analyst
Με τη λίρα να υποχωρεί ξανά και με τον πληθωρισμό να συνεχίζει να είναι ανοδικός παρά την ύφεση της οικονομίας της χώρας, ο κίνδυνος να οδηγηθεί σε στασιμοπληθωρισμό είναι τεράστιος – ενώ, εάν συμβεί κάτι τέτοιο, οι Πολίτες θα βιώσουν οδυνηρές καταστάσεις αφού το κράτος δεν θα μπορεί καθόλου να τους βοηθήσει.
.
Επικαιρότητα
- του Άρη Οικονόμου
Μετά την απόφαση της τουρκικής κεντρικής τράπεζας να προχωρήσει σε υπερβολική ρευστοποίηση της λίρας, σε συνδυασμό με τα πολύ χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, το νόμισμα ευρίσκεται ξανά σε ελεύθερη πτώση. Ειδικότερα, τα συναλλαγματικά αποθέματα μειώθηκαν στα 26,9 δις $ από 28,7 δις $ την περασμένη εβδομάδα – στην προσπάθεια της κεντρικής τράπεζας να στηρίξει το νόμισμα.
Εν τούτοις, τα καθαρά αποθεματικά, χωρίς τις τραπεζικές συμβάσεις ανταλλαγής δηλαδή (swap), έχουν βυθιστεί στα 14,9 δις $ (γράφημα) – ένα μέγεθος που μπορεί να είναι αρκετό μόλις για ένα μήνα, εάν η κεντρική τράπεζα κληθεί να στηρίξει ξανά τη λίρα. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως η διάσωση της Τουρκίας από το ΔΝΤ θα ήταν απολύτως απαραίτητη και αναπόφευκτη – κάτι που όμως θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στο νόμισμα, πόσο μάλλον δεδομένης της σύγκρουσης της χώρας με τις Η.Π.Α..
Ακόμη χειρότερα, επειδή ο πληθωρισμός στην Τουρκία συνεχίζει να είναι ανοδικός παρά την ύφεση της οικονομίας της, ο κίνδυνος να οδηγηθεί σε στασιμοπληθωρισμό είναι τεράστιος – οπότε λογικά η λίρα είναι εκτός ελέγχου (γράφημα). Υπενθυμίζουμε εδώ πως ο στασιμοπληθωρισμός (Stagflation, από τις λέξεις Stagnation και Inflation), περιγράφει την κατάσταση μίας «συναλλαγματικής περιοχής», στην οποία έχουμε την ίδια χρονική περίοδο οικονομική στασιμότητα και πληθωρισμό.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής μία οικονομία δεν μπορεί ούτε να χρησιμοποιήσει την παραγωγική της δυναμικότητα, μέσω της νομισματικής επέκτασης (τύπωμα χρημάτων, χαμηλά επιτόκια), καθώς επίσης της διευκόλυνσης των πιστώσεων, ούτε να περιορίσει τη μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων, μέσω της μείωσης του επιπέδου των δραστηριοτήτων της. Η αιτία είναι το ότι οι δύο αυτοί στόχοι είναι αντικρουόμενοι μεταξύ τους – οπότε αποτελούν ένα πολύ δύσκολο οικονομικό και πολιτικό δίλημμα.
Το φαινόμενο αυτό, άγνωστο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1969, στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία – ενώ η λέξη «εφευρέθηκε» από τον υπουργό οικονομικών της Βρετανίας, ο οποίος πέθανε το 1970. Η αιτία ήταν η αύξηση των τιμών της ενέργειας από τον OPEC (διπλασιάστηκε η τιμή του πετρελαίου μεταξύ των ετών 1973 και 1975), η οποία προκάλεσε την έκρηξη του κόστους παραγωγής των βιομηχανικών χωρών – με τον πληθωρισμό στις Η.Π.Α. να διπλασιάζεται σχεδόν το 1974 (από 6% στο 11%), καθώς επίσης την ανεργία να εκτοξεύεται στο 8,4% (από 4,9% το 1973).
Η γενεσιουργός αιτία του στασιμοπληθωρισμού είναι συνήθως τα «σοκ» στην προσφορά, τα οποία επηρεάζουν το επίπεδο των τιμών, μέσω της πίεσης του κόστους – όταν αυξάνεται δηλαδή το κόστος παραγωγής ή διάθεσης. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις υποχρεώνονται, λόγω των αυξημένων τιμών ενέργειας, μίας κακής σοδειάς κλπ. να αυξήσουν τις τιμές τους, παρά τη μειωμένη ζήτηση.
Τα αρνητικά αυτά «σοκ προσφοράς» ονομάζονται κάποιες φορές «τιμολογιακά σοκ» – λόγω του ότι οι παραγωγοί επιβαρύνουν με το αυξημένο κόστος τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους. Επειδή δε η συνολική ζήτηση σε μία οικονομία παραμένει αρχικά αναλλοίωτη (η πραγματική ζήτηση σε αξία, δηλαδή το σύνολο των σχεδιαζόμενων επενδύσεων και των καταναλωτικών δαπανών μίας οικονομίας, δεν επηρεάζεται απ’ ευθείας από το σοκ της προσφοράς), οι επιχειρήσεις πουλούν λιγότερα προϊόντα, όταν αυξάνουν τις τιμές – οπότε μειώνουν την παραγωγή τους και απολύουν εργαζομένους.
Τότε μόνο εμφανίζονται οι τυπικές «παράπλευρες απώλειες» του καθοδικού σπειροειδή κύκλου της αρνητικής εξέλιξης της οικονομικής ανάπτυξης – η μείωση των εισοδημάτων λόγω της αύξησης της ανεργίας, καθώς επίσης η απογοήτευση των επιχειρήσεων λόγω του απρόβλεπτα μειωμένου τζίρου τους, οπότε η συγκράτηση της αύξησης των τιμών.
Όταν μία οικονομία τώρα υφίσταται ένα «σοκ προσφοράς», τότε αποτυγχάνουν τα κλασικά εργαλεία της ανάπτυξης, μέσω της κρατικής πολιτικής. Ειδικότερα, εάν αυξηθεί η προσφορά χρήματος (τύπωμα χρημάτων από την κεντρική τράπεζα, αυξημένα δάνεια από τις εμπορικές τράπεζες), για να σταθεροποιηθεί η απασχόληση, τότε αυξάνονται οι τιμές από την πίεση του κλιμακούμενου κόστους.
Εάν αποφασισθεί δε η ενίσχυση της ανάπτυξης εκ μέρους του δημοσίου όπως, για παράδειγμα, η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών του κράτους ή κάποια δημοσιονομικά μέτρα (μείωση των φόρων κλπ.), τότε σταθεροποιείται μεν η συνολική ζήτηση, με αποτέλεσμα όμως ξανά την αύξηση των τιμών – καθώς επίσης την άνοδο των δημοσίων ελλειμμάτων και των δημοσίων χρεών.
Ολοκληρώνοντας, εάν η τουρκική οικονομία οδηγηθεί τελικά σε μία τέτοια παγίδα, τότε οι Πολίτες θα βιώσουν οδυνηρές καταστάσεις – ενώ το κράτος δεν θα μπορεί καθόλου να τους βοηθήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου