Το οξύτατο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν γίνεται απολύτως τίποτα προς την κατεύθυνση αποφυγής της διαρθρωτικής της αδυναμίας.
Γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
«Μπορεί η Ελλάδα να εμφανίζεται ως μία από τις πλουσιότερες σαράντα χώρες στον κόσμο, ωστόσο στην ουσία δεν είναι. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι, με κριτήριο τις δομές της και τον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία της, η χώρα ανήκει στον μη αναπτυγμένο κόσμο. Μπορεί δε σήμερα να σταθεροποιείται δημοσιονομικά, όμως δεν διαθέτει επαρκείς αναπτυξιακές δυνάμεις. Και αυτό είναι το πολύ σοβαρό της πρόβλημα».
Γνωστός οικονομολόγος στη Γαλλία και γνώστης της ελληνικής οικονομίας, ο Ντανιέλ Κοέν, μελετά προσεκτικά, από το 2009 και μετά, τις δομές και λειτουργίες της οικονομίας μας και η ετυμηγορία του είναι εντυπωσιακή -και σωστή.
Η χώρα μας έχει σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα και δεν κάνει τίποτα για να το αντιμετωπίσει. Αντιθέτως, αντί να δει την πραγματικότητα κατάματα και με το απαραίτητο βάθος που απαιτούν οι κρίσιμες περιστάσεις, αναλώνεται σε συνωμοτικές και άλλες αστείες θεωρήσεις, που δείχνουν ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας τελεί υπό συνθήκες πνευματικής ημιπληγίας.
Έτσι, σήμερα η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να υποστεί μία δραματική «διαρθρωτική κατάρρευση», η οποία έχει ήδη δρομολογηθεί και μόνο με πολύ τολμηρά μέτρα μετασχηματισμού μπορεί να ανακοπεί.
Όπως αναγνωρίζουν σοβαροί οικονομολόγοι -και όχι αυτοί που αρέσκονται να πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες-, μία οικονομία στην οποία η κατανάλωση αντιπροσωπεύει το 86% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της και άρα έχει πολύ πενιχρή παραγωγική βάση, μόνο με ριζικά μεταρρυθμιστικά μέτρα μπορεί να αποφύγει το μοιραίο, και αυτό σε βάθος εικοσαετίας. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η διαδικασία αυτή θα είχε ξεκινήσει... χθες. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει και πολλές είναι οι ενδείξεις ότι δεν πρόκειται να συμβεί.
Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα δεν έχουν ορίζοντες, ούτε την απαιτούμενη βούληση να κάνουν τομές. Διαχειρίζονται με τρόπο ανεύθυνο μία οξύτατη κρίση χρέους, που είναι το προϊόν της καταναλωτικής υποδομής της οικονομίας -η οποία, όμως, μόνο με δανεικά μπορεί να συντηρείται.
Μία χώρα που τα τελευταία 60 χρόνια στηρίχθηκε, από παραγωγικής πλευράς, στην οικοδομή, στην κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης και στον αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, δεν έχει καμία τύχη στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο και πολύ ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον. Ακόμα χειρότερα, από το 1981 και μετά, για να δημιουργήσει συνθήκες ευφορίας, η χώρα αυτή ενίσχυσε την κατανάλωσή της μέσω του δανεισμού, εγκατέλειψε την παραγωγή της προς όφελος του λιανεμπορίου και, αντί να αποκτήσει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, υπερκάλυψε την εσωτερική ζήτηση με εισαγόμενα είδη.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο οικονομολόγος κ. Δημήτρης Ιωάννου, συγγραφέας του εντυπωσιακού βιβλίου Ανατέμνοντας Την Κρίση (εκδ. Παπαζήση), «η ελληνική οικονομία δεν συρρικνώθηκε τεχνητά στα 195 δισεκατομμύρια πέρυσι, και στα 185 δισεκατομμύρια φέτος, εξαιτίας της λανθασμένης (ή δόλιας;) οικονομικής πολιτικής που επέβαλαν οι ξένοι, όπως ισχυρίζονται κάποιοι τηλεγενείς καθηγητές. Το σημερινό επίπεδο του ελληνικού ΑΕΠ δεν είναι προϊόν συρρίκνωσης. Τα χθεσινά του επίπεδα, αντίθετα, όταν η χώρα συμπεριφερόταν καταναλωτικά σαν να ήταν μία χώρα με ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων, ήταν τεχνητά και αφύσικα, προϊόντα μίας διόγκωσης που δεν ανταποκρινόταν στο παραγωγικό της δυναμικό. Εξαιτίας της λανθασμένης επιλογής της συμμετοχής στην ΟΝΕ, αλλά κυρίως εξαιτίας της ανεύθυνης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε στην περίοδο 2000-2009, η ελληνική οικονομία άρχισε να εξελίσσεται παραμορφωτικά, σε μία κλασική περίπτωση κλαδικής δυσπλασίας.
»Τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια που δημιουργούσε για την Ελλάδα η πολιτική της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τα συνεχή ελλείμματα των εγχώριων δημοσιονομικών χρήσεων, είχαν το εξής αποτέλεσμα: η ελληνική οικονομία, η οποία είχε ήδη εισέλθει στην ευρωζώνη το 2000 με έναν (αναλογικά με το επίπεδο εισοδήματός της και την παραγωγικότητά της) εξαιρετικά διογκωμένο τομέα διεθνώς μη εμπορεύσιμων προϊόντων -τον οποίο θα έπρεπε να περιορίσει προς όφελος του παραπληρωματικού της των διεθνώς εμπορεύσιμων για να διατηρηθεί σε βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία-, κινήθηκε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα αυτή η δυσμορφία της να ενταθεί αντί να περιοριστεί.
»Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, με βάση τους Εθνικούς Λογαριασμούς σε διψήφιο επίπεδο κλαδικής ανάλυσης, η προστιθέμενη ακαθάριστη αξία του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων, στην αρχή της ελληνικής πορείας στην ευρωζώνη, το έτος 2000, αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ, δηλαδή σε ένα ποσοστό ιδιαίτερα χαμηλό, κρινόμενο με μέτρο τη μέση παραγωγικότητα της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου η ελληνική οικονομία να αποκτήσει αναπτυξιακή ευστάθεια, το συγκεκριμένο ποσοστό θα έπρεπε οπωσδήποτε να αυξηθεί, σταδιακά, στο 35%-40% του ΑΕΠ. Αντί τούτου, το 2009 είχε περιοριστεί στο 19%!
»Η εν λόγω εξέλιξη ήταν καταστροφική, δοθέντος ότι το σχετικό ποσοστό του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων στο ΑΕΠ είναι ένα απόλυτα κρίσιμο μέγεθος: από τον τομέα αυτόν προέρχεται το σύνολο της κατά κεφαλήν αύξησης του εισοδήματος αλλά και όλοι οι επενδύσιμοι πόροι της οικονομίας. Με τη συρρίκνωσή του, λοιπόν, η ελληνική οικονομία μετατράπηκε κυριολεκτικά σε μία αντεστραμμένη πυραμίδα μεισχνότατη παραγωγική βάση και γιγαντιαία -πλέον- καταναλωτική υπερδομή, την οποία διατηρούσε τεχνητά, και προσωρινά βεβαίως, σε όρθια θέση, ο ακατάσχετος εξωτερικός δανεισμός του Δημοσίου (κυρίως), αλλά και των ιδιωτικών φορέων (δευτερευόντως). Ήταν απόλυτα φυσιολογικό, μόλις η δυνατότητα δανεισμού εξαντλήθηκε, το οικοδόμημα να καταρρεύσει, δημιουργώντας μία βαθύτατη κρίση και ενάμισι εκατομμύριο ανέργους (προς το παρόν).
»Η έξοδος από την κρίση, όπως είναι κατανοητό, δεν θα έρθει παρά μόνον όταν η ανεργία περιορισθεί από το ύψος του 30%, που προσεγγίζει σήμερα, σε ποσοστά κάτω από 10% του εργατικού δυναμικού. Το ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαρθρωτική κρίση, όμως, σημαίνει πως για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να μετασχηματισθεί ριζικά η κλαδική της σύνθεση: το Δημόσιο, το λιανικό εμπόριο, οι οικοδομές και οι "παλιές" υπηρεσίες να έχουν πολύ μικρότερη συμμετοχή στο ΑΕΠ απ' ό,τι σήμερα, και οι παραγωγικοί κλάδοι (συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών τεχνολογικής αιχμής) πολύ μεγαλύτερο. Θα πρέπει, δηλαδή, προκειμένου το οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας να καταστεί βιώσιμο μεσο-μακροχρόνια, η σχέση διεθνώς εμπορεύσιμων προς διεθνώς μη εμπορεύσιμα προϊόντα, που σήμερα είναι τραγικά διαστρεβλωμένη (σε σύγκριση με τα διεθνή πρότυπα) εις βάρος των πρώτων, να αλλάξει δραστικά υπέρ τους (το 19% των διεθνώς εμπορεύσιμων να γίνει τουλάχιστον 35% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Και αυτό είναι κάτι που απαιτεί χρόνο. Και πολλή προσπάθεια, εκ μέρους όλων».
Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, προϋποθέτει διαύγεια, ισχυρή βούληση και κάποιους οραματισμούς. Σε μία αποχαυνωμένη κοινωνία, όμως, όλα αυτά είναι «είδη εν ανεπαρκεία». Κατά συνέπεια, θα συνεχίσουμε και το 2016 να κυνηγάμε φαντάσματα, με την πιθανή διαρθρωτική κατάρρευση να ολοκληρώνεται το 2017.
euro2day
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου