Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Η ΕΚΤ ως μέσο αποδόμησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος

Νέα Πολιτική


του Χρήστου Ζιώγα*
Διαβάζοντας στο άρθρο 2 της ιδρυτικής της Συνθήκης της ΕΟΚ, το μακρινό 1957, πως στόχευσή της αποτελεί: «η προοδευτική προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών» παρατηρούμε ότι η σύμπλευση στον οικονομικό τομέα ήταν εξ αρχής κύρια επιδίωξη του νεοπαγούς οργανισμού. Η συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπεγράφη το 1992, μετεξέλιξε τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες δημιουργώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση δρομολογώντας παράλληλα τη διαδικασία οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης (ΟΝΕ) στο τρίτο στάδιο της οποίας προβλεπόταν και η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως εξ συστάσεως η Κοινότητα έθεσε τις βάσεις για συγκλίσεις στον οικονομικό τομέα έτσι ώστε να ελεγχθούν, στο μέτρο του δυνατού, φαινόμενα άνισης οικονομικής ανάπτυξης.
Η θεσμοθέτηση όμως της ΟΝΕ δεν συνιστούσε μόνο το επόμενο βήμα της διαδικασίας οικονομικής ολοκλήρωσης αλλά και μια προσπάθεια θεσμικής κατασφάλισης, γαλλικής κυρίως εμπνεύσεως, έναντι της προοπτικής ανάδειξης μίας γερμανικής οικονομικής ηγεμονίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Η γερμανική  επανένωση και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αναβάθμισαν σημαντικά τη θέση της Γερμανίας στο περιφερειακό σύστημα, ιδιαίτερα δε στον οικονομικό τομέα. Η γαλλική αξίωση ενθυλάκωσης της γερμανικής οικονομικής ισχύος σ’ ένα ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο έγινε αποδεκτή από τη Βόννη υπό την αίρεση πως το νέο εγχείρημα δεν θα ανατρέπει τις βασικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές της Γερμανίας.

Η κάθε κεντρική τράπεζα ως θεσμός του κράτους, είτε βρίσκεται υπό δημόσιο είτε υπό ιδιωτικό έλεγχο, ασκεί τρεις βασικές λειτουργίες: πρώτον την έκδοση νομίσματος, δεύτερον τη ρύθμιση της ροής του χρήματος και τρίτον τον έλεγχο των επιτοκίων. Η ΕΚΤ, ως απότοκο της ΟΝΕ, συγκροτεί ένα υπερεθνικό θεσμικό όργανο της Κοινότητας που είναι αρμόδιο για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, ομοιάζοντας σε μεγάλο βαθμό με τη μεταπολεμική πρακτική της Μπούντεσµπανκ (Bundesbank). Η απουσία πολιτικού έλεγχου στην ΕΚΤ, προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την αποδοχή της ΟΝΕ εκ μέρους της Βόννης, συνιστά το κύριο χαρακτηριστικό της, πρόβλεψη εξόχως επιζήμια όπως αποδείχτηκε για τα κράτη – μέλη, που κατά την τελευταία πενταετία αντιμετώπισαν προβλήματα διαχείρισης του δημοσίου χρέους τους. Η ’’ανεξαρτησία’’ της ΕΚΤ εμποδίζει κάθε αποτελεσματικό έλεγχό της, ως προς τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που δεν είναι υποχρεωτικά ομόφωνες, αλλοιώνοντας τον μέχρι τώρα συναινετικό/διακυβερνητικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Οι θεσμικές διατυπώσεις των καταστατικών κειμένων της ΕΚΤ και πολύ δε περισσότερο η πρακτική, κατά την περίοδο της κρίσης, δημιούργησαν βάσιμες αιτιάσεις σε μια μεγάλη μερίδα της ευρωπαϊκής, κι όχι μόνο, ελίτ και κοινής γνώμης πως ο εν λόγω θεσμός λειτούργει επ’ ωφελεία ορισμένων μόνο κρατών – μελών. Η απαίτηση μεταρρύθμισης των διατάξεων που διέπουν της ΕΚΤ, αν και δεν έχει καν τεθεί, προϋποθέτει αναθεώρηση των συνθηκών κι επομένως ομοφωνία όλων των κρατών – µελών. Στην παρούσα λοιπόν συγκυρία μια ομάδα χωρών της Ένωσης, πρωτοστατούσας της Γερμανίας, εκμεταλλεύονται το θεσμικό πλαίσιο της ΕΚΤ και επιβάλλουν πολιτικές στους εταίρους τους επιδιώκοντας να διασφαλίσουν κατά προτεραιότητα τα εθνικά τους οικονομικά συμφέροντα αποφεύγοντας να επιμεριστούν τις ζημίες που έχουν προκύψει κυρίως για τα κράτη του Νότου.
Η διαχείριση των “ζημιών” γίνεται με τρόπο που σε καμμία περίπτωση δεν συνάδει με τις διακηρύξεις και τις στοχεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτές διατυπώθηκαν κατά την περίοδο των “κερδών”, καταδεικνύοντας μάλλον τον πραγματικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παράλληλα η “ανεξαρτησία” που απολαμβάνει η ΕΚΤ επιδεινώνει το ούτως ή άλλως σημαντικότατο πρόβλημα δημοκρατικού ελλείμματος που υφίσταται εντός της ΕΕ. Οι αναδιανεμητικές συνέπειες στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, λόγω των αποφάσεων της ΕΚΤ, υπονομεύουν το όλο εγχείρημα θέτοντας ένα διαρκώς διευρυνόμενο ζήτημα νομιμοποίησης και αναγκαιότητάς του.
Εν κατακλείδι ο τρόπος λειτουργίας της ΕΚΤ, ιδιαίτερα στην παρούσα φάση, δεν συμβάλλει προς την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης, αντιθέτως έχει ενισχύσει κάθε ευρωσκεπτιστική τάση στο βαθμό που επιφέρει αλυσιτελή αποτελέσματα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των κρατών – μελών. Τα  πλεονασματικά κράτη χρησιμοποιούν εργαλειακά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να εξυπηρετήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα υποσκάπτοντας όμως τα ευπαθή θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.  

* Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου