των
Μιχάλη Πολυγγέρ και Χριστίνας Κολίντζα*
Η διακήρυξη της
κυβέρνησης για αυξημένο κατώτατο μισθό εν μέσω αβεβαιότητας θα αυξήσει την
ανεργία και θα οδηγήσει σε λιγότερα κρατικά έσοδα, τονίζουν οι Μ. Πολυγγέρ και
Χ. Κολίντζα. Με ποια κίνητρα έπρεπε να συνοδευτεί το μέτρο.
Την σταδιακή επαναφορά στον προ
μνημονίων κατώτατο μισθό και την αναβίωση των κλαδικών συμβάσεων επιθυμεί η
κυβέρνηση με το σχέδιο νόμου που καταθέτεται στη βουλή εντός των επόμενων
ημερών. Οι κατώτατες μικτές αποδοχές αναμένονται να θεσμοθετηθούν στα 650 € από
τον Οκτώβριο του 2015 και στα 751 € από τον Ιούλιο του 2016. Η προϋπηρεσία
αρχίζει να προσμετράται πάλι για τον τελικό καθορισμό του νομίμου μισθού, ενώ
προβλέπεται η κατάργηση της μισθολογικής διάκρισης μεταξύ
εργαζομένων άνω και κάτω των 25 ετών.
Η κυβέρνηση με το νέο νομοσχέδιο
επιχειρεί να φέρει μια κάποια άνοδο στο βιοτικό επίπεδο των ιδιωτικών υπαλλήλων
μέσω της αύξησης του εισοδήματος τους, που έχει πληγεί επανειλημμένα και σε
σημαντικό βαθμό τους μήνες που έπονται των μνημονίων.
Αναμφισβήτητα λοιπόν, μια αύξηση στα
μισθολογικά όρια θα ενισχύσει τη οικονομική θέση των μισθωτών, ενώ παράλληλα θα
επιφέρει αύξηση των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία και θα αμβλύνει την ψαλίδα
που εξακολουθεί να υφίσταται μεταξύ του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.
Βέβαια, το σημαντικότερο αποτέλεσμα
που θεωρητικά μπορεί να επιφέρει ο νέος νόμος είναι μια γενικότερη
ώθηση της οικονομίας μέσω της ενδυνάμωσης της αγοραστικής δύναμης των
μισθωτών, η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης προϊόντων και επομένως σε
αύξηση των εσόδων των επιχειρήσεων, αύξηση του παραγόμενου προϊόντος, αύξηση
των εσόδων του κράτους.
Πόσο διαφέρει όμως και πόσο μακριά
είναι το θεωρητικό από το πρακτικό επίπεδο;
Εφόσον η λειτουργία του οικονομικού
κυκλώματος διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και διατελείται κάτω από
συγκεκριμένους όρους και συνθήκες, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η αύξηση των
μισθών που καλούνται να πληρώσουν οι επιχειρήσεις πρέπει να τροφοδοτηθεί ή από
τα κέρδη των ιδίων των επιχειρήσεων ή από κάποιον άλλο παράγοντα της
οικονομίας.
Γίνεται επίσης αντιληπτό πως, εν μέσω
κρίσης και οικονομικής ύφεσης, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας αδυνατεί
να εξυπηρετήσει μια τέτοια απαίτηση των επιχειρήσεων μέσω οποιονδήποτε
χρηματοδοτικών πιστώσεων και παροχών προς αυτές. Ενώ είναι γνωστό πως οι
εξωτερικές αγορές δεν είναι πρόθυμες, δεν έχουν λόγο και κανένα ενδιαφέρον να
πραγματοποιήσουν καμία συναλλαγή με εγχώριες ιδιωτικές επιχειρήσεις εν μέσω του
κλίματος αβεβαιότητας που ενδυναμώνει το προφίλ της αφερεγγυότητας της χώρας
και επομένως των επιχειρήσεων. Επιπροσθέτως, ο έτερος και «μεγαλύτερος» οικονομικός
παράγοντας του οικονομικού κυκλώματος μιας χώρας, το κράτος, εκ των πραγμάτων
και δεδομένων των συνθηκών δεν δύναται επ' ουδενί να χρηματοδοτήσει
μια τέτοιου είδους ανάγκη.
Επομένως, οι επιχειρήσεις πρέπει να
βρουν τα χρηματικά ποσά που απαιτούνται για την αναπροσαρμογή των μισθών μέσω
της αυτοχρηματοδότησης και εφόσον τα έσοδα τους και τα κέρδη τους συνεχώς
συρρικνώνονται για την πλειοψηφία αυτών, η αυτοχρηματοδότηση θα επέλθει από τον
περιορισμό των εξόδων τους. Για να περιοριστούν ή να παραμείνουν σταθερά τα
έξοδα τους θα πρέπει το κόστος μισθοδοσίας να μην αυξηθεί και
να παραμείνει το ίδιο.
Άρα, με δεδομένο τον μικτό μισθό η
ισορροπία στην εξίσωση του κόστους θα επιτευχθεί μόνο με την μείωση του
αριθμού των εργαζομένων. Ενώ επιχειρήσεις που είναι εντάσεως εργασίας
και δεν θα μπορέσουν να μειώσουν το προσωπικό τους χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά
η λειτουργία τους, θα καταλήξουν στην αυτοχρηματοδότηση μέσω της μη εκπλήρωσης
των υποχρεώσεών τους προς τα ασφαλιστικά ταμεία και στη φορολογική αρχή.
Σταδιακά λοιπόν, πολλές επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να κλείσουν αφαιρώντας έτσι
και τις θέσεις εργασίας που παρέχουν ως τώρα, έστω και με τον υποτυπώδη μισθό
των 586 €.
Επομένως, μεγαλύτεροι μισθοί αλλά για
λιγότερους! Και επομένως αύξηση της ανεργίας, μεγαλύτερα ελλείμματα στα ταμεία
του κράτους, συρρίκνωση της παραγωγής, συρρίκνωση εσόδων και οικονομίας.
Αποτέλεσμα εντελώς αντίθετο του προσδοκώμενου. Μήπως πάμε για
τα πολλά και χάσουμε εν τέλει και τα λίγα;
Στον αντίποδα βέβαια υπάρχουν
επιχειρήσεις που, εκμεταλλευόμενες το εργασιακό θεσμικό πλαίσιο μέχρι τώρα,
επωφελούνται από τους δραματικά μειωμένους μισθούς αυξάνοντας σημαντικά τα
κέρδη τους εις βάρος των εργαζομένων τους προκαλώντας το κοινωνικό αίσθημα
δικαίου. Η «αισχροκέρδεια» -αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι- και η τάση για
εύκολο πλουτισμό είναι νοοτροπία που συναντάται παντού και ανεξαρτήτου θεσμικού
πλαισίου.
Όταν λοιπόν το θεσμικό πλαίσιο δίνει
την δυνατότητα σε έναν επιχειρηματία να αυξήσει το κέρδος της επιχείρησης του,
θα το εκμεταλλευτεί γιατί αυτή είναι άλλωστε και η έννοια της
επιχειρηματικότητας. Όμως, το κράτος θέλει να προστατεύσει τους εργαζόμενους
από τέτοιου είδους τακτικές, πρόθεση καθόλα κατανοητή και θεμιτή και για το
αίσθημα δικαίου και για την πιο εύρυθμη λειτουργία του οικονομικού κυκλώματος
και τη ροή χρήματος μεταξύ επιχειρήσεων, νοικοκυριών και κράτους, αλλά και για
τα επιπλέον έσοδα που θα έχει μέσω ασφαλιστικών και φορολογικών κρατήσεων.
Επειδή όμως, βάσει συντάγματος, ένας
νόμος πρέπει να έχει καθολική ισχύ και να μην επιφέρει διακρίσεις, τίθεται ένα
πλαφόν στο μισθό το οποίο θα κληθούν να ακολουθήσουν όλοι οι εργοδότες, είτε
μπορούν είτε όχι, με τα ανάλογα αποτελέσματα και θετικά και αρνητικά,
των οποίων τελικοί αποδέκτες θα είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.
Ένα θεσμικό πλαίσιο, που θα
αποσκοπούσε σε αυξήσεις μισθών σε μια χώρα που μαστίζεται από την κρίση και την
ελλιπή χρηματοδότηση, θα ήταν αποτελεσματικό και λειτουργικό αν συνοδευόταν από
φορολογικές ή ασφαλιστικές και εργασιακές παροτρύνσεις για
τους εργοδότες που επιλέγουν να καταβάλουν μεγαλύτερους μισθούς και σε
αναλογική κλίμακα με το ύψος των μισθών αυτών. Χαμηλότερη φορολογία ή
φοροαπαλλαγές και αντίστοιχες μειώσεις σε θέματα εισφορών ή σε πληρωμή έξτρα
αμοιβών (Κυριακών, νυχτερινών κλπ) ή διευκολύνσεις ευέλικτου ωραρίου, θα ήταν
κίνητρα και απολαβές που ο κάθε εργοδότης θα ήθελε να εκμεταλλευτεί και
επομένως όποιος μπορούσε θα είχε λόγο να πράξει αναλόγως, ενώ όποιος πραγματικά
δεν μπορούσε δεν θα αναγκαζόταν να ακολουθήσει μια εξοντωτική για την
επιχείρηση του και για τους εργαζόμενούς του αύξηση μισθών.
Συνοψίζοντας, εν μέσω της αδυναμίας
του κράτους να προστατεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και παράλληλα να
εξασφαλίσει εύρωστο οικονομικό περιβάλλον για τις «σωστές» επιχειρήσεις,
διαχωρίζοντάς τες από αυτές που εκμεταλλεύονται το σύστημα εις βάρος των
υπολοίπων, επιχειρεί μια μεμονωμένη κίνηση αύξησης μισθών κινδυνεύοντας να
φτάσουμε σε στρεβλώσεις προηγούμενων ετών, όπου οι κατώτατοι μισθοί ήταν
δυσανάλογοι όχι μόνο ανά κλάδο παραγωγής αλλά και με το ΑΕΠ της χώρας και αναλογικά
μεγαλύτεροι από τους μισθούς άλλων χωρών με μεγαλύτερο ΑΕΠ από το δικό μας.
Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες αρνητικού
αντίκτυπου παρά θετικού για τους εργοδότες και εν τέλει για τους
ίδιους τους εργαζόμενους, διότι μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
*Ο κ. Μιχάλης Πολυγγέρ είναι
οικονομολόγος, Γενικός Διευθυντής και επίτιμος πρόεδρος του Λ.Σ.Α. Η κ.
Χριστίνα Κολίντζα είναι φοροτεχνικός και μέλος του Λ.Σ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου