Επιστημονικό Μάρκετινγκ
του Φαίδωνα Καλφάογλου*
Έπειτα από μια μακρά περίοδο ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Σύστημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει δύο Αναταραχές (Shocks), οι οποίες εμφανίστηκαν με μικρή χρονική διαφορά: την Κρίση των Στεγαστικών Δανείων προς δανειολήπτες χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας (sub-primes) και τη σημαντική Άνοδο των Τιμών των Εμπορευμάτων. Τα δύο γεγονότα, αν και ασύνδετα μεταξύ τους, δημιούργησαν πιέσεις στο Διεθνές Οικονομικό Σύστημα, το οποίο κλήθηκε να αντιμετωπίσει δύο αντικρουόμενα προβλήματα, αυτά της Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας και του Πληθωρισμού. Οι Κεντρικές Τράπεζες αντέδρασαν με τη διοχέτευση ρευστότητας στο σύστημα και τη μείωση των επιτοκίων σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα.
Η κρίση των στεγαστικών δανείων ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και περιορίστηκε αρχικά στις τράπεζες οι οποίες είχαν επενδύσει σε προϊόντα τιτλοποίησης των δανείων αυτών. Καθώς η κρίση εξελισσόταν, η πρακτική της επαναλαμβανόμενης τιτλοποίησης (re-securitisation) καθώς και η πολυπλοκότητα και αδιαφάνεια των προϊόντων είχαν ως αποτέλεσμα την αδυναμία εντοπισμού του κινδύνου και τη μείωση της εμπιστοσύνης στη φερεγγυότητα των τραπεζών. Οι τράπεζες έγιναν ιδιαίτερα επιφυλακτικές και δανείζονταν μεταξύ τους για μικρά χρονικά διαστήματα. Ιδιαίτερες επιπτώσεις είχαν οι τράπεζες με μικρή καταθετική βάση και κύρια πηγή χρηματοδότησης τη διατραπεζική αγορά. Η κρίση λοιπόν μεταφέρθηκε σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα και δεν άργησε να επηρεάσει τον πραγματικό τομέα της οικονομίας.
Ως πρωταρχικές αιτίες της κρίσης μπορούν να θεωρηθούν η άπλετη ρευστότητα που υπήρχε στο σύστημα και το ρυθμιστικό και εποπτικό περιβάλλον δραστηριοποίησης των τραπεζών. Η άπλετη ρευστότητα σε συνδυασμό με ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων οδήγησαν σε υπερβάλλουσα αύξηση των τιμών (π.χ., ακίνητα) και σε χαλάρωση των πιστωτικών κριτηρίων. Οι επενδυτές αναζητούσαν υψηλότερες αποδόσεις, χωρίς πάντα να κατανοούν τη βασική σχέση στα χρηματοοικονομικά, δηλαδή, ότι υψηλότερες αποδόσεις συνοδεύονται με υψηλότερο κίνδυνο, και οι τράπεζες αναζητώντας εναλλακτικές πηγές εσόδων, κάλυψαν τη ζήτηση δημιουργώντας πολύπλοκα προϊόντα με σημαντικά προβλήματα διαφάνειας.
Όσον αφορά το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο, μπορούν να γίνουν αρχικά δύο παρατηρήσεις, πρώτον, ότι η εποπτεία των τραπεζών γινόταν με βάση την οικονομική ευρωστία κάθε οργανισμού χωριστά (μικρο-προληπτική εποπτεία), παραβλέποντας ορισμένες φορές την επίδραση από το εξωτερικό περιβάλλον καθώς και το συστημικό κίνδυνο (μακρο-προληπτική εποπτεία) και, δεύτερον, ότι αναπτύχθηκε ένα «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» μη εποπτευόμενο, με αδιαφάνεια και δυσκολία εντοπισμού των κινδύνων (π.χ., hedge funds), σε πολλές περιπτώσεις με τη σύμπραξη των ίδιων των τραπεζών. Επίσης, η χρηματοοικονομική κρίση εμφανίστηκε, χρονικά, στην αρχή υλοποίησης μιας μεγάλης προσπάθειας τροποποίησης του εποπτικού πλαισίου για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙ. Υπό αυτή την έννοια το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ δεν «πρόλαβε» να ελεγχθεί ως προς την ικανότητά του να αμβλύνει τις επιπτώσεις μιας κρίσης. Παράλληλα, όμως, τα μαθήματα από την κρίση ανέδειξαν ορισμένες πρόδηλες αδυναμίες της Βασιλείας ΙΙ και στα διεθνή φόρα έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τη μελλοντική μορφή της εποπτείας των τραπεζών, καθώς και τις αναγκαίες τροποποιήσεις της Βασιλείας ΙΙ.
Η Βασιλεία ΙΙ υποτίμησε ορισμένους σημαντικούς κινδύνους και γενικά υπερεκτίμησε τη δυνατότητα των τραπεζών να διαχειριστούν αποτελεσματικά τους κινδύνους. Οποιαδήποτε μορφή και αν λάβει μελλοντικά η εποπτεία είναι σίγουρο ότι μεγάλοι και πολύπλοκοι τραπεζικοί οργανισμοί (συστημικά σημαντικοί – systemically important) θα έχουν πιο αυστηρή προληπτική εποπτεία, με περιορισμούς στις μορφές ανάληψης κινδύνων και καλύτερη εταιρική διακυβέρνηση. Στη συνέχεια εξετάζονται τα διάφορα πεδία που ενδέχεται να τροποποιηθεί η Βασιλεία ΙΙ. Σημειώνεται ότι οι συζητήσεις είναι σε εξέλιξη και η τελική μορφή των προτάσεων δεν είναι γνωστή.
Εσωτερικά υποδείγματα
Η χρησιμοποίηση υποδειγμάτων μέτρησης των κινδύνων για τον προσδιορισμό των απαιτούμενων κεφαλαίων είναι μια καινοτομία της Βασιλείας ΙΙ. Όμως, τα υποδείγματα πολλές φορές παρέχουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και συνήθως δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις διαστάσεις του κινδύνου. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος λανθασμένης εξειδίκευσης (model error risk) είναι σημαντικός, γεγονός που οδήγησε τον Alan Greenspan στις 17/3/2008 να γράψει στους «Financial Times»: «We will never have a perfect model of risk». Αλλά και όπου υπάρχει ικανοποιητικό υπόδειγμα κινδύνου αυτό ικανοποιεί τους συνηθισμένους ελέγχους σε ομαλές περιόδους, αλλά όχι σε περιόδους αναταράξεων και κρίσης. Στο μέλλον τα υποδείγματα θα πρέπει να ενσωματώνουν περισσότερο την υποκειμενική κρίση των αναλυτών (expert judgment) και να επιδεικνύουν μεγαλύτερη διαχρονική σταθερότητα.
Προ-κυκλικότητα (Pro-cyclicality)
Το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ αυξάνει την ευαισθησία των κεφαλαιακών απαιτήσεων στον κίνδυνο, που σημαίνει ότι σε περιόδους ανόδου, όπου ο κίνδυνος μειώνεται, απαιτούνται λιγότερα κεφάλαια, ενώ σε περιόδους καθόδου, όπου ο κίνδυνος αυξάνεται, απαιτούνται περισσότερα κεφάλαια. Για το λόγο αυτό η Βασιλεία ΙΙ έχει κατηγορηθεί για προ-κυκλική συμπεριφορά. Η τρέχουσα κρίση ανέδειξε τη συμπεριφορά αυτή και στο μέλλον οι τράπεζες καλούνται να χρησιμοποιήσουν πιο αντι-κυκλικές προσεγγίσεις. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να εισάγουν στα συστήματα διαβάθμισης στοιχεία της κυκλικής συμπεριφοράς των πελατών τους (through the cycle approaches) με ανάλογη προσαρμογή των πιθανοτήτων αθέτησης (PD) και του ποσοστού ζημίας σε περίπτωση αθέτησης (LGD) ή/και να υιοθετήσουν πολιτική δυναμικών προβλέψεων, όπου σε καλές περιόδους δημιουργούν αυξημένες προβλέψεις, οι οποίες θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κακές περιόδους. Στον κίνδυνο αγοράς η χρησιμοποίηση υποδειγμάτων δυνητικής ζημίας (value-at-risk) υποεκτιμά τον κίνδυνο, καθώς δε λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα ρευστοποίησης (marketability) των διάφορων στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και στο μέλλον αυτή η παράμετρος θα πρέπει να συνυπολογίζεται στα υποδείγματα.
Εταιρική διακυβέρνηση
Αν και το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ επέβαλε αυξημένη συμμετοχή των μελών του Δ.Σ. και της ανώτατης διοίκησης μιας τράπεζας στις αποφάσεις διαχείρισης των κινδύνων, έγινε σαφές ότι οι παραπάνω δεν ανταποκρίθηκαν επαρκώς στο ρόλο τους. Προτείνεται να γίνουν πιο αυστηρά τα κριτήρια καταλληλότητας (fit and proper criteria) για την κατοχή τέτοιων θέσεων αλλά και να ενισχυθεί η ιεραρχική δομή υποστήριξης του ρόλου τους. Με αυτόν τον τρόπο αναμένεται να ενδυναμωθούν οι λειτουργίες των εσωτερικών ελέγχων, της εσωτερικής επιθεώρησης και της διαχείρισης κινδύνων. Μέρος του αποτελεσματικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου είναι και η καθιέρωση συστήματος αμοιβών που δε θα δίνει κίνητρα υπερβολικής ανάληψης κινδύνων.
Ρευστότητα
Η τρέχουσα κρίση ανέδειξε με δραματικό τρόπο τον κίνδυνο ρευστότητας, ο οποίος εν μέρει είχε παραμεληθεί, καθώς η επαρκής ρευστότητα θεωρούνταν θετικό σημάδι ευρωστίας. Όμως, η επαρκής ρευστότητα οδήγησε σε χαλάρωση των πιστωτικών κριτηρίων και επιπρόσθετα τα σχήματα τιτλοποίησης που χρησιμοποιήθηκαν εισήγαγαν μια νέα διάσταση στη ρευστότητα που δεν έγινε απολύτως κατανοητή.
Συνεπώς, στο μέλλον στόχος είναι να προσδιορίζεται το «επαρκές» επίπεδο ρευστότητας (liquidity buffer), το οποίο θα είναι δεσμευτικό, και έμφαση θα δίδεται στη διάρθρωση των πηγών ρευστότητας. Η χρηματοδότηση της επέκτασης του ενεργητικού πρέπει να προέρχεται από σταθερές πηγές χρηματοδότησης, μεταξύ των οποίων και η εσωτερική χρηματοδότηση.
Επάρκεια κεφαλαίων
Για να προσδιοριστούν τα αναγκαία κεφάλαια απαιτείται να υπάρχει σαφώς προσδιορισμένη πολιτική ανάληψης κινδύνων, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είτε δεν υπάρχει ή είναι νεφελώδης. Υπάρχει η γενική εντύπωση ότι η Βασιλεία ΙΙ υποεκτιμά τα αναγκαία κεφάλαια και, τουλάχιστον για τις μεγάλες τράπεζες, απαιτείται να καθοριστούν νέα πρότυπα σύγκρισης (benchmarks) επάρκειας κεφαλαίων. Επίσης, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας προτείνεται να συμπληρωθεί με έναν επιπλέον «δείκτη μόχλευσης» (leverage ratio).
Εκτός όμως από την ποσότητα, υπάρχει και θέμα ποιότητας των κεφαλαίων. Τα τελευταία χρόνια πολλές τράπεζες οδηγήθηκαν στην άντληση συμπληρωματικών κεφαλαίων (Tier II), τα οποία όμως σε περίπτωση κρίσης δεν μπορούν να απορροφήσουν τις ζημίες. Συνεπώς, υπάρχει ανάγκη περισσότερων και καλύτερης ποιότητας κεφαλαίων.
Διαφάνεια
Η αδιαφάνεια πολλών τραπεζικών προϊόντων, κυρίως των παραγώγων προϊόντων, επέδρασε πολλαπλασιαστικά στις επιδράσεις της κρίσης. Για το λόγο αυτό προτείνονται κανόνες δημοσιοποίησης και μείωσης του κινδύνου αντισυμβαλλόμενου. Οι κανόνες λαμβάνουν υπόψη δύο γεγονότα: πρώτον, ότι η αποτίμηση σε τιμές αγοράς και η λογιστική της εύλογης αξίας δεν είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται σε όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, ιδιαίτερα αν αυτά προορίζονται για μακροχρόνια διακράτηση ή δεν υπάρχει πλέον ενεργός αγορά, και, δεύτερον, ότι υπάρχει ανάγκη για εστιασμένη πληροφόρηση και όχι περισσότερη πληροφόρηση.
Για το λόγο αυτό πολλές φορές γίνεται λόγος για «έξυπνη διαφάνεια».
Διεθνής συνεργασία
Η κατανόηση των δραστηριοτήτων των διεθνοποιημένων τραπεζών απαιτεί τη συνεργασία μεταξύ του επόπτη καταγωγής (home supervisor) και του επόπτη υποδοχής (host supervisor). Μείωση των εποπτικών διαφοροποιήσεων, κατανόηση των συστημικών διεργασιών, ανάπτυξη πλαισίου διαχείρισης κρίσεων και μεταφορά ρευστότητας μεταξύ μητρικής και θυγατρικής που εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες είναι ορισμένα από τα θέματα που επιζητούν βελτίωση. Σε αυτό το πλαίσιο σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα κολέγια εποπτών (supervisory colleges) που βοηθούν στην αλληλοκατανόηση προβλημάτων και την αναζήτηση κοινών λύσεων. Η συνεργασία μεταξύ των εποπτών αναμένεται να ενδυναμωθεί περισσότερο.
Η λύση: Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων (stress testing)
Παράλληλα με τις παραπάνω βελτιώσεις, το χρηματοοικονομικό εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει σε πιο αποτελεσματική εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙ είναι η υλοποίηση ενός αποτελεσματικού προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.
Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα τι μπορεί να συμβεί σε μεμονωμένες τράπεζες ή/και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όταν και εάν υλοποιηθούν ορισμένοι κίνδυνοι. Τα αποτελέσματα μπορούν να μετρηθούν με δύο εναλλακτικές τεχνικές, την ανάλυση ευαισθησίας (sensitivity approach) ή την ανάλυση σεναρίου (scenario approach). Η ανάλυση ευαισθησίας υποθέτει μια αλλαγή σε ένα συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου, ανεξάρτητα από τους άλλους παράγοντες κινδύνου και χωρίς να διευκρινίζεται η αιτία, και ποσοτικοποιούνται οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής.
Η ανάλυση σεναρίου εξετάζει περισσότερους από έναν παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι προέρχονται είτε από ένα συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο είτε από ένα συγκεκριμένο γεγονός. Και στις δύο προσεγγίσεις οι διαταραχές μπορούν να είναι είτε υποθετικές είτε βασισμένες στην ιστορική εμπειρία.
Όταν οι ασκήσεις προσομοίωσης εφαρμόζονται σε μεμονωμένες τράπεζες, τα αποτελέσματα χρησιμεύουν για να εξεταστεί η ανθεκτικότητα των εν λόγω τραπεζών σε δυσμενείς συνθήκες.
Τα αποτελέσματα πρέπει να είναι μέρος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μέσα στην τράπεζα, προκειμένου να καθοριστεί ο κατάλληλος βαθμός ανοχής στις διάφορες μορφές κινδύνων καθώς και το κεφάλαιο που απαιτείται για να καλυφθούν. Όταν οι ασκήσεις προσομοίωσης εφαρμόζονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επιτρέπουν στους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής να αξιολογήσουν την ανθεκτικότητά του συνολικά.
Ειδικότερα, τους βοηθούν να αξιολογήσουν τις πιθανές επιπτώσεις των διάφορων κινδύνων και να προσδιορίσουν τα σημεία ευπάθειας του συστήματος, ώστε να λάβουν έγκαιρα τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα για να αυξήσουν την αντοχή του συστήματος στις διαταραχές. Έτσι, η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων αναδεικνύεται ως χρήσιμο εργαλείο πολιτικής για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Η Βασιλεία ΙΙ προβλέπει ασκήσεις προσομοίωσης στο πλαίσιο του Πυλώνα Ι, όπου αξιολογείται η λειτουργία των υποδειγμάτων υπό ακραίες συνθήκες, καθώς και στο πλαίσιο του Πυλώνα ΙΙ, όπου καλύπτονται οι κίνδυνοι που δεν εξετάζονται επαρκώς ή δεν εξετάζονται καθόλου στον Πυλώνα Ι.
Τα αποτελέσματα των ασκήσεων καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το αναγκαίο επίπεδο του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη οι τράπεζες έχουν κίνητρο να αναπτύξουν δικά τους υποδείγματα προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με σενάρια που ταιριάζουν στα ίδια χαρακτηριστικά των χαρτοφυλακίων τους. Επίσης, η άσκηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο αντικυκλικής πολιτικής. Αν η άσκηση μπορέσει να εντοπίσει εκ των προτέρων σημεία ευαισθησίας της τράπεζας, κι ενώ ο οικονομικός κύκλος δεν έχει αρχίσει την καθοδική του φάση, αυτά μπορούν να καλυφθούν με επιπλέον κεφάλαια. Το μαξιλάρι (buffer) που θα δημιουργηθεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην καθοδική φάση, οπότε η τράπεζα θα αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες.
Η σημασία των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων έχει αναγνωριστεί από όλες τις εποπτικές αρχές και οι περισσότερες προσπαθούν να καθιερώσουν βέλτιστες πρακτικές. Μια παρόμοια πρωτοβουλία έχει αναλάβει η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors – CEBS) με σκοπό να προωθήσει την ενιαία αντιμετώπιση μεταξύ των εποπτικών αρχών.
Τεύχος: Οκτώβριος 2009
του Φαίδωνα Καλφάογλου*
Έπειτα από μια μακρά περίοδο ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Σύστημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει δύο Αναταραχές (Shocks), οι οποίες εμφανίστηκαν με μικρή χρονική διαφορά: την Κρίση των Στεγαστικών Δανείων προς δανειολήπτες χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας (sub-primes) και τη σημαντική Άνοδο των Τιμών των Εμπορευμάτων. Τα δύο γεγονότα, αν και ασύνδετα μεταξύ τους, δημιούργησαν πιέσεις στο Διεθνές Οικονομικό Σύστημα, το οποίο κλήθηκε να αντιμετωπίσει δύο αντικρουόμενα προβλήματα, αυτά της Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας και του Πληθωρισμού. Οι Κεντρικές Τράπεζες αντέδρασαν με τη διοχέτευση ρευστότητας στο σύστημα και τη μείωση των επιτοκίων σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα.
Η κρίση των στεγαστικών δανείων ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και περιορίστηκε αρχικά στις τράπεζες οι οποίες είχαν επενδύσει σε προϊόντα τιτλοποίησης των δανείων αυτών. Καθώς η κρίση εξελισσόταν, η πρακτική της επαναλαμβανόμενης τιτλοποίησης (re-securitisation) καθώς και η πολυπλοκότητα και αδιαφάνεια των προϊόντων είχαν ως αποτέλεσμα την αδυναμία εντοπισμού του κινδύνου και τη μείωση της εμπιστοσύνης στη φερεγγυότητα των τραπεζών. Οι τράπεζες έγιναν ιδιαίτερα επιφυλακτικές και δανείζονταν μεταξύ τους για μικρά χρονικά διαστήματα. Ιδιαίτερες επιπτώσεις είχαν οι τράπεζες με μικρή καταθετική βάση και κύρια πηγή χρηματοδότησης τη διατραπεζική αγορά. Η κρίση λοιπόν μεταφέρθηκε σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα και δεν άργησε να επηρεάσει τον πραγματικό τομέα της οικονομίας.
Ως πρωταρχικές αιτίες της κρίσης μπορούν να θεωρηθούν η άπλετη ρευστότητα που υπήρχε στο σύστημα και το ρυθμιστικό και εποπτικό περιβάλλον δραστηριοποίησης των τραπεζών. Η άπλετη ρευστότητα σε συνδυασμό με ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων οδήγησαν σε υπερβάλλουσα αύξηση των τιμών (π.χ., ακίνητα) και σε χαλάρωση των πιστωτικών κριτηρίων. Οι επενδυτές αναζητούσαν υψηλότερες αποδόσεις, χωρίς πάντα να κατανοούν τη βασική σχέση στα χρηματοοικονομικά, δηλαδή, ότι υψηλότερες αποδόσεις συνοδεύονται με υψηλότερο κίνδυνο, και οι τράπεζες αναζητώντας εναλλακτικές πηγές εσόδων, κάλυψαν τη ζήτηση δημιουργώντας πολύπλοκα προϊόντα με σημαντικά προβλήματα διαφάνειας.
Όσον αφορά το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο, μπορούν να γίνουν αρχικά δύο παρατηρήσεις, πρώτον, ότι η εποπτεία των τραπεζών γινόταν με βάση την οικονομική ευρωστία κάθε οργανισμού χωριστά (μικρο-προληπτική εποπτεία), παραβλέποντας ορισμένες φορές την επίδραση από το εξωτερικό περιβάλλον καθώς και το συστημικό κίνδυνο (μακρο-προληπτική εποπτεία) και, δεύτερον, ότι αναπτύχθηκε ένα «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» μη εποπτευόμενο, με αδιαφάνεια και δυσκολία εντοπισμού των κινδύνων (π.χ., hedge funds), σε πολλές περιπτώσεις με τη σύμπραξη των ίδιων των τραπεζών. Επίσης, η χρηματοοικονομική κρίση εμφανίστηκε, χρονικά, στην αρχή υλοποίησης μιας μεγάλης προσπάθειας τροποποίησης του εποπτικού πλαισίου για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙ. Υπό αυτή την έννοια το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ δεν «πρόλαβε» να ελεγχθεί ως προς την ικανότητά του να αμβλύνει τις επιπτώσεις μιας κρίσης. Παράλληλα, όμως, τα μαθήματα από την κρίση ανέδειξαν ορισμένες πρόδηλες αδυναμίες της Βασιλείας ΙΙ και στα διεθνή φόρα έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τη μελλοντική μορφή της εποπτείας των τραπεζών, καθώς και τις αναγκαίες τροποποιήσεις της Βασιλείας ΙΙ.
Η Βασιλεία ΙΙ υποτίμησε ορισμένους σημαντικούς κινδύνους και γενικά υπερεκτίμησε τη δυνατότητα των τραπεζών να διαχειριστούν αποτελεσματικά τους κινδύνους. Οποιαδήποτε μορφή και αν λάβει μελλοντικά η εποπτεία είναι σίγουρο ότι μεγάλοι και πολύπλοκοι τραπεζικοί οργανισμοί (συστημικά σημαντικοί – systemically important) θα έχουν πιο αυστηρή προληπτική εποπτεία, με περιορισμούς στις μορφές ανάληψης κινδύνων και καλύτερη εταιρική διακυβέρνηση. Στη συνέχεια εξετάζονται τα διάφορα πεδία που ενδέχεται να τροποποιηθεί η Βασιλεία ΙΙ. Σημειώνεται ότι οι συζητήσεις είναι σε εξέλιξη και η τελική μορφή των προτάσεων δεν είναι γνωστή.
Εσωτερικά υποδείγματα
Η χρησιμοποίηση υποδειγμάτων μέτρησης των κινδύνων για τον προσδιορισμό των απαιτούμενων κεφαλαίων είναι μια καινοτομία της Βασιλείας ΙΙ. Όμως, τα υποδείγματα πολλές φορές παρέχουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και συνήθως δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις διαστάσεις του κινδύνου. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος λανθασμένης εξειδίκευσης (model error risk) είναι σημαντικός, γεγονός που οδήγησε τον Alan Greenspan στις 17/3/2008 να γράψει στους «Financial Times»: «We will never have a perfect model of risk». Αλλά και όπου υπάρχει ικανοποιητικό υπόδειγμα κινδύνου αυτό ικανοποιεί τους συνηθισμένους ελέγχους σε ομαλές περιόδους, αλλά όχι σε περιόδους αναταράξεων και κρίσης. Στο μέλλον τα υποδείγματα θα πρέπει να ενσωματώνουν περισσότερο την υποκειμενική κρίση των αναλυτών (expert judgment) και να επιδεικνύουν μεγαλύτερη διαχρονική σταθερότητα.
Προ-κυκλικότητα (Pro-cyclicality)
Το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ αυξάνει την ευαισθησία των κεφαλαιακών απαιτήσεων στον κίνδυνο, που σημαίνει ότι σε περιόδους ανόδου, όπου ο κίνδυνος μειώνεται, απαιτούνται λιγότερα κεφάλαια, ενώ σε περιόδους καθόδου, όπου ο κίνδυνος αυξάνεται, απαιτούνται περισσότερα κεφάλαια. Για το λόγο αυτό η Βασιλεία ΙΙ έχει κατηγορηθεί για προ-κυκλική συμπεριφορά. Η τρέχουσα κρίση ανέδειξε τη συμπεριφορά αυτή και στο μέλλον οι τράπεζες καλούνται να χρησιμοποιήσουν πιο αντι-κυκλικές προσεγγίσεις. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να εισάγουν στα συστήματα διαβάθμισης στοιχεία της κυκλικής συμπεριφοράς των πελατών τους (through the cycle approaches) με ανάλογη προσαρμογή των πιθανοτήτων αθέτησης (PD) και του ποσοστού ζημίας σε περίπτωση αθέτησης (LGD) ή/και να υιοθετήσουν πολιτική δυναμικών προβλέψεων, όπου σε καλές περιόδους δημιουργούν αυξημένες προβλέψεις, οι οποίες θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κακές περιόδους. Στον κίνδυνο αγοράς η χρησιμοποίηση υποδειγμάτων δυνητικής ζημίας (value-at-risk) υποεκτιμά τον κίνδυνο, καθώς δε λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα ρευστοποίησης (marketability) των διάφορων στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και στο μέλλον αυτή η παράμετρος θα πρέπει να συνυπολογίζεται στα υποδείγματα.
Εταιρική διακυβέρνηση
Αν και το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ επέβαλε αυξημένη συμμετοχή των μελών του Δ.Σ. και της ανώτατης διοίκησης μιας τράπεζας στις αποφάσεις διαχείρισης των κινδύνων, έγινε σαφές ότι οι παραπάνω δεν ανταποκρίθηκαν επαρκώς στο ρόλο τους. Προτείνεται να γίνουν πιο αυστηρά τα κριτήρια καταλληλότητας (fit and proper criteria) για την κατοχή τέτοιων θέσεων αλλά και να ενισχυθεί η ιεραρχική δομή υποστήριξης του ρόλου τους. Με αυτόν τον τρόπο αναμένεται να ενδυναμωθούν οι λειτουργίες των εσωτερικών ελέγχων, της εσωτερικής επιθεώρησης και της διαχείρισης κινδύνων. Μέρος του αποτελεσματικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου είναι και η καθιέρωση συστήματος αμοιβών που δε θα δίνει κίνητρα υπερβολικής ανάληψης κινδύνων.
Ρευστότητα
Η τρέχουσα κρίση ανέδειξε με δραματικό τρόπο τον κίνδυνο ρευστότητας, ο οποίος εν μέρει είχε παραμεληθεί, καθώς η επαρκής ρευστότητα θεωρούνταν θετικό σημάδι ευρωστίας. Όμως, η επαρκής ρευστότητα οδήγησε σε χαλάρωση των πιστωτικών κριτηρίων και επιπρόσθετα τα σχήματα τιτλοποίησης που χρησιμοποιήθηκαν εισήγαγαν μια νέα διάσταση στη ρευστότητα που δεν έγινε απολύτως κατανοητή.
Συνεπώς, στο μέλλον στόχος είναι να προσδιορίζεται το «επαρκές» επίπεδο ρευστότητας (liquidity buffer), το οποίο θα είναι δεσμευτικό, και έμφαση θα δίδεται στη διάρθρωση των πηγών ρευστότητας. Η χρηματοδότηση της επέκτασης του ενεργητικού πρέπει να προέρχεται από σταθερές πηγές χρηματοδότησης, μεταξύ των οποίων και η εσωτερική χρηματοδότηση.
Επάρκεια κεφαλαίων
Για να προσδιοριστούν τα αναγκαία κεφάλαια απαιτείται να υπάρχει σαφώς προσδιορισμένη πολιτική ανάληψης κινδύνων, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είτε δεν υπάρχει ή είναι νεφελώδης. Υπάρχει η γενική εντύπωση ότι η Βασιλεία ΙΙ υποεκτιμά τα αναγκαία κεφάλαια και, τουλάχιστον για τις μεγάλες τράπεζες, απαιτείται να καθοριστούν νέα πρότυπα σύγκρισης (benchmarks) επάρκειας κεφαλαίων. Επίσης, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας προτείνεται να συμπληρωθεί με έναν επιπλέον «δείκτη μόχλευσης» (leverage ratio).
Εκτός όμως από την ποσότητα, υπάρχει και θέμα ποιότητας των κεφαλαίων. Τα τελευταία χρόνια πολλές τράπεζες οδηγήθηκαν στην άντληση συμπληρωματικών κεφαλαίων (Tier II), τα οποία όμως σε περίπτωση κρίσης δεν μπορούν να απορροφήσουν τις ζημίες. Συνεπώς, υπάρχει ανάγκη περισσότερων και καλύτερης ποιότητας κεφαλαίων.
Διαφάνεια
Η αδιαφάνεια πολλών τραπεζικών προϊόντων, κυρίως των παραγώγων προϊόντων, επέδρασε πολλαπλασιαστικά στις επιδράσεις της κρίσης. Για το λόγο αυτό προτείνονται κανόνες δημοσιοποίησης και μείωσης του κινδύνου αντισυμβαλλόμενου. Οι κανόνες λαμβάνουν υπόψη δύο γεγονότα: πρώτον, ότι η αποτίμηση σε τιμές αγοράς και η λογιστική της εύλογης αξίας δεν είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται σε όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, ιδιαίτερα αν αυτά προορίζονται για μακροχρόνια διακράτηση ή δεν υπάρχει πλέον ενεργός αγορά, και, δεύτερον, ότι υπάρχει ανάγκη για εστιασμένη πληροφόρηση και όχι περισσότερη πληροφόρηση.
Για το λόγο αυτό πολλές φορές γίνεται λόγος για «έξυπνη διαφάνεια».
Διεθνής συνεργασία
Η κατανόηση των δραστηριοτήτων των διεθνοποιημένων τραπεζών απαιτεί τη συνεργασία μεταξύ του επόπτη καταγωγής (home supervisor) και του επόπτη υποδοχής (host supervisor). Μείωση των εποπτικών διαφοροποιήσεων, κατανόηση των συστημικών διεργασιών, ανάπτυξη πλαισίου διαχείρισης κρίσεων και μεταφορά ρευστότητας μεταξύ μητρικής και θυγατρικής που εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες είναι ορισμένα από τα θέματα που επιζητούν βελτίωση. Σε αυτό το πλαίσιο σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα κολέγια εποπτών (supervisory colleges) που βοηθούν στην αλληλοκατανόηση προβλημάτων και την αναζήτηση κοινών λύσεων. Η συνεργασία μεταξύ των εποπτών αναμένεται να ενδυναμωθεί περισσότερο.
Η λύση: Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων (stress testing)
Παράλληλα με τις παραπάνω βελτιώσεις, το χρηματοοικονομικό εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει σε πιο αποτελεσματική εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙ είναι η υλοποίηση ενός αποτελεσματικού προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.
Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα τι μπορεί να συμβεί σε μεμονωμένες τράπεζες ή/και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όταν και εάν υλοποιηθούν ορισμένοι κίνδυνοι. Τα αποτελέσματα μπορούν να μετρηθούν με δύο εναλλακτικές τεχνικές, την ανάλυση ευαισθησίας (sensitivity approach) ή την ανάλυση σεναρίου (scenario approach). Η ανάλυση ευαισθησίας υποθέτει μια αλλαγή σε ένα συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου, ανεξάρτητα από τους άλλους παράγοντες κινδύνου και χωρίς να διευκρινίζεται η αιτία, και ποσοτικοποιούνται οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής.
Η ανάλυση σεναρίου εξετάζει περισσότερους από έναν παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι προέρχονται είτε από ένα συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο είτε από ένα συγκεκριμένο γεγονός. Και στις δύο προσεγγίσεις οι διαταραχές μπορούν να είναι είτε υποθετικές είτε βασισμένες στην ιστορική εμπειρία.
Όταν οι ασκήσεις προσομοίωσης εφαρμόζονται σε μεμονωμένες τράπεζες, τα αποτελέσματα χρησιμεύουν για να εξεταστεί η ανθεκτικότητα των εν λόγω τραπεζών σε δυσμενείς συνθήκες.
Τα αποτελέσματα πρέπει να είναι μέρος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μέσα στην τράπεζα, προκειμένου να καθοριστεί ο κατάλληλος βαθμός ανοχής στις διάφορες μορφές κινδύνων καθώς και το κεφάλαιο που απαιτείται για να καλυφθούν. Όταν οι ασκήσεις προσομοίωσης εφαρμόζονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επιτρέπουν στους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής να αξιολογήσουν την ανθεκτικότητά του συνολικά.
Ειδικότερα, τους βοηθούν να αξιολογήσουν τις πιθανές επιπτώσεις των διάφορων κινδύνων και να προσδιορίσουν τα σημεία ευπάθειας του συστήματος, ώστε να λάβουν έγκαιρα τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα για να αυξήσουν την αντοχή του συστήματος στις διαταραχές. Έτσι, η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων αναδεικνύεται ως χρήσιμο εργαλείο πολιτικής για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Η Βασιλεία ΙΙ προβλέπει ασκήσεις προσομοίωσης στο πλαίσιο του Πυλώνα Ι, όπου αξιολογείται η λειτουργία των υποδειγμάτων υπό ακραίες συνθήκες, καθώς και στο πλαίσιο του Πυλώνα ΙΙ, όπου καλύπτονται οι κίνδυνοι που δεν εξετάζονται επαρκώς ή δεν εξετάζονται καθόλου στον Πυλώνα Ι.
Τα αποτελέσματα των ασκήσεων καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το αναγκαίο επίπεδο του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη οι τράπεζες έχουν κίνητρο να αναπτύξουν δικά τους υποδείγματα προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με σενάρια που ταιριάζουν στα ίδια χαρακτηριστικά των χαρτοφυλακίων τους. Επίσης, η άσκηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο αντικυκλικής πολιτικής. Αν η άσκηση μπορέσει να εντοπίσει εκ των προτέρων σημεία ευαισθησίας της τράπεζας, κι ενώ ο οικονομικός κύκλος δεν έχει αρχίσει την καθοδική του φάση, αυτά μπορούν να καλυφθούν με επιπλέον κεφάλαια. Το μαξιλάρι (buffer) που θα δημιουργηθεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην καθοδική φάση, οπότε η τράπεζα θα αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες.
Η σημασία των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων έχει αναγνωριστεί από όλες τις εποπτικές αρχές και οι περισσότερες προσπαθούν να καθιερώσουν βέλτιστες πρακτικές. Μια παρόμοια πρωτοβουλία έχει αναλάβει η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors – CEBS) με σκοπό να προωθήσει την ενιαία αντιμετώπιση μεταξύ των εποπτικών αρχών.
- Ο Φαίδων Καλφάογλου είναι Προϊστάμενος Τμήματος, Τομέας Ανάλυσης Κινδύνων και Εποπτικής Μεθοδολογίας, Τράπεζα της Ελλάδος.
Τεύχος: Οκτώβριος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου