Νέα Πολιτική
του Δρος Μάριου Βαλιαντή*
Η αειφόρος ανάπτυξη αποτελεί πλέον την βασική παράμετρο στην χάραξη πολιτικών στην ενέργεια, τις μεταφορές, την έρευνα, την βιομηχανία, την εκπαίδευση κτλ. Οι ανησυχίες και οι αναζητήσεις εκτείνονται σε όλο το φάσμα των ενεργειακών δραστηριοτήτων, από την εξεύρεση νέων, πιο αποδοτικών και λιγώτερο ρυπογόνων τρόπων παραγωγής, μεταφοράς και χρήσης ενέργειας, μέχρι την έξυπνη διαχείριση της ζήτησης και την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών ενέργειας.
Παράλληλα με την πρόοδο των ενεργειακών τεχνολογιών, οι πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας αποτελούν σήμερα τiς πιο άμεσα εφαρμόσιμες και οικονομικά συμφέρουσες παρεμβάσεις. Ο στόχος της εξοικονόμησης ενέργειας είναι η συμβολή στην ορθολογική χρήση της, στην μείωση της κατανάλωσης ή σπατάλης της, χωρίς να επηρεασθούν οι παραγωγικές διαδικασίες και η ποιότητα ζωής και εργασίας.
Πρώτιστο ζήτημα μιας χώρας, σήμερα, είναι η ασφάλεια του εφοδιασμού των ενεργειακών της πόρων. Η γεωγραφική κατανομή των ορυκτών καυσίμων αναγκάζει τις πλούσιες βιομηχανικές χώρες να αναζητούν αποθέματα είτε σε ευαίσθητες γεωπολιτικά περιοχές είτε στα τελευταία αποθέματα του πλανήτη και στα ευαίσθητα οικοσυστήματα του αρκτικού κύκλου, με κίνδυνο την περιβαλλοντική καταστροφή.
Αυτή η περιβαλλοντική και κοινωνική διάσταση της ενεργειακής πολιτικής είναι η νέα και ίσως η πιο καθοριστική συνιστώσα που προβάλλει στο προσκήνιο. Η αλλαγή του κλίματος και η επακόλουθη έξαρση των ακραίων καιρικών φαινομένων αποτελούν πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένα γεγονότα. Πλημμύρες, ξηρασίες, τυφώνες, μειωμένη αγροτική παραγωγή, επανεμφάνιση ασθενειών, ελονοσία, σημαντικές οικονομικές ζημιές, καταστροφή οικοσυστημάτων, εξαφάνιση ειδών, είναι μερικές μόνον από τις συνέπειες. Είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τόσο μεγάλο και σύνθετο πρόβλημα, που αγγίζει κάθε πτυχή της ζωής πάνω στον πλανήτη της. Την ίδια στιγμή, νέες θεσμικές ρυθμίσεις και νέα οικονομικά εργαλεία διαμορφώνουν μια τελείως διαφορετική προοπτική στο χώρο της ενέργειας. Μέσω της υποχρέωσης μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της υποχρεωτικής συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με συγκεκριμένα ποσοστά στο ενεργειακό ισοζύγιο, οι καθαρές πηγές ενέργειας εκτοπίζουν γοργά τα μη φιλικά προς το περιβάλλον ορυκτά καύσιμα. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι μηχανισμοί αγοράς, όπως η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να στείλουν ηχηρά μηνύματα στις ενεργειακές αγορές.
Η τελευταία μεγάλη πρόκληση αφορά την ίδια την τεχνολογία. Πριν από μια δεκαετία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ήταν επιθυμητές αλλά δυστυχώς ήταν μη ανταγωνιστικές, μη αποδοτικές και ακριβές. Η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει δραστικά τα τελευταία χρόνια. Η νέα ενεργειακή εποχή θα βασίζεται πλέον σε τεχνολογίες ώριμες και οικονομικά αποδοτικές, οι οποίες θα συμπληρώνονται με συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Θα αναπτύσσεται με επίκεντρο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και γενικά τις πράσινες τεχνολογίες. Η πράσινη επιχειρηματικότητα έχει πλέον εδραιωθεί σε αρκετές χώρες με μεγάλη επιτυχία, προσφέροντας στους πολίτες καθαρή ενέργεια. Βρίσκεται πλέον στα χέρια όχι μόνο των κρατών, αλλά και των επιχειρήσεων και του κάθε πολίτη κάθε χώρας, για να αντιμετωπίσουν της προκλήσεις της ενεργειακής εποχής για ένα καλύτερο αύριο.
Έχοντας τα πιο πάνω υπ’ όψιν, ο κύριος μακροπρόθεσμος στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα της Ενέργειας είναι η μετατροπή του υφιστάμενου ενεργειακού συστήματος, το οποίο εξαρτάται από τα ορυκτά καύσιμα, σε ένα πιό αειφόρο ενεργειακό σύστημα, το οποίο θα βασίζεται σε διαφοροποιημένες και αυξημένης ενεργειακής απόδοσης πηγές και φορείς ενέργειας, με σκοπό την αντιμετώπιση των πιεστικών προκλήσεων που θέτουν η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και η αλλαγή του κλίματος, και παράλληλα στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών ενεργειακών βιομηχανιών. Με αυτό τον τρόπο η ΕΕ θα μπορέσει να αντιμετωπίσει της προκλήσεις της ενεργειακής εποχής, που έχει ήδη ξεκινήσει να διαμορφώνεται.
Το πλαίσιο πολιτικής για το κλίμα και την ενέργεια για το 2030, που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιανουάριο του 2014, έχει ως στόχο να καταστήσει την οικονομία και το ενεργειακό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης περισσότερο ανταγωνιστικά, ασφαλή και βιώσιμα. Ενώ η ΕΕ έχει σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο στην επίτευξη των στόχων για το κλίμα και την ενέργεια για το 2020, ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο πολιτικής για την περίοδο έως το 2030 είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί βεβαιότητα για τους επενδυτές και μια συντονισμένη προσέγγιση μεταξύ των κρατών μελών. Το πλαίσιο που παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να οδηγήσει σε συνεχή πρόοδο μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Στα συμπεράσματα της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 23-24 Οκτωβρίου 2014 περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι στόχοι για το 2030:
(α) τουλάχιστον 40% μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με το 1990,
(β) αύξηση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τουλάχιστον στο 27%,
(γ) αύξηση της ενεργειακής απόδοσης τουλάχιστον στο 27%,
(δ) ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας με την επίτευξη ηλεκτρικών διασυνδέσεων μέχρι το 15% της ηλεκτρικής δυναμικότητας του κάθε κράτους μέλους,
(ε) αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας αναφορικά με τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την απειλή της κλιματικής αλλαγή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιούργησε τον Χάρτη Πορείας για μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών επιπέδων εκπομπών άνθρακα για το 2050, προκειμένου να καθοριστεί μια οικονομικά αποδοτική πορεία για την επίτευξη πολύ μεγαλύτερων μειώσεων της εκπομπές. Οι μεγάλες οικονομίες πρέπει να μειώσουν σημαντικά τις εκπομπές τους, αν η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη πρόκειται να διατηρηθεί κάτω από τους 2 ° C σε σύγκριση με την θερμοκρασία στην προ-βιομηχανική εποχή.
Ο Χάρτης Πορείας προτείνει ότι, μέχρι το 2050, η ΕΕ θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές της κατά 80% κάτω από τα επίπεδα του 1990, μέσω εγχώριων μειώσεων και μόνον. Ορίζει τα ορόσημα για μια οικονομικά αποδοτική πορεία –μειώσεις της τάξεως του 40% έως το 2030 και 60% έως το 2040. Δείχνει πώς οι κύριοι τομείς, που είναι υπεύθυνοι για τις εκπομπές της Ευρώπης –την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, την βιομηχανία, τις οδικές, αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές, τα κτίρια και τις κατασκευές, καθώς και την γεωργία – μπορούν να μεταβούν σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα με τον πιο οικονομικά αποδοτικό τρόπο.
Το όραμα της Ενεργειακής Ένωσης είναι ένα ολοκληρωμένο ενεργειακό σύστημα για το σύνολο της Ευρώπης, όπου η ενέργεια θα διακινείται ελεύθερα μεταξύ των συνόρων των κρατών, με κανόνες ανταγωνισμού, με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πηγών και με ένα αξιόπιστο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο.Ορισμένες από τις προτεραιότητες για την αύξηση της ασφάλειας εφοδιασμού της ΕΕ αφορούν την αναβάθμιση του ρόλου του Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου, στρατηγικές συμμαχίες με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας και το Ιράν και αναδιαμόρφωση των σχέσεων ΕΕ και Ρωσσίας στα ενεργειακά θέματα.
Τα βασικά σημεία του σχεδιασμού για την ένωση των ενεργειακών συνόρων εντός της ΕΕ είναι:
- θέσπιση της νομοθεσίας για τον επανασχεδιασμό και την αναμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας,
- ανάπτυξη ολοκληρωμένης περιφερειακής συνεργασίας με σκοπό την ενοποίηση της αγοράς υπό ισχυρότερο κανονιστικό πλαίσιο,
- θέσπιση νέου νομοθετικού πλαισίου για την διασφάλιση της προμήθειας με ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο και
- αύξηση της χρηματοδότησης από την ΕΕ με στόχο την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ή ένα νέο πακέτο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η Κύπρος, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχει ενεργό ρόλο στην ευρωπαϊκή ενεργειακή στρατηγική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αφυπνίσθηκε από την ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Κύπρο και Ανατολική Μεσόγειο και αρχίζει πλέον να προσβλέπει σε εγχώριους ενεργειακούς πόρους. Η Κύπρος βρίσκεται σε μια περιοχή όπου υπάρχει μεγάλη αστάθεια με την Μέση Ανατολή και τα όσα διαδραματίζονται σε Ιράκ, Συρία, Τουρκία, Ισραήλ και Παλαιστίνη. Αυτό, βέβαια, παρ’ όλα τα αρνητικά, αναδεικνύει την Κύπρο ως πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή, που είναι πάρα πολύ σημαντικό στην προσπάθειά της να μετατραπεί σε κόμβο παραγωγής και διακίνησης φυσικού αερίου. Δεν είναι τυχαίο που ο επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας της Κομισιόν δήλωσε ότι ‘τα εξαιρετικά σημαντικά ενεργειακά κοιτάσματα της Κύπρου αποτελούν έναν από της βασικούς λόγους για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγείται ως προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ενεργειακής Ασφάλειας την δημιουργία Μεσογειακού Ενεργειακού Κόμβου στη Νότια Ευρώπη.
Η Κύπρος, με το υψηλό δυναμικό ηλιακής ενέργειας που διαθέτει, μπορεί να προσβλέπει στην μεγάλη διείσδυση των φωτοβολταϊκών, με έξυπνη διαχείριση για τις εγχώριες ανάγκες, καθώς και στα ηλιακά συστήματα θερμού νερού, αλλά και για εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πρέπει να εισέλθει στην νέα εποχή, αφού οι τάσεις που επικρατούν δείχνουν ότι η ηλιακή ενέργεια με αποθήκευση καθίσταται κύρια πηγή ενέργειας στον ηλεκτρικό τομέα.
*Διευθυντού Κέντρου Πράσινης Ανάπτυξης και Ενεργειακής Πολιτικής, Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου