Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Η ανερχόμενη Γερμανική Ηγεμονία από την ενοποίηση έως σήμερα

Νέα Κρήτη


Ηλίας Θερμός
Ηλίας Θερμός, η Γερμανική ηγεμονία, [έκδοση ΤΟ ΒΗΜΑ, 2015, σελίδες 174-186].

Ο Γερμανός καθηγητής Φρανκ Ντέπε, σε γραπτή εισήγηση-διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στις 16 Μαρτίου 1994 για τη γερμανική εξωτερική πολιτική, κατέληγε:
«Η Γερμανία είναι το πρόβλημα μας» - αυτό αποτέλεσε κατεύθυνση της κυβέρνησης Ρούσβελτ στο τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου και της αμερικανικής πολιτικής που ακολούθησε, στη βάση μιας διπλής λογικής: να κρατηθεί· ο κομμουνισμός μακριά και ταυτοχρόνως να μην ανακάμψει η Γερμανία. Το γερμανικό πρόβλημα έχει επιστρέψει στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια πολιτική μετά το 1989: Στην πορεία της ενοποίησης, η Γερμανία έχει δράσει ως ένα πλήρως κυρίαρχο κράτος. Είναι η μεγαλύτερη χώρα, με περίπου 80.000.000 κατοίκους σήμερα, με την πιο ισχυρή οικονομία της Ευρώπης. Πώς, ρωτούν τόσοι πολλοί παρατηρητές, η αύξηση αυτής της δύναμης θα χρησιμοποιηθεί από τη γερμανική πολιτική; Αυτό είναι το ερώτημα.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άρχισε ένας αγώνας για τις παγκόσμιες αγορές. Αυτός ο αγώνας αναπόφευκτα επηρέασε και την Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) διευρύνθηκε και σήμερα περιλαμβάνει είκοσι επτά κράτη, ενώ η Νομισματική Ένωση δεκαεπτά. Η Γερμανία, ως ο νομισματικός ηγεμόνας της Ε.Ε., παίζει καθοριστικό ρόλο, ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ και την αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων από το ευρώ.

Μέσα σε αυτό το κλίμα μεγάλων πολιτικών αλλαγών που έφερε η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, προωθήθηκε η οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση στην Ευρώπη, με τη δημιουργία της Ε.Ε. και νέων θεσμών ασφαλείας. Έτσι θεωρήθηκε ότι το γερμανικό πρόβλημα έγινε ευρωπαϊκό και ότι αρκούσε ο γαλλο-γερμανικός άξονας προκειμένου οι ισορροπίες να εξασφαλιστούν στο διηνεκές. Η Γαλλία θα είχε την πρωτοκαθεδρία στην άμυνα της Ε.Ε. με το πυρηνικό της οπλοστάσιο, ενώ η Γερμανία θα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομία και στη νομισματική πολιτική. Η μακροχρόνια γαλλο-γερμανική αντιπαλότητα θα θαβόταν μέσα στην Ε.Ε., με την παράδοση της κυριαρχίας της Γαλλίας και της Γερμανίας στην προεδρία του Λουξεμβούργου, που θα εκπροσωπούσε την Ε.Ε.
Ήταν η εποχή που οι Ευρωπαίοι φεντεραλιστές, με προεξάρχοντες τους ιδεαλιστές «αριστερούς ιδεολόγους», είχαν μετατραπεί σε φανατικούς ευρωπαϊστές, ενώ τα αναθεωρητικά αριστερά κόμματα στα οποία ανήκαν θεωρούσαν αναχρονισμό την επαναστατική σκέψη του Λένιν, τον πατριωτισμό, την αναφορά στον ιμπεριαλισμό των αγορών και στον Τρίτο Κόσμο της φτώχειας και της ταπείνωσης. Ποτέ η αναθεωρητική αριστερή διανόηση δεν αποδείχθηκε τόσο άσχετη με την πραγματικότητα, και ποτέ, με τον ιδεαλιστικό της φανατισμό, δε συνέβαλε περισσότερο στον αποπροσανατολισμό των λαών της Ευρώπης από την επερχόμενη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Οι Ευρωπαίοι φεντεραλιστές ήταν τόσο σίγουροι για την ιστορική μεταμόρφωση της Γερμανίας εντός της Ευρώπης όσο οι προκάτοχοι τους σοσιαλδημοκράτες την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το 1926 οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες υποστήριζαν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης, ενώ οι Γερμανοί κομμουνιστές υποστήριζαν την ένωση ευρωπαϊκών κρατών ως ανάχωμα στην αναγέννηση του εθνικού κράτους και του ιμπεριαλισμού. Δυστυχώς οι προβληματισμοί αυτοί ματαιώθηκαν πολύ σύντομα από την άνοδο του Τρίτου Ράιχ.
Μετά το 1989 η Ευρώπη πέρασε σε μια εποχή μεταμόρφωσης των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων της και διαμόρφωσης νέων οικονομικών ισορροπιών μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Στη νέα εποχή η Γερμανία θα εξασφάλιζε την πολυπόθητη ενέργεια από τα πετρέλαια και το φυσικό αέριο της Ρωσίας, και επίσης ρωσικές αγορές για τα προϊόντα της. Από την άλλη πλευρά η Ρωσία θα εξασφάλιζε σταθερές αγορές για τα πετρελαιοειδή της και τον ορυκτό πλούτο της στη Γερμανία, την Ιταλία και άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με παράλληλη ελεύθερη πρόσβαση στη σύγχρονη τεχνολογία και σε επενδύσεις από την Ευρώπη.
Έτσι λοιπόν τελείωσε η φιλοατλαντική πολιτική του Αντενάουερ και ανοίχθηκαν νέες προοπτικές ώστε η Γερμανία, μέσω της διευρυμένης Ε.Ε., να αποκτήσει μια εσωτερική αγορά για το 70% των εξαγωγών της, ενώ οι αγορές στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία της εξασφάλισαν τον απαραίτητο ζωτικό χώρο προς ανατολάς. Μετά το 1989 η Γερμανία επανήλθε στις πολιτικές του καγκελάριου Βίσμαρκ.Οι Αμερικανοί αναλυτές κατανόησαν αμέσως αυτή την ιστορική ευκαιρία της Γερμανίας («Ο Ντανιέλ Μπερνστάιν μίλησε για τη Γερμανία ως μια νέα υπερδύναμη»), ενώ άρχισε μια συζήτηση για τους πραγματικούς νικητές του Β' Παγκοσμίου πολέμου, τη Γερμανία και την Ιαπωνία («Ο Ρόμπερτ Τάκερ στο περιοδικό Foreign Affairs μίλησε για την Ιαπωνία και τη Γερμανία ως νέες μεγάλες δυνάμεις»).
Τη δεκαετία του 1990 επικράτησε η άποψη στους διανοούμενους και στους πολιτικούς σχολιαστές της Δύσης ότι η Γερμανία είχε μεταμορφωθεί σε μια νέα δημοκρατική δύναμη που στηριζόταν στην κυριαρχία των πολιτών της. Σύμφωνα με τη θεωρία της κυριαρχίας των πολιτών, μια τέτοια διακυβέρνηση μπορεί να ασκεί πλήρη έλεγχο στην παγκόσμια πολιτική, και να ασχολείται πρωτίστως με οικονομικά, τεχνολογικά, επιστημονικά και νομισματικά θέματα παρά με στρατιωτικά, όπως τα όπλα και τα πυραυλικά συστήματα, που χαρακτήριζαν τον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι υπερδυνάμεις βρίσκονταν σε περιθωριοποίηση, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την παρακμή των ΗΠΑ.Έτσι οδηγηθήκαμε στη θεωρία του τέλους της ιστορίας, σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα -ενός τέλους που όχι μόνο δεν ήρθε, αλλά αντίθετα άρχισε μια νέα εποχή επανακαθορισμού των ενδοευρωπαϊκών σχέσεων, ενώ στην Ασία και τη Λατινική Αμερική άρχισαν να ξυπνούν οι οικονομικοί γίγαντες του 21ου αιώνα: η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία.
Η Βρετανίδα οικονομολόγος Σούζαν Στρέιντζ έφερε επίσης στο προσκήνιο της ακαδημαϊκής συζήτησης τη θεωρία της «δομικής εξουσίας», του ελέγχου δηλαδή της λειτουργίας των παγκόσμιων αγορών κεφαλαίου. Έτσι οι «πολιτικές διακυβέρνησης των πολιτών» θα οδηγούσαν στην άσκηση μιας μη στρατιωτικής και μη βίαιης εξωτερικής πολιτικής και θα δημιουργούσαν μια «κοινωνία πολιτών» με δημοκρατία και κοινωνικό κράτος σε κάθε χώρα.
Η Γερμανία αποτέλεσε ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτών των θεωριών, και η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ φαινόταν εναρμονισμένη με τις αρχές αυτές, ενώ οι ειδικοί αναλυτές του γερμανικού μέλλοντος πίστευαν ότι ο μόνος ρόλος που είχε να παίξει η Γερμανία μετά την ενοποίηση θα ήταν να αφοσιωθεί στο όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τη μεταφορά κυρίαρχων δικαιωμάτων της σε υπερεθνικούς οργανισμούς.Όμως σε εισήγηση του συγγραφέα, στο ακαδημαϊκό συνέδριο που οργανώθηκε στο Φιλίππειο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, στις 8-10 Οκτωβρίου 1992, σχετικά με το μέλλον της Γερμανίας τέθηκε το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν μια χώρα όπως η Γερμανία, που επιχειρεί εθνική ενοποίηση, να επιχειρεί ταυτοχρόνως και υπερεθνική, και μάλιστα όλως αντίθετα προς την ιστορική της εμπειρία από το 1871;
Και το επόμενο λογικό ερώτημα ήταν: Γιατί η Γερμανία να ακολουθήσει μια ειρηνόφιλη εξωτερική πολιτική εντός και εκτός Ευρώπης και να μην επανέλθει στην κλασική επιθετικότητα της, τώρα που οι εξαγωγικές βιομηχανίες και οι εξαγωγές υπηρεσιών και κεφαλαίου της είναι κυρίαρχες στην Ευρώπη;
Ένα τρίτο ερώτημα που τέθηκε στο συνέδριο ήταν κατά πόσον η Γερμανία μπορούσε να μεταβληθεί, μέσω της ευρωπαϊκής ενοποίησης, σε έναν υπεύθυνο πρωταγωνιστή, μέσα από την παρουσίαση του παραδείγματος της Σπάρτης μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου ως του ανεύθυνου ηγεμόνα, που δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη για εθνική ενότητα και λειτουργία των αγορών, αλλά μέσω μιας αναχρονιστικής νομισματικής πολιτικής πέρασε στο περιθώριο της ιστορίας. Θα ήταν λοιπόν η Γερμανία στο μέλλον ένας υπεύθυνος πρωταγωνιστής στην ευρωπαϊκή ενότητα ή ένας αναχρονιστικός ηγεμόνας; Να το κρίσιμο ερώτημα, που συνεχίζει να αναζητά απάντηση μέχρι σήμερα.
Μετά το Μάαστριχτ, που θεωρήθηκε αναγκαίο για την ευρωπαϊκή ισορροπία στη βάση της συνεργασίας, ο προβληματισμός στους κυβερνητικούς κύκλους της Γερμανίας άλλαξε ριζικά. Σύμφωνα με τη λογική που επικράτησε, το γερμανικό συμφέρον βρισκόταν στην αποφυγή συγκρότησης διεθνών συμμαχιών εναντίον της Γερμανίας μέσα στην Ε.Ε. Ιδιαίτερη σημασία είχε η αποθάρρυνση συμμαχιών κρατών-μελών της Ε.Ε. στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη που είχαν μια κοινή ατλαντική διάσταση. Η ίδια λογική προέβλεπε τη διατήρηση της ειδικής σχέσης με τη Γαλλία.
Μετά τις αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη το 1989, που βρήκαν την ενοποιημένη Γερμανία σε πλεονεκτική θέση στην Κεντρική Ευρώπη, η Γαλλία δεν ήταν πλέον σε θέση να καθορίσει τους όρους των νέων ευρωπαϊκών ισορροπιών. Η αναβίωση της παραδοσιακής σχέσης Γαλλίας-Ρωσίας αποτελούσε ύστατη προοπτική, γιατί πιθανόν να ενίσχυε το γερμανικό εθνικισμό, Έτσι η Γαλλία προτίμησε να στηρίξει την ασφάλεια της και τη θέση της στην Ευρώπη καταρχήν στο γαλλο-γερμανικό άξονα εντός της Ε.Ε., και κατά δεύτερον στην ενίσχυση της συνεργασίας της τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τη Βρετανία, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία δυνάμεων στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη. «Δύο γενιές νωρίτερα ο πρόεδρος Γουίλσον είχε ενθαρρύνει τη Γαλλία να ελευθερώσει τον Παλαιό Κόσμο από τις αφροσύνες του και να ανυψώσει τα οράματα της πέραν του εθνικού κράτους». Εναπόκειτο πλέον στη Γερμανία να ανταποκριθεί στη γαλλική επιλογή για διατήρηση και εμβάθυνση της Ε.Ε.
Η μετα-Μάαστριχτ πολιτική της Γερμανίας εκκινούσε από τη διαπίστωση ότι η νομισματική ένωση είναι μια αυταπάτη και ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να θυσιάσει το εθνικό της συμφέρον για χάρη της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Συνεπώς για τη γερμανική εξωτερική πολιτική το όραμα της ένωσης των ευρωπαϊκών κρατών ήταν πλέον νεκρό, λειτουργούσε μόνο σε εποχές μεγάλης κρίσης, όπως μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
Κατά τη δεκαετία του 1990, με την υποχώρηση του κομμουνισμού στην Ευρώπη, στη Γερμανία αναβίωσαν οι παραδοσιακές αξίες του εθνικισμού, που μαζί με τη θρησκευτική ορθοδοξία των διαμαρτυρομένων και των καθολικών αποτέλεσαν πλέον την κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής και της διεθνούς πολιτικής της Γερμανίας. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία εισχώρησαν στα εργατικά στρώματα, που ανακάλυψαν τον εθνικισμό, ιδιαίτερα σε συνθήκες ανεργίας και εξάπλωσης της φτώχειας. Τα κατώτερα στρώματα των εργαζομένων κατέφυγαν σε δεξιά, αντιευρωπαϊκά κόμματα, που απέδιδαν τις οικονομικές κρίσεις στο ρόλο της Γερμανίας ως χρηματοδότη της Ευρώπης.
Τα αντιευρωπαϊκά στοιχεία εντός των γερμανικών συντηρητικών κομμάτων κατέφυγαν στο λαϊκισμό, ζητώντας η Γερμανία να εγκαταλείψει την επίλυση οικονομικών προβλημάτων στις χώρες του μεσογειακού Νότου και της ευρωπαϊκής περιφέρειας, να εγκαταλείψει δηλαδή τις πολιτικές σύγκλισης ώστε οι ευρωπαϊκές αυτές χώρες να αναπτυχθούν και τα εισοδήματα των πολιτών τους να συγκλίνουν με εκείνα των ανεπτυγμένων χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά.
Τον εθνικισμό και την αυτοπεποίθηση των Γερμανών ενίσχυσε επίσης η ενοποίηση, που αποτελούσε το διαχρονικό εθνικό στόχο της Γερμανίας. Η νέα αυτή κατάσταση εκφράστηκε με το σύνθημα «Πρώτα η Γερμανία!». Την κοινή γνώμη απασχολούσε τώρα το Κένιγκσμπεργκ στη Βαλτική, που πέρασε στη Ρωσία στη διάσκεψη του Πότσνταμ το 1945, η ενοποίηση της Δυτικής και Κεντρικής Γερμανίας με την Ανατολική (συμπεριλαμβανομένων των περιοχών της Σιλεσίας και της Ανατολικής Πρωσίας, που θεωρούνταν ότι βρίσκονταν υπό πολωνική κατοχή), το ζήτημα των γερμανικών συνόρων στην Ανατολή.
Το αίτημα «Πρώτα η Γερμανία!» βρήκε αρκετή συμπάθεια και στήριξη στην Αυστρία, όπου το αντιευρωπαϊκό και υπερεθνικό κόμμα του Γιοργκ Χάιντερ είχε υιοθετήσει μια εθνικιστική και ρατσιστική πολιτική και ήθελε μια νέα ενότητα στην Κεντρική Ευρώπη υπό τη γερμανική ηγεμονία, μια Μεγάλη Γερμανία στη βάση της ενοποίησης της Αυστρίας με τη Γερμανία.
Το «Πρώτα η Γερμανία!» όχι μόνο απηχούσε τη νοσταλγία της γερμανικής και αυστριακής Ακροδεξιάς για ένα νέο Ράιχ, αλλά επηρέασε και την κοινή γνώμη σε αυτές τις χώρες όσον αφορούσε τις εξελίξεις στην Ε.Ε. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβληθούν οι επιλογές της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank) στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, με επίκεντρο το ισχυρό μάρκο τότε και το ισχυρό ευρώ αργότερα. Με βάση τις επιλογές αυτές επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των κινδύνων του πληθωρισμού, ο εξαναγκασμός των κυβερνήσεων των χωρών της Ε.Ε. σε πολιτικές που περιόριζαν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, τις δαπάνες του κοινωνικού κράτους, τα εργασιακά δικαιώματα και τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις. Η εργασία έπρεπε να υποταχθεί στο κεφάλαιο. Η αποσοσιαλιστικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών έφερε τη σφραγίδα της Bundesbank, οι πολιτικές της οποίας έπρεπε να υιοθετηθούν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος αποτελούσε πλέον ένα φιλολαϊκό αναχρονισμό, και η Γερμανία έμπαινε σε μια νέα πορεία ηγεμόνευσης στις παγκόσμιες εξαγωγές.
Προς το τέλος του 20ού αιώνα η πραγματικότητα στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο ήταν διαφορετική από αυτήν που προέβλεψαν οι πολιτικοί αναλυτές μετά το 1989. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν σε παγκόσμιο ηγεμόνα στο διεθνές σύστημα. Με την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν υπήρχε πλέον αντίβαρο στον κόσμο. Η πρώην υπερδύναμη διασπάστηκε και τα επιμέρους κράτη που την αποτελούσαν, οι σοβιετικές δημοκρατίες, ανεξαρτητοποιήθηκαν. Η Ρωσία διατήρησε την πυρηνική δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά η οικονομία της κατέρρευσε· έτσι στηρίχτηκε πρωτίστως στην αύξηση των εξαγωγών της σε φυσικούς πόρους, κυρίως σε ενέργεια προς την Ευρώπη και ιδιαίτερα προς τη Γερμανία, της οποίας οι ανάγκες σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο ήταν διευρυμένες μετά την ενοποίηση. Μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας αναπτύχθηκε λοιπόν μια αμοιβαία επωφελής οικονομική αλληλεξάρτηση, που επέβαλε τη μετακίνηση της προσοχής της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής προς την Ανατολική Ευρώπη και την αναγνώριση της μεταπολεμικής πραγματικότητας στην Πολωνία, τις Βαλτικές Χώρες, την Ουκρανία και τη Ρωσία.
Στην εξωτερική της πολιτική, στο τέλος του 20ού αιώνα, η Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με τις υποχρεώσεις της ως μέλους τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της Ε.Ε. Επιπλέον έπρεπε να αποφασίσει για τη σταθερότητα του γαλλο-γερμανικαύ άξονα και για τη σχέση της με τη Μεγάλη Βρετανία. Ο καθορισμός της «συμπεριφοράς» της στον κόσμο του 21ου αιώνα προϋπέθετε την επίλυση των εσωτερικών της ζητημάτων, όπως η πλήρης ένταξη της Ανατολικής Γερμανίας στους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, ώστε να μην αναβιώσει ο ρεβανσισμός και η νοσταλγία του πρωσικού μιλιταρισμού και της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των Γιούνκερς.
Επιπλέον η Γερμανία συνέχισε να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα του ρυθμιστικού ρόλου των ΗΠΑ στην Ευρώπη μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, Όπως αναφέραμε ήδη, η διάσκεψη του Πότσνταμ το 1945 απέτυχε να διευθετήσει συνολικά το γερμανικό ζήτημα - ένα ζήτημα που καθόρισε το άνοιγμα και το κλείσιμο του 20ού αιώνα στις διεθνείς σχέσεις. Αυτή η αποτυχία παγίωσε τη διαίρεση της Γερμανίας σε δύο κράτη για σαράντα πέντε χρόνια, Τα κλειδιά της ενοποίησης τα κρατούσαν τα δύο μεταπολεμικά κέντρα εξουσίας, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση.
Καθ' όλη την ψυχροπολεμική περίοδο η Σοβιετική Ένωση φάνηκε διατεθειμένη να παραχωρήσει το κλειδί της μέσω διαπραγματεύσεων και παραχωρήσεων. Οι απειλές και οι κρίσεις έμοιαζαν διαπραγματευτικά όπλα και ελιγμοί για μια μόνιμη διευθέτηση του γερμανικού ζητήματος, που αφορούσε την ασφάλεια στην Ευρώπη.
Ο Στάλιν προσκάλεσε τον υπουργό Εξωτερικών Μάρσαλ για εκτενείς διαπραγματεύσεις, στη διάρκεια των οποίων τόνιζε ότι έδινε μεγάλη έμφαση σε μια συνολική συμφωνία με τις ΗΠΑ. Τα αδιέξοδα και οι αντιπαραθέσεις, επιχειρηματολογούσε ο Στάλιν, «ήταν μόνο οι πρώτες αψιμαχίες και τριβές των δυνάμεων αναγνώρισης». Ο Στάλιν θεωρούσε ότι ήταν εφικτός ένας συμβιβασμός «σε όλα τα κύρια ζητήματα», επιμένοντας ότι «ήταν αναγκαίο να υπάρχει υπομονή και όχι να γίνουμε απαισιόδοξοι».
Οι ΗΠΑ όμως, που είχαν πλέον εγκατασταθεί οριστικά στην Ευρώπη με στρατιωτικές δυνάμεις και επενδύσεις κεφαλαίων, παρέμειναν αμετάπειστες στις εκτιμήσεις τους για τον ανταγωνισμό τους με τη Σοβιετική Ένωση και το σχεδιασμό της ασφάλειας τους. Το γερμανικό ζήτημα ήταν απαραίτητος κρίκος στην υλοποίηση της ατλαντικής τους στρατηγικής. Συνεπώς το κλειδί που τους αντιστοιχούσε όσον αφορά τη γερμανική ενοποίηση και το μέλλον της Γερμανίας δεν παραχωρήθηκε το 1989. Παραμένει μια εκκρεμότητα, την οποία καλείται να προσέξει πάρα πολύ η ενοποιημένη Γερμανία στο νέο αιώνα, και ιδιαίτερα στο πλαίσιο των γερμανο-βρετανικών σχέσεων.
Η αμφίσημη βρετανική στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση όπως εκφράστηκε στις συνθήκες του Μάαστριχτ (7 Φεβρουαρίου 1992) και του Άμστερνταμ (1997) έδειξε ότι η Βρετανία δεν επιθυμεί τη μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας σε υπερεθνικούς οργανισμούς όπως η Ε.Ε. και ότι προσλαμβάνει τη σχέση της με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μια επιλεκτική διαδικασία κατά την οποία εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της, χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις όσον αφορά την ασφάλεια της. Ακρογωνιαίος λίθος της βρετανικής ασφάλειας παραμένει η ιδιαίτερη ατλαντική σχέση της με τις ΗΠΑ, ενώ συνεχίζει να συμπεριφέρεται απέναντι στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα απέναντι στη Γερμανία, ως ένας από τους τρεις μεγάλους νικητές του Β' Παγκοσμίου πολέμου, που καθόρισαν το μεταπολεμικό κόσμο.
Στον 21ο αιώνα, κατά τον οποίο θα κριθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο πολιτικό πεδίο, με την ανάπτυξη θεσμών διακυβέρνησης και ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συντάγματος, η Γερμανία θα πρέπει να αποφασίσει αν αυτή η ολοκλήρωση θα έχει τη μορφή μιας ένωσης των ευρωπαϊκών λαών ή μιας γερμανικής Ευρώπης στη βάση ενός διευρυμένου γερμανικού Anschluss. Πριν όμως συμβεί αυτό, θα πρέπει η Ε.Ε. να αποφασίσει αν θα παραμείνει μια ένωση υπό γερμανική ηγεσία ή θα μεταβληθεί σε μια ατλαντική ένωση με τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Για μια ατλαντική ένωση με την τότε Δυτική Ευρώπη, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονταν η Βρετανία και οι ΗΠΑ, είχε μιλήσει ήδη από το 1968 ο τότε υποψήφιος για το αμερικανικό δημοκρατικό χρίσμα Γιουτζίν ΜακΚάρθι. Οι πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας λοιπόν θα δείξουν αν στην Ευρώπη θα κυριαρχήσει το γερμανικό ζήτημα ή αν η Γερμανία θα ενσωματωθεί σε μια ευρύτερη ατλαντική ένωση, με την Ε.Ε. ως προοίμιο αυτής της ευρύτερης ένωσης.
Μια τέτοια παγκόσμια εξέλιξη θα εξαρτηθεί κυρίως από τη στρατηγική των ΗΠΑ όσον αφορά τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα στον 21ο αιώνα. Ήδη στις 17 Σεπτεμβρίου 2002 ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους υπέγραφε την Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σύμφωνα με την οποία:
Στον 21ο αιώνα μόνον τα έθνη που αφοσιώνονται στην προστασία των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εγγυώνται την πολιτική και οικονομική ελευθερία θα καταστούν ικανά να απελευθερώσουν τις δυνατότητες των λαών τους και να εξασφαλίσουν τη "μελλοντική ελευθερία. Οι λαοί παντού επιθυμούν να μπορούν να ομιλούν ελεύθερα [...] Οι Ηνωμένες Πολιτείες απολαμβάνουν μια θέση απαράμιλλης στρατιωτικής δύναμης και μεγάλης οικονομικής και πολιτικής επιρροής. Συνεπώς, διατηρώντας την παράδοση και τις αρχές μας, δεν χρησιμοποιούμε τη δύναμη μας για να πιέσουμε για μονομερή οφέλη. Αντ' ,αυτού, επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε μια ισορροπία δύναμης που ευνοεί την ανθρώπινη ελευθερία.
Προκειμένου να επιτευχθούν οι ιδεολογικοί αυτοί στόχοι, η Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας προέβλεπε ότι:
οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σταθούν δίπλα σε κάθε έθνος αποφασισμένο να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον μέσα από την επιδίωξη της ανταμοιβής της ελευθερίας του λαού του. Το ελεύθερο εμπόριο και οι ελεύθερες αγορές απέδειξαν την ικανότητα τους να ανυψώσουν τις κοινωνίες από τη φτώχεια - συνεπώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εργαστούν με ξεχωριστά έθνη, με ολόκληρες περιοχές και με το σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας εμπορίου προκειμένου να χτίσουν έναν κόσμο που εμπορεύεται με ελευθερία και συνεπώς αυξάνει την ευημερία του.
Για τις ισορροπίες στο διεθνές σύστημα του 21ου αιώνα, η Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας προέβλεπε:
Σήμερα η διεθνής κοινότητα έχει τις περισσότερες δυνατότητες, μετά την ανάδυση του εθνικού κράτους το 17ο αιώνα, να χτίσει έναν κόσμο όπου οι μεγάλες δυνάμεις θα ανταγωνίζονται ειρηνικά αντί να προετοιμάζονται συνεχώς για πόλεμο. [...] Η Ρωσία βρίσκεται στη μέση μιας ελπιδοφόρας μετάβασης, επιδιώκοντας το δημοκρατικό της μέλλον, και είναι ένας εταίρος στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Οι Κινέζοι ηγέτες ανακαλύπτουν ότι η οικονομική ελευθερία είναι η μόνη πηγή εθνικού πλούτου. Με την πάροδο του χρόνου θα ανακαλύψουν ότι η κοινωνική και πολιτική ελευθερία είναι η μοναδική πηγή εθνικού μεγαλείου.
Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι σήμερα ο δημοκρατικός Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος, συνεχίζοντας τη στρατηγική αυτή, φαίνεται να έχει στρέψει την προσοχή του στην Ασία, όπου τα συμφέροντα της Αμερικής είναι εξίσου σημαντικά όπως και στην Ευρώπη. Ο Ομπάμα, που χαρακτηρίζεται ο πρώτος Αμερικανός «πρόεδρος του Ειρηνικού ωκεανού», αφού μεγάλωσε στη Χαβάη, κατά τα φαινόμενα αναδεικνύει ένα στρατηγικό άξονα στον οποίο, μαζί με τις ΗΠΑ, συσπειρώνονται καταρχήν η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, σε μια κίνηση οικοδόμησης συμμαχιών. Η συνεχώς αυξανόμενη οικονομική δύναμη της Κίνας, που κατέχει τη δεύτερη θέση στον κόσμο, αποτελεί πρόκληση για τις μελλοντικές εξελίξεις στον Ειρηνικό.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ηττημένες του Β' Παγκοσμίου πολέμου και σήμερα παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις Ιαπωνία και Γερμανία (η οποία αναδεικνύεται πρωταθλητής στις εξαγωγές παγκοσμίως, στηριζόμενη στη σταθερή τροφοδοσία της παραγωγικής της βάσης και του βιοτικού της επιπέδου με ενέργεια από τη Ρωσία και την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών) θα αποτελέσουν τους κρίσιμους οικονομικούς και πολιτικούς εταίρους της Αμερικής.
Ο διεθνής ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων στο νέο αιώνα θα είναι πρωτίστως οικονομικός. Αυτό οδηγεί την Αμερική στην αναζήτηση μιας διευρυμένης σχέσης με την Ευρώπη και με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία στην Άπω Ανατολή, καθώς φαίνεται να αποδεσμεύεται από τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η αποφυγή άμεσης εμπλοκής της στις πολιτικές εξελίξεις στις αραβικές χώρες φαίνεται να απελευθερώνει την προσοχή της προκειμένου να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις στο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Η Ρωσία μοιάζει να αποτελεί στον αιώνα μας το μήλο της έριδας στις διεθνείς ισορροπίες. Για την Ευρώπη, και ιδιαίτερα για τη Γερμανία και την Ιταλία, είναι πλέον στρατηγικός οικονομικός εταίρος, ενώ η αυξανόμενη δυναμική της Κίνας δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί χωρίς την ενέργεια της ανατολικής Ρωσίας και της Σιβηρίας. Το νέο ενεργειακό Ελντοράντο στο Βόρειο Πόλο αναμένεται να αυξήσει τα ρωσικά αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου· έτσι η Ρωσία θα επηρεάσει σημαντικά τις γεωπολιτικές ισορροπίες τις επόμενες δεκαετίες.
Επιπλέον, όπως αναφέραμε ήδη, έχουν αρχίσει να ξυπνούν οι γίγαντες του 21ου αιώνα, η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η Κίνα το 2016 θα ξεπεράσει το ΑΕΠ των ΗΠΑ, που υπολογίζεται σήμερα στο 23% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει για το 2030 ότι το ΑΕΠ της Κίνας θα φτάσει στο 28% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με τις ΗΠΑ στη δεύτερη θέση με 18% και την Ινδία στην τρίτη με 11%, ενώ η Ευρωζώνη θα περιοριστεί μόλις στο 9%, σύμφωνα με τις μελέτες Vision of Long Term Growth και OECD Economic Outlook. Η Γερμανία το 2030 προβλέπεται να βρίσκεται στην πέμπτη θέση, ανταγωνιζόμενη με τη Ρωσία, τη Βραζιλία και το Μεξικό, που ακολουθούν από την έκτη έως την όγδοη θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Εύλογο είναι λοιπόν το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να διατηρηθούν οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της Γερμανίας με ένα σχετικά χαμηλό ΑΕΠ ως ποσοστό επί του παγκοσμίου, και εντός μιας φθίνουσας Ευρωζώνης; Η Γερμανία στον 21ο αιώνα έχει αρχίσει να «υποβιβάζεται» στη δεύτερη κατηγορία δυνάμεων, όπως η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Η σημερινή εποχή όμως δεν έχει σχέση με την περίοδο 1890-1914, που το γερμανικό κεφάλαιο αναζήτησε επιθετικά νέες αγορές, ανατρέποντας τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Συνεπώς η Ευρωζώνη και η Ε.Ε. είναι το μέλλον της Γερμανίας, αφού το 70% των εξαγωγών της σήμερα είναι προς την Ε.Ε, ενώ οι ΗΠΑ, με ένα δυσθεώρητο χρέος ύψους 16,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και ευρισκόμενες μπροστά σε ένα δημοσιονομικό γκρεμό (Fiscal Cliff), δεν φαίνεται να έχουν άλλη επιλογή από μια ευρύτερη δημοσιονομική συνεργασία σε ατλαντικό επίπεδο.
Όπως είδαμε, μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο οι ΗΠΑ ξεπέρασαν το φάσμα μιας νέας οικονομικής κρίσης -συνέπειας της μαζικής ανεργίας που θα προέκυπτε από την αποστράτευση περίπου 13.000.000 στρατιωτών-, όπως αυτής του 1929, με τη λύση του Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Ευρώπης. Έτσι, με μια μικρή επένδυση 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά το διάστημα 1948-1952, ενίσχυσαν την κατεύθυνση της οικονομίας τους προς την Ευρώπη, αναζωογονώντας την οικονομία και διασφαλίζοντας εκατομμύρια θέσεις εργασίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ.
Σήμερα η οικονομική κρίση στο δυτικό καπιταλιστικό κόσμο ενδεχομένως αναβιώσει την εμπειρία του Σχεδίου Μάρσαλ, με την κατάργηση των εμπορικών δασμών και την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων στις όχθες του Ατλαντικού - με τη δημιουργία δηλαδή μιας ατλαντικής οικονομικής κοινότητας, στη βάση της εμπειρίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ).
Πηγή: gfragoulis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου