Του
Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Μόνον πολιτικό κυνισμό και αφόρητη
ιδιοτέλεια δείχνει η σύσταση επιτροπής για τα αίτια του ελληνικού χρέους από το
2009 και μετά. Το χρέος είναι το προϊόν της ασυδοσίας του πελατειακού κράτους,
το οποίο, ακόμη και υπό συνθήκες πτωχεύσεως, δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα.
«Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η
δημαγωγική εκμετάλλευση του υπέρογκου χρέους της και των αιτίων της δημιουργίας
του, αλλά η αναδιάρθρωση της παραγωγικής της μηχανής, που είναι ανεπαρκέστατη
και αναποτελεσματική», μάς λέει ένας από τους στενούς συνεργάτες του Γάλλου
Επιτρόπου κ. Πιερ Μοσκοβισί.
Υπενθυμίζει δε ότι οι
προειδοποιήσεις για την υπερχρέωση της χώρας δια χειρός Ζακ Ντελόρ, προέδρου
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την περίοδο 1985-1995, άρχισαν το 1988!
Όμως, σε μία χώρα όπου κυριαρχούν η
δημαγωγία και η συνωμοτική ερμηνεία της Ιστορίας, ποιος κάθεται να
ασχοληθεί με ιστορικές λεπτομέρειες...
Παρόλα αυτά, για να γνωρίζουν
κάποιοι ότι στην χώρα αυτή δεν είμαστε όλοι εκ γενετής διανοητικώς ανάπηροι,
υπάρχουν και ίχνη ιστορικής μνήμης.
Έτσι, το κύριο άρθρο του Οικονομικού
Ταχυδρόμου της 2ας Μαΐου 1996, δηλαδή πριν από 19 χρόνια ακριβώς, με
συγγραφέα τον αρχισυντάκτη του περιοδικού Δημήτρη Στεργίου, υπό τον τίτλο
«Εφιαλτικές πια οι διαστάσεις του δημόσιου χρέους» έγραφε, μεταξύ άλλων, και τα
ακόλουθα:
«Η ασυγκράτητη αύξηση του δημόσιου
χρέους και η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των κρατικών ομολόγων σ' αυτό είναι
οι δύο κυριότερες μελαγχολικές διαπιστώσεις που προκύπτουν από την ανάλυση των
στοιχείων του πρόσφατου Δελτίου Δημοσιονομικής Διαχείρισης του υπουργείου
Οικονομικών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το
δημόσιο χρέος της Κεντρικής Διοίκησης ανήλθε το 1995 σε 32 περίπου τρισεκατ.
δραχμές, έναντι 28,1 τρισεκατ. δραχμών του 1994, δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά
4 περίπου τρισεκατ. δραχμές. Πρόκειται για αύξηση (σε απόλυτους αριθμούς) η
οποία είναι σχεδόν "σταθερή" κατά την τελευταία πενταετία, με
εξαίρεση μόνο το 1993, όταν το δημόσιο χρέος της Κεντρικής Διοίκησης είχε
παρουσιάσει αύξηση κατά 8 περίπου τρισεκατ. δραχμές!
Η κύρια αιτία απογείωσης του
δημόσιου χρέους σε ιλιγγιώδη και, συνεπώς, εφιαλτικά επίπεδα [σ.σ. Σε σημερινά
ευρώ, το χρέος ήταν τότε 120 δισεκατ.] είναι τα ολοένα σχεδόν αυξανόμενα κατά
το ίδιο περίπου ποσό ελλείμματα του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού και του
ευρύτερου δημόσιου τομέα. Και αυτή η εικόνα του δημόσιου χρέους της χώρας
γίνεται πιο εφιαλτική αν, στα στοιχεία του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, τα
οποία έδωσε στην δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών και τα οποία αφορούν το
χρέος μόνο της Κεντρικής Διοίκησης, προστεθεί και το χρέος των δημόσιων
επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ), το οποίο, σύμφωνα με τα στοιχεία εκτιμάται ότι ανήλθε το
1995 σε 3 τρισεκατ. δραχμές [σ.σ. Ήτοι σε 8 δισεκατ. ευρώ –ποσό ασύλληπτο για την
εποχή του]. Έτσι, το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας διαμορφώθηκε το 1995 σε 34,2
τρισεκατ. δραχμές, έναντι 30,9 τρισεκατ. δραχμών το 1994, ή σε 132,5% του
αναθεωρημένου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), έναντι 133% το 1994.
Και ενώ λοιπόν το χρέος των ΔΕΚΟ
παρουσιάζει συνεχή αύξηση κάθε χρόνο, τα υπουργείο Οικονομικών συνεχίζει να
εγκρίνει την χορήγηση εγγυήσεων (οι οποίες πάντοτε σχεδόν καταπίπτουν σε βάρος
του Κρατικού Προϋπολογισμού και πηγαίνουν σε αύξηση του συνολικού δημόσιου
χρέους) για τον δανεισμό τους ή επιτρέπει στις διοικήσεις τους να συνάπτουν
δάνεια σε συνάλλαγμα στο εξωτερικό.
Ήδη, όπως μάς πληροφορεί από το
Λονδίνο ο συνάδελφος Περικλής Βασιλόπουλος, πολλές ΔΕΚΟ συρρέουν στην
βρεταννική πρωτεύουσα για δάνεια! Το ίδιο συμβαίνει και στην ελληνική
κεφαλαιαγορά και χρηματαγορά, όπου το υπουργείο Οικονομικών έχει εξελιχθεί σε
πρώτης τάξεως "τραπεζίτη" και οι Τράπεζες σε... αποταμιευτές, με το
σάρωμα των εκδιδόμενων σχεδόν κάθε μήνα κρατικών τίτλων.
Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις στα
δημοσιονομικά μεγέθη και τον πληθωρισμό θα' πρεπε να είχαν κάνει την Κυβέρνηση
να ανησυχήσει και να σταματήσει την γνωστή μονόπλευρη περιοριστική πολιτική, η
οποία αφήνει πάντοτε στο απυρόβλητο το Κράτος και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα
και, αντιθέτως, συνθλίβει τομείς και δραστηριότητες που μόνο σχεδόν αυτές
κινούν την οικονομία και δίνουν ελπίδες για ανάπτυξη ...».
Στο ίδιο τεύχος του Οικονομικού
Ταχυδρόμου, ο συνάδελφος Παύλος Κλαυδιανός υπογράμμιζε την άφρονα
πολιτική υπερχρέωσης από τα ομόλογα του Δημοσίου και έδινε έμφαση στις
ανησυχίες των Βρυξελλών για την αποσταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Παρόλα αυτά, το δανειακό πάρτι καλά
κρατούσε. Έτσι, όπως μάς πληροφορεί ο Κώστας Στούπας με στοιχεία από τις
ετήσιες εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, από το 1999 έως το 2014 «οι δαπάνες
του τακτικού προϋπολογισμού αθροίζονται σε 827,3 δισεκατ. ευρώ. Από
αυτές, τα 302,7 δισεκατ. ευρώ (το 37%) αφορούσαν σε δαπάνες για συντάξεις
δημοσίων υπαλλήλων. Περί τα 151 δισεκατ. ευρώ (18%) αφορούν επιδοτήσεις
ασφαλιστικών ταμείων. Οι δύο αυτοί λογαριασμοί αθροίζουν το 55% των δαπανών
χωρίς να περιλαμβάνουν τους μισθούς που πληρώνει το Δημόσιο στον ευρύτερο
δημόσιο τομέα. Δηλαδή, οι απολαβές των εργαζομένων σε ΕΑΒ, ΕΒΟ, ΕΒΖ
ΕΒΖ 0,00%, Ναυπηγεία, Δωδώνη, ΣΕΚΑΠ και μερικές εκατοντάδες ακόμη επιχειρήσεις
καταβάλλονται από τον προϋπολογισμό αλλά δεν εμφανίζονται στους παραπάνω
κωδικούς.
»Κατά την ίδια περίοδο, οι δαπάνες
για τα εξοπλιστικά προγράμματα του ΥΠΕΘΑ αθροίζουν περί τα 18,9 δισεκατ. ευρώ
–το 2% των συνολικών δαπανών. Η πρόσφατη μελέτη που έγινε το 2012 για την
Ολυμπιάδα ανέβασε το κόστος της στα 8,4 δισεκατ. ευρώ, λιγότερο από το 1% των
συνολικών δαπανών. Σε παλαιότερο άρθρο είχαμε καταγράψει πως το κράτος ξόδεψε
για όλα τα μεγάλα έργα (Αεροδρόμιο, Μετρό, Γέφυρα Ρίου, οδικοί άξονες κλπ.) της
τελευταίας 20ετίας κοντά στα 10-12 δισεκατ. ευρώ. Ήτοι, κοντά στο 1% των
δαπανών της εξεταζόμενης περιόδου.
»Για να αποκτήσει κάποιος μία τάξη
μεγέθους των μιζών που μοίρασαν αυτές οι δαπάνες (μεγάλα έργα,
εξοπλισμοί, Ολυμπιάδα) πρέπει κατά μέσον όρο να υπολογίσει ένα 10% στο τελικό
κόστος. Ενδιαφέρον έχει το στοιχείο πως μεταξύ 2009 και 2014, πριν και μετά την
χρεοκοπία, οι δαπάνες σε μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου από 36% το 2009
ανέβηκαν στο 38% των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού. Αυτό δείχνει πως ίσως
τα βάρη της χρεοκοπίας δεν έχουν μοιραστεί δίκαια, καθώς στον ιδιωτικό τομέα οι
άνεργοι προσεγγίζουν τα 1,2 με 1,5 εκατομμύρια. Οι επιδοτήσεις των ασφαλιστικών
ταμείων, από 13% των τακτικών δαπανών το 1999, έχουν ανέβει το 2014 στο 23%. Το
2014, το άθροισμα μισθών και συντάξεων του δημόσιου τομέα συν επιδοτήσεις
ασφαλιστικών ταμείων φτάνει το 61%, έναντι 57% το 2009 και 49% το 2000. Τέλος,
οι τόκοι ως ποσοστό των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού το 1999 ήταν στο
23%, το 2009 στο 15% και το 2004 των τοκογλύφων του μνημονίου στο 10%».
Από τα παραπάνω αποκαλυπτικά
στοιχεία προκύπτει ξεκάθαρα ότι το δημόσιο χρέος είναι το προϊόν της ασυδοσίας
του πελατειακού κράτους, το οποίο, ακόμη και υπό συνθήκες πτωχεύσεως, δίνει τον
υπέρ πάντων αγώνα για να διατηρήσει προνόμια και δικαιώματα στην διαφθορά.
Για δε τον σκοπό αυτόν, οι πολιτικοί
που ονειρεύονται νέες νομενκλατούρες επιδιώκουν με ευτελή λαϊκιστικά
τεχνάσματα, να αποπληροφορήσουν την κοινή γνώμη και να δημιουργήσουν
συνθήκες αντιπαράθεσης που μόνον ευτελή συμφέροντα εξυπηρετούν.
Πόσοι, όμως, τα καταλαβαίνουν αυτά;
Πόσοι καταλαβαίνουν ότι το μεγαλύτερο μεταπολιτευτικό έγκλημα στην χώρα
υπήρξε η δημιουργία και η συντήρηση ενός απίθανου σε διαφθορά και σπατάλη
πελατειακού κράτους, το οποίο κυριολεκτικά διέλυσε την οικονομία και τις
κοινωνικές αρθρώσεις της χώρας –και τώρα την απειλεί με πλήρη καταστροφή, από
την οποία δύσκολα θα συνέλθει στον 21ο αιώνα; Μπροστά στον κίνδυνο αυτόν,
κάποιοι εξακολουθούν να χλευάζουν την νοημοσύνη μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου