Νέα Πολιτική
του Κώστα
Μ. Σταματόπουλου
Στην ευρωπαϊκή ιστορία, το όραμα μιας μορφής Ευρωπαϊκής
Ενώσεως πηγαίνει πίσω, στον πρώτο σχεδόν Μεσαίωνα, και εκπηγάζει από τους δύο
θεσμούς που διεκδικούσαν παγκοσμιότητα: την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την
Εκκλησία. Η σύνδεση των δύο αυτών ενοποιών θεσμών – στους οποίους, στην καρδιά
του φεουδαλισμού, εμφωλεύει η νοσταλγία της αυτοκρατορικής Ρώμης – σε μια
κορωνίδα τρόπον τινά της οικουμένης, σαρκώθηκε για πρώτη φορά στην αυτοκρατορία
του Καρλομάγνου και μία δεύτερη στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού
Έθνους, η οποία από τον 15ο αιώνα
και μετά περιήλθε στα χέρια των Αψβούργων. Η επιβίωσή της, μετά την κατάργησή
της από τον Ναπολέοντα Α΄ το 1806, υπό την μορφή της Αυστριακής αυτοκρατορίας
αρχικά και εν συνεχεία της Αυστρουγγαρίας, υπήρξε, έως το 1918, η μέχρις
στιγμής αξεπέραστη πραγμάτωση ενός υπερεθνικού οικοδομήματος στην καρδιά της
Ευρώπης, ερειδώμενου στις πνευματικές ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, με
πνεύμα ωστόσο ανοικτό και εξωστρεφές, απόδειξη του οποίου είναι η πολυπρόσωπη
και ακτινοβολούσα Βιέννη του 1900.
Όλες οι άλλες απόπειρες ενώσεως της Ευρώπης υπήρξαν
προσχηματικές, καθώς δεν απέβλεπαν παρά στην κυριαρχία – ηγεμονία μιας
ευρωπαϊκής Δυνάμεως εφ’ όλων των άλλων. Ας θυμηθούμε την Γαλλική Ευρώπη του
Μεγάλου Ναπολέοντα (που σε κάποιο ποσοστό σκότωσε την γαλλική – αλλ’ όχι μόνον
γαλλική – Ευρώπη του Διαφωτισμού), καθώς και την γερμανική Ευρώπη του Αδόλφου
Χίτλερ, που με τις ανήκουστες φρικαλεότητές της αναίρεσε στην παγκόσμια
συνείδηση αιώνες λαμπρού γερμανικού πολιτισμού. Αμφότερες οι απόπειρες αυτές
σωριάσθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια· κι αν η πρώτη από τις δύο άφησε μια σχετικώς
αγαθή μνήμη, ήταν διότι συνέβαλε στην διάδοση των ιδεωδών της Γαλλικής
Επαναστάσεως και, μεταξύ άλλων, επιτάχυνε την συνένωση τόσο της Ιταλίας όσο και
της Γερμανίας· η δεύτερη απ’ εναντίας δεν προκάλεσε και δεν προκαλεί παρά
αποτροπιασμό.
Ας συμπεράνομε, επομένως, πως η μακροημέρευση και η αγαθή
υστεροφημία του προτύπου οικοδομήματος πολιτειακής και πολυεθνικής ισορροπίας
των Αψβούργων επέτυχε, διότι στηρίχθηκε πάνω σε καθαρά ευρωπαϊκές όσο και σε
πανανθρώπινες αξίες και αρχές, αντέχοντας δε μέχρι του σημείου που οι σύνοικοι
της αυτοκρατορίας λαοί, ακόμη και πολεμώντας ομοφύλους τους κατά τον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέμειναν έως την τελευταία στιγμή πιστοί στον δικέφαλο αετό
των Αψβούργων. Οι άλλες απεναντίας προσπάθειες συνετρίβησαν, διότι εδράζονταν
σε σχέσεις ανισοβαρείς και πάνω στην ωμή (στρατιωτική) βία. Η πρώτη τάση
επιβιώνει διότι υπακούει στους ρυθμούς της ίδιας της ζωής, η δεύτερη όχι, διότι
αποτελεί βιασμό και ρήξη.
Μιλώντας για «οικοδόμημα πολιτειακής και πολυεθνικής
ισορροπίας», και για «ρυθμούς ζωής» – συνώνυμο ρεαλισμού, είναι φανερό
πως επισημαίνομε την άλλη, συμπληρωματική, όψη των πραγμάτων, την οποία και πάλι
η αυτοκρατορία των Αψβούργων ιστορικά ως έναν βαθμό δεν παραμέλησε. Θα ήταν
μάλιστα ορθότερο αν υποστηρίζαμε πως καταλύθηκε εσωτερικά στο μέτρο που την
είχε παραμελήσει. Κι
αυτή η έτερη όψη, που σήμερα, ενοχοποιούμενη και παραγκωνιζόμενη, πολύπλευρα
εκδικείται, είναι η βαθύρριζη πραγματικότητα των εθνών, πραγματικότητα χωρίς
την οποία δεν νοείται σε κανένα επίπεδο η ιστορική Ευρώπη. Τα έθνη αποτελούν την
ομορφιά και τον πλούτο της, ήτοι με άλλα λόγια, την πραγματική της δύναμη.
Η αντίθεση ανάμεσα στις δύο εικόνες της Ευρώπης, την
«ενωμένη» και την «Ευρώπη των εθνών», αποτελεί μάλλον φαινόμενο παθογένειας
παρά κάτι το μοιραίο και το αναπότρεπτο. Σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων, η πρώτη,
αποτελεί σήμερα αποκύημα ήκιστα τεχνητό, και κατά τούτο ύποπτο ότι,
επικαλούμενο μελλοντικές πραγματώσεις με επιχειρήματα απελπιστικά μονοδιάστατα
και στην ουσία πνευματικώς αντιευρωπαϊκά, στην πράξη εξασθενίζει σοβαρά και
πολύπλευρα την Ευρώπη και στρεβλώνει και δηλητηριάζει την ευρωπαϊκή ιδέα στην
μακρά της διάρκεια.
Επί πλέον, ανυψώνοντας στην κεφαλή της ένα γραφειοκρατικό
λαβυρινθώδες τερατούργημα, πλήττει ήδη καίρια την δημοκρατία και τα ανθρώπινα
δικαιώματα, που αποτελούν, με την πλατύτερη έννοια, καίρια κεκτημένα του
ευρωπαϊκού ανθρωπισμού. Με αποτέλεσμα να μην είναι λίγοι αυτοί που διερωτώνται,
με κάποιαν ομολογουμένως υπερβολή, αν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, έτσι όπως σήμερα
λειτουργεί, δεν έχει άλλον στόχο από τον βιοπορισμό και την συντήρηση των
γραφειοκρατών που το στελεχώνουν. Και ως άλλο λίαν υπαρκτό αποτέλεσμα έχει την
εμφάνιση νέων στυγνών ηγεμονισμών, την μεγέθυνση των ενδο-ευρωπαϊκών
αποκλίσεων, την φτωχοποίηση πληθυσμών μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής ηπείρου και
την παραίτηση απ’ οποιονδήποτε ενεργό ρόλο στην Ιστορία, στην οποία η Ευρώπη δεν
εμφανίζεται πλέον παρά ως θλιβερός κι αμήχανος κομπάρσος των Ηνωμένων Πολιτειών
Αμερικής. Είναι φανερό πως, είτε από το ξεκίνημα κάτι δεν επήγε καλά,
είτε κατά την πορεία κάτι εστράβωσε.
II.
Ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου, ορισμένες
προσωπικότητες – θυμίζω επί παραδείγματι τον Gudenhove –Kalergi, τον Αριστείδη
Briand και τον Ριχάρδο Stresemann-, άρχισαν να εργάζονται για την πραγμάτωση
του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης. Άλλοι λόγω νοσταλγίας του συγκριτικά ήμερου
προπολεμικού κόσμου και από ανθρωπισμό, άλλοι σε μία άπελπι προσπάθεια να
αποτρέψουν τα δεινά τα οποία τα έβλεπαν να απειλούν ξανά την ανθρωπότητα με νέο
αιματοκύλισμα, την νέα θύελλα που επρόκειτο να ξεσπάσει. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, με την Ευρώπη να κείτεται σε ερείπια και να θρηνεί δεκάδες εκατομμύρια
νεκρούς, η ανάγκη να σπάσει κανείς τον φαύλο κύκλο της βίας, που είχε
εγκαινιασθεί το 1870, επιτάχυνε τις διαδικασίες στο επίπεδο όχι πια των
μεμονωμένων πρωτοβουλιών, αλλά της πολιτικής εκ μέρους προσωπικοτήτων, που
εκτός των άλλων έβλεπαν τον κίνδυνο συνθλίψεως της Ευρώπης ανάμεσα στους δύο
γίγαντες του μεταπολεμικού κόσμου: τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την
Σοβιετική Ένωση. Η δεύτερη, άλλωστε, έχοντας καταπιεί την Ανατολική και την
Μέση Γερμανία, διατηρούσε ετοιμοπόλεμα τα στρατεύματά της στην ανατολική όχθη
του Έλβα ποταμού. Από το σημείο αυτό και πέρα, έχομε τουλάχιστον δύο
διαφορετικές αναγνώσεις, που ίσως μας οδηγήσουν σε χρήσιμα για το παρόν
συμπεράσματα.
Σύμφωνα με την πρώτη, καθώς το πένθος από τον πόλεμο ήταν
ακόμη νωπό, ο ρεαλισμός επέβαλε το να ξεκινήσει κανείς ταπεινά, συνενώνοντας
αρχικά κάποιους τομείς της παραγωγής και της οικονομίας, χωρίς να τραυματίσει
τις ψυχές και προκαλέσει αντίδραση ικανή να ματαιώσει το μέγα εγχείρημα, καθώς
δεν εννοείτο ευρωπαϊκό οικοδόμημα χωρίς την συμμετοχή της (Δυτικής τότε)
Γερμανίας. Το πρώτο βήμα ακολούθησαν άλλα, ενώ η πορεία μέσα από την Κοινή
Αγορά (1957-) κατέληξε στην συνεχώς διευρυνόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση, που σήμερα,
με την ένταξη σε αυτήν της Κροατίας, αριθμεί 28 μέλη. Με εξαίρεση τον πόλεμο
στην Γιουγκοσλαβία, η Ευρώπη γνώρισε μια πρωτόγνωρα μακρά περίοδο ειρήνης και
υλικής ευημερίας.
Σύμφωνα με την δεύτερη ανάγνωση, η λύση που μεταπολεμικώς
προτάθηκε ήταν ήδη ένα είδος ομολογίας, όχι της πίστης στην ευρωπαϊκή
ενδυνάμωση, αλλά της ευρωπαϊκής παραίτησης και της ευρωπαϊκής οριστικής
αδυναμίας. Υπό
την έννοια δε αυτή, ήταν
ένας προάγγελος καταδίκης σε αποτυχία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επί πλέον, συγκέντρωνε όλα τα μειονεκτήματα
μιας ιδεαλιστικής κατασκευής, που φορτώνει με ορόφους το οικοδόμημα χωρίς να
έχει εξασφαλίσει επαρκή θεμέλια, πράγμα αφελές και άκρως ριψοκίνδυνο, καθώς
η Ιστορία διδάσκει πως τέτοιου είδους κατασκευές τελικώς σωριάζονται, ενώ κατά
την πορεία αποδεικνύονται τρομακτικά ανθρωποκτόνες.
Το ιδεαλιστικό ή κατ’ άλλους πρόχειρο της κατασκευής
έγκειται στην παραμέληση της πραγματικότητας των εθνών. Το αμαρτωλό συνίσταται στην στοχοποίηση και την
ενοχοποίησή τους προς όφελος ενός σχήματος που σε μεγάλο βαθμό, έτσι όπως
θεμελιώθηκε και εξελίχθηκε, είναι αναιρετικό της ευρωπαϊκής ουσίας.
Τέτοιες επιπόλαιες ή αμαρτωλές συντμήσεις και παρακάμψεις, οδηγούν την Ευρώπη
στους κόλπους ιδίως της σημερινής παγκοσμιοποίησης, να συναγωνίζεται με τους
γίγαντες στα σημεία όπου είναι αδύνατη, και να παραβλέπει τα άλλα, στα οποία θα
μπορούσε να «πουλήσει» ακριβά την μοναδικότητά της, φθάνει να πιστέψει ξανά σ’
αυτήν και να θελήσει, καλλιεργώντας την, να την αξιοποιήσει.
Η κρίση φανέρωσε τα όρια της ευρωπαϊκής προσπάθειας, όπως
αυτή σήμερα εμφανίζεται και όξυνε, αλλά δεν τον προκάλεσε, τον ευρωσκεπτικισμό.
Τούτος κατά βάσιν οφείλεται:
α. στην αντίσταση που προβάλλουν τα εθνικά κράτη να
δεχθούν μείωση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων,
β. στην αποκοπή και την αυτονόμηση της κεντρικής
ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας από την πραγματικότητα και τις ανάγκες των Ευρωπαίων
πολιτών
γ. στην έλλειψη καλλιεργείας και εμβάθυνσης της
ευρωπαϊκής συνείδησης. Εκεί η έμφαση έπρεπε να δοθεί στην παιδεία και τον
πολιτισμό – και όχι σε ένα όλο και λιγώτερο προφανές οικονομικό για τον καθένα
συμφέρον – ώστε ο Ευρωπαίος πολίτης να αντιληφθεί τις κοινές με τους άλλους
Ευρωπαίους ρίζες και τον κοινό, παρά τις επί μέρους διαφορές, ευρωπαϊκό
πολιτισμικό κορμό, και να αισθανθεί εν κατακλείδι ολόκληρη την Ευρώπη από τον
Ατλαντικό έως τα Ουράλια ως πατρίδα του.
Από τα τρία αυτά σημεία που θρέφουν τον ευρωσκεπτικισμό,
το πρώτο είναι κυρίως φοβικά στραμμένο προς το παρελθόν, ενώ τα δύο άλλα
αφορούν και προσβλέπουν πρωτίστως στο ευρωπαϊκό μέλλον. Το πρώτο ενδεχομένως θα
ήθελε την πλήρη κατάργηση της Ένωσης και την επιστροφή στο προϋπάρχον καθεστώς
των εθνικών και απολύτως κυρίαρχων κρατών· το δεύτερο και το τρίτο απ’ εναντίας
επιδιώκει την ολοκλήρωση της Ένωσης πάνω σε νέες, απείρως πιο στέρεες βάσεις,
κι ακολουθώντας άλλη τακτική. Στηλιτεύει αφ’ ενός την έλλειψη επαρκούς
δημοκρατίας στους κεντρικούς Ευρωπαϊκούς θεσμούς και αφ’ ετέρου την αμέλεια ως
προς την δημιουργία ενός πολιτισμικού και πνευματικού θεμελίου που,
κατανοούμενο, συμμεριζόμενο και κοινωνούμενο από τους πολλούς, θα έκαμε την
ανάγκη προς μεγαλύτερη και πιο οργανική συνένωση προφανή στις ψυχές των
Ευρωπαίων.
Ταυτόχρονα, η ενσυνείδητη επαφή με τις ρίζες τους θα τους
έκαμε εξ άλλου να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και επομένως
νηφαλιότητα και σύνεση – καθ’ ότι κάτοχοι του μόνου μείζονος ανθρωποκεντρικού
πολιτισμού – την ενδόμυχη
απειλή που αισθάνονται ως πρώην παγκόσμιοι ηγέτες από την στιγμή που η ισχύς
έφυγε από τα χέρια τους για να μεταφερθεί επέκεινα του Ατλαντικού και σήμερα
ακόμη πιο πέρα. Θα απέτρεπε επίσης την
ανάπτυξη του διόλου ευρωπαϊκού, διότι μονομερούς (= μονοφυσιτικού)
προσανατολισμού προς μια στενά ιδωμένη και τελικά αυτονομημένη οικονομία,
κατεύθυνση μειωτική, που στερεί την Ευρώπη από το μόνο συγκριτικό πλεονέκτημά
της και φτωχαίνει παγκοσμίως την ανθρώπινη εικόνα. Τέλος, η εμβάθυνση στον
ευρωπαϊκό πολιτισμό θα στεκόταν αντίβαρο στην αλαζονεία μιας Δύναμης και στην
απαίτησή της, λόγω της υπεροχής της στην επίτευξη εφήμερων ποσοτικών μεγεθών
και σε παροδικές, της αυτής τάξεως, επιτυχίες, να υπαγορεύει και να δεσμεύει
την τύχη των άλλων κρατών/λαών μελών. Κάτι που συνεπάγεται πως στην νέα Ευρώπη
που οραματίζονται αυτού του είδους οι ευρωσκεπικιστές, το υπουργείο Πολιτισμού
(εθνικού και ευρωπαϊκού ταυτόχρονα) των κρατών-μελών, θα ήταν ίσης σημασίας με
εκείνο της Άμυνας και της Οικονομίας.
Ταυτόχρονα, όμως, σημαίνει και κάτι άλλο, που υπό μία
έννοια αποτελεί την κοινή συνισταμένη των κύριων λόγων που τρέφουν τον
ευρωσκεπτικισμό: το ότι είναι αδύνατο να αποφεύγει κανείς ή όπερ σοβαρότερο να
αντιμετωπίζει με εχθρότητα το βασικό ευρωπαϊκό θεμέλιο, που συνιστούν προς το
παρόν, και για μεγάλο ακόμη διάστημα, οι εθνικές οντότητες και
υποστάσεις. Όποια αντίθετη μεθόδευση και πρακτική αποτελεί βιασμό της
πραγματικότητας και συνεπώς συντελεστή καίριο μιας εκ των πραγμάτων
αναπόφευκτης αποτυχίας. Από τα κράτη-έθνη πρέπει να αρχίσει ίσως εξ απαρχής να
κτίζεται το ευρωπαϊκό, κοινό μας σπίτι. Και όχι αντίστροφα. Κάτι που μεταξύ
άλλων συνεπάγεται την μερική ή ολική επαναφορά των εθνικών νομισμάτων, καθ’ ότι το ευρώ, για την ενίσχυση του
οποίου τόσα πολλά θυσιάζονται, είναι το κατ’ εξοχήν σύμβολο της ευρωπαϊκής μας
χίμαιρας, ήτοι του λανθασμένου και βλαπτικού τρόπου της κατά τα άλλα
επιθυμητής, σταδιακής και άρτιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
ΙΙΙ.
Οι φιλο-Ευρωπαίοι ευρωσκεπτικιστές, εξ αιτίας όλων των
παραπάνω λόγων, δεν έχουν λόγο να αισιοδοξούν, κάτι που συνεπάγεται πως έχουν
την ηθική υποχρέωση να συνεχίσουν και να γιγαντώσουν τον ευρωπαϊκό τους αγώνα.
Στηρίζουν δε την απαισιοδοξία τους σε δύο διαπιστώσεις, που φαίνονται
αναντίρρητες όσο και αμετακίνητες, τουλάχιστον με τα υπάρχοντα δεδομένα:
α. Στην συνεχώς επιβεβαιούμενη διαπίστωση ότι βαδίζομε
πάνω σε λάθος δρόμο, ο οποίος καθιστά όλο και πιο προβληματική την
πραγματοποίηση του επιθυμητού στόχου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, διότι στην
ουσία οξύνομε αντί να αμβλύνομε τις αντιθέσεις μεταξύ κατηγοριών κρατών-μελών,
ενώ το θεσμικά ευρωπαϊκό
επιστέγασμα όλο και πιο πολύ εκλαμβάνεται από τους ευρωπαίους λαούς ως
καταπιεστικό και ζημιογόνο, για να μην πούμε ως αυθαίρετη διοίκηση δυνάμεων
κατοχής.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερα να επιμείνομε πως μία οποιαδήποτε μορφής σταθερή
συνεργασία, προκειμένου να επιβιώσει, προϋποθέτει ισχύουσα ανάμεσα στα
συμβαλλόμενα μέλη της μία έστω και σχετική ισοτιμία. Ανισοβαρείς και ανιδιοτελείς
σχέσεις ενδέχεται να υπάρξουν μεταξύ ατόμων υψηλής ηθικής. Είναι όμως μάταιο
και άτοπο να περιμένομε κάτι τέτοιο στις μεταξύ των κρατών σχέσεις, ακόμη δε
και στην περίπτωση που ο καταποντισμός του αδύνατου συνεπάγεται ζημία για τον
ισχυρό. Τα πράγματα είναι απείρως πιο σύνθετα, και το ευρωπαϊκό επίπεδο
πολιτικής δεν είναι το μόνο που μετρά στους υπολογισμούς των μεγάλων ευρωπαϊκών
δυνάμεων. Υπό αυτήν λοιπόν την έννοια, η συνένωση του Δυτικού με το Μεσαίο
τμήμα της Γερμανίας (το Ανατολικό είχε χαθεί το 1945) υπήρξε μοιραία για το
ευρωπαϊκό οικοδόμημα (χωρίς το οποίο η συνένωση ήταν αδύνατον να
πραγματοποιηθεί), καθ’ ότιανέκαθεν η Γερμανία συνενούμενη (στην περίπτωσή
μας εδαφικά έστω και κατά τα 2/3α της
ιστορικής της επικράτειας), υπήρξε μέγεθος ανοικονόμητο και δυσβάστακτο και
τέρμα – τέρμα διαλυτικό για την υπόλοιπη Ευρώπη. Μια Γερμανία, επί πλέον,
στην οποία οι ενοχές για τις μαζικές θηριωδίες που διαπράχθηκαν στο διάστημα
1933-1945, είχαν αποστρέψει τις μεταπολεμικές της γενιές από την Ιστορία, και
μέσω αυτού είχαν αποκόψει την χώρα από ένα βαθύτερο επίπεδο ευρωπαϊκού
γίγνεσθαι. Μια αμερικανοποιημένη Γερμανία και, επί πλέον, μια Γερμανία όλο και
πιο ισχυρή, δεν είναι μόνον δυσβάστακτη, είναι και μέχρις ενός σημείου αλλότριο
σώμα, πόσο μάλλον που η ανάμνησή της ως κατακτήτριας με πολεμικά τότε μέσα
είναι νωπή και δεν μπορεί να σβήσει με μια γομολάστιχα από την συλλογική μνήμη
των λαών που γεύτηκαν τον στυγνό και βάρβαρο γερμανικό ζυγό. Το πρόβλημα μιας
αντι-ευρωπαϊκής Γερμανίας/ ηγέτιδος της Ευρώπης, μιας Γερμανίας συνεπώς
μείζονος πηγής ευρωσκεπτικισμού, το καθιστά οξύτερο η προέλευση, η παιδεία και
η προσωπικότητα της σημερινής καγκελλαρίου.
β. Ως επακόλουθο των παραπάνω, ας υπογραμμίσουμε –
επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο – ότι ο ευρωπαϊκός
άξονας στηρίχθηκε στους ισοβαρείς συν-εταίρους Γαλλία – Δυτική Γερμανία (Bundes
Republik Deutschlands). Kάτι που σημαίνει πως, όχι μόνον η διόγκωση της Γερμανίας
αλλά και η υποβάθμιση της Γαλλίας αποτελεί θανάσιμη ευρωπαϊκή ασθένεια (πόσο μάλλον ο συνδυασμός αμφοτέρων
των συμπτωμάτων).
Τούτο δε όχι μόνον διότι η μονοκρατορία εκ μέρους μιας
και μόνον δύναμης ξυπνά παλαιούς συνειρμούς, αλλά και επειδή θέτει αυτή
αυτομάτως σχεδόν σε κίνηση ψυχολογικούς και άλλους μηχανισμούς αλαζονικής εξουσίας,
που είναι απολύτως ανθρώπινο, πλην απολύτως διαλυτικό στα πλαίσια ενός
συνεταιρισμού. Αλλ’ επίσης διότι μια
ενίσχυση της γαλλικής συνιστώσας θα εξανθρώπιζε κάπως τον κυρίαρχο άνευ
αυτής, μονοδιάστατο αγγλοσαξωνικό κυνισμό, θα μετρίαζε με την συνεισφορά
ανθρωπιστικών παραμέτρων και αξιών την βάναυση, προτεσταντικών καταβολών,
κοινωνική πολιτική και εν γένει θα επανέφερε την ρότα του ευρωπαϊκού σκάφους
προς γνήσιους ευρωπαϊκούς ορίζοντες, φιλάνθρωπα και εποικοδομητικά, προς
τον μέσο δηλαδή άνθρωπο, όσο φυσικά το επιτρέπουν οι συνθήκες παγκοσμιοποίησης,
που και αυτές δεν μπορούν να αγνοηθούν. Όμως, προκειμένου να μπορέσει να
γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να το θελήσει η ίδια η Γαλλία και να επιτύχει να
αρθεί ξανά στο ύψος της μεγάλης δημοκρατικής της παράδοσης, επανευρίσκοντας σε
όλους τους τομείς το προϋποθετούμενο ύψος πτήσεως και βεληνεκές, με άλλα λόγια
τα αναστήματα που θα ενσαρκώσουν αυτή την παράδοση, θα την καταστήσουν επίκαιρη
και θα την προεκτείνουν στο μέλλον.
γ. Επιστρέφομε έτσι στον Ευρωπαίο άνθρωπο, για να
πούμε ότι εις μάτην τον αναζητούμε στο επίπεδο της σημερινής ευρωπαϊκής
ηγεσίας. Καταλήγουμε δε ευρωσκεπτικιστές, αναρωτώμενοι πώς είναι δυνατόν
να προωθηθεί ουσιαστικά η ευρωπαϊκή ιδέα, πόσο μάλλον επί ολικώς ή μερικώς
εσφαλμένης διαδρομής, όταν το
ευρωπαϊκό πηδάλιο βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων τόσο μη Ευρωπαίων, ατόμων δηλαδή
που πρωτίστως βαθειά αγνοούν την δική του ο καθένας ιστορική και πολιτισμική
παράδοση. Η σύγκριση με τους πρωτεργάτες της Ευρωπαϊκής Ιδέας προκαλεί μόνον
ίλιγγο. Αναλογιζόμαστε,
μεταξύ άλλων Ευρωπαίων μεγάλων, τον Konrad Adenauer, τον Jean Monnet, τον
Robert Schuman, τον Paul–Henri Spaak, τον Alcide de Gasperi, τον Joseph Beck,
αλλά και τον Winston Churchill, τον Charles de Gaulle, στην επόμενη δε γενιά,
τον Otto von Habsburg, πρεσβύτερο γιο του τελευταίου αυτοκράτορα της
Αυστροουγγαρίας, καθώς και τον ακόμη χρονικά πιο κοντά μας Jacques Delors·
κοινή συνισταμένη όλων ήταν ότι όλοι τους ήσαν άνθρωποι της παλαιάς
Ευρώπης, γνήσια ευρωπαϊκά αναστήματα με βαθειές ευρωπαϊκές ρίζες. Γι αυτό
και ήσαν ικανοί να προβούν σε μεγάλες αλλαγές, να οραματιστούν και να
δημιουργήσουν νέους κόσμους.
Σήμερα, το ανθρώπινο τοπίο στις ύπατες θέσεις είναι
αποκαλυπτικό του πόσο
ποιοτικώς χαμηλά εξέπεσε η Γηραιά μας Ήπειρος, την οποία νέμονται οι
λιλιπούτειοι γραφειοκράτες και καρεκλοκένταυροι των Βρυξελλών, σε αγαστή
συνεργασία με τις εξ ίσου σπιθαμιαίες εθνικές ανά ευρωπαϊκή χώρα ηγεσίες. Για
έναν ακόμη λόγο, επομένως, εμείς, οι φίλοι της Ευρώπης, είμαστε
ευρωσκεπτικιστές: διότι με τέτοιους ανθρώπους Ευρώπη ΔΕΝ κτίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου