Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ο Χάγιεκ, ο Φρίντμαν και τα μονοπώλια

Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση



Του Ευθύμη Φρεντζαλά
Η συγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας σε χέρια λίγων δεν είναι βέβαια σημερινό μόνο φαινόμενο. Η τάση προς το μονοπώλιο υπήρχε και παλαιότερα και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι ένιωθαν πως όφειλαν μία απάντηση στις κατηγορίες των σοσιαλιστών πως ο καπιταλισμός ευνοεί την ύπαρξη μονοπωλίων γιατί λόγου χάρη οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις αρέσκονται στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Άλλοι σοσιαλιστές, αλλά σαφώς λιγότεροι, ισχυρίζονταν πως ο ανταγωνισμός εξαλειφόταν σταδιακά και αυθόρμητα από τις τεχνολογικές αλλαγές.  Δύο από τους πιο φημισμένους φιλελεύθερους οικονομολόγους ο Χάγιεκ  και ο μαθητής του Φρίντμαν μετά από αυτόν ανέλαβαν  κι αυτοί το δύσκολο καθήκον να διαλύσουν και αυτούς τους «σοσιαλιστικούς μύθους».
Η  τάση προς το μονοπώλιο έτσι ταυτίζεται για τον Χάγιεκ με την τάση προς τον σχεδιασμό, άρα με την τάση προς τον κεντρικό σχεδιασμό, άρα με τον σοσιαλισμό. Εφόσον η σταδιακή ανάπτυξη του μονοπωλίου εξαλείφει τον ανταγωνισμό, τη θεμελιώδη αξία του φιλελευθερισμού, δεν μπορεί να ευθύνεται ο καπιταλισμός γι’ αυτήν. Έτσι, ανενδοίαστα γράφει (στο βιβλίο του ο Δρόμος προς την Δουλεία, εκδ. Παπαδόπουλος, σελ. 103) πως «η τάση προς το μονοπώλιο και το σχεδιασμό δεν είναι αποτέλεσμα αντικειμενικών (τάχα) δεδομένων πέρα από τον έλεγχό μας, αλλά προϊόν απόψεων (σοσιαλιστικών εννοείται) που υποθάλπονται και διαδίδονται εδώ και μισό αιώνα, μέχρι που κατέληξαν να δεσπόζουν σε όλες τις πολιτικές μας». Οι σοσιαλιστές μετέστρεψαν την κοινή γνώμη των χωρών τους, με την προπαγάνδα τους κατά του ανταγωνισμού, υπέρ των μονοπωλίων. Και μη βιαστεί κανείς να σκεφτεί πως είχε στον νου του κυρίως το κρατικό μονοπώλιο, γιατί μόνο δευτερευόντως αναφέρεται σε αυτό. Τον απασχολούν σχεδόν αποκλειστικά οι μεγάλες επιχειρήσεις και η καταστροφική επίδραση της θεωρίας του Κ. Μαρξ περί «συγκέντρωσης της βιομηχανίας»…

Αν και γράφει πως το μονοπώλιο προκύπτει μέσω δόλιων συμφωνιών και προωθείται από δημόσιες (καπιταλιστικές βέβαια) πολιτικές (σελ. 106), στη ζυγαριά των αιτιών πιο πολύ γι” αυτόν ζυγίζουν οι  εχθροί του ανταγωνισμού που ρέπουν συνειδητά ή όχι προς τον σχεδιασμό. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, επιτρέπεται κανείς να ισχυριστεί πως και οι μονοπωλητές δεν είναι παρά θύματα της προπαγάνδας των σοσιαλιστών…  Η υποχώρηση, όμως, του ανταγωνισμού και η ανάπτυξη του μονοπωλίου δεν μπορεί, επίσης, να είναι αναγκαία συνέπεια της εξέλιξης του καπιταλισμού γιατί εμφανίστηκαν για πρώτη φορά όχι σε χώρες με προηγμένο οικονομικό σύστημα αλλά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα στις σχετικά νέες τότε βιομηχανικές χώρες, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία.  Οι κυβερνήσεις των δύο αυτών χωρών χρησιμοποίησαν το μέσο του προστατευτισμού εγκαινιάζοντας το πρώτο μεγάλο πείραμα «επιστημονικού σχεδιασμού» επηρεασμένες, αν και καπιταλιστικές, σε μεγάλο βαθμό από τις θεωρίες σοσιαλιστών της εποχής, όπως οι κυβερνήσεις της Γερμανίας κυρίως από τις θεωρίες του Ζόμπαρτ. Θα αρκούσε η αναφορά ενός μόνο ονόματος κάποιου Γερμανού υπουργού Οικονομικών που παρασύρθηκε από την προπαγάνδα των σοσιαλιστών, αλλά τι χρεία έχουμε παραδειγμάτων όταν τα γεγονότα «μιλούν» από μόνα τους; Στην Αγγλία δε, η μονοπωλιακή οργάνωση της βιομηχανίας και η κατάπνιξη του ανταγωνισμού που διεξήχθησαν τη δεκαετία του 1930 μετά το μεγάλο κραχ κακώς διεξήχθησαν αφού «διεξήχθησαν επίσης στην υπηρεσία του ιδεώδους που ονομάζουμε σήμερα σχεδιασμό» κι ενάντια στην θέληση της κοινής γνώμης, η οποία αναφανδόν υποστήριζε τον ανταγωνισμό, μας διαβεβαιώνει ο Χάγιεκ, ως σφυγμομέτρης της κοινής γνώμης. Η κρίση, δηλαδή, είχε χτυπήσει τις πόρτες των αγγλικών νοικοκυριών αλλά εκείνα απτόητα ορκιζόντουσαν πίστη στην ανταγωνιστική οικονομία και αηδία για τον προστατευτισμό…
Ο Χάγιεκ αποδίδει την τάση προς το μονοπώλιο και στην κρυφή επιθυμία πολλών επιχειρηματιών να απολαμβάνουν την ασφάλεια των δημοσίων υπαλλήλων (σελ 303). Καθώς συνειδητοποίησαν σταδιακά πως κάθε επιδρομή στα κέρδη τους, είτε προς το συμφέρον συγκεκριμένων προνομιούχων ομάδων (κυρίως προς το συμφέρον των εργαζόμενων σε μονοπωλιακές επιχειρήσεις)  είτε του κράτους συνολικά, τείνει να δημιουργεί νέα κατεστημένα συμφέροντα που συμβάλλουν στην ενίσχυση του μονοπωλίου, όλοι οι μονοπωλητές επιδίωξαν και πέτυχαν με τον καιρό την υποστήριξη ολοένα περισσότερων από τις υπόλοιπες ομάδες της κοινωνίας και την υποστήριξη του κράτους για την διασφάλιση της  θέσεώς τους και των κερδών τους. Το κοινό πείστηκε πως το μονοπώλιο παρέχει υψηλότερους μισθούς στους εργαζόμενούς του και το κράτος πως ο σχηματισμός μονοπωλίων εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Σε μία απέλπιδα προσπάθεια να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, ο Χάγιεκ προτρέπει τα κράτη στο να κάνουν τους μονοπωλητές τους αποδιοπομπαίους τράγους της οικονομικής τους πολιτικής. Κατά τα άλλα, μόνο οι σοσιαλιστές είναι μονομανείς ιδεαλιστές για τον  Χάγιεκ, που πίστευε πως θα τετραγωνιζόταν τόσο εύκολα ο φαύλος κύκλος της διαπλοκής μεταξύ κυβερνήσεων και μονοπωλητών.
Ο μαθητής του Χάγιεκ, ο Μίλτον Φρίντμαν, συμφωνεί με τον δάσκαλό του στο ότι το μονοπώλιο είναι μεγαλύτερη είδηση και προσελκύει μεγαλύτερη προσοχή απ’ ότι ο ανταγωνισμός. Αλλά φαίνεται πως διαφωνεί με τον δάσκαλό του ως προς τη σημασία του μονοπωλίου. Ενώ ο Χάγιεκ αποδίδει στην τάση προς το μονοπώλιο βαρύνουσα  σημασία για να την «φορτώσει» στη συνέχεια  εύκολα στους οπαδούς του σχεδιασμού, ώστε να αποστομώσει όλους τους κακεντρεχείς που τολμούν να λένε  για αυτήν την τάση ότι είναι το πιο αδύνατο σημείο του καπιταλισμού, ο Φρίντμαν, έχοντας προηγουμένως συνειδητοποιήσει προφανώς τα κενά της αντίστοιχης θεωρίας του δασκάλου του, ισχυρίζεται πως το μονοπώλιο δεν διαθέτει τόση δύναμη πια ώστε να μπορεί να του καταλογίσει  κάποιος την εξάλειψη του ανταγωνισμού, αφού είναι πιο πολλές οι τεχνολογικές αλλαγές που επεκτείνουν τον ανταγωνισμό από αυτές που προάγουν το μονοπώλιο. Ο ανταγωνισμός γι’ αυτόν είναι σχεδόν ανίκητος, όση άμεση και έμμεση κυβερνητική  υποστήριξη κι αν κερδίσει η τάση προς το μονοπώλιο, όσα προστατευτικά μέτρα κι αν παρθούν υπέρ της. Έτσι δεν διστάζει να ισχυριστεί πως το ανεξέλεγκτο ιδιωτικό μονοπώλιο είναι το μικρότερο κακό σε σχέση με το κρατικό ή με την κυβερνητική διαχείριση ενός μονοπωλίου, γιατί σε αντίθεση με αυτούς τους ανταγωνιστές του είναι εξαιρετικά εύκολο να ανατραπεί από «δυναμικές αλλαγές» που αναπόφευκτα θα προκύψουν, εννοώντας προφανώς τις τεχνολογικές αλλαγές (στο βιβλίο του Καπιταλισμός και Ελευθερία, εκδ. Παπαδόπουλος, σελ 188). Εξάλλου, καθώς τα καρτέλ στηρίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και ελπίδα για τήρηση των συμφωνιών, αρκεί μόνο ένας απατεώνας  για να σπάσουν, ο οποίος δεν αργεί να εμφανιστεί, αφού το κίνητρο για αύξηση της παραγωγής και των κερδών είναι τόσο ισχυρό που σίγουρα θα οδηγήσει κάποιον ή κάποιους να αθετήσουν σιωπηρά την συμφωνία, μειώνοντας τις τιμές των προϊόντων σε βάρος των υπολοίπων. Οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι, δε, έχουν κάνει τις συμπράξεις αυτές ακριβότερες, οπότε δεν είναι καν βέβαιο πως συμφέρουν πλέον τους ενδιαφερόμενους… Ο Φρίντμαν, σε αντίθεση με τον δάσκαλό του επίσης, δεν αποδίδει την τάση προς το μονοπώλιο στους θεωρητικούς του σοσιαλισμού αλλά στην κακή φορολογική πολιτική των κυβερνήσεων και συγκεκριμένα στους νόμους που ευνοούν την παρακράτηση των εταιρικών κερδών και την διασπάθιση του κεφαλαίου, και που αποτελούν μια σημαντική πηγή ισχύος για τις καθιερωμένες εταιρίες σε σχέση με τις καινούργιες,  στον φόρο επί των εταιριών που πρέπει να καταργηθεί και στους υπέρογκους ατομικούς φόρους εισοδήματος. Μάλλον η άγνοια οδηγεί τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις να ψηφίζουν αντιφιλελεύθερους νόμους…
Ένα ακόμη δείγμα, αν όχι μία τρανταχτή απόδειξη, της ανοχής του Φρίντμαν απέναντι στην τάση προς το μονοπώλιο είναι και η άποψή του πως ο μονοπωλητής «πρέπει να παραιτηθεί της δύναμής του όχι μόνο για να προωθήσει τα ίδια του τα συμφέροντα, αλλά και για να προωθήσει κοινωνικά επιθυμητούς σκοπούς. Όμως, η ευρεία εφαρμογή ενός τέτοιου δόγματος θα κατέστρεφε μια ελεύθερη κοινωνία» (στο ίδιο, σελ. 177). Ο μονοπωλητής μπορεί να προσβάλει βάναυσα τον απρόσωπο χαρακτήρα μιας  ανταγωνιστικής αγοράς επειδή είναι ορατός, αλλά  αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η ανταγωνιστική αυτή αγορά οφείλει να του φερθεί εξίσου βάναυσα. Πρέπει να του φερθεί αντιθέτως αρκετά προσεκτικά γιατί μπορεί να περιοριστεί η δύναμή του από  «δυναμικές αλλαγές» χωρίς καμία δική της επέμβαση, που θα συνιστούσε ίσως έναν ακραίο περιορισμό της ατομικής ελευθερίας όχι μόνο του μονοπωλητή αλλά και όλων των επίδοξων μονοπωλητών. Το καλύτερο γι’ αυτόν θα ήταν ο ίδιος ο μονοπωλητής να συνειδητοποιούσε μόνος του τις «κακές υπηρεσίες» του προς την ανταγωνιστική οικονομία  και να παραχωρούσε αυτοβούλως χώρο και σε άλλους επίδοξους μονοπωλητές… Το άξιζε πραγματικά το Νόμπελ Οικονομίας που του απονεμήθηκε. Αν και θα του ταίριαζε το Νόμπελ Φαντασίας, αν υπήρχε.
Τα ίδια θα έλεγαν και σήμερα αν ζούσαν οι δύο οικονομολόγοι και για τις πολυεθνικές καθώς και για τις τόσες κυβερνητικές πολιτικές που προωθούν τα συμφέροντα των πολυεθνικών, που έχουν φτάσει στο σημείο να κατέχουν το 60 % περίπου των παγκόσμιων εμπορικών ανταλλαγών, τις οποίες διενεργούν με τις θυγατρικές τους σε όλο τον κόσμο. Θα μας έλεγαν, δηλαδή, πως καλά κρατούν ακόμη τόσο οι αντιφιλελεύθεροι φορολογικοί νόμοι όσο και η προπαγάνδα των σοσιαλιστών. Η άποψη του Χάγιεκ πως «συνιστά λεκτική κατάχρηση να ισχυρίζεται κανείς ότι την εξουσία την κατέχουν όλοι οι καπιταλιστές μαζί», λόγω του ότι δεν καταφέρνουν ποτέ να συντονίσουν τη δράση τους, φαντάζει σήμερα ακόμη πιο αστεία, την ώρα που οι πολυεθνικές προωθούν την γνωστή συμφωνία ΤΤΙΡ την οποία διαπραγματεύονται απολύτως μυστικά με τις κυβερνήσεις ισχυρών κρατών. Αφού οι πολυεθνικές κάνουν ήδη σχεδόν όλα όσα προβλέπει η συμφωνία, δεν θα χαθεί και ο κόσμος αν τελικά δεν υπογραφεί. Μόνο οι τεχνολογικές αλλαγές τις τρομάζουν και μη τυχόν «γυρίσουν τα μυαλά» των κρατών και κηρύξουν πόλεμο εναντίον τους…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου