Καθώς η κρίση έχει δείξει για τα καλά
τα δόντια της στην ευρωπαϊκή περιφέρεια πολλά ερωτήματα αρχίζουν να ανακύπτουν.
Η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη χώρα που χτυπήθηκε από την κρίση. Το υψηλό δημόσιο
χρέος της την κατέστησε ευάλωτη στις επιθέσεις των αγορών. Η αδύναμη οικονομία
της λύγισε. Οι Έλληνες ήταν φοροφυγάδες, διεφθαρμένοι, τεμπέληδες και ήθελαν να
ζουν μια ζωή με δανεικά εις βάρος των σκληρά εργαζόμενων Βορειοευρωπαίων λαών.
Μετά λύγισαν
η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Η Πορτογαλία ήταν μια χώρα με παρόμοια
χαρακτηριστικά με την Ελλάδα. Η Ιρλανδία όμως; Μια χώρα με πλεονασματικούς
προϋπολογισμούς για χρόνια. Με δημόσιο χρέος 25% του ΑΕΠ. Μια χώρα πρότυπο
ανάπτυξης, η οποία με τη χαμηλή φορολογία της σε επιχειρήσεις είχε κατορθώσει
να προσελκύσει μεγάλες επενδύσεις στη χώρα. Όλες οι εταιρείες υψηλής
τεχνολογίας είχαν την ευρωπαϊκή έδρα τους στο Δουβλίνο.
Τώρα έρχεται
η σειρά της Ισπανίας. Μια χώρα με πλεονασματικό προϋπολογισμό στο ξεκίνημα της
κρίσης και με δημόσιο χρέος στο 36% του ΑΕΠ. Την ίδια περίοδο η Γερμανία
βρισκόταν στο 65%. Μια χώρα που κατόρθωσε να οργανώσει τους μόνους
πλεονασματικούς Ολυμπιακούς Αγώνες στην ιστορία. Μια χώρα, στην οποία βρίσκεται
το πιο κερδοφόρο εργοστάσιο της Volksvagen. Κι όμως. Μέσα σε τρία χρόνια το χρέος
διπλασιάστηκε στο 80% του ΑΕΠ. Το ισπανικό δημόσιο πληρώνει εξωφρενικά
επιτόκια, τίθεται ουσιαστικά έκτος αγορών και προσφεύγει στη στήριξη της ΕΕ για
να διασώσει τις τράπεζές του.
Ολόκληρη η
ευρωπαϊκή περιφέρεια είτε έχει τεθεί είτε βρίσκεται κοντά στο να τεθεί εκτός
αγορών, αδυνατώντας να ανά χρηματοδοτήσει το χρέος της. Την ίδια στιγμή χώρες
όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Ιαπωνία μπορούν να δανειστούν με πολύ
χαμηλά ονομαστικά επιτόκια και πολλές φορές με αρνητικά πραγματικά επιτόκια[1]. Τι συμβαίνει;
Έχουν αυτές οι χώρες χαμηλότερο δημόσιο χρέος; Όχι. Έχουν μεγαλύτερες
δυνατότητες ανάπτυξης ή πιο ισορροπημένο εμπορικό ισοζύγιο; Πάλι όχι.
Ποιος είναι
λοιπόν ο λόγος που οι χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας ζουν καθημερινά με την
αγωνία των διαθέσεων των αγορών και τη διαμόρφωση των επιτοκίων; Η απάντηση
είναι απλή. Είναι αναγκασμένες να δανείζονται σε ένα νόμισμα το οποίο δεν
εκδίδουν. Αντίθετα ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Ιαπωνία εκδίδουν δικά τους
νομίσματα. Μπορούν σε ακραίες περιπτώσεις να επηρεάσουν τις κεντρικές τους
τράπεζες να δανείσουν το κράτος, αγοράζοντας τα ομόλογα που εκδίδει.
Το Ευρώ
αντίθετα είναι ένα νόμισμα πάνω στο οποίο οι χώρες της περιφέρειας δεν έχουν
κανέναν έλεγχο. Ακόμα χειρότερα, οι ευρωπαϊκές συνθήκες απαγορεύουν στην
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να δανείζει απ’ ευθείας χώρες – μέλη της
ευρωζώνης, αγοράζοντας ομόλογα από την πρωτογενή αγορά[2]. Η μόνη
παρέμβαση που της επιτρέπεται είναι η αγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά.
Αυτός είναι
ένας κανόνας, ο οποίος καθιερώθηκε για να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της
κεντρικής τράπεζας. Αν το κάθε κράτος μπορούσε να δανείζεται με χαμηλό επιτόκιο
επ’ άπειρο, τι κίνητρο θα είχε να συμμαζέψει τα οικονομικά του. Επιπρόσθετα η
αλόγιστη αύξηση της ποσότητας του χρήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε
πληθωριστικές πιέσεις.
Βέβαια από
την άλλη πλευρά η κεντρική τράπεζα είναι ανεξάρτητη. Το ότι έχει ένα όπλο στη διάθεσή
της δε σημαίνει ότι πρέπει πάντα να το χρησιμοποιεί. Θα μπορούσε λοιπόν κατά
την κρίση της να χρηματοδοτεί το χρέος κρατών όπως η Ισπανία ή η Ιρλανδία, οι
οποίες δεν είχαν δημοσιονομικά προβλήματα μη αφήνοντάς τες να
χρεοκοπήσουν.
Στην ουσία η
ΕΚΤ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δυνατότητά της αυτή για να αποκρούσει τις
επιθέσεις των κερδοσκόπων στα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Μόνο και μόνο
η δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας θα μπορούσε να δράσει αποτρεπτικά στην
αύξηση των επιτοκίων. Τώρα που τα χέρια της ΕΚΤ είναι δεμένα,
κερδοσκοπικά κεφάλαια ξέρουν ότι μπορούν εύκολα να οργανώσουν μια επίθεση
εναντίον ομολόγων κρατών της Ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Οι
περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Ισπανίας αποδεικνύουν περίτρανα ότι οι αγορές
δεν μπορούν να είναι ο μοναδικός κριτής του αξιόχρεου ενός κράτους. Μια
κεντρική τράπεζα μπορεί να παίξει επιτυχημένα το ρόλο του εξισορροπητή ανάμεσα
στα κράτη και τις αγορές. Η δυνατότητα μόνο της κεντρικής τράπεζας να δανείζει
κράτη από μόνη της το πιο πιθανό είναι να χαμηλώσει αυτόματα το κόστος
δανεισμού για πολλές χώρες. Μόνο η γνώση της ύπαρξης αυτής της δυνατότητας από
τους ιδιώτες θα τους οδηγήσει στην προσφορά καλύτερων επιτοκίων.
Δυστυχώς ο
σχεδιασμός της λειτουργίας της ΕΚΤ προέβλεπε την επιδίωξη ενός μονάχα στόχου.
Την διατήρηση χαμηλού πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Η δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής
και στήριξης των κρατών δεν προβλέφθηκε προς όφελος των δανειστών τους …
Το Ευρώ
λοιπόν αντί να γίνει νόμισμα των κρατών της Ευρωζώνης έχει γίνει λοιπόν νόμισμα
των δανειστών τους …
[1] Πραγματικό
επιτόκιο είναι το ονομαστικό επιτόκιο μείον το ρυθμό του πληθωρισμού
[2] Πρωτογενή
αγορά ομολόγων είναι η απ’ ευθείαν συμμετοχή στη δημοπρασία έκδοσής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου