Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Γερμανικό παραμάγαζο η ΕΚΤ

Αναδημοσιεύτηκε από την 


Δημοσιεύτηκε στα Επίκαιρα, 16-22/8/2012

Σε επίδειξη πυγμής επιδίδεται το Βερολίνο για μια ακόμη φορά, επιλέγοντας τη νομισματική πολιτική τώρα για να δείξει ποιος αποφασίζει για την ενωμένη, κατά τ’ άλλα, Ευρώπη. Ήδη, η ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), που είναι ο μόνιμος «μηχανισμός διάσωσης» ο οποίος θα αντικαταστήσει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) έχει μετατεθεί για μετά τις 12 Σεπτεμβρίου οπότε θα αποφασίσει το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας για την συμβατότητά του με το γερμανικό σύνταγμα. Και η ίδια η απόφαση όμως την οποία έλαβαν οι ηγέτες των 27 στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 28 Ιουνίου κι αφορούσε την δυνατότητα της ΕΚΤ να παρεμβαίνει στην δευτερογενή αγορά ομολόγων αγοράζοντας κρατικούς τίτλους έπληξε γερμανική τορπίλη. Μια απόφαση ούτως ή άλλως αντιφατική, η οποία όμως στην πράξη αυτή τη στιγμή έχει ακυρωθεί, όχι μόνο με έμμεσο τρόπο καθώς ο Μηχανισμός Σταθερότητας που θα έκανε τις αγορές περιμένει το πράσινο φως από το δικαστήριο της Καρλσρούης για να λειτουργήσει, αλλά και με άμεσο.
Το δικαίωμα της Γερμανίας να ασκεί βέτο, στην πράξη, στις αποφάσεις της ΕΚΤ έγινε εμφανές την 1η Αυγούστου όταν ο διοικητής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, της Μπούντεσμπανκ κάλεσε την ΕΚΤ «να σέβεται και να μην υπερβαίνει το ρόλο της» κι επίσης «να μην υπερεκτιμά τις δυνατότητες της κεντρικής τράπεζας». Αιτιολόγησε μάλιστα την δημόσια παρέμβασή του, που έγινε από την ιστοσελίδα της Μπούντεσμπανκ, γράφοντας ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα «είναι η μεγαλύτερη και η πιο σημαντική κεντρική τράπεζα στο ευρωσύστημα». Ξεχάστε επομένως την ομοφωνία, υπό την οποία υποτίθεται αποφάσιζε το διοικητικό της συμβούλιο. Μετά την αρχή της πλειοψηφίας που καθιέρωσε η Άνγκελα Μέρκελ στη διαδικασία αποφάσεων των Συνόδων Κορυφής, τώρα ο προστατευόμενός της, Χενς Βάιντμαν, επεκτείνει αυτή την κατάκτηση του Τέταρτου Ράιχ και σε άλλα πεδία λήψης αποφάσεων.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο πάγος που έβαλε ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης (επικαλούμενος την σύγχυση που επέρχεται μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής αν η ΕΚΤ προβεί στην αγορά ομολόγων) δεν στηριζόταν σε αυθαιρεσίες, αλλά στην κατά γράμμα τήρηση του καταστατικού της ΕΚΤ. Επί της ουσίας δηλαδή ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ επανέφερε στη νομισματική τάξη τον Μάριο Ντράγκι κι όλη τη διοίκηση της ΕΚΤ δείχνοντας ότι η σταθερότητα των τιμών προέχει ακόμη και σε τέτοιες, έκτακτες περιστάσεις.
Προέχει η λιτότητα
Ο λόγος για τον οποίο το Βερολίνο επιλέγει να αφήνει τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, κι ειδικότερα Ισπανία και Ιταλία αυτή τη στιγμή, να τσουρουφλίζονται στις αγορές ομολόγων πληρώνοντας κάθε φορά κι υψηλότερα επιτόκια για να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες τους, είναι απλός: Η απειλή της χρεοκοπίας και η κρίση δημόσιου χρέους έχουν μέχρι σήμερα αποδειχθεί ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την κατεδάφιση με συνοπτικές διαδικασίες και τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις όλων των μεταπολεμικών κοινωνικών κατακτήσεων: από το δικαίωμα στην εργασία μέχρι το κράτος πρόνοιας. Γιατί το Βερολίνο που έχει αναλάβει τα ηνία σε αυτή την εκστρατεία, η οποία εξελίσσεται και σε βάρος της κυριαρχίας των άλλων κρατών – μελών της ΕΕ, να παραιτηθεί ενός τέτοιου πολύτιμου όπλου; Ο ρόλος καταπέλτη που έχουν αναλάβει οι αγορές ομολόγων εναντίον όλων αυτών που συνιστούν την ευρωπαϊκή εξαίρεση στον παγκόσμιο καπιταλιστικό κόσμο περιγράφτηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο από τον αντι-καγκελάριο της Γερμανίας και υπουργό Οικονομίας, Φίλιπ Ρέσλερ, που θα κέρδιζε με άνεση τον τίτλο του πιο αντιπαθητικού γερμανού πολιτικού αν δεν ξέραμε ότι η πολιτική που υπηρετεί κι όχι το πρόσωπό του είναι αυτή που συγκεντρώνει το μίσος. Δήλωσε λοιπόν, βάσει των Financial Times στις 2 Αυγούστου: «Αν απομακρύνεις την πίεση των επιτοκίων από τα κράτη, ταυτόχρονα απομακρύνεις και την πίεση για μεταρρυθμίσεις»! Τα επιτόκια λοιπόν κι η κρίση χρέους είναι το μέσο. Σκοπός είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, η μείωση μισθών και ημερομισθίων, το κλείσιμο σχολείων και νοσοκομείων, κοκ.
Πρόκειται μάλιστα για έναν εφιάλτη χωρίς τέλος. Η πολιτική της λιτότητας, αποδεδειγμένα πλέον οδηγεί στην χρεοκοπία – αρκεί μια ματιά στη σημερινή Ελλάδα, που «κάθε βδομάδα μάχεται να αποφύγει την χρεοκοπία» (τη δεύτερη χρεοκοπία, μετά απ’ αυτή του Μαρτίου) κι αυτό με βάση το Σπίγκελ κι όχι την ελληνική πολιτική ηγεσία που προσπαθεί να πείσει τον κόσμο πως αν σκύψει το κεφάλια και περάσουν κι αυτά τα μέτρα των 11,5 δισ. ευρώ τότε όλα θα πάνε κατ’ ευχήν… Έγραφαν χαρακτηριστικά οι New York Times στις 7 Αυγούστου: «Η Ισπανία και η Ιταλία ήλπιζαν πως η ΕΚΤ θα προχώραγε να τους υποστηρίξει στη βάση των πρόσφατων μέτρων λιτότητας χωρίς να πρέπει να αναλάβουν το πολιτικό στίγμα από την επιβολή της διάσωσης. Αλλά η ΕΚΤ, μοναδικός θεσμός της ΕΕ, ικανός για γρήγορη και σοβαρή παρέμβαση, προτίθεται να δράσει μόνο αν η Ισπανία υποβάλει πρώτα αίτηση και αποδεχθεί αυστηρές πολιτικές προϋποθέσεις κι επιτήρηση». Να υπενθυμίσουμε ότι και η Ιταλία και η Ισπανία επιβάλλουν διαρκώς μέτρα λιτότητας. Ο χρόνος μάλιστα που επιλέγουν να τα ψηφίσουν δείχνει ότι η εφαρμογή τους αποτελεί όρο ώστε η ΕΕ να λάβει μια απόφαση που φαίνεται ευνοϊκή απέναντι σε αυτές τις χώρες. Κι αφού ψηφιστούν οι νόμοι, τότε η Γερμανία κάποιο καινούργιο εμπόδιο εμφανίζει για να αναβάλει την εφαρμογή της απόφασης ζητώντας την ψήφιση νέων αντιλαϊκών μέτρων.
Αλλεπάλληλοι εκβιασμοί
Οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης συγκαλύπτουν αυτό το ανήθικο παιχνίδι που γίνεται. Έτσι, για παράδειγμα, ο ισπανός πρωθυπουργός, Μαριάνο Ραχόι, (που έχει αρχίσει να προετοιμάζει την κοινή γνώμη της χώρας του για την προσφυγή στον μηχανισμό και την επιβολή Μνημονίων) εμφάνισε ως επιτυχία της πολιτικής του τα πρόσφατα θετικά σχόλια της διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, για τα μέτρα λιτότητας που ψήφισε. Αυτό όμως που θα πρέπει να του κάνει γνωστό κάποιος είναι τις επευφημίες που συνόδευαν κάθε ανακοίνωση αντιλαϊκού μέτρου στην Ελλάδα από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου μέχρι και τον Μάρτιο του 2010. Ως «επαρκή» για το 2010, για παράδειγμα, είχε χαρακτηρίσει ο Όλι Ρεν τα μέτρα που είχε ανακοινώσει στις 3 Μαρτίου 2009 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Πεταλωτής και περιελάμβαναν μείωση επιδομάτων δημόσιων υπαλλήλων κατά 12%, περικοπή 30% στο δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και στο επίδομα αδείας των δημοσίων υπαλλήλων, μείωση 7% στις αποδοχές των εργαζομένων σε ΔΕΚΟ, ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, πάγωμα των συντάξεων στο δημόσιο, αύξηση του ΦΠΑ, κ.λπ. Κάθε άλλο παρά επιδερμικά ήταν δηλαδή. Παρόλα αυτά η προσφυγή στον μηχανισμό έναν μήνα αργότερα δεν αποφεύχθηκε, ούτε κι η χρεοκοπία, καθώς το ένα πακέτο λιτότητας έφερνε πιο κοντά το άλλο κι όλα μαζί οδηγούσαν σε παροξυσμό την κρίση χρέους.
Το ίδιο θα συμβεί επίσης σε Ισπανία και Ιταλία, όσο συνεχίζουν να αποδέχονται τους εκβιασμούς του Βερολίνου που για να επιβάλλει την πολιτική του γράφει στα παλιότερα των υποδημάτων του ακόμη κι αυτές τις αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνόδους κορυφής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου