Νέα Κρήτη
Η θεωρία παιγνίων είναι ουσιαστικά μια μαθηματική μελέτη που επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας πετυχημένης στρατηγικής. Η στρατηγική αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «παιχνίδι», όπου κάθε «παίκτης» δεν μπορεί να γνωρίζει τις επιλογές των υπόλοιπων ανταγωνιστών του, αλλά ασφαλώς επηρεάζεται από αυτές.
Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Προσφάτως με αναφορά στα μαθηματικά, γίνεται μια εκτεταμένη προσφυγή στη θεωρία παιγνίων (game theory). Η θεωρία αυτή έχει εισβάλει σε μια σειρά από τις λεγόμενες κλασικές επιστήμες, όπως είναι η κοινωνιολογία, η πολιτική επιστήμη, αλλά και η νομική επιστήμη, με ιδιαίτερη αναφορά στις «τεχνικές» της ποινικής δίκης!...
Η θεωρία παιγνίων ξεκίνησε ως κλάδος των οικονομικών με το ιστορικό βιβλίο των John von Neumann και Oskar Morgenstern με τίτλο «Theory of Games and Economic Behaviour». Υπ' όψιν βεβαίως ότι η θεωρία αυτή έχει επιβραβευθεί στο επίπεδο της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών, με το βραβείο Alfred Bernhard Nobel.
Η θεωρία παιγνίων είναι ουσιαστικά μια μαθηματική μελέτη που επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας πετυχημένης στρατηγικής. Η στρατηγική αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «παιχνίδι», όπου κάθε «παίκτης» δεν μπορεί να γνωρίζει τις επιλογές των υπόλοιπων ανταγωνιστών του, αλλά ασφαλώς επηρεάζεται από αυτές. Επίσης στη θεωρία περί των παιγνίων θέση «παίκτη» μπορεί να έχει ένα άτομο, μια συλλογικότητα ατόμων, ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και τέλος ένα κράτος. Δηλαδή, στις δύο πλευρές του παιχνιδιού υφίστανται και δρουν οργανωμένες οντότητες με αντιτιθέμενα συμφέροντα. Είναι σαφές συνεπώς ότι η κάθε πλευρά υπερασπίζεται τα συμφέροντα της.
Βεβαίως η πρώτη παρατήρηση που μπορεί να γίνει στο ζήτημα της πολιτικής, είναι ότι η θεωρία των παιγνίων δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλές «μοντέλο», καθόσον κατά κανόνα η μια πλευρά γνωρίζει περίπου ή ακριβώς τις προθέσεις της άλλης. Ως εκ τούτου θεωρητικώς και κατ' αρχήν εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο η θεωρία αυτή μπορεί να επηρεάζει την πολιτική.
Η στρατηγική στο πλαίσιο της θεωρίας παιγνίων
Σύμφωνα με τα κρατούντα στη «θεωρία των παιγνίων» η βασικότερη «αναπαράσταση» ενός τέτοιου παιγνιδιού αφορά τη στρατηγική (strategic) που πρέπει να ακολουθήσει ο κάθε «παίκτης».
Έτσι με βάση τη «στρατηγική» της συγκεκριμένης θεωρίας, οι συμμετέχοντες κάνουν την επιλογή τους μία μόνο φορά και ο κάθε «παίκτης» επιλέγει την ενέργειά του «ταυτοχρόνως» με τους υπολοίπους. Ένα τέτοιο μοντέλο μελέτης γνωρίζει εκτεταμένη εφαρμογή την τελευταία δεκαετία κυρίως στη βιομηχανική οργάνωση (industrial organisation) και στον σχεδιασμό μηχανισμών (mechanism design). Ειδικότερα όμως το «παίγνιο» αυτό χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις δημοπρασιών (auctions).
Η στρατηγική που ακολουθεί μια οικονομική μονάδα στο επίπεδο των δημοπρασιών είναι πολύ κρίσιμη και συναρτάται ευθέως με τις επιλογές της άλλης πλευράς, όπου κατά κανόνα, στην προκείμενη περίπτωση, η μια πλευρά αγνοεί τις τελικές προθέσεις της άλλης - κυρίως όταν οι διαγωνισμοί γίνονται με «κρυφούς - κλειστούς φακέλους».
Κρατική διαπραγμάτευση και θεωρία παιγνίων
Ας προσεγγίσουμε τώρα το ζήτημα της θεωρίας των παιγνίων με τη διαπραγμάτευση που γίνεται σε κάποια ιστορική φάση σε διακρατικό επίπεδο. Ήτοι, ας δούμε τη διαπραγμάτευση μεταξύ κρατών ή κράτους και διεθνών οργανισμών ή σε κάθε περίπτωση κράτους με κράτη που είναι εταίροι, όπου παρεμβάλλονται και διεθνείς οργανισμοί.
Στην περίπτωση αυτή έχουμε παίγνιο δύο παικτών (two-players-games). Με πολύ δυσκολία θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι η θεωρία παιγνίων μπορεί ad hoc να εφαρμοσθεί ως «μοντέλο» στην περίπτωση αυτή.
Και τούτο γιατί, κατά τρόπο προδήλως βέβαιον, σ' αυτές τις διαδικασίες εμπλέκονται και οι διεθνείς σχέσεις, αλλά υπεισέρχονται και άλλου τύπου παρεμβάσεις, ενώ κατά κανόνα είναι γνωστές (ή κατά προσέγγιση γνωστές) οι προθέσεις της άλλης πλευράς.
Ωστόσο, για να μην απομακρυνόμαστε από τη «θεωρία παιγνίων», ως αναλογική εφαρμογή στις διεθνείς σχέσεις, ας δεχτούμε ότι και οι δύο παίκτες είναι ορθολογιστές και επιλέγουν στρατηγικές με στόχο την επίτευξη του μεγαλύτερου οφέλους - χρησιμότητας (utility). Με βάση την προδιάθεση αυτή, αν και αμφότερα τα μέρη του παιγνιδιού επιδιώκουν τη μεγαλύτερη δυνατή υπέρ αυτών αποτελεσματικότητα, εν τούτοις η θεωρία παιγνίων επιβάλλει την εξασφάλιση σημείου ισορροπίας (saddle point!... κατά την κρατούσα ορολογία). Ασφαλώς στις διεθνείς σχέσεις το σημείο ισορροπίας είναι ευκταίο, όχι πάντοτε όμως, όταν ένας λαός δέχεται προσταγές και πολιτικές επιλογές από εταίρους ως λαός «επιπέδου Προτεκτοράτου»!..
Η θεωρία παιγνίου ως ad hoc μοντέλο μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών
Ας επανέλθουμε όμως στη θεωρία των παιγνίων και ας προσπαθήσουμε να την αναγάγουμε ως ad hoc μοντέλο που μπορεί να τύχει εφαρμογής σε μια διακρατική διαπραγμάτευση και ειδικότερα στη διαπραγμάτευση που λαμβάνει χώρα σήμερα μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων δανειστών (δηλαδή μεταξύ της κυβέρνησης και των Θεσμών).
Ας δεχθούμε, με βάση τη θεωρία παιγνίων, ότι αντικειμενικός σκοπός της κάθε πλευράς είναι να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της, με εκτίμηση ότι η άλλη πλευρά επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει τη ζημία της. Οι αντιτιθέμενες θέσεις θα ισορροπήσουν εκεί όπου αυτός που επιδιώκει μεγιστοποίηση κερδών, θα συναντηθεί με αυτόν που επιδιώκει ελαχιστοποίηση της μέγιστης ζημίας του. Ουσιαστικά δηλαδή θα πρέπει να εξισορροπήσουν οι δύο αντιτιθέμενες πλευρές εκεί όπου και οι δύο ελαχιστοποιούν τη μέγιστη ζημία που μπορεί να υποστούν. Ο ακριβής νομικός όρος αφορά την ισορροπία που επιδιώκει η Αρχή της Αναλογικότητας.
Στη διαδικασία αυτή κάθε «παίχτης» ακολουθεί με βάση κάποια κατανομή πιθανοτήτων τις στρατηγικές του, ώστε να μεγιστοποιήσει το ελάχιστο προσδοκώμενο κέρδος του και να ελαχιστοποιήσει τη μέγιστη προσδοκώμενη ζημία του. Αυτό δε λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως των επιλογών του αντιπάλου του. Η κατανομή πιθανοτήτων με βάση την οποία επιλέγεται αυτή η στρατηγική, ονομάζεται μεικτή ή τυχαία. Αναφέρομαι στην maximin - minimax στρατηγική.
Και για να επανέλθουμε στο σήμερα της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους θεσμούς, ισορροπία που θα αφορά ελαχιστοποίηση της μέγιστης ζημίας που μπορεί να υποστεί ο ελληνικός λαός έχει προ πολλού λάβει χώρα. Και για να μην αοριστολογούμε αναφέρομαι στην εποχή εισαγωγής του Μνημονίου με αποκορύφωμα το καταστροφικό PSI.
Ως εκ τούτου σημείο ισορροπίας υπό τις σημερινές συνθήκες του μη βιώσιμου ελληνικού χρέους είναι η διαγραφή του μέγιστου μέρους του χρέους με OSI, καθόσον μόνο έτσι θα ελαχιστοποιηθεί η μέγιστη ζημία που μπορεί να υποστούν αμφότερα τα μέρη!
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια (ECHR / GC - EU). Είναι μέλος της Γραμματείας του Τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου