιτικά κριτή­ρια και οι πραγματικότητες αποτελούν αποφασιστικό στοιχείο διαμόρφωσης κρίσης ως προς το δίκαιο ή άδι­κο στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και στο κάθε συγκεκριμένο ζήτημα.
Το ΕΔΑΔ, στην ουσία, τονίζει απερίφραστα, μέσα από τις γραμμές της απόφασής του για την υπόθεση Δημόπουλου, ότι το περιουσιακό, ως μέρος του Κυπρι­ακού προβλήματος, θα λυθεί στην βάση των πραγματι­κοτήτων με την εξεύρεση λύσης. Χωρίς να παραγράφει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το φαλκιδεύει ουσιαστι­κά, συσχετίζοντάς το με το στοιχείο της χρήσης περι­ουσίας από άλλους και την μακροχρόνια απουσία των ιδιοκτητών, και ιδιαίτερα των κληρονόμων τους, από την «κατοικία» τους. Εξυπακούεται ότι το ΕΔΑΔ απο­δέχεται την δημιουργία δικαιωμάτων προς όφελος του χρήστη σε βάρος του ιδιοκτήτη, ανεξάρτητα αν ο χρήστης είναι παράνομος. Δηλαδή το ΕΔΑΔ υιοθε­τεί τις πρακτικές λύσεις σε βάρος των δικαιϊκών λύσε­ων και ακολουθεί το δόγμα του Ρωμαϊκού Δικαίου Lex Barbarious Philippus, και την αρχή που νομολογήθη­κε στην γνωστή υπόθεση Ναμίμπια, ότι «το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει την νομιμότητα κάποιων νομικών διευθετήσεων και ενεργειών, που γίνονται υπό τις πε­ριστάσεις».
Το πνεύμα στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθε­ση Δημόπουλου αντανακλάται κατ’ ακολουθίαν στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Μελεάγρου–Vs– Τουρκία της 2ας Απριλίου 2013, με την οποία το Δι­καστήριο θεμελίωσε τελεσίδικα τόσο την νομι­μότητα της Επιτροπής Ακίνητης Ιδιοκτησίας της παράνομης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» όσο και τις νομοθετικές ρυθμίσεις του πα­ράνομου αυτού κρατιδίου, τις οποίες εφαρμόζει η Επιτροπή σε σχέση με την διαχείριση περιουσιακών ζητημάτων.
Στην υπόθεση αυτή, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και ιδιαίτερα της κατοχής και χρήσης της ιδιοκτησί­ας ή και το αίτημα αποκατάστασης του ιδιοκτησια­κού δικαιώματος, έχει υπαχθεί στην διακριτική ευχέ­ρεια της παράνομης Επιτροπής Ακίνητης Ιδιοκτησίας της παράνομης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».
Οι αποφάσεις Δημόπουλου και Μελεάγρου του ΕΔΑΔ δεν συνάδουν, όμως, με το πνεύμα της απόφα­σης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε) στην υπόθεση Αποστολίδη-Vs–Όραμς, στην οποία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 28η Απριλί­ου 2009 αποφάσισε ότι η αναστολή του Κοινοτικού Κεκτημένου στο κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αδυ­ναμία άσκησης πραγματικού ελέγχου από την Κυπρι­ακή Δημοκρατία στο εν λόγω τμήμα δεν εμποδίζει την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσε­ων της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με ακίνη­τη ιδιοκτησία, που βρίσκεται στο κατεχόμενο από την Τουρκία βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Στην υπόθεση αυτή του Δ.Ε.Ε., ο κ. Αποστολίδης εξασφάλισε διάταγμα του Κυπριακού Δικαστηρίου εναντίον του ζεύγους Όραμς, που ανήγειρε παρά­νομα κατοικία στο κτήμα του, για καταβολή αποζη­μιώσεων και για απόδοση σ’ αυτόν του κτήματος. Η απόφαση δεν αναγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Βρε­ταννικό Δικαστήριο, καταχωρήθηκε έφεση στο Βρε­ταννικό Εφετείο και ακολούθησε παραπομπή στο Δ.Ε.Ε., το οποίο και εξέδωσε απόφαση για αναγνώρι­ση και εκτέλεση της απόφασης του Κυπριακού Δικα­στηρίου.
Την σύντομη αναφορά στις βασικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ και του ΔΕΕ ακολουθεί συμπληρωματικά πιο κάτω η παράθεση σχετικών με το Κυπριακό προ­νοιών των Ευρωπαϊκών Συμβάσεων, ήτοι της Συνθή­κης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπα­ϊκής Ένωσης. Η ανάγκη αναφοράς στις σχετικές πρό­νοιες των εν λόγω Συνθηκών και του Χάρτη Θεμελιω­δών Δικαιωμάτων, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την βασική θέση ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να συ­νάδει με τις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος. Δεν αναφέρεται εδώ το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, του οποίου γίνεται συχνά επίκληση, καθ’ ότι τούτο περιλαμβάνει σωρεία μόνιμων παρεκκλίσεων από τις αρχές και αξί­ες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξυπακούει εκ προοι­μίου αποδοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση παρεκκλί­σεων και σε ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού. (Aland Islands (Finland), Klaus Konle Vs Republic of Austria (C-302/97) (01/06/1999)).
Παρατίθενται, λοιπόν, οι εξής σχετιζόμενες με το Κυπριακό διατάξεις:
(α) Οι αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταγράφο­νται στο Άρθρο 2 της ενοποιημένης Συνθήκης της Ευ­ρωπαϊκής Ένωσης, που διαλαμβάνει τα εξής:
Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της αν­θρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρα­τίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμ­βανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανή­κουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, την δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.
(β) Με το άρθρο 6 της Συνθήκης της Ε.Ε. (Σ.Ε.Ε.), ενσωματώνεται ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. στην Συνθήκη και συνομολογείται η προσχώ­ρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ένωσης, στην Ευ­ρωπαϊκή Σύμβαση Προάσπισης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
(γ) Όσον αφορά την αλληλεγγύη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε., το Άρθρο 42 παρ. 7 προνοεί ότι:
Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των   Ηνωμένων Εθνών. Αυτό δεν επηρεάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρα­τών μελών.
Το άρθρο αυτό είναι σημαντικό, διότι σημαίνει ότι, αν η τουρκική στρατιωτική εισβολή γινόταν μετά από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004), η Ε.Ε. θα έπρεπε κανονικά να συνδράμει με όλα τα μέσα στην εξουδετέρωσή της, σύμφωνα μά­λιστα και με το ψήφισμα 3212 του ΟΗΕ και τα ψηφί­σματα 365 και 367 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Στο πνεύμα του άρθρου τούτου, όμως, η Ε.Ε. δεν απαλ­λάσσεται από την υποχρέωση να ενεργήσει για τον τερματισμό και εξάλειψη των αποτελεσμάτων της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής.
Επιπροσθέτως, η επίκληση του Άρθρου 42.7. αντι­κρούει και το επιχείρημα της Τουρκίας για ανάγκη δι­ατήρησης της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960, δεδο­μένου ότι αυτόματα καθίσταται η Ε.Ε εγγυητής της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της κυ­ριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως θα μετεξε­λιχθεί σε Ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία.
Δεδομένου ότι η Κύπρος, ως μέλος της Ευρωπαϊ­κής Ένωσης, λειτουργεί και θα λειτουργεί και μετά την εξεύρεση λύσης εντός της Ένωσης, η αναφορά στις βα­σικές πρόνοιες της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σχετίζονται με το Κυπριακό, είναι και χρήσιμη και αναγκαία. Επισημαί­νονται σχετικά τα πιο κάτω άρθρα αυτής της Συνθήκης:
(α) Το Άρθρο 20 παρ. 2 υποπαρ. (α) δι­ασφαλίζει «το δικαίωμα ελεύθερης κυκλο­φορίας και διαμονής στο έδαφος των κρα­τών μελών» των Ευρωπαίων πολιτών.
Το Άρθρο 22 διασφαλίζει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι του κάθε Ευ­ρωπαίου πολίτη στις τοπικές εκλογές και στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβου­λίου με βάση τον τόπο κατοικίας του.
Σημαντικό είναι το Κεφάλαιο IV, το οποίο διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλο­φορία προσώπων, υπηρεσιών και κεφα­λαίων, συμπληρωματικά προς τον τίτλο II του Τρίτου Μέρους, που διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών.
(β) Το Άρθρο 49 διασφαλίζει το δικαί­ωμα εγκατάστασης του Ευρωπαίου πολί­τη σ’ οποιοδήποτε κράτος – μέλος.
Τόσο το Άρθρο 20 όσο και το Άρθρο 49 της Συν­θήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ση­μαντικά άρθρα, καθ’ ότι αποκρούουν την θέση για μό­νιμη παρέκκλιση όσον αφορά το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης, διαμονής και εγκατάστασης, προκειμένου να διασφαλιστεί η εθνοτική καθαρότητα της πολιτεί­ας του Ομόσπονδου κράτους, που θα υπάγεται στην Τουρκοκυπριακή Διοίκηση.
Όσον αφορά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιω­μάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκ. 2000, όπως προσαρμόστηκε στις 12 Δεκ. 2007 και κατέστη δυνάμει του Άρθρου 6 της Σ.Ε.Ε. μέρος των ευρωπαϊκών συν­θηκών, επισημαίνονται, σε σχέση με το Κυπριακό, τα εξής άρθρα:
(α) Το Άρθρο 17 διασφαλίζει το δικαίωμα της ιδιο­κτησίας, προνοώντας ότι:
Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νο­μίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λό­γους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και ένα­ντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε πε­ριορισμούς από τον νόμο, εφ’όσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.
Υπογραμμίζονται εδώ οι επιφυλάξεις για στέρη­ση ιδιοκτησίας για λόγους «δημόσιας ωφέλειας» και για περιορισμό στην χρήση «εφ’όσον τούτο είναι ανα­γκαίο προς το γενικό συμφέρον», διότι αυτές ανατρέ­πουν την αρχή της απολυτότητας του ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Σ’ αυτές τις επιφυλάξεις και στις αποφά­σεις του ΕΔΑΔ στις υποθέσεις Δημόπουλος και Μελε­άγρου, είναι που αντανακλάται η αποδυνάμωση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, το οποίο η Ε/Κ πλευρά θεωρεί απόλυτο.
(β) Η απαγόρευση διακρίσεων σε ευρωπαϊκό επίπε­δο και σε κάθε κράτος–μέλος για λόγους, μεταξύ άλ­λων, «εθνοτικής καταγωγής», και η ισότητα «μέλους εθνικής μειονότητας», καταγράφονται εμφαντικά στο Άρθρο 21 του Χάρτη.
(γ) Με τα άρθρα 39 και 40 του Χάρτη ρυθμίζεται, ωσαύτως, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι του κάθε Ευρωπαίου πολίτη στις εκλογές Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Άρθρο 39) και στις δημοτικές και κοι­νοτικές εκλογές «στο κράτος – μέλος κατοικίας του».
Τούτων λεχθέντων, τίθενται τα εξής βασικά ερω­τήματα: με τόσα υποστηρικτικά κατά βάσιν ψηφί­σματα διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, με τις ευνοϊκές δικαστικές αποφάσεις στις υποθέσεις Λοϊζί­δου–Vs–Τουρκία και Κυπριακής Δημοκρατίας–Vs– Τουρκία και τόσες προστατευτικές πρόνοιες των Ευ­ρωπαϊκών Συνθηκών, πώς μπορεί να συνεχίζεται η κατάφωρη παραβίαση των αρχών του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου από την Τουρκία στην Κύ­προ; Γιατί ο διεθνής και ευρωπαϊκός παράγων ανέ­χονται επί μισό σχεδόν αιώνα την παραβίαση των αρχών Δικαίου και την περιφρόνηση αποφάσεων του ΕΔΑΔ και του Δ.Ε.Ε. από την Τουρκία σε σχέ­ση με την Κύπρο; Γιατί δεν επιτεύχθηκε η εξεύρεση δίκαιης λύσης στην βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και των αποφάσεων των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων στις υποθέσεις Λοϊζίδου, Τέταρτης Διακρατικής και Αποστολίδη μέχρι τώρα;
Πολλά μπορούν να λεχθούν σε απάντηση των ερω­τημάτων αυτών. Για εξοικονόμηση χρόνου και αποφυ­γή αχρείαστης φιλολογίας, όμως, περιορίζονται λακω­νικά οι απαντήσεις στα ακόλουθα:
Το Κυπριακό θεωρείται διεθνώς ως ζήτημα εξόχως πολιτικό, το οποίο από το 1963 έχει τον χαρακτήρα δι­κοινοτικής διαφοράς και εθνοτικής σύγκρουσης. Κα­τά τον διεθνή παράγοντα, το Κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί δικαστικά, αλλά πολιτικά, και στην βάση ενός πραγματιστικού συμβιβασμού. Σ’ αυτά τα πλαίσια, η πολιτική ή και στρατιωτική ή και οικονομική ισχύς και τα συμφέροντα διαδραματίζουν, δυστυχώς, ρυθμιστικό ρόλο στο διεθνές πεδίο, και στην βάση του κάθε κρά­τους επί εκάστου διεθνούς ζητήματος.
Συνεπακόλουθα, η Κύπρος, ως μικρή και ανίσχυρη χώρα, δεν μπορεί, δυστυχέστατα, να επιβάλει το δίκαιο δια της ισχύος, ούτε και να ενεργοποιήσει, στην βάση των εμπλεκόμενων συμφερόντων στην διεθνή σκακι­έρα, τον ευρωπαϊκό παράγοντα ή και τις μεγάλες δυ­νάμεις προς την κατεύθυνση εξαναγκασμού της Τουρ­κίας και όχι απλώς επηρεασμού της, να τερματίσει την στρατιωτική κατοχή και την παραβίαση των ανθρωπί­νων δικαιωμάτων στην Κύπρο.
Παρά ταύτα, έχοντας στην φαρέτρα μας, ως Ελ­ληνοκυπριακή πλευρά, βασικά ψηφίσματα του Ορ­γανισμού Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών και Ευρωπαϊκών Οργανισμών, τις Ευρωπαϊκές Συμβά­σεις και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαι­ωμάτων, δικαιούμαστε να αγωνιζόμαστε για ένα κα­λύτερο μέλλον για την Κύπρο μας και το λαό της και να ευελπιστούμε ότι είναι εφικτό να επιτύχουμε την εξεύρεση λειτουργικής και βιώσιμης λύσης, που να συνάδει με τις βασικές αρχές και αξίες της Ευρωπαϊ­κής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Μια τέτοια λύση, που θα τερματίζει την στρατιωτική τουρκική κατοχή, θα επανενώνει την Κύπρο και τον λαό της και θα αποκαταστήσει την ειρηνική συμβίωση όλων των νομίμων κατοίκων της Κύπρου, η οποία επιδι­ώκεται να εξευρεθεί μέσω της ειρηνικής διαδικασίας των ενδοκυπριακών συνομιλιών, θα αποβεί όχι μό­νον προς το όφελος των Ελληνοκυπρίων, αλλά προς όφελος και όλων των νόμιμων κατοίκων της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμε­νίων και Λατίνων.
* Νομικού, Πρώην Ευρωβουλευτού Πανεπιστήμιο Frederick


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου