του Σταύρου Λυγερού
Όπως απεδείχθη στη συνάντηση στο Ελσίνκι, οι πρόεδροι Τραμπ και Πούτιν επιδιώκουν και βρήκαν έδαφος συνεννόησης, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή στις σχέσεις των δύο στρατιωτικών υπερδυνάμεων. Είναι γεγονός ότι στο αμερικανικό “βαθύ κράτος” κυριαρχεί η νεοψυχροπολεμική στρατηγική έναντι της Ρωσίας. Δεν είναι μόνο οι Δημοκρατικοί που αντέδρασαν με οξύτητα στον τρόπο που ο Αμερικανός πρόεδρος χειρίσθηκε τη συνάντησή του με τον Ρώσο ομόλογό του. Έντονες ήταν και οι αντιδράσεις εκ μέρους σημαντικών στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στο Κογκρέσο.
Είναι ενδεικτικό πως όταν ο Τραμπ ξεκινούσε να διασχίσει τον Ατλαντικό, είχε δηλώσει πως το πιο εύκολο από τα τρία σκέλη του ταξιδιού του (σύνοδος ΝΑΤΟ, επίσκεψη στη Βρετανία και συνάντηση με τον Πούτιν) θα ήταν το τρίτο. Έτσι και έγινε. Ο Ρώσος πρόεδρος, άλλωστε, ήθελε αυτή τη συνάντηση και έκανε ό,τι χρειαζόταν για να έχει θετικό αποτέλεσμα, επειδή ακριβώς διαχωρίζει τον Αμερικανό ομόλογό του από το αμερικανικό “βαθύ κράτος”.
Η προοπτική μίας νέας συνάντησης των δύο προέδρων στην Ουάσιγκτον το φθινόπωρο δείχνει πως και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να συντηρήσουν τη θετική δυναμική που γεννήθηκε στο Ελσίνκι. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως η Μέρκελ έσπευσε να χαιρετίσει την προοπτική της νέας συνάντησης. Η Γερμανία, άλλωστε, νοιώθει ότι από τη συνεννόηση Ουάσιγκτον-Μόσχας εξαρτώνται πολλά δικά της συμφέροντα.
Στη σκιά του RussiaGate
Στις ΗΠΑ, όμως, πολλοί θεωρούν ότι η μετριοπαθής στάση του Τραμπ έναντι της Μόσχας πηγάζει από ύποπτες σχέσεις που συνδέονται με το λεγόμενο RussiaGate. Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, του άτυπου πολέμου που έχει ξεσπάσει στην Ουάσιγκτον ότι λίγες ώρες πριν τη συνάντηση κορυφής ο εισαγγελέας άσκησε διώξεις εναντίον 12 στελεχών των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει καταστροφή τη σχετική έρευνα που διενεργεί ο εισαγγελέας Μιούλερ και να αμφισβητήσει τη στάση αμερικανικών υπηρεσιών, μιλώντας για «κυνήγι μαγισσών» και «βλακείες».
Η πραγματικότητα είναι ότι από την εποχή που ήταν υποψήφιος για την προεδρία, ο Τραμπ είχε διατυπώσει ένα διαφορετικό δόγμα εξωτερικής πολιτικής. Μπορεί να μην το είχε επεξεργασθεί στις λεπτομέρειές του, αλλά είναι σαφές και το συμμερίζονται κορυφαίοι Αμερικανοί διεθνολόγοι.
Ο πυρήνας αυτού του δόγματος είναι ότι η Ρωσία είναι μεν ανταγωνιστής των ΗΠΑ στο διπλωματικό-στρατιωτικό επίπεδο, αλλά δεν συνιστά απειλή, ούτε έχει αντικειμενικά τις δημογραφικές και οικονομικές προϋποθέσεις να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία. Μπορεί να ασκεί μία ενεργητική εξωτερική πολιτική, αλλά κατά βάση είναι αμυντικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι το ΝΑΤΟ σταδιακά έφθασε στην “αυλή” της και προσπαθεί να διαμορφώσει συνθήκες γεωπολιτικής περικύκλωσης.
Αντιθέτως, ο Αμερικανός πρόεδρος θεωρεί την Κίνα απειλή, με την έννοια ότι έχει και την πρόθεση και τις προϋποθέσεις να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία. Μπορεί προς το παρόν να αγοράζει χρόνο με σκοπό να ενισχύσει περαιτέρω τη θέση της οικονομικά, στρατιωτικά και διπλωματικά, αλλά η πρόθεσή της να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Τα νεοψυχροπολεμικά στερεότυπα
Κατά τον Τραμπ, λοιπόν, το αμερικανικό συμφέρον υπαγορεύει στην Ουάσιγκτον να δομήσει μία σχέση συνεννόησης και συνεργασίας με τη Μόσχα, η οποία εμμέσως πλην σαφώς να λειτουργεί ως παράγοντας ανάσχεσης, αν όχι περικύκλωσης, της Κίνας. Το Κρεμλίνο, άλλωστε, έχει έντονες ανησυχίες για την πίεση που εκ των πραγμάτων ασκεί η πληθυσμιακή και οικονομική δύναμη της Κίνας στις γειτνιάζουσες αραιοκατοικημένες νοτιοανατολικές περιοχές της Ρωσίας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, το νεοψυχροπολεμικό κλίμα που εδώ και αρκετά χρόνια καλλιεργεί εμπράκτως η Δύση έναντι της Ρωσίας υποχρεώνει τον Πούτιν να βάζει στην άκρη αυτές τις ανησυχίες και να συμπλέει με το Πεκίνο, προκειμένου να εξισορροπήσει τη συστηματική ατλαντική πίεση. Για τον ίδιο λόγο συμπλέει και το Πεκίνο με τη Μόσχα. Θεωρεί ότι ανταγωνιστής και δυνητικά αντίπαλός του είναι οι ΗΠΑ.
Ο Τραμπ είναι πεπεισμένος ότι οι σταυροφόροι του νέου Ψυχρού Πολέμου ουσιαστικά σπρώχνουν τη Ρωσία και την Κίνα σε ένα μέτωπο, το οποίο εκ των πραγμάτων λειτουργεί ανασχετικά όσον αφορά την αμερικανική πολιτική. Γι’ αυτό και είχε προσανατολισθεί σε μία αντίστροφη εκδοχή της στρατηγικής κίνησης που είχαν κάνει οι Νίξον και Κίσινγκερ τη δεκαετία του 1970. Τότε, είχαν εκμεταλλευθεί τη σινορωσική αντίθεση για να προσεγγίσουν την υπανάπτυκτη Κίνα με σκοπό την άτυπη γεωπολιτική περικύκλωση της Σοβιετικής Ένωσης.
Μέχρι πρότινος, ο Αμερικανός πρόεδρος είχε σταθεί αδύνατον να δρομολογήσει τη νέα στρατηγική του. Είχε προσκρούσει όχι μόνο στους Δημοκρατικούς, αλλά και στο αντιρωσικό σύνδρομο που κυριαρχεί στο αμερικανικό “βαθύ κράτος”. Το εν λόγω σύνδρομο έχει από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου δημιουργήσει ισχυρά στερεότυπα, πάνω στα οποία έχουν οικοδομηθεί καριέρες δεκάδων χιλιάδων στελεχών σε όλους τους εμπλεκόμενους αμερικανικούς μηχανισμούς. Το αμερικανικό “βαθύ κράτος” μπορεί να δει τη Ρωσία ως εταίρο, μόνο εάν η “αρκούδα” είναι στα γόνατα, όπως συνέβαινε επί Γιέλτσιν.
Αυτός είναι ο λόγος που η πρόθεση του Τραμπ θεωρήθηκε κάτι περισσότερο από αιρετική. Για την ακρίβεια συνδέθηκε με το RussiaGate και τη φιλολογία ότι κατάφερε να εκλεγεί, λόγω της ρωσικής παρέμβασης. Με άλλα λόγια, ο Αμερικανός πρόεδρος βρέθηκε στο στόχαστρο, γεγονός που τον υποχρέωσε να βάλει για ένα διάστημα στο ράφι την αλλαγή στρατηγικού δόγματος. Εξάλλου, είχε και μία σειρά άλλα ανοικτά μέτωπα. Όπως αποδείχθηκε, όμως, αυτά που έλεγε και προεκλογικά τα εννοούσε και τώρα επιχειρεί να τα δρομολογήσει.
Πηγή slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου