Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Η αμαρτωλή Ιστορία των Τσέτνικς και η Χρυσή Αυγή

tvxs

Οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής τους λατρεύουν. Κάνουν συχνά τατουάζ το όνομά τους στο σώμα τους, όπως ο αδελφός του λαλίστατου εκπροσώπου του νεοναζιστικού μορφώματος Ηλίας Κασιδιάρης. Σε μια φωτογραφία που εμφανίστηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα ο ανθυπολοχαγός των Ειδικών Δυνάμεων Αλέξανδρος Κασιδιάρης φαίνεται να χαιρετά Ναζιστικά, ενώ στην κοιλιακή του χώρα διακρίνεται ξεκάθαρα η λέξη “Τσέτνικ”στα κυριλικά. 

του Γιώργου Στάμκου 

Ποιοί είναι όμως οι Σέρβοι Τσέτνικς; Ποια είναι η σκοτεινή τους ιστορία, για την οποία μόνον οι νεοναζί αισθάνονται περήφανοι; (Υπόψιν, η Σερβική Δημοκρατία τον Ιούνιο του 2012 έθεσε εκτός νόμου τη φιλο-τσέντικ οργάνωση Obraz, το “αδελφό” κόμμα της Χρυσής Αυγής στη Σερβία με την κατηγορία πως “με τη δράση του παραβιάζει βασικές αρχές του σερβικού συντάγματος που εγγυώνται τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, ενώ τα στελέχη του, με τη συμπεριφορά τους, διασπείρουν εθνοτικό και θρησκευτικό μίσος”).

Η συγκρότηση των ομάδων Τσέτνικ στη Σερβία

Η επίσημη παράδοση του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στις δυνάμεις του Άξονα (17.4.1941) δεν έγινε δεκτή από όλες τις μάχιμες μονάδες. Μια ολιγομελής ομάδα Σέρβων αξιωματικών υπό τον συνταγματάρχη Ντράγκολιουμπ (Ντράζα) Μιχαήλοβιτς (Dragoljub Draza Mihailovic – Драгољуб Дража Михаиловић) συναντήθηκαν στη Ράβνα Γκόρα (Ravna Gora – Равна Гора) και αποφάσισαν να οργανώσουν αντάρτικο, σύμφωνα με την παράδοση των Τσέτνικ (Cetnik) του 19ου αιώνα. Η λέξη Τσέτνικ προέρχεται από την τουρκική λέξη «τσέτα», που σημαίνει «άτακτος στρατός» και υπήρχαν επίσημα στη Σερβία από το 1868 με τη μορφή παραστρατιωτικής οργάνωσης. Οι Τσέτνικ στηρίχτηκαν στην παράδοση των Χαϊντούκων της τουρκοκρατίας, που ήταν το σέρβικο αντίστοιχων των δικών  μας «κλεφτών». Δρούσαν στην ύπαιθρο και στα χωριά, ενώ στις πόλεις η παρουσία τους ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.


Η ιστορία του κινήματος των Τσέτνικ στη Σερβία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του Ντράζα Μιχαήλοβιτς. Ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς γεννήθηκε στις 27.03.1893 στην Ιβάνιτσα της Σερβίας και πέθανε στις 17.7.1946. Ήταν συνταγματάρχης του Βασιλικού  Στρατού της Γιουγκοσλαβίας και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μιχαήλοβιτς χαρακτηρίζονταν από φιλομοναρχικές τάσεις, ήταν φανατικά ορθόδοξος, αντικομουνιστής, «Μεγαλοσέρβος» και εχθρός των Κροατών. Τον Απρίλιο του 1941 απέφυγε να αποδεχθεί την παράδοση του  Γιουγκοσλαβικού Στρατού και κατέφυγε στα βουνά.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία τις πρώτες μέρες του Μαΐου του 1941 ο  Ντράζα Μιχαήλοβιτς συνάντησε τον φίλο και συνάδελφό του, ταγματάρχη Άτσα Μίσιτς, που βρίσκονταν στο χωριό Στρουγκάνικ (Struganik), στο βουνό Σούβομπορ (Suvobor) της βορειοδυτικής Σερβίας. Φαίνεται πως ο Μιχαήλοβιτς ξαφνιάστηκε από την δεινή κατάσταση του Γιουγκοσλαβικού Στρατού, που ηττήθηκε τόσο σύντομα και άδοξα από τους Γερμανούς –κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε να αποδεχθεί. Ο Γερμανικός Στρατός, γρήγορα και ουσιαστικά, συνέτριψε τον Γιουγκοσλαβικό Στρατό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είχε εγκαταλείψει τη χώρα ή βρισκόταν σε πλήρη υποχώρηση. Από τον Γερμανικό Στρατό παρέμειναν στη Γιουγκοσλαβία μόνον κάποια αδύναμα τμήματα, που δεν αρκούσαν για μια αποτελεσματική κατοχή, μιας και στάθμευαν κυρίως στις πόλεις, ενώ τα χωριά ήταν εκτός ελέγχου των δυνάμεων κατοχής. Έτσι ο παλιός διοικητικός μηχανισμός της Γιουγκοσλαβίας συνέχισε να λειτουργεί, όπως και την περίοδο της ειρήνης, με τη συνδρομή της σερβικής αστυνομίας, που συνεργάστηκε με τους κατακτητές.

Στο χωριό Στρουγκάνικ ο Μιχαήλοβιτς έμαθε και για τη νέα κατοχική «κυβέρνηση» της Σερβίας, όπως και για την τύχη πολλών στρατιωτικών, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και κάποιοι δικοί του συνάδελφοι κατάλληλοι για συνεργασία, οι οποίοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τα στρατόπεδα αιχμαλώτων. Εξ αρχής ο Μιχαήλοβιτς φρόντισε να εξασφαλιστεί, αποκτώντας διασυνδέσεις με την αστυνομία και τη νέα κατοχική «κυβέρνηση Κουίνσλινγκ» της χώρας, καθώς και με τις δημοτικές αρχές.
Στις 14 ή 16 Μαΐου του 1941 ο Μιχαήλοβιτς είχε μια κρίσιμη σύσκεψη με τον συνταγματάρχη Μπ. Πάντιτς, τον αντισυνταγματάρχη Ντ. Παύλοβιτς, καθώς και με τους ταγματάρχες Α. Μίσιτς και Μ. Παλόσοβιτς. Από τη γυναίκα του ταγματάρχη Μίσιτς. ο Μιχαήλοβιτς συνδέθηκε στα τέλη Μαΐου και με τον συνταγματάρχη Γιόβαν Τρίσιτς, που ήταν τότε διοικητής της νέας σερβικής αστυνομίας. Αυτή η δικτύωση ήταν πολύ σημαντική, γιατί με αυτό τον τρόπο μπορούσε να υπολογίζει σε προστασία και υποστήριξη της αστυνομίας, η οποία, όντας στην υπηρεσία του κατακτητή, διασφάλιζε την ειρήνη και την τάξη στα χωριά. Πλέον ο Μιχαήλοβιτς μπορούσε να είναι σίγουρος ότι κανένας δεν θα τον καταδίωκε ή θα τον εμπόδιζε στο «αντιστασιακό» του έργο του.
Τον Ιούλιο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς συνεργάστηκε με τον Μίλαν Ατσίμοβιτς, που ήταν εκπρόσωπος της πρώτης «κυβέρνησης Κουίνσλιγκ» της Σερβίας, κι έλαβε από αυτόν οικονομική βοήθεια, επειδή ο Ατσίμοβιτς τον έβλεπε ως σύνδεσμο με τον εξόριστο Σέρβο βασιλιά Πέτρο Β’. Ήρθε επίσης σε επαφή και με τον Σέρβο στρατηγό Μίλαν Νέντιτς, τον οποίο οι Γερμανοί τοποθέτησαν ως πρόεδρο της σερβικής «κυβέρνησης», ελπίζοντας πως το κύρος του θα ήταν αρκετό για να εμποδίσει το ξέσπασμα της σερβικής αντίστασης, καθώς ο Ατσίμοβιτς ήταν φανερό πως δεν τα κατάφερνε. Πρέπει να σημειωθεί πως σχεδόν όλα τα μέλη της «κυβέρνησης Κουίνσλιγκ» στην κατεχόμενη Σερβία έπαιζαν σε «διπλό ταμπλό»: ενώ έλπιζαν πως θα νικήσουν οι Γερμανοί, έκαναν ότι μπορούσαν για να εξασφαλιστούν και  στην περίπτωση της γερμανικής ήττας και της επιστροφής του βασιλιά.
Την ίδια περίοδο τα σχέδια του Ντράζα Μιχαήλοβιτς ήταν, σύμφωνα με τον στενό του συνεργάτη λοχαγό Ζβόνιμιρ Βούτσκοβιτς, τα εξής:
• Να οργανώσει και να συγκροτήσει ένα φιλοβασιλικό αντάρτικο σ’ όλη τη χώρα.
• Να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό του «στρατού» του από τους συμμάχους μέσω θαλάσσης και αέρος.
• Να δώσει το σήμα  για την εξέγερση την κατάλληλη στιγμή, όταν οι πιθανότητες επιτυχίας της ένοπλης δράσης θα ήταν μεγάλες.
• Και στο μεταξύ, δηλαδή μέχρι την εξέγερση, να πραγματοποιεί κάποια σαμποτάζ, προπαγάνδα και κατασκοπεία σε βάρος των κατακτητών.

Ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς θεωρούσε πως ο αγώνας εναντίον του κατακτητή δεν θα έπρεπε να ξεκινήσει πρόωρα, δίνοντας εντολές αποφυγής ένοπλων συμπλοκών με Γερμανούς, επιτρέποντας τες μόνον σε περίπτωση αυτοάμυνας. “Οι συγκρούσεις με τους Γερμανούς πρέπει να αποφεύγονται”,έγραφε στ ένα άρθρο του. Τον Αύγουστο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς έδωσε οδηγίες για την εκτέλεση των καθηκόντων των μονάδων των Τσέτνικς, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν βετεράνοι στρατιώτες του Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Στο πρώτο άρθρο αυτών των οδηγιών έδωσε εντολή να σχηματιστούν ομάδες Τσέτνικ στα χωριά, σε κωμοπόλεις και σε πόλεις από τους επιστράτους της κάθε περιοχής.
Στο ίδιο άρθρο υπογραμμίζει: «Οι συγκρούσεις με τους Γερμανούς να αποφεύγονται όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά σε περίπτωση εκδήλωσης βίας ή τρομοκρατίας, άσχετα με ποιος είναι ο δράστης, να τον σταματήσετε με ένοπλη βία προκειμένου να προστατεύσετε τον πολίτη». Και στις επόμενες οδηγίες του για κινητοποίηση (9.9.1941) δήλωσε και πάλι πως «οι συγκρούσεις με τους Γερμανούς και Ιταλούς, πρέπει να αποφεύγονται, όπως και οι συγκρούσεις με τους Κομουνιστές».

Αυτή τη στάση απέναντι στις δυνάμεις κατοχής ο Μιχαήλοβιτς δεν την άλλαξε ακόμη και μέχρι το τέλος του πολέμου. Προφανώς ο ίδιος νόμιζε πως οι Γερμανοί και οι Ιταλοί δεν θα έκαναν καμιά βίαιη πράξη στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία. Η αλήθεια είναι πως ποτέ του δεν έδωσε καμία εντολή για επίθεση κατά του εχθρού, που «θέριζε κι αλώνιζε» στη Σερβία. Ο Μιχαήλοβιτς, στα τέσσερα χρόνια της κατοχής της πατρίδας του από τους Γερμανο-ιταλούς, δεν βρήκε ούτε μία αφορμή για να επιτεθεί στις δυνάμεις κατοχής. Σε γενικές γραμμές διατηρούσε συνεχώς μια παθητική στάση απέναντι στον κατακτητή.

Σε ορισμένες εντολές του ο Μιχαήλοβιτς έκανε λόγο για την «ημέρα της γενικευμένης εξέγερσης» και για το «σήμα» που θα έδινε ο ίδιος γι’ αυτό, αλλά μέχρι το τέλος του πολέμου αυτή η περιβόητη μέρα δεν ήρθε. Μπορεί όμως να μην επιτέθηκε ποτέ στους Γερμανούς και στους Ιταλούς, αλλά δεν έκανε το ίδιο απέναντι στον Εθνικο-απελευθερωτικό Στρατό της Γιουγκοσλαβίας (Narondooslobodilacka Vojska), δηλαδή στους παρτιζάνους του Τίτο. Σημειωτέον πως για τον Μιχαήλοβιτς δεν υπήρχε Εθνικοαπελευθερωτικός Στρατός της Γιουγκοσλαβίας, αλλά απλώς οι «κομμουνιστές», τους οποίους και θεωρούσε χειρότερους εχθρούς από τους Ναζί κατακτητές. Έτσι ολόκληρη η πολεμική του προσπάθεια εξαντλήθηκε σε συγκρούσεις με τους παρτιζάνους και όχι με τους Γερμανούς κατακτητές. Όλες τους τις δυνάμεις και όλη του τη ευφυΐα, τη σπατάλησε στην καταστροφή του ΕΑΣ, που μάχονταν για την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας από τους κατακτητές.

Τα γερμανικά αντίποινα σε βάρος των Σέρβων αμάχων 

Την ίδια περίοδο οι Γερμανοί κατακτητές είχαν εξαπολύσει μια σειρά από αιματηρά αντίποινα σε βάρος του σερβικού λαού. Στις 20 Οκτωβρίου του 1941, στα περίχωρα της σερβικής πόλης Κράλιεβο (Kralejvo), σκοτώθηκαν περίπου 30 Γερμανοί στρατιώτες από μια ξαφνική επίθεση παρτιζάνων. Σε αντίποινα οι Γερμανοί εκτέλεσαν τουλάχιστον 6.000 άμαχους Σέρβους. Την επόμενη μέρα στη γειτονική πόλη του Κραγκούγιεβατς (Kragujevac) οι παρτιζάνοι σκότωσαν 10 Γερμανούς στρατιώτες, ενώ άλλοι 20 αγνοούνταν. Σε αντίποινα οι Γερμανοί εκτέλεσαν 7.000 Σέρβους πολίτες.

Η τραγωδία του Κραγκούγιεβατς ήταν αποτέλεσμα μιας απίστευτης εκδικητικής μανίας των Γερμανών για τις μάχες των παρτιζάνων εναντίον στην γύρω περιοχή. Ανάμεσα στα θύματα που εκτελέστηκαν ήταν συνολικά 300 μαθητές και 18 καθηγητές. Η γερμανική εντολή ήταν απλή και σύντομη: για κάθε Γερμανό που σκοτώνεται θα πρέπει να εκτελούνται 100 Σέρβοι πολίτες. Εκείνη την ημέρα, ανάμεσα σε όλα τα θύματα, ήταν και μια ομάδα παιδιών, λούστρων παπουτσιών, που αρνήθηκαν να καθαρίσουν τις γερμανικές μπότες, και γι’ αυτό οδηγήθηκαν αμέσως στο θάνατο. Ανάμεσα στα θύματα βρισκόταν και τα παιδιά από το πρώτο γυμνάσιο του Κραγκούγιεβατς, το πιο παλιό γυμνάσιο και λύκειο της Σερβίας. Από κει πήραν οι Γερμανοί μια ολόκληρη τάξη, την πέμπτη τάξη δημοτικού, δηλαδή παιδάκια 11 χρονών και μαζί με τους δασκάλους τους τα οδήγησαν στο θάνατο.

Παρ’ όλες τις σφαγές και τα αιματηρά αντίποινα των Γερμανών σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς δεν βρήκε το θάρρος να διατάξει γενική επίθεση των Τσέτνικς ενάντια στους Γερμανούς, αλλά περισσότερο μηχανεύονταν τρόπους για να βλάψει το ανερχόμενο ένοπλο κίνημα των παρτιζάνων του Τίτο.

Τσέτνικς Vs Παρτιζάνοι

Τον Ιούλιο του 1941 τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ) και της νεολαίας του, εξόρμησαν στα σέρβικα χωριά της Κροατίας και της Βοσνίας για να οργανώσουν τον πληθυσμό, που υπέφερε από τις δυνάμεις κατοχής και τα όργια των σφαγών των Κροατών Ούστασι, ώστε να αντισταθούν. Μ’ αυτό τον τρόπο επιτελέστηκε μια στενή σύνδεση ανάμεσα στους Σέρβους που ζούσαν μέσα στο νέο φασιστικό κράτος της Κροατίας (NDH) και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, η οποία διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και αντιστάθηκε σε όλες τις δυσκολίες και αλλαγές.

Το παράνομο τότε Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα κινητοποιήθηκε μετά τις 22 Ιουνίου του 1941, δηλαδή μετά από την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ο γενικός γραμματέας του ΚΚΓ Γιόσιπ Μπροζ, ο ονομαζόμενος Τίτο (1892-1980), απευθύνθηκε εξ αρχής σε όλους τους Γιουγκοσλάβους, ενώ ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς μόνο στους Σέρβους. Ήταν θέμα χρόνου να αποκτήσει και τη μεγαλύτερη απήχηση στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας.

Σε αντίθεση με την παθητική στάση του ΚΚΓ, κατά την περίοδο των τριών μηνών πριν από την γερμανική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, αναφέρεται πως τότε εμφανίστηκε το κίνημα του συνταγματάρχη Ντράζα Μιχαήλοβιτς ως «πρώτο κίνημα ένοπλης αντίστασης» στην κατεχόμενη Ευρώπη. Στην πραγματικότητα όμως ο Μιχαήλοβιτς απλά δεν ήθελε να παραδοθεί στον εχθρό και να πάει σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Σε μια περίοδο χάους και σύγχυσης, που επικρατούσε στη χώρα τον Απρίλιο του 1941, δεν ήταν παράξενο που δεκάδες χιλιάδες Γιουγκοσλάβων στρατιωτών και αξιωματικών είχαν κατορθώσει να γυρίσουν στα σπίτια τους και να αποφύγουν τη σύλληψη τους από τους εισβολείς. Ο Γερμανικός Στρατός κατά την αστραπιαία του προέλαση προς νότο δεν είχε αρκετές δυνάμεις έτσι ώστε να ελέγξει τις τεράστιες μάζες των αιχμαλώτων και φυγάδων. Το να αποφύγει κανείς την αιχμαλωσία δεν ήταν και κάτι σπουδαίο.

Το ΚΚΓ αρχικά επιθυμούσε τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου με τα άλλα πατριωτικά και πολιτικά κόμματα και οργανώσεις ή με τις νεότευκτες ένοπλες ομάδες. Γι’ αυτό το λόγο έγιναν και τα κατάλληλα βήματα προς τον συνταγματάρχη Μιχαήλοβιτς, όταν το «Γενικό Επιτελείο» των παρτιζάνων της Σερβίας έμαθε για την ύπαρξη των Τσέτνικς. Το πολιτικό γραφείο του κόμματος είχε την άποψη πως οι ενέργειες κατά των κατακτητών θα έπρεπε να βασίζονται σε ένα ενιαίο μέτωπο, το οποίο θα δρούσε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Μ’ αυτό το σκεπτικό λοιπόν μια αντιπροσωπεία παρτιζάνων επισκέφτηκε το αρχηγείο του συνταγματάρχη
Μιχαήλοβιτς για να του προτείνει συνεργασία.

Οι εκπρόσωποι των παρτιζάνων, Μίλος Μίνιτς και  Άλεξα Ντούντιτς, επισκέφτηκαν τον Μιχαήλοβιτς και του πρότειναν ένα σχέδιο συνεργασίας, όμως εκείνος απέφυγε να απαντήσει. Ήταν ολοφάνερο πως δεν επιθυμούσε την έναρξη των επιθέσεων ενάντια στον κατακτητή και ιδιαίτερα κατά των σερβικών αρχών που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς. Ως δικαιολογία προέβαλε πως ο εχθρός ήταν ακόμη ισχυρός και η αντίδραση του θα ήταν τρομερή. Έτσι οι εκπρόσωποι των παρτιζάνων γύρισαν άπρακτοι.

Οι μικρές ομάδες παρτιζάνων, που δημιουργήθηκαν τον Ιούλιο και τις αρχές Αυγούστου του 1941 από τους κομμουνιστές, τη νεολαία του κόμματος, την εργατική τάξη των πόλεων, από διανοούμενους και μαθητές, άρχισαν σταδιακά να προσελκύουν οπαδούς κι από τους πολυάριθμους αγρότες της χώρας. Αυτό οφείλονταν στο γεγονός πως οι αγρότες είχαν ήδη μαζέψει τις σοδειές τους για το χειμώνα και οι πρώτες νίκες των παρτιζάνων τους ενθουσίασαν, πράγμα που προσέλκυσε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό οπαδών προς τους παρτιζάνους. Η εξέλιξη αυτή του παρτιζάνικου κινήματος άλλαξε εντελώς την πολιτική κατάσταση και την ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας. Οι μάχες γινόντουσαν σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα και ήταν αιματηρές, με την πολυάριθμη συμμετοχή παρτιζάνων και των εχθρών τους.
Η τοπική στρατιωτική διοίκηση των Γερμανών συμπέρανε πως με τις δυνάμεις που είχε δεν μπορούσε να επικρατήσει και ζήτησε βοήθεια και ενισχύσεις από το Γενικό Επιτελείο της Γερμανίας. Από την άλλη, το αρχηγείο των παρτιζάνων αντιλήφθηκε πως για την θετική εξέλιξη κι έκβαση του αγώνα ήταν απαραίτητη η συνεργασία με τους Τσέτνικς του Μιχαήλοβιτς.
Έτσι πήραν και πάλι την πρωτοβουλία να προτείνουν στον Μιχαήλοβιτς μια συνάντηση με τον Τίτο. Αυτή τη φορά ο Τίτο και οι συνεργάτες του είχαν ετοιμάσει ένα σχέδιο κοινής δράσης, το μοίρασμα της «λείας», και τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών, καθώς και τους κανόνες για την αποφυγή συγκρούσεων μεταξύ τους και επίλυση τυχόν προκυπτουσών διαφορών. Όπως και στην προηγούμενη συνάντηση ο Μιχαήλοβιτς δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για συνεργασία και κοινή ένοπλη δράση. Θεωρούσε πως η δράση των Παρτιζάνων ήταν πρόωρη και ότι έπρεπε να σταματήσουν.

Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να συμμετάσχει στο μοίρασμα της πολεμικής «λείας». Ήθελε να αποκτήσει ένα τμήμα των όπλων και των εφοδίων, που παράγονταν στο εργοστάσιο όπλων στο Ούζιτσε. Εκείνο το εργοστάσιο ήταν τότε στα χέρια των παρτιζάνων και παρήγαγε τουφέκια για τον οπλισμό των ανταρτών. Κατά  σύμπτωση το τουφέκι του Γιουγκοσλαβικού Στρατού ήταν ίδιο μοντέλο με του Γερμανικού Στρατού και χρησιμοποιούσε τα ίδια πυρομαχικά, πράγμα που έλυνε τα χέρια των παρτιζάνων, εφόσον γνώριζαν πώς να χρησιμοποιούν τα γερμανικά όπλα που αποκτούσαν.

Ο Μιχαήλοβιτς δεν μίσησε τους κομμουνιστές το καλοκαίρι του 1941 αλλά πολύ νωρίτερα. Στο στρατιωτικό κώδικα λειτουργίας του Βασιλικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού έγραφε πως «το καθήκον του στρατού είναι να υπερασπίζει το βασιλιά και την πατρίδα από τους εξωτερικούς κι εσωτερικούς εχθρούς». Και ο εσωτερικός «εχθρός» τότε, δεν ήταν κανένας άλλος από τους κομμουνιστές. Άρα, εξ αιτίας του «στρατιωτικού καθήκοντος» θεωρούσε το κομμουνισμό «μεγάλο κακό» και τους κομμουνιστές «μεγάλους εχθρούς». Βέβαια, οι περισσότεροι παρτιζάνοι που εμφανίζονταν σε όλη τη Γιουγκοσλαβία, λόγω του πολέμου που απλώνονταν ραγδαία προς τ’ ανατολικά (ρωσικό μέτωπο) αλλά και της κομμουνιστικής προπαγάνδας, δεν ήταν κομμουνιστές και αρκετοί απ’ αυτούς δεν είχαν ποτέ ακούσει καν τη  λέξη «κομμουνισμός».

Η βρετανική προπαγάνδα και το «διπλό παιχνίδι» της εξόριστης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης στο Λονδίνο

Την περίοδο εκείνη η βρετανική προπαγάνδα λειτουργούσε, για ευνόητους λόγους, υπέρ του φιλοβασιλικού συνταγματάρχη Μιχαήλοβιτς και των Τσέτνικς. Από το φθινόπωρο του 1941 ο ραδιοφωνικός σταθμός «Εδώ Λονδίνο» μετέφερε συνεχώς ειδήσεις για τις «δύσκολες αλλά επιτυχείς μάχες στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας μεταξύ των κατακτητών και των Γιουγκοσλάβων μαχητών της ελευθερίας υπό τον συνταγματάρχη Ντράγκολιουμπ Μιχαήλοβιτς». Με άλλα λόγια όσες μάχες και νίκες κέρδιζαν οι παρτιζάνοι η βρετανική προπαγάνδα τις απέδιδε σκόπιμα στους Τσέτνικς του Μιχαήλοβιτς. Βέβαια, κανένας ακροατής δεν αναρωτιόταν πως κάποιος που εξ αρχής απέρριπτε την ιδέα της ένοπλης αντίστασης κατά των κατακτητών, ξαφνικά άλλαξε γνώμη και ρίχτηκε με τα μούτρα σε πόλεμο εναντίον τους…

Δημιουργήθηκε έτσι ο τεχνητός μύθος για τις «μάχες» του συνταγματάρχη Μιχαήλοβιτς και των οπαδών του και αυτό το μύθο αποδέχτηκαν η εξόριστη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση στο Λονδίνο, η βρετανική κυβέρνηση ακόμη και ο ίδιος ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς! Ο μέχρι τότε άγνωστος στη Γιουγκοσλαβία συνταγματάρχης Μιχαήλοβιτς έγινε μέσα σε μια νύχτα, «μαχητής της ελευθερίας» και ο «πρώτος οργανωτής» της αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη, «θρυλικός ήρωας» και αντιπρόσωπος των πιστών γιουγκοσλάβων πολιτών προς τον εξόριστο βασιλιά τους. Αντίθετα εκείνος ασκούσε τη δική του στρατηγική της παθητικότητας και της μη δράσης έναντι των εχθρών, αλλά ταυτόχρονα απολάμβανε τη δόξα για τις «νίκες» κατά των κατακτητών, που κατόρθωναν βεβαίως οι παρτιζάνοι. Η εξόριστη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση στο Λονδίνο έπαιξε καθαρά ένα διπλό παιχνίδι.

Παρουσίαζε στους Άγγλους και τους υπόλοιπους σύμμαχους τη Γιουγκοσλαβία ως χώρα με το πιο δυνατό κίνημα αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής, για να αυξήσει την αξιοπρέπειά της στα μάτια τους. Ταυτόχρονα όμως, μέσα από τις σχέσεις της με τον Ντράζα Μιχαήλοβιτς και τους συνεργάτες του, ενθάρρυνε τον αγώνα των Τσέτνικ κατά των παρτιζάνων και αλλά και την συνεργασία του Μιχαήλοβιτς με τον κατακτητή της Γιουγκοσλαβίας. Το BBC παρουσίαζε τους Τσέτνικ και τους ηγέτες τους ως ήρωες, ενώ ο Τσόρτσιλ έστειλε έναν Άγγλο αξιωματικό-σύνδεσμο στο πλευρό του Μιχαήλοβιτς.

Την ίδια περίοδο όλα τα μέλη του ΚΚΓ κινητοποιήθηκαν για να οργανωθούν ομάδες, που θα ρίχνονταν στον αγώνα κατά του φασισμού. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να εξηγήσουν στους καταδιωγμένους Σέρβους της Κροατίας και της Βοσνίας ότι ο Φασισμός είναι ο πρωταρχικός εχθρός τους και όχι ολόκληρος ο κροατικός λαός (λόγω των φασιστών Ούστασι). Με το σύνθημα «οι Κροάτες και Σέρβοι είναι αδέλφια», οι κομουνιστές προσπάθησαν να αποτρέψουν έναν αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο και να στρέψουν την προσοχή όλων των θυμάτων αυτού του πολέμου προς τον πραγματικό εχθρό: τους Γερμανούς κατακτητές. Προσπάθησαν έτσι με όλα τα μέσα να ξεσηκώσουν τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας κατά του φασισμού. Μέχρι και το φθινόπωρο του 1941 αυτές οι μικρές ομάδες των Γιουγκοσλάβων μαχητών κατά του κατακτητή δεν είχαν ενωμένη ηγεσία ούτε και κανένα σχέδιο. Έτσι, περιορίστηκαν στη προστασία των σπιτιών και της περιουσίας τους.

Στα περισσότερα οικονομικά και πολιτιστικά καθυστερημένα μέρη της Βοσνίας, της Λίκα και του Κόρντουν, δεν υπήρχε αρχικά καμία κομουνιστική πολιτική συνείδηση και ο λαός ξεσηκώθηκε κατά του εχθρού, αυθόρμητα και μάλιστα κατά των Ουστασι, δηλαδή των εθνικιστών/φασιστών Κροατών που είχαν σχέδιο να εκμεταλλευθούν τη συμμαχία τους με τους Γερμανούς για να αποκτήσουν ανεξάρτητο κροατικό κράτος (NDH) και να καθαρίσουν την Κροατία από τους Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους –κάτι που κατάφεραν 50 χρόνια αργότερα με την «επιχείρηση Καταιγίδα» (Αύγουστος 1995).

Στις 15 Νοεμβρίου του 1941 έγινε κάτι που ξαφνικά ενίσχυσε τη θέση του συνταγματάρχη Ντράζα Μιχαήλοβιτς. Ο Ντούσαν Σίμοβιτς, πρόεδρος της βασιλικής κυβέρνησης στο Λονδίνο, στο λόγο που εκφώνησε στο ραδιόφωνο του Λονδίνου, ανακήρυξε τον Μιχαήλοβιτς «διοικητή» όλων των ταξιαρχιών του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στην πατρίδα (cetnicki odredi). Μετά από αυτή την δήλωση του Σίμοβιτς, ξεκίνησε η αναδιοργάνωση των ταξιαρχιών και των ομάδων του Μιχαήλοβιτς και ο μέχρι τότε μυστηριώδης και άγνωστος Σέρβος συνταταγματάρχης, που κρύβονταν με μια ολιγομελή ομάδα υποστηρικτών του στα χωριά της Ράβνα Γκόρα στη βορειοδυτική Σερβία, έγινε παγκόσμια γνωστός. Τέτοιες ομάδες υπήρχαν παντού, σχεδόν σε όλα τα μέρη της Γιουγκοσλαβίας όπου ζούσαν οι Σέρβοι. Χάρη στη σύμπτωση και στη προπαγανδιστική τέχνη του Ντράζα, ο ίδιος ονομάστηκε διοικητής όλων των ταξιαρχιών των Τσέτνικς του γιουγκοσλαβικού στρατού στις κατεχόμενες περιοχές.

Η συνεργασία των Τσέτνικς με τους Γερμανούς

Με το πέρασμα του χρόνου οι σχέσεις του Ντράζα Μιχαήλοβιτς και των Τσέτνικς με τους Παρτιζάνους του Τίτο όλο και χειροτέρευαν. Ήταν φανερό πως μια σύγκρουση μεταξύ τους ήταν αναπόφευκτη. Για τη συντριβή του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των Παρτιζάνων ο Μιχαήλοβιτς δέχθηκε να συνεργαστεί ακόμη και με τους Γερμανούς κατακτητές. Υπήρχε ωστόσο ένα πρόβλημα. Επειδή δεν υπήρχαν επίσημες στολές για να ξεχωρίζουν οι Τσέτνικς από τους παρτιζάνους οι Γερμανοί συχνά τους μπέρδευαν και στρέφονταν εναντίον τους. Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες Τσέτνικ, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου εξαιτίας της ανικανότητας των Γερμανών στρατιωτών να ξεχωρίσουν τους Παρτιζάνους από τους οπαδούς του Μιχαήλοβιτς. Οι περισσότεροι Τσέτνικς κατέληξαν αιχμάλωτοι των Γερμανών, αλλά ήταν και πολλοί εκείνοι που πλήρωσαν τη σύγχυση με τη ζωή τους. Αποτελεί ωστόσο μεγάλη ειρωνεία πως οι Τσέτνικς, που υπήρξαν θύματα της γενικής σύγχυσης που επικρατούσε, αναφέρονται συχνά ως απόδειξη του ότι ο Μιχαήλοβιτς συμμετείχε στον πόλεμο κατά του κατακτητή!

Πρέπει να σημειωθεί πως στις περισσότερες περιοχές της γιουγκοσλαβικής υπαίθρου δεν υπήρχε στρατιωτική παρουσία των Γερμανών. Ο κατοχικός στρατός διατηρούσε παρουσία σε στρατηγικά σημεία, οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα και στις πόλεις. Στα χωριά ούτε καν εμφανίζονταν. Την τάξη στα χωριά έλεγχε η τοπική αστυνομία, που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, διατηρώντας ταυτόχρονα στενές σχέσεις με τους Τσέτνικς.

Όταν η Γερμανική Διοίκηση αναγκάστηκε, εξ αιτίας της πετυχημένης λαϊκής εξέγερσης των Παρτιζάνων, να στείλει μερικές ισχυρές και μάχιμες μεραρχίες στη Σερβία για να σταματήσει την εξέγερση, τότε ο Μιχαήλοβιτς σκέφτηκε πως είχε έρθει η ώρα του. Έδωσε εντολή στους οπαδούς του την να επιτεθούν στο Ούζιτσε (Uzice) και στην Ούζιτσκα Πόζεγκα (Uzicka Pozega), δηλαδή στις πόλεις που ήταν κάτω από την διοίκηση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Τίτο. Ήθελε να πετύχει δύο στόχους: να συνεισφέρει στην καταστροφή των παρτιζάνων κι έτσι να απομακρύνει αυτούς που εμπόδιζαν την πραγματοποίηση του δικού του σχεδίου και, ταυτόχρονα, ήθελε με την συμμετοχή του αυτή να δείξει στους Γερμανούς πόσο χρήσιμος ήταν για τα δικά τους συμφέροντα. Ήθελε να δείξει στους Γερμανούς ότι η δική του επιστράτευση των ένοπλων ανθρώπων, δεν συγκρουόταν με τα σχέδια του Γερμανού κατακτητή.

Όμως δεν πέτυχε κανένα από τους στόχους του. Ο απελευθερωτικός αγώνας των παρτιζάνων δεν καταστράφηκε, παρά τις μεγάλες απώλειες στην Σερβία. Ο Τίτο και οι παρτιζάνοι του αναδιπλώθηκαν στην ανατολική Βοσνία, κι από εκεί, με τη συνδρομή χιλιάδων Σέρβων της Βοσνίας που κατέφυγαν στις τάξεις του, κατάφερε ένα καίριο πλήγμα στην καρδιά του φασιστικού κροατικού κράτους των Ούστασι του Άντε Πάβελιτς. Από τον Ιούλιο μέχρι το Νοέμβριο του 1941 ο αγώνας των παρτιζάνων είχε περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας ένοπλης εξέγερσης των αγροτών. Σταδιακά όμως πήρε τη μορφή ενός οργανωμένου
ανταρτοπόλεμου, που έδιωξε τους Γερμανούς από πολλές περιοχές της χώρας.
Το καλοκαίρι του 1942 ο Τίτο κατέλαβε σχεδόν όλη την κεντρική και δυτική Βοσνία και εγκαταστάθηκε στο Μπίχατς, όπου στις 26.11.1942 δημιούργησε επίσημα το Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό και το Αντιφασιστικό Συμβούλιο (AVNOJ), που αποτέλεσε και το βασικό σχέδιο για την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Ήταν φανερό πως οι Γερμανοί και οι συνεργάτες δεν θα απαλλάσσονταν εύκολα από τον Τίτο και το κίνημά του.

Από την πλευρά ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς δεν κατάφερε να αποδείξει στους Γερμανούς την χρησιμότητα της ύπαρξης των Τσέτνικς. Οι Γερμανοί τότε ακόμη ήταν πολύ αλαζόνες και με αυτοπεποίθηση για να καταφύγουν στη βοήθεια ενός Μιχαήλοβιτς. Αυτή η εποχή ήρθε αρκετά  αργότερα, όταν στα μέτωπα με τους παρτιζάνους είχαν σημειωθεί αρκετές γερμανικές ήττες.

Το τέλος του Κινήματος των Τσέτνικ

Το 1943 οι Άγγλοι πήραν την απόφαση να γυρίσουν την πλάτη τους στους Τσέτνικς και να στραφούν στους Παρτιζάνους του Τίτο. Από τα μέσα του 1943 η συμμαχική διοίκηση της Μεσογείου άρχισε να προσεγγίζει το Εθνικοαπελευθερωτικό Στρατό της Γιουγκοσλαβίας και να εφοδιάζει τους Παρτιζάνους με όπλα και πυρομαχικά, ενώ ταυτόχρονα διέκοψε τη σχέση της με τον Μιχαήλοβιτς και τους Τσέτνικς. Ορισμένοι Σέρβοι, Βρετανοί και Αμερικανοί αναλυτές υποστηρίζουν πως γι’ αυτό το λόγο, δηλαδή εξ αιτίας της βοήθειας των συμμάχων, νίκησαν οι παρτιζάνοι του Τίτο. Αυτή η άποψη όμως δεν ευσταθεί, εφόσον η αποτυχία του
Μιχαήλοβιτς και της στρατηγικής του ήταν ήδη ολοφάνερη.

Είναι γεγονός πως στα μέσα του 1943, μετά την απελευθέρωση της Ιταλίας από τους συμμάχους, ο Εθνικοαπελευθερωτικός Στρατός της Γιουγκοσλαβίας διέθετε πάνω από 150.000 μαχητές, ενώ όλος ο οπλισμός που παρέλαβε από τους συμμάχους το 1944-45 έφθασε μόλις για τον εξοπλισμό δέκα χιλιάδων ανδρών. Τον περισσότερο οπλισμό οι Παρτιζάνοι του Τίτο τον παρέλαβαν από τους Σοβιετικούς ή από τους Γερμανούς στρατιώτες στα πεδία των μαχών. Τον Αύγουστο του 1944 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ συναντήθηκε στη Νάπολη της Ιταλίας με τον Τίτο, όπου και δέχθηκε τους περισσότερους όρους του Γιουγκοσλάβου στρατάρχη. Λίγες μέρες αργότερα, στις 26.08.1944 ο εξόριστος Σέρβος βασιλιάς με ραδιοφωνικό του διάγγελμα ζήτησε από τους υπηκόους του να ενωθούν με τους Παρτιζάνους και να αναγνωρίσουν τον Τίτο ως αρχηγό όλων των δυνάμεων της Γιουγκοσλαβίας που μάχονταν κατά των κατακτητών.

Η συμπάθεια πάντως της βρετανικής κυβέρνησης και του στρατού της για τους Παρτιζάνους δεν κράτησε πολύ. Σταμάτησε απότομα όταν στα τέλη του καλοκαιριού του 1944, όταν έγινε πια φανερό πως ο Τίτο είχε αποφασίσει να δώσει βάρος στις φιλικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Τον Σεπτέμβριο του 1944 ο Τίτο πήγε στη Μόσχα για να συντονιστεί με τον Στάλιν στην προώθηση του Κόκκινου Στρατού μέσω Γιουγκοσλαβίας προς τα βόρεια. Έβαλε όμως ως όρο οι Παρτιζάνοι και όχι οι Σοβιετικοί στρατιώτες θα ήταν αυτοί που θα εισέρχονταν ως απελευθερωτές στο Βελιγράδι, πράγμα που έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1944.

Η κίνηση αυτή του Τίτο δυσαρέστησε τους Άγγλους. Όμως για τον Ντράζα Μιχαήλοβιτς και τους Τσέτνικς ήταν πλέον αργά, εφόσον είχαν δυσφημιστεί ως συνεργάτες του εχθρού. Το μέλλον τους ήταν σκοτεινό. Περίπου 10.000 Τσέτνικς συνέχισαν ως το τέλος του πολέμου τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς και την αντίστασή τους στους παρτιζάνους.

Ωστόσο ένα μεγάλο τμήμα τους ενώθηκε με τους παρτιζάνους του Τίτο, τους πραγματικούς νικητές του πολέμου. Οι Τσέτνικς, που αποφάσισαν ν΄ αντισταθούν, αφοπλίστηκαν  από τους Σοβιετικούς στρατιώτες και παραδόθηκαν στους Παρτιζάνους, οι οποίοι και τους εκτέλεσαν με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».

Ο αρχηγός τους, ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς κατέφυγε πάλι στη Ράβνα Γκόρα και περιπλανήθηκε στα βουνά, κρυβόμενος σε μιά σπηλιά, μέχρι τη σύλληψη του στις 13 Μαρτίου του 1945. Ο Μιχαήλοβιτς δικάστηκε τον Ιούλιο του 1945 με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και της συνεργασίας με τους Γερμανούς. Η νέα γιουγκοσλαβική κυβέρνηση του Τίτο πήρε καταθέσεις από αρκετούς αξιωματικούς των Συμμάχων, που συνεργάστηκαν ή ελευθερώθηκαν από τον Μιχαήλοβιτς. Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε στις 17 Ιουλίου του 1946. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Τιτοϊκής κυβέρνησης μια αμερικανική επιτροπή αθώωσε τον Μιχαήλοβιτς από τις κατηγορίες εναντίον του και το 1948 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν τον τίμησε με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής, που είναι η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να δώσει η Αμερική σε μη Αμερικανούς ήρωες…

* Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com)


Από το βιβλίο των Γιώργου Στάμκου και Μίλιτσα Κοσάνοβιτς, Στοιχειωμένα Βαλκάνια, εκδ. Άγνωστο 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου