του Κώστα Μελά
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες που υπάρχουν από
το εσωτερικό του ΔΝΤ , το ταμείο εκτιμά ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα συνεχισθεί
μέχρι και το 2015, σε αντίθεση με όσα λέγονται από τη μεριά της ελληνικής
κυβέρνησης, αλλά και σύμφωνα με το πρόγραμμα της δεύτερης διάσωσης του Μαρτίου
το 2012 ,της Τρόϊκας.
Συγκεκριμένα εκτιμά
ότι το 2012 η ύφεση θα κυμανθεί πάνω από 7,0% , το 2013 περίπου στο 3,5% , το
2014 στο 1,5% και το 2015 στο 0,5%. Έτσι έρχεται και από την πλευρά του βασικού
συντελεστή του προγράμματος «δημοσιονομικής προσαρμογής» η εκτίμηση ότι η ύφεση
θα συνεχισθεί τουλάχιστον μέχρι και το 2015.
Οι συνέπειες είναι γνωστές και
επομένως δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε αυτές παρά μόνο να υπενθυμίσουμε ότι
ο βασικός στόχος του προγράμματος για δημόσιο χρέος 120,0% του ΑΕΠ το 2020
είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Συνεπώς το ΔΧ/ΑΕΠ θα πρέπει να μειωθεί με
διοικητικά μέσα και συγκεκριμένα με
μείωση του χρέους που διακρατεί ο επίσημος
τομέας (ΕΚΤ και Χώρες Μέλη) ώστε να
γίνει διαχειρίσιμο. Διαχειρίσιμο , με προϋποθέσεις βεβαίως , μπορεί να είναι ένα
ΔΧ γύρω στο 80,0% σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες εκτιμήσεις. Παράλληλα το ΔΝΤ
επιμένει ότι το ύψος των επιτοκίων των δανείων που έχουν χορηγηθεί από τις χώρες
της ΕΕ , θα πρέπει να μειωθεί περαιτέρω.
Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς εκτιμά η ελληνική κυβέρνηση
για τις μελλοντικές εξελίξεις του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ , αλλά είναι βέβαιο
ότι όλα τα παραπάνω είναι εν γνώσει του οικονομικού επιτελείου.
Προς το παρόν
φαίνεται να είναι απασχολημένο με την κατάρτιση του νέου πακέτου μέτρων δημοσιονομικής
προσαρμογής ύψους 13,5 δις ευρώ τα
οποία πρέπει να παρουσιάσει στην Τρόϊκα για τη συνέχιση του προγράμματος
οικονομικής βοήθειας. Η παρουσίαση του πακέτου κατ’ αρχάς στον επικεφαλής του euro group πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου Γιούνκερ και στη
συνέχεια στην Καγκελάριο Μέρκελ και στον Πρόεδρο Ολάντ , αποτελεί για την κυβέρνηση
Σαμαρά μέρος ενός ήδη εκφρασμένου
σχεδίου με στόχο την επιμήκυνση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής
κατά δύο έτη.
Οι βασικές αντιρρήσεις για μια τέτοια συμφωνία προέρχονται από τις
γνωστές χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης , Γερμανία , Ολλανδία, Αυστρία
, Φιλανδία, με βασικό επιχείρημα ότι η
επιμήκυνση του προγράμματος θα έχει και μεγαλύτερο κόστος , το οποίο υπολογίζεται
γύρω στα 20-22 δις ευρώ. Κάτι στο οποίο είναι απολύτως αδύνατον να συμφωνήσουν τα κοινοβούλια των
συγκεκριμένων χωρών. Οι δηλώσεις των υπουργών οικονομικών της Γερμανίας ,
Ολλανδίας και Αυστρίας , σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα , είναι
απολύτως αρνητικές σε μια τέτοια προοπτική.
Ο έλληνας πρωθυπουργός με τις τελευταίες
δηλώσεις του στη γερμανική εφημερίδα Bild ,
επιχειρεί να υπερβεί αυτές τις αντιρρήσεις , υποστηρίζοντας
ότι η επιμήκυνση του προγράμματος δεν σημαίνει
αναγκαστικά και αύξηση του κόστους και επομένως μεγαλύτερα δάνεια για
τις δανείστριες
χώρες , ουσιαστικά για όλες τις χώρες της ευρωζώνης.
Όμως αύξηση του
κόστους θα υπάρξει έτσι και
αλλιώς . Το ζήτημα είναι πως θα καλυφθεί. Το σχέδιο της ελληνικής
κυβέρνησης
για να καλύψει το επιπλέον κόστος
φαίνεται ότι είναι το ακόλουθο:
γνωρίζει ότι το ΔΝΤ έχει προγραμματίσει 8,2 δις ευρώ επιπλέον βοήθεια σε περίπτωση που το πρόγραμμα συνεχισθεί και το 2015. Άρα θεωρεί ότι μπορεί να καλύψει ένα μέρος του κόστους με αυτό το ποσό. Βεβαίως αυτό χρειάζεται τη σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ. Το υπόλοιπο σκέφτεται να το καλύψει από έκδοση εντόκων γραμματίων ή από διευκολύνσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω των προγραμμάτων emergency lending assistance. Όμως και για τα δύο χρειάζεται η άδεια της ΕΚΤ.
Ήδη μέχρι τον Ιούνιο του 2012 το ύψος των
εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου ανήλθε σε 14.958,55 δις ευρώ.
Τι
μπορεί να συναχθεί από τα παραπάνω; Απλά
αυτό που εδώ και πολύ καιρό φαντάζει τόσο προφανές : δεν υπάρχει στον
ορίζοντα έξοδος
από το τούνελ στο οποίο έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία με την
παρούσα οικονομική
πολιτική. Απαιτούνται δραστικές διοικητικές αποφάσεις στον τομέα του
δημοσίου χρέους (απομείωση) και των επενδύσεων (αύξηση και όχι μόνο από
το εξωτερικό).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου