Έχουμε
εξηγήσει σε προηγούμενο άρθρο ότι από την εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού το
1971, το χρήμα δεν έχει αντίκρισμα σε κάποιο υλικό αγαθό ή πολύτιμο μέταλλο.
Είναι απλώς ένα χαρτί ή μια λογιστική εγγραφή. Η αξία του προέρχεται από τη
δυνατότητα του εκδότη του να πείσει τον κόσμο ότι έχει αξία.
Επιπρόσθετα
το σύνολο των χρημάτων που κυκλοφορούν στην αγορά προέρχονται από δάνεια. Η
αποπληρωμή των δανείων και του επιτοκίου τους απαιτεί τη συνεχή αύξηση της
ποσότητας χρήματος στην αγορά, δηλαδή την αύξηση των δανείων. Μια μείωση της
ποσότητας του χρήματος στην αγορά (δανείων), ακόμα και η μη αύξησή του (των
δανείων), αυτόματα σημαίνει την αδυναμία αποπληρωμής των σε εκκρεμότητα
δανείων. Δυστυχώς στα πλαίσια της παρούσας οργάνωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος
τα δάνεια πρέπει να αυξάνονται συνεχώς. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Ηνωμένες
πολιτείες, οι οποίες έχουν νομοθετικά ορισμένο όριο στο σύνολο του δημοσίου
χρέους τους, το αναθεωρούν συνεχώς προς τα επάνω. Τι γίνεται όμως στην
Ευρωπαϊκή Ένωση;
Από τη σύναψη
της συνθήκης του Μάαστριχτ τέθηκαν τρεις βασικοί δημοσιονομικοί στόχοι και
κάποιοι επί μέρους που δεν θα αναλύσουμε σε αυτό το άρθρο. Η διατήρηση του
πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, ο περιορισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος
κάτω από το 3% του ΑΕΠ ετησίως και η διατήρηση του δημοσίου χρέους κάτω από το
60% του ΑΕΠ. Ακόμα και αν ο τελευταίος στόχος δεν έχει επιτευχθεί, μια συνεχής
καθοδική πορεία θεωρείται ικανοποιητική.
Ο πρώτος
στόχος, όπως έχουμε εξηγήσει παλαιότερα,
εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τους πιστωτές.
Ο δεύτερος
στόχος είναι λίγο κοντόφθαλμος. Πως μπορεί να υπάρχει ένα σταθερό όριο στο
έλλειμμα ανεξαρτήτως της οικονομικής συγκυρίας. Σε περιόδους ανάπτυξης είναι
δυνατό να μηδενιστούν τα ελλείμματα και να δημιουργηθούν πλεονάσματα στους
προϋπολογισμούς των εθνικών κυβερνήσεων, όπως συνέβη για συνεχόμενα χρόνια στην
Ιρλανδία ή στην Κύπρο. Κάποια στιγμή όμως λόγω έκτακτων συνθηκών, όπως είναι
μια φυσική καταστροφή, ένα ατύχημα, όπως η καταστροφή του εργοστασίου
ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα της υποδομής
ηλεκτροδότησης του νησιού, ή η ανάγκη έκτακτης στήριξης του χρηματοπιστωτικού
τομέα μετά την κρίση του 2008, θα αναγκάσουν το εθνικό κράτος να ξοδέψει μεγάλα
ποσά για τη στήριξη της οικονομίας και της χώρας.
Σε τέτοιες
περιπτώσεις η συνθήκη του Μάαστριχτ θα καταστρατηγηθεί. Δεν υπάρχει πρόβλεψη
για παραβίαση του ορίου του 3%, οπότε συμπεραίνουμε ότι αυτό είναι το όριο
μέχρι το οποίο το κάθε εθνικό κράτος μπορεί να δημιουργήσει ελλείμματα για να
στήριξη την εθνική του οικονομία ανεξαρτήτως συνθηκών. Ο δεύτερος στόχος της
συνθήκης λοιπόν μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να δημιουργήσει προβλήματα με τη
δυσκαμψία του, μιας και δεν υπάρχει πρόβλεψη για παράβλεψή του έστω και για ένα
μικρό χρονικό διάστημα.
Ο τρίτος
στόχος είναι ξεκάθαρα παράλογος. Η θέση ενός ορίου στο χρέος, όπως είχαμε
παρουσιάσει και σε προηγούμενο άρθρο για την
κρίση του 29’
νομοτελειακά δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα σε μια οικονομία. Βέβαια ο
στόχος τίθεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, οπότε αν το ΑΕΠ αυξάνεται, τότε το χρέος
μπορεί να αυξάνεται ταυτόχρονα και ο λόγος να παραμένει ίδιος. Απαιτείται όμως
μια πολύ λεπτή ισορροπία για να λειτουργήσει αυτό. Το ΑΕΠ μετράται σε χρήματα
και για να αυξηθεί θα πρέπει να αυξηθεί και το χρήμα στην αγορά. Πράγμα που
επιτυγχάνεται μόνο με περισσότερα δάνεια.
Στην πράξη
ακόμα και οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν συσσωρεύσει τεράστιο ιδιωτικό χρέος,
απλώς όχι δημόσιο. Η ανάπτυξή τους βασίζεται σε παραγωγικές επενδύσεις που
έχουν γίνει σε αυτές τις χώρες. Επενδύσεις χωρίς δανειακά κεφάλαια δεν είναι
δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Σπάνια πραγματοποιούνται από αποταμιεύσεις του
επιχειρηματία. Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας απαιτεί και περισσότερο
χρήμα για να την εκφράσει. Οπότε το νέο χρήμα που χρειαζόταν προήλθε από
ιδιωτικό δανεισμό. Πολλές από τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες που είχαν πολύ μικρό
δημόσιο χρέος, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, που είχε για χρόνια
πλεονασματικούς προϋπολογισμούς βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα. Όταν το ιδιωτικό
χρέος φτάνει το 900% του ΑΕΠ, όπως έγινε στην Ιρλανδία, και τα δάνεια αρχίζουν
να μην αποπληρώνονται, το κράτος πρέπει να παρέμβει. Και το κόστος της
παρέμβασης του είναι τεράστιο. Αυτός είναι και ο λόγος που χώρες με
χαμηλό δημόσιο χρέος μπορεί να αντιμετωπίζουν πρόβλημα, ενώ χώρες με υψηλό όχι.
Η κατακόρυφη
αύξηση του χρέους των ελλειμματικών χωρών ήταν αναπόφευκτη. Αυτό μεταφράστηκε
είτε σαν αύξηση του δημοσίου χρέους, όπως στην Ελλάδα, είτε σαν αύξηση του
ιδιωτικού, όπως στην Ισπανία. Η διαφορά των δύο χωρών ήταν ότι η Ελλάδα
παραβίαζε τη συνθήκη του Μάαστριχτ, που έθετε όριο μόνο στο δημόσιο χρέος, ενώ
η Ισπανία όχι. Στην
ουσία οι στόχοι της συνθήκης βάζοντας ένα όριο στον κρατικό δανεισμό,
προωθούσαν τον ιδιωτικό. Έμπαινε ένα όριο στη δραστηριότητα που μπορούσε να
αναπτύξει το κράτος προς όφελος του ιδιωτικού τομέα.
Στην πράξη
καμία χώρα δεν μπόρεσε ποτέ να ικανοποιήσει τους όρους της συνθήκης, με την
εξαίρεση κάποιων πολύ μικρών χωρών όπως το Λουξεμβούργο. Ποτέ όμως δεν
καταργήθηκε, αντίθετα αποτελεί πολεμοφόδιο στα χέρια όσων προσπαθούν να
περιορίσουν το ρόλο του κράτους στην οικονομία προς όφελος του ιδιωτικού τομέα,
λέγοντας ότι το κράτος είναι σπάταλο και αφερέγγυο, μιας και για χρόνια δεν
έχει καταφέρει να ικανοποιήσει τους στόχους της συνθήκης.
Το επί πλέον
παράδοξο με την ΕΕ είναι ότι δεν αποτελεί μια οικονομία. Μερικά κράτη όμως
μπόρεσαν να διατηρήσουν χαμηλό επίπεδο δανεισμού. Πως τα κατάφεραν; Η απάντηση
έγκειται στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ενιαίο οικονομικό χώρο με κοινό
νόμισμα. Η διακίνηση κεφαλαίων είναι ελεύθερη, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο
αλώστε. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση όμως είναι και απροβλημάτιστη, εφόσον δεν υπάρχουν
οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι, οι οποίοι απαλείφονται με το ενιαίο νόμισμα.
Στην ουσία τα
πλεονάσματα κάποιων χωρών τροφοδοτούν τα ελλείμματα των άλλων, ή μάλλον για την
ακρίβεια τα μικρότερα ελλείμματα κάποιων χωρών τροφοδοτούν τα μεγαλύτερα κάποιων
άλλων. Αυτός είναι και ο λόγος που από την εισαγωγή του Ευρώ αυξήθηκε ο
εξωτερικός δανεισμός της Ελλάδας κυρίως προς τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Τα χρήματα που συσσωρευόταν στις πιο ανεπτυγμένες χώρες διοχετεύονταν στις
ελλειμματικές μέσω του τραπεζικού συστήματος που αναζητούσε μεγαλύτερες αποδόσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου