Νέα Πολιτική
του Δρα Κώστα Παπασταύρου*
Αναμφισβήτητα, διανύουμε μια νέα εποχή στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σε σχέση με την εκμετάλλευση υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, και αναμένεται ότι οι εμπλεκόμενες χώρες θα επωφεληθούν πολλαπλά, εξασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων αλλά και των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου και του θαλάσσιου/χερσαίου οικοσυστήματος.
Ειδικώτερα, όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πτυχές του θέματος, λόγω της φύσης των εργασιών αναζήτησης, έρευνας και εξόρυξης, ασφαλώς υπάρχουν δυνητικές δυσμενείς επιπτώσεις στα θαλάσσια θηλαστικά, τις θαλάσσιες χελώνες και την βενθική κοινότητα, καθώς και στην ποιότητα του νερού και του αέρα, στα ναυάγια και τους ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους. Παράλληλα και σε γενικές γραμμές, στην συζήτηση όσον αφορά την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η απειλή προς την τουριστική βιομηχανία λόγω κινδύνου ρύπανσης των θαλασσών, αλλά και η πιθανή ασυμβατότητα με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης τις πιθανής σύγκρουσης πολιτικών περί ενεργειακών πηγών.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν λεπτομερώς δεκάδες επί μέρους δυνητικές επιπτώσεις, τόσο στο στάδιο της αναζήτησης (αφορά δραστηριότητες για τον εντοπισμό των υδρογονανθράκων ή/και αξιολόγηση της δυνατότητας εξεύρεσης υδρογονανθράκων με μεθόδους εκτός από αυτές των γεωτρήσεων, π.χ. γεωλογική δειγματοληψία ή σεισμική έρευνα), όσο και στο στάδιο της έρευνας (αφορά ερευνητικές διαδικασίες με οποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδο, συμπεριλαμβανομένου γεωτρήσεων), αλλά βεβαίως και στο στάδιο της εκμετάλλευσης (ανάπτυξη και παραγωγή), που αφορά την διαδικασία για την εμπορική εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Ειδικά στο τελευταίο αυτό στάδιο, οι δραστηριότητες περιλαμβάνουν την διάνοιξη φρεατίων ανάπτυξης, την δημιουργία των εγκαταστάσεων παραγωγής, το δίκτυο των σωληνώσεων, την λειτουργία των συστημάτων και την τελική αποσυναρμολόγηση των εγκαταστάσεων, εκτός της διύλισης.
Όσον αφορά συγκεκριμένα τις πιθανές επιπτώσεις στο θαλάσσιο ή και παράκτιο περιβάλλον που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις πιο πάνω εργασίες, είτε κατά την κανονική λειτουργία των εγκαταστάσεων είτε από ατυχήματα, ενδεικτικά αναφέρονται επιπτώσεις:
στα θαλάσσια θηλαστικά και χελώνες, από τον θόρυβο και εργασίες συναρμολόγησης ή και αποξήλωσης εγκαταστάσεων,
στις βενθικές βιοκοινωνίες, από τις διαταραχές στον πυθμένα της θάλασσας και τα απόβλητα των γεωτρήσεων,στους υποβρύχιους αρχαιολογικούς χώρους, λόγω αναταράξεων του πυθμένα, στην αλιεία και την ναυτιλία, από τα σκάφη και τις εγκαταστάσεις, στην κίνηση των πτηνών από πτήσεις ελικοπτέρων, στο θαλάσσιο περιβάλλον από διαρροές υδρογονανθράκων και άλλων χημικών ουσιών.
Ακόμη και αν οι ανησυχίες μας για το περιβάλλον είναι περιορισμένες, οι πιθανές επιπτώσεις στην οικονομία και στην κοινωνία από εργασίες έρευνας/εξόρυξης ή και μεταφοράς (μέσω ατυχίας αγωγού) ή ακόμη και προσάραξης/σύγκρουσης πετρελαιοφόρου, είναι θέμα πολύπλοκο που άπτεται της ανάγκης λήψης μέτρων σε επίπεδα πολιτικής, νομοθεσίας και πρακτικής εκ μέρους κυρίως του κράτους, της βιομηχανίας και άλλων εμπλεκόμενων φορέων.
Ενδεικτικά, η έκρηξη της εξέδρας γεώτρησης σε κοιτάσματα πετρελαίου της Deepwater Horizon στον Κόλπο του Μεξικού στις 20 Απριλίου 2010, και η επακόλουθη τεράστια διαρροή πετρελαίου από την πετρελαιοπηγή στον βυθό της θάλασσας, προκάλεσαν σημαντική περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική ζημία. Συγκεκριμένα, έντεκα ζωές χάθηκαν από την έκρηξη και την πυρκαϊά που ακολούθησε. Υπολογίζεται ότι 5 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου είχαν διαρρεύσει στον ωκεανό μέχρι να σταματήσει η διαρροή μετά από 85 ημέρες, και ότι ρυπάνθηκαν 350 – 450 χιλιόμετρα ακτών των ΗΠΑ. Η οικονομική ζημιά αποτιμάται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολλάρια.
Ο ευρωπαϊκός κλάδος υπεράκτιας εκμετάλλευσης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν έμεινε αλώβητος από σοβαρά ατυχήματα στο παρελθόν, όπως έδειξαν τα ατυχήματα στις εξέδρες άντλησης Piper Alpha και Alexander Kielland στην Βόρειο Θάλασσα. Κατόπιν αυτών, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν θεσπίσει, τα τελευταία χρόνια, αυστηρές απαιτήσεις ασφαλείας και καθεστώτα κανονιστικών ρυθμίσεων. Ωστόσο, η εμπειρία από το ατύχημα στην εξέδρα Deepwater Horizon έχει οδηγήσει σε ειλικρινή προβληματισμό και στην Ευρώπη, σχετικά με το κατά πόσον το σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο και οι πρακτικές επαρκούν από την άποψη της ασφάλειας, της ετοιμότητας και αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
Στα ύδατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Μεσόγειο, υπάρχουν σήμερα περισσότερες από 100 εγκαταστάσεις που λειτουργούν, και έχουν αναφερθεί σχέδια γιά νέες έρευνες στις ζώνες της Ελλάδας, Μάλτας και της Κύπρου. Εξ άλλου, έρευνα για πετρέλαιο και φυσικό αέριο ή αντίστοιχη παραγωγή διενεργείται σε άμεση γειτονία με την ΕΕ στα ανοικτά των ακτών της Αλγερίας, την Κροατίας, της Αιγύπτου, του Ισραήλ, της Λιβύης, της Τυνησίας, της Τουρκίας και της Ουκρανίας. Λόγω του ημίκλειστου χαρακτήρα και της ιδιαίτερης υδροδυναμικής της Μεσογείου Θαλάσσης, ένα ατύχημα του είδους που συνέβη στον Κόλπο του Μεξικού θα μπορούσε να έχει άμεσες διασυνοριακές αρνητικές συνέπειες στην μεσογειακή οικονομία και στα εύθραυστα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα. Η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινδύνων που προέρχονται από τέτοιες δραστηριότητες, μπορεί να υποσκάψει σοβαρά τις προσπάθειες της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Σλοβενίας, της Μάλτας και της Κύπρου για την επίτευξη και την διατήρηση καλής περιβαλλοντικής κατάστασης των θαλασσίων υδάτων τους, όπως απαιτεί η Οδηγία Πλαίσιο 2008/56/ΕΚ για την θαλάσσια στρατηγική, καθώς και η συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβαν η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Σλοβενία, η Μάλτα, η Κύπρος και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως συμβαλλόμενα μέρη στην Σύμβαση της Βαρκελώνης.
Η Ε.Ε έχει συμφέρον να διατηρήσει την εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, για λόγους ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, καθώς και για την διατήρηση των θέσεων εργασίας και των επιχειρηματικών ευκαιριών της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μολονότι δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν πλήρως οι κίνδυνοι από τις περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου της υπεράκτιας εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, η λύση είναι να κατοχυρώνεται η ασφάλεια και η ακεραιότητα των εργασιών και η μέγιστη προστασία των πολιτών και του περιβάλλοντος. Με αυτά τα δεδομένα, ασφαλώς, η πρόληψη είναι καλύτερη σε σχέση με την εκ των υστέρων λήψη μέτρων για αντιμετώπιση της ρύπανσης.
οι ιδιαίτερες προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο
Η έρευνα και η εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, παρά τους περιβαλλοντικούς κινδύνους, μπορεί να προχωρήσει χωρίς άλλη καθυστέρηση, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν τόσο οι βέλτιστες πρακτικές στις εγκαταστάσεις έρευνας και εξόρυξης, όσο και τα αναγκαία μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και ανθρώπινων κοινωνιών ειδικώτερα. Η μέχρι τώρα ιστορία απέδειξε ότι πάντα ενυπάρχει το ενδεχόμενο σοβαρής ρύπανσης, με ανυπολόγιστες ζημιές στους θαλάσσιους και παράκτιους πόρους, περιβάλλον, οικονομία, ανθρώπους.
Ειδικώτερα, λοιπόν, για τις χώρες (και τα νησιά) της Ανατολικής Μεσογείου, πολλά πρέπει να γίνουν, λόγω ιδιαίτερα του χαρακτήρα της μεγάλης ακτογραμμής με διαφορετικά εδαφολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, της οικονομικής συνεισφοράς του θαλάσσιου και παράκτιου τουρισμού, αλλά και της αλιείας, της κοινωνικής πτυχής (παράκτια βρίσκονται εκατοντάδες κοινότητες και σχετικές υποδομές, όπως αλιευτικά καταφύγια, λιμανάκια, μαρίνες κ.ά.), της οικολογικής αξίας (λόγω θαλάσσιων πάρκων και περιοχές προστασίας) κλπ.
Για αυτό, η εκτίμηση του κινδύνου ως διαδικασία καταγραφής του δυνητικού κινδύνου πρόκλησης ατυχήματος, συνοδευόμενη βέβαια με προτάσεις για λήψη των αναγκαίων μέτρων, δεν περιορίζεται στο σημείο των εργασιών εξόρυξης, αλλά περιλαμβάνει με την ίδια λογική και την κάθε νησιωτική και ηπειρωτική ακτογραμμή. Σε αυτήν, με βάση καθιερωμένους δείκτες, πρέπει να επιχειρείται στο προληπτικό στάδιο η ετοιμασία προδιαγεγραμμένου σχεδίου δράσης, γεγονός που επιτυγχάνει στον μέγιστο δυνατό και αποδοτικό βαθμό την αντιμετώπιση πιθανής μεγάλης πετρελαιοκηλίδας, στην περίπτωση που αυτή εκδηλωθεί.
Γενικά, η όλη λογική αντιμετώπισης της δημιουργίας προβλημάτων στο περιβάλλον και τον άνθρωπο αφορά τον σχεδιασμό προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, παράλληλα όμως απαιτείται η ύπαρξη κατάλληλης πολιτικής, θεσμικό και νομικό πλαίσιο το οποίο θα εγγυάται τον άρτιο σχεδιασμό εγκαταστάσεων, την ασφαλή λειτουργία, το συστηματικό έλεγχο και επιθεώρηση από τις Αρχές, την συντήρηση του εξοπλισμού και την εκπαίδευση του προσωπικού, τα σχέδια αντιμετώπισης ατυχημάτων κλπ. Η συγκεκριμένη λογική ισχύει για τις δύο κύριες δυνητικές μεγάλες πηγές ρύπανσης από πετρέλαιο, δηλαδή (α) τις εγκαταστάσεις έρευνας & εξόρυξης και (β) τα πετρελαιοφόρα πλοία. Πέραν, βέβαια, αυτού, εκ των ων ουκ άνευ θεωρείται και η ανάγκη για κατάλληλη οργάνωση, σε προληπτικό και κατασταλτικό επίπεδο, στην παράκτια ζώνη, για να ανταποκριθεί με τις λιγώτερες δυνατές απώλειες και ζημιές σε περίπτωση εκδήλωσης του ατυχήματος στην ανοικτή θάλασσα αλλά και των σχετικών επιπτώσεων στην ακτογραμμή και στα παράλια.
Μπροστά στις προκλήσεις που παρουσιάζονται για την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, αλλά και των ανθρώπινων κοινωνιών που κατοικούν στην παράκτια περιοχή, τόσο η διεθνής όσο ιδιαίτερα και η ευρωπαϊκή νομοθεσία, καλύπτουν, τουλάχιστον θεωρητικά, εν πολλοίς, τις ανάγκες αντιμετώπισης προβλημάτων ρύπανσης και προστασίας του περιβάλλοντος, τόσο σε περιπτώσεις κανονικής λειτουργίας, όσο και σε περιπτώσεις ατυχημάτων. Ιδιαίτερο φόβο προκαλεί το ενδεχόμενο πρόκλησης μεγάλης πετρελαιοκηλίδας, γεγονός που απαιτεί ιδιαίτερη οργάνωση, τόσο σε κρατικό, όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Νομοθετική κάλυψη
Όσον αφορά τις εργασίες στις εγκαταστάσεις έρευνας & εξόρυξης, πέραν των οποιωνδήποτε μέτρων που υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο, σημαντική αξία θα έχουν τα ακόλουθα δύο νομικά εργαλεία:
(α) το Πρωτόκολλο Offshore της Σύμβασης της Βαρκελώνης, που ευρίσκεται σε ισχύ, και είναι επικυρωμένο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κράτη μέλη της Ε.Ε. Το εν λόγω πρωτόκολλο καλύπτει ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων εξερεύνησης και εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας και του βυθού και του υπεδάφους του, απαιτήσεων άδειας, απομάκρυνσης εγκαταλελειμμένων ή παροπλισμένων εγκαταστάσεων, χρήσης και απομάκρυνσης επιβλαβών ουσιών, ευθύνη και απαιτήσεις αποζημίωσης, συντονισμό με άλλα μέρη στην Σύμβαση σε περιφερειακό επίπεδο, πρόνοιες για ασφάλεια, σχέδια έκτακτης ανάγκης και έλεγχο των σχετικών εργασιών. Το εν λόγω πρωτόκολλο εγκρίθηκε κατά την δεκαετία του ΄90, συνεκτιμώντας τις διατάξεις που περιέχονται στην Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (Δεκ. 1982) και ετέθη σε ισχύ το 2011. Μέχρι σήμερα το έχουν επικυρώσει η Αλβανία, η Τυνησία, το Μαρόκο, η Λιβύη, η Κύπρος και η Συρία. Ορισμένα κράτη μέλη της Ε.Ε, που είναι συμβαλλόμενα μέρη στην Σύμβαση της Βαρκελώνης, έχουν ήδη ανακοινώσει τους τελευταίους μήνες την πρόθεσή τους να το επικυρώσουν, όπως επίσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκ μέρους της Ε.Ε, ως πλήρες μέλος. Υπενθυμίζεται ότι η σύμβαση για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και των παρακτίων περιοχών της Μεσογείου, γνωστή και ως «Σύμβαση της Βαρκελώνης», συνήφθη αρχικά στην Βαρκελώνη το 1976 και τροποποιήθηκε το 1995. Η Σύμβαση άρχισε να ισχύει το καλοκαίρι του 2004. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος στην Σύμβαση, όπως είναι η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Σλοβενία, η Μάλτα και η Κύπρος, μαζί με 14 άλλες χώρες της Μεσογείου που δεν είναι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικώτερα, σύμφωνα με το άρθρο 7 της τροποποιημένης σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη, την μείωση, την καταπολέμηση και, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, την εξάλειψη της ρύπανσης της περιοχής της Μεσογείου Θαλάσσης, που προκαλείται από την εξερεύνηση και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας και του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους του.
Όπως συμβαίνει σε πλείστες περιπτώσεις στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, τα κράτη μέλη και οι οικείες αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ορισμένων λεπτομερών μέτρων που προβλέπονται στο Πρωτόκολλο, όπως είναι η δημιουργία ενός εθνικού συστήματος παρακολούθησης και η υιοθέτηση και εφαρμογή κατάλληλων κανόνων και διαδικασιών για την θεμελίωση της ευθύνης και την αποζημίωση.
(β) Οδηγία 2013/30/Ε.Ε. για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Τα κύρια επί μέρους θέματα που καλύπτονται είναι τα ακόλουθα:
- Χορήγηση αδειών
- Ανεξάρτητοι ελεγκτές
- Υποχρεωτικός εκ των προτέρων σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης
- Επιθεωρήσεις
- Διαφάνεια
- Αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης
- Αστική ευθύνη
- Διεθνής διάσταση
- Ενωσιακή ομάδα αρχών αρμόδιων για τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις.
Καταληκτικά, αναμένεται ότι με το νομοθέτημα αυτό επιτυγχάνεται σημαντικώτατη βελτίωση της αξιοπιστίας των σχετικών υπεράκτιων εργασιών εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, προς όφελος της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.
(γ) υπάρχει αριθμός ευρωπαϊκών νομοθετημάτων που σχετίζονται με τους όρους και τις εγκρίσεις για την πρόβλεψη, την αναζήτηση, την έρευνα και την παραγωγή υπεράκτιων υδρογονανθράκων, όπως ενδεικτικά:
- Οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον
- Οδηγία 2001/42/ΕΚ (ΕΕ, 2001) σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων ή Οδηγία για τις Στρατηγικές Περιβαλλοντικές Εκτιμήσεις (ΣΠΕ)
- Οδηγία Πλαίσιο 2008/56/ΕΚ για την Θαλάσσια Στρατηγική
- Οδηγία 2004/35/ΕΚ για περιβαλλοντική ευθύνη, όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημιάς.
Όσον αφορά τις εργασίες και την πιθανή πρόκληση μεγάλων ατυχημάτων από πετρελαιοφόρα πλοία, οι περιπτώσεις αυτές καλύπτονται από συμβάσεις και πρωτόκολλα των IMO, UNEP και άλλων διεθνών οργανισμών, π.χ. MARPOL, από περιφερειακές συμφωνίες, νομοθετικές υποχρεώσεις κρατικών αρχών, διεθνή πρότυπα για ασφάλεια (π.χ. ISO), πρότυπα από ναυτιλιακούς οργανισμούς και νηογνώμονες, ασφαλιστικά ταμεία, κλπ.
Αξιοσημείωτα, όμως, είναι, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα δύο νομικά εργαλεία:
(α) MARPOL 73/78. Ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (IMO) θέσπισε, με την διεθνή σύμβαση για την αποφυγή της ρύπανσης από πλοία του 1973 και το σχετικό με αυτήν πρωτόκολλο του 1978 (MARPOL 73/78), διεθνώς συμπεφωνημένους κανόνες για την πρόληψη της ρύπανσης, οι οποίοι αφορούν τον σχεδιασμό και την λειτουργία των πετρελαιοφόρων. Τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι μέρη της MARPOL 73/78. Η σύγκριση των στατιστικών στοιχείων της ηλικίας των πετρελαιοφόρων και των ατυχημάτων τους δείχνει αυξημένη συχνότητα ατυχημάτων για τα πλοία μεγαλύτερης ηλικίας. Έχει συμφωνηθεί διεθνώς ότι η υιοθέτηση των τροποποιήσεων του 1992 της MARPOL 73/78, που επιβάλλουν την εφαρμογή απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού στα υφιστάμενα πετρελαιοφόρα μονού κύτους όταν φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία, θα παράσχει στα πετρελαιοφόρα αυτά υψηλότερο βαθμό προστασίας από την πετρελαϊκή ρύπανση λόγω ατυχήματος σε περίπτωση σύγκρουσης ή προσάραξης.
(β) υπό αναδιατύπωση Ειδικός Κανονισμός της ΕΕ. Επειδή η ΕΕ ανησυχεί σοβαρά για τα θαλάσσια ατυχήματα στα οποία ενέχονται πετρελαιοφόρα και για την συνεπακόλουθη ρύπανση των ακτών της και την βλάβη που προξενείται στην χλωρίδα και πανίδα της και σε άλλους θαλάσσιους και παράκτιους πόρους, προωθεί την αναδιατύπωση σχετικού κανονισμού, παγιώνοντας τις τροποποιήσεις του βασικού κανονισμού (κανονισμός ΕΚ αριθ. 417/2002), για την εσπευσμένη σταδιακή καθιέρωση απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού για τα πετρελαιοφόρα πλοία μονού κύτους, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2978/94. Δηλαδή, σκοπός του προτεινόμενου κανονισμού είναι η θέσπιση ενός προγράμματος εσπευσμένης σταδιακής εφαρμογής των απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού της Σύμβασης MARPOL 73/78, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, στα πετρελαιοφόρα μονού κύτους, και η απαγόρευση της μεταφοράς με προορισμό ή αφετηρία λιμένες των κρατών μελών βαρέων κλασμάτων προϊόντων πετρελαίου με πετρελαιοφόρα μονού κύτους.
Καταληκτικά, η αξιοποίηση των υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο αποτελεί μέγιστη πρόκληση, τόσο για τις χώρες που στον θαλάσσιο χώρο τους έχουν κοιτάσματα, όσο και για αυτές που στερούνται. Ο βασικός λόγος είναι η σοβαρότητα ενός πιθανού ατυχήματος σε σχέση με τον περιορισμένο γεωγραφικό χώρο, γεγονός που καθιστά όλες τις χώρες της Ανατ. Μεσογείου εν δυνάμει αποδέκτες των αρνητικών επιπτώσεων.
Θεωρητικά, οι κίνδυνοι μπορούν να αξιολογηθούν, αλλά και τα μέτρα πρόληψης και καταστολής να διασφαλίσουν την λειτουργία εγκαταστάσεων μέσα σε ασφαλή πλαίσια, δεδομένης όμως της πιστής εφαρμογής και υλοποίησης των μέτρων που υπαγορεύουν η διεθνής και ευρωπαϊκή νομοθεσία και πρακτική. Πέραν αυτού, η ανάγκη ανάπτυξης περιφερειακής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο σε περιβαλλοντικές συνιστώσες των εργασιών εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ!
* Ο ανταποκριτής της ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ στην Κύπρο Κώστας Παπασταύρος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας περιβαλλοντικά θέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου