analyst
«Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να εμποδίσει την κατάρρευση μίας χώρας της Ευρωζώνης, καθώς επίσης την τελική έξοδο της από τη νομισματική ένωση, όταν προσβληθεί από μία οικονομική κρίση – γεγονός που τεκμηριώθηκε ήδη από το 1992, όπου η Βρετανία και η Ιταλία εγκατέλειψαν τον πολύ πιο ήπιο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ θα αποδειχθεί ξανά στο μέλλον».
.
Ανάλυση
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα, λόγω του οποίου δεν διενεργούνται και δεν πρόκειται να διενεργηθούν επενδύσεις, οπότε είναι αδύνατον να υπάρξει εκείνη η βιώσιμη ανάπτυξη που θα αύξανε ορθολογικά τα έσοδα του προϋπολογισμού (χωρίς εκποιήσεις της κρατικής περιουσίας και χωρίς υπερβολικούς φόρους), θα μείωνε την ανεργία, θα επέλυε το ασφαλιστικό, ενώ θα οδηγούσε στην έξοδο από την κρίση, είναι το δημόσιο χρέος.
Στη αναδιάρθρωση του άλλωστε εναποθέτει τις ελπίδες της η κυβέρνηση, επιμένοντας στη «βασιλικότερα του βασιλιά» εφαρμογή του τρίτου μνημονίου – παρά το ότι στραγγαλίζει την Οικονομία ακόμη περισσότερο από τα δύο προηγούμενα.
Κατά την πάγια άποψη μας βέβαια, με δεδομένο το ότι σύντομα θα υπερβεί το 200% του ΑΕΠ, δεν υπάρχει άλλη λύση μετά τα τέλη του 2014, από την ονομαστική διαγραφή τουλάχιστον του 50% – έτσι ώστε να ακολουθήσει μία ανάλογη μείωση του ιδιωτικού χρέους, οπότε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων.
Περαιτέρω, οι αριθμοί δεν αφήνουν καμία αμφιβολία σχετικά με το χρόνο δημιουργίας του – ενώ η εξέλιξη του χωρίζεται ουσιαστικά σε τρείς περιόδους, τις οποίες είναι σωστό να γνωρίζουμε. Ειδικότερα, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του δημιουργήθηκε από το 1980 έως το 1994 (γράφημα), όπου η Ελλάδα είχε χάσει εντελώς τον έλεγχο των δημοσιονομικών της – με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται με πάρα πολύ υψηλούς τόκους το χρέος, επί πλέον του κόστους της διαφθοράς (κατασκευές, εξοπλιστικά προγράμματα κοκ.).
.
.
Στα πλαίσια αυτά, εάν η Ελλάδα δεν ανήκε σε εκείνες τις χώρες που ήταν υποψήφιες για την είσοδο τους στην Ευρωζώνη, θα είχε χρεοκοπήσει πριν το 2000 – γεγονός που τεκμηριώνεται από τη δεύτερη χρονική περίοδο (1995 – 2007), όπου το χρέος παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό, έχοντας αυξηθεί μόλις κατά 5,4% του ΑΕΠ (105,4%).
.
1995 – 2007
Αναλυτικότερα, μετά τη σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης στα τέλη του 1995, όπου καθορίστηκε το χρονοδιάγραμμα, καθώς επίσης τα μέλη που θα συγκροτούσαν την Ευρωζώνη, μειώθηκαν δραματικά τα επιτόκια δανεισμού όλων των χωρών – με αποτέλεσμα να διαθέτουν ένα όλο και μικρότερο μέρος των δημοσίων εσόδων τους, για την εξυπηρέτηση του χρέους τους. Η εξοικονόμηση των τόκων, όσον αφορά τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί – για τη χρονική περίοδο όμως από το 1995 έως το 2014 (σε δις €).
.
Χώρα | Χρέος 1995 | Επιτόκιο 1995 | Συνολική εξοικονόμηση | Χρέος 2014 |
Ελλάδα | 100,6 | 11,1% | 276,4 | 317,1 |
Ιρλανδία | 41,3 | 6,6% | 45,6 | 203,2 |
Πορτογαλία | 53,0 | 9,5% | 118,5 | 225,8 |
Ισπανία | 295,6 | 7,8% | 342,2 | 1.033,7 |
Ιταλία | 1.070,6 | 9,3% | 1.308,4 | 2.135,9 |
Πηγή: Eurostat
.
Όπως συμπεραίνεται από τον πίνακα, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας τριπλασιάστηκε (θα είχε τετραπλασιαστεί εάν δεν είχε μεσολαβήσει το PSI), της Ιρλανδίας πενταπλασιάστηκε, της Πορτογαλίας έγινε 4,5 φορές υψηλότερο, της Ισπανίας επίσης, ενώ της Ιταλίας είχε τη μικρότερη αύξηση.
Στην τέταρτη στήλη φαίνεται το ποσόν που εξοικονόμησε από την πληρωμή λιγότερων τόκων η κάθε χώρα –όπου προηγείται η Ελλάδα (276,4 δις €), με κριτήριο το ποσοστό επί του ΑΕΠ της, ενώ σε απόλυτο μέγεθος η Ιταλία, με 1,3 τρις €. Για τον υπολογισμό του ποσού λαμβάνονται τα επιτόκια του 1995, τα οποία όμως θα αυξάνονταν εάν οι χώρες δεν ήταν υποψήφιες για την είσοδο τους ή δεν γινόταν μέλη – αφού το ρίσκο λόγω της ανόδου του δημοσίου χρέους τους θα ήταν υψηλότερο.
Ήδη το 1999 πάντως η ετήσια εξοικονόμηση τόκων όσον αφορά την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, ήταν υψηλότερη από τα ελλείμματα τους – οπότε από το νέο χρέος τους. Η μείωση των επιτοκίων δε θα ήταν αρκετή για να περιορίσει σημαντικά τα χρέη τους – κάτι που συνέβη μόνο στην Ισπανία και στην Ιρλανδία έως το ξεκίνημα της κρίσης του 2008, αφού οι υπόλοιπες αύξησαν ανεύθυνα τις κρατικές τους δαπάνες.
Με απλά λόγια, εάν οι χώρες του Νότου είχαν διατηρήσει σταθερές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τις δημόσιες δαπάνες τους, αποπληρώνοντας χρέος με τα ποσά που εξοικονομούσαν από τη μείωση των επιτοκίων,δεν θα είχαν βυθιστεί στην κρίση το 2008.
Εναλλακτικά, εάν είχαν μειώσει τις δημόσιες δαπάνες τους, θα είχε περιοριστεί το δημόσιο χρέος τους ως προς το ΑΕΠ, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ – κάτι που έκαναν η Ιρλανδία και η Ισπανία, με αποτέλεσμα να είναι σε καλύτερη οικονομική θέση όταν ξέσπασε η κρίση. Αυτό συνέβη παρά το ότι και οι δύο αυτές χώρες, σε αντίθεση με την Ελλάδα, αντιμετώπισαν τεράστια προβλήματα ιδιωτικού χρέους (φούσκα ακινήτων, τραπεζική κρίση).
Δυστυχώς η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία αύξησαν τις δημόσιες δαπάνες τους, κυρίως τις κοινωνικές παροχές, οπότε κλιμακώθηκε το χρέος τους παρά την εξοικονόμηση τόκων – δαπανώντας μεγάλα ποσά για τη διατήρηση του πελατειακού κράτους. Η Ελλάδα σπατάλησε επί πλέον αρκετά χρήματα για τα ολυμπιακά έργα, καθώς επίσης για τα εξοπλιστικά προγράμματα – τα οποία ως γνωστόν εκτρέφουν τη διαφθορά.
Αντίθετα, στην Ισπανία και στην Ιρλανδία υπερχρεώθηκε ο ιδιωτικός τομέας, λόγω των χαμηλών επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού – ενώ η ΕΚΤ διαμόρφωνε τα δικά της επιτόκια στα μέτρα της Γερμανίας (ανάλυση), συμβάλλοντας τα μέγιστα στις φούσκες που δημιουργήθηκαν στις άλλες χώρες.
.
2008 – 2015
Μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ειδικά μετά την άρνηση της Γερμανίας να βοηθήσει την Ελλάδα το 2010, οπότε η χώρα μας κατέφυγε στο ΔΝΤ, ξεκίνησε η κρίση χρέους της Ευρωζώνης – όπου τα επιτόκια δανεισμού των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Η συνολική εξέλιξη τους φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί:
.
(*Πατήστε στο διάγραμμα για μεγέθυνση)
.
Στη συνέχεια όμως, μετά την δήλωση της ΕΚΤ πως θα κάνει ότι χρειάζεται για να στηρίξει το ευρώ, τα επιτόκια υποχώρησαν ραγδαία – με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα, η οποία είχε πια αποκοπεί εντελώς από τις χρηματαγορές, εγκαινιάζοντας την εποχή των μνημονίων και του δανεισμού της αποκλειστικά και μόνο από την Τρόικα.
Ο μεγάλος κερδισμένος της εποχής αυτής είναι αναμφίβολα η Γερμανία, η οποία κατάφερε να εκτοξεύσει τα πλεονάσματα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της στο τεράστιο ποσόν των 250 δις € το 2015 – ενώ οι μεγάλοι χαμένοι οι χώρες του Νότου, παρά το ότι επικρατεί η εσφαλμένη αντίληψη πως, με εξαίρεση την Ελλάδα, όλες οι άλλες έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από την κρίση.
Δεν μαίνεται βέβαια η πυρκαγιά, όπως στο παρελθόν, αλλά το δράμα δεν έχει ακόμη τελειώσει – αφού η οικονομική κατάσταση όλων των κρατών είναι πολύ άσχημη, ενώ κανένας δεν γνωρίζει από που θα έλθει η μεγάλη ανάπτυξη που όλες περιμένουν.
Στο παράδειγμα της Ισπανίας, μετά τη χαλάρωση της πολιτικής λιτότητας το 2013 υπήρξε μεν μία καλυτέρευση, αλλά είναι σχεδόν αμελητέα – ενώ σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις χειραγωγημένες στατιστικές της(άρθρο), καθώς επίσης στα παράλογα χαμηλά επιτόκια, με τα οποία τη δανείζουν οι αγορές.
Φαίνεται δε πως αυξάνεται ξανά το ιδιωτικό χρέος της, δημιουργείται μία νέα φούσκα ακινήτων, ενώ οι τράπεζες της δανείζουν πάλι με μεγάλο ρίσκο τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ίσως λοιπόν να ξεκινήσει από εκεί η νέα κρίση της Ευρωζώνης – ειδικά εάν επικρατήσει πολιτική αστάθεια, στην περίπτωση που δεν θα συνεργαστούν τα δύο μεγάλα κόμματα.
Όσον αφορά την Πορτογαλία, η οποία ξεπούλησε τα πάντα έχοντας μετατραπεί σε μία περιοχή χαμηλού κόστους της γερμανικής βιομηχανίας (άρθρο), οι μελλοντικές προοπτικές της δεν είναι καθόλου ευοίωνες – κάτι που διαπιστώνεται και στην Ιταλία, η βιομηχανική παραγωγή της οποίας περιορίζεται συνεχώς, ενώ ελλοχεύει μία τραπεζική κρίση στα θεμέλια της, διατηρούμενη σε «ύπνωση» τεχνητά, με τη βοήθεια της ΕΚΤ.
Μόνο η Ιρλανδία τα καταφέρνει, χάρη στο φορολογικό της σύστημα, σε συνδυασμό με τις αμερικανικές εταιρείες που είναι εγκατεστημένες εκεί – μέσω των οποίων ο ρυθμός ανάπτυξης της έχει εκτοξευθεί στο 7%, με αποτέλεσμα να έχει ανάγκη από υψηλότερα βασικά επιτόκια.
Σε κάθε περίπτωση, το δημόσιο χρέος όλων των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, την τρίτη αυτή χρονική περίοδο της εξέλιξης του, αυξήθηκε δραματικά – με εξαίρεση την Ιταλία, στην οποία διατηρήθηκε σχετικά χαμηλή η άνοδος του.
Στην Ελλάδα όμως ξεπέρασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ, πλησιάζοντας στο 200% του ΑΕΠ, παρά τη μερική διαγραφή του το 2011 και το 2012. Αιτία αυτή τη φορά ήταν το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων,το οποίο δυστυχώς συνεχίζεται – ενώ, εάν δεν αλλάξουν ριζικά οι συνθήκες, είτε θα ακολουθήσει ένα τέταρτο, είτε θα χρεοκοπήσει η χώρα, δεχόμενη πιέσεις να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη.
.
Επίλογος
Η ευρωπαϊκή τραγωδία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίο αρχικά ευημερούν και στη συνέχεια καταρρέουν οι νομισματικές ενώσεις – όταν δεν μετατρέπονται σε πολιτικές, όπως οι Η.Π.Α. Με απλά λόγια, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό οδηγούνται κατά κανόνα σε ανισορροπίες, όπως εν προκειμένω οι ευρωπαϊκές (ανάλυση) – όπου η Γερμανία απομυζεί όλες τις άλλες χώρες, με κριτήριο τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, έχοντας υιοθετήσει έναν επαίσχυντο μερκαντιλισμό.
Οδηγούνται επίσης σε ένα συνεχώς μειούμενο βιοτικό επίπεδο των Πολιτών τους, σε μεγάλα χρέη, σε εθνικιστικές εξάρσεις, σε διακρατικές συγκρούσεις, καθώς επίσης σε μία σειρά άλλων «διαστρεβλώσεων» – οπότε είναι νομοτελειακά θνησιγενείς. Η κατάρρευση τους βέβαια μπορεί να καθυστερήσει, όπως συμβαίνει σήμερα με τη βοήθεια της ΕΚΤ, αλλά είναι αναπότρεπτη – εάν δεν ολοκληρωθούν πολιτικά.
Ολοκληρώνουμε με την υπενθύμιση ότι, αρκετοί ισχυρίζονται πως η αιτία της χρεοκοπίας της Ελλάδας είναι το ότι παράγει ελάχιστα προϊόντα. Προφανώς δεν γνωρίζουν πως αυτό που έχει σημασία δεν είναι το τι κατασκευάζει κανείς, αλλά το εάν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει όποια προϊόντα δεν παράγει – δηλαδή, ένα ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Για παράδειγμα, εάν κάποιος είναι ένας επιτυχημένος αρχιτέκτονας και κερδίζει χρήματα, δεν είναι υποχρεωμένος να φυτεύει ντομάτες για να επιβιώσει. Εάν όχι, τότε θα πρέπει να το κάνει, αφού δεν θα έχει τα χρήματα για να αγοράσει αυτά που παράγουν οι άλλοι.
Με δεδομένο τώρα το ότι, οι δύο βασικοί πυλώνες της οικονομίας μας είναι η Ναυτιλία και ο Τουρισμός, η Ελλάδα ήταν έως το 2010 σε θέση να καλύπτει όλες τις ανάγκες της –παρά το ότι οι δύο αυτοί κλάδοι δεν καταγράφονται σωστά στο ισοζύγιο της χώρας (ανάλυση), με αποτέλεσμα να ήταν πλασματικά ελλειμματικό, ενώ ο πρώτος φορολογείται ελάχιστα.
Το μειονέκτημα τους βέβαια είναι η «κυκλικότητα», καθώς επίσης τα κεφάλαια που απαιτούνται – όπως φάνηκε με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Εάν όμως η Ελλάδα είχε ακολουθήσει μία συνετή δημοσιονομική πολιτική μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη, δεν θα ανήκε στους χαμένους – κάτι που δυστυχώς δεν συνέβη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου