Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Αποεθνικοποίηση και μεταποδόσφαιρο

ardin-rixi


Με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Ρωσία…
του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου 
Το πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο μάλλον δεν θα μείνει στην ιστορία ως ένα από τα πιο θεαματικά ποδοσφαιρικά γεγονότα. Άχρωμο, άοσμο και ελαφρύ ποδοσφαιρικά ήταν, παρά την προσπάθεια των διαφημιστών να τονιστούν τα πλάνα των καλλίγραμμων γυναικών, η πληθωρική πρόεδρος της Κροατίας και ο Μακρόν, και το γεγονός των απρόβλεπτων αποτελεσμάτων.
Δύο σημεία θα άξιζαν παραπάνω σκέψη: Η διαφαινόμενη «αποεθνικοποίηση» των περισσότερων εθνικών ομάδων και η χρήση της τεχνολογίας ως βοήθεια στις αμφισβητούμενες φάσεις.
Το πρώτο, αφορά στην ουδετεροποίηση εθνικών χαρακτηριστικών που διαμόρφωναν την ποδοσφαιρική, πολιτισμική  ιδιοπροσωπία κάθε χώρας. Έτσι, για παράδειγμα, ο αγωνιστικός χαρακτήρας και το πολύμορφο σύστημα της εθνικής ομάδας της Ιταλίας προσαρμοζόταν στη σκληρή τακτική του κατενάτσιο (αμυντικογενής μορφή τακτικής), για το οποίο κάποτε ο Τόνι Νέγκρι έλεγε ότι αποτελούσε την αποτύπωση στο ποδόσφαιρο της ταξικής πάλης των αγροτικών και εργατικών μαζών που μετακινήθηκαν βίαια στις πόλεις για να επιβιώσουν.  Το ολοκληρωτικό (ολιστικό ) ποδόσφαιρο της εθνικής Ολλανδίας αποτελούσε μια έκφανση της ανοικτής κοινωνικής ματιάς της πολυσυλλεκτικότητας της χώρας. Το ζογκλερικό θέαμα εις βάρος του ορθολογιστικού αποτελέσματος και οι αυτοσχεδιασμοί των Βραζιλιάνων αποτύπωναν το πνεύμα του «αναρχικού» ποδοσφαίρου των χαμινιών της παραλίας, όταν διέκρινες την απαντοχή των φτωχών αγοριών, που άγγιζαν το όνειρο της επιβίωσης και της καταξίωσης, μέσα από την, ταυτισμένη με τη στρογγυλή θεά, πολιτισμική φύση τους. Ανάλογα, η εθνική Γερμανίας αποτελούσε τη βαριά παραγωγική βιομηχανία του ποδοσφαίρου, με πλάνο, πειθαρχία και το τελικό αποτέλεσμα ως υπέρτατο αγαθό.

[Παράδοξη και «ευχάριστη» παρένθεση αποτέλεσε μάλλον η Εθνική Αγγλίας (επηρεαζόμενη ίσως και από το κλίμα του Μπρέξιτ; ), η οποία διαχρονικά δείχνει μια αντίσταση στην αλλαγή (sic), κακοποιώντας ενίοτε τα μάτια μας, αλλά εμμένοντας εμφατικά στη διαιώνιση του παραδοσιακού της στυλ!]
Πλανητικά, το ιστορικό λαϊκό ποδόσφαιρο μορφοποιούσε την ταυτότητα της γηραιάς Ηπείρου, με τις ρίζες, την κουλτούρα και τις πολιτισμικές παρακαταθήκες του και, από την άλλη, το λατινοαμερικάνικο ποδόσφαιρο με το θέαμα, τον ερασιτεχνικό επαγγελματισμό του, τον παλμό της εξέδρας και τους μυθικούς, τραγικούς ήρωές του, διαμόρφωναν έναν γόνιμο και ποικίλο τοπικό διεθνισμό.
Τα απόνερα της εγωκεντρικής παγκοσμιοποίησης πλημμυρίζουν το ποδόσφαιρο. Δεν προβάλλονται τόσο οι εθνικές ομάδες, όσο οι ποδοσφαιριστές σταρ, προϊόντα του μάρκετινγκ, οι οποίοι οδηγούν την ομάδα σε διακρίσεις.  Η κυριαρχία του αποδομητικού φιλελευθερισμού είναι ορατή όσο ποτέ. H μετακίνηση από την ταυτότητα,  αποκλειστικά στη διαφορά, ήταν εμφανής. Ο υπερτονισμός της ποδοσφαιρικής πολυπολιτισμικότητας και της ιδεοψυχαναγκαστικής μίξης οδηγεί στην αποδόμηση και σε ένα άνευρο και φλύαρο «θέμα τακτικής».  Εξαφανίζονται σταδιακά οι μεγάλες αφηγήσεις του ποδοσφαίρου και υπερτονίζονται οι μικρές, ατομικές αφηγήσεις των μετακινούμενων ποδοσφαιριστών. Ο πανίσχυρος νόμος Μποσμάν (1995), περί ««ελεύθερης διακίνησης ποδοσφαιριστών», πλασαρισμένος ως θρίαμβος της … «δημοκρατίας» και της «ισότητας» από τη φιλελεύθερη δεξιά και αριστερά, φαίνεται να εμπεδώνεται και στις εθνικές ομάδες.
Όπως αναφέρει ο Ζαν Μισέα: «Ισχυρίζονταν γενικά ότι το έκαναν στο όνομα του αντιρατσισμού, του αγώνα εναντίον όλων των διακρίσεων και του δικαιώματος των εργαζομένων σε μια πλήρη κινητικότητα (…). Πρόκειται για την ίδια στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε πάλι από τους φιλελεύθερους στο δημοψήφισμα του 2005. Απλώς, ο «Πολωνός υδραυλικός» αντικατέστησε τον «Σουηδό σέντερ φορ». Πρόκειται λοιπόν για ένα εξαιρετικό καθαρό παράδειγμα αυτής της κλασικής πλέον κίνησης που οδηγεί, αργά ή γρήγορα, όλους τους  ηθικολόγους του πολιτισμικού φιλελευθερισμού να υποχρεώνονται να εμφανίζονται ως οι χρήσιμοι ηλίθιοι του οικονομικού φιλελευθερισμού».            
Η Εθνική Γερμανίας, όπως αναφέρει ο φίλος Β. Στοιλόπουλος, είναι πια η «Ομάδα», λόγω της εθνικής ποικιλίας των ποδοσφαιριστών της, ενώ, στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Γαλλίας, υπερτονίζεται το αυξημένο ποσοστό ποδοσφαιριστών από τις πρώην αποικίες της. Η εθνική καθαρότητα του ποδοσφαίρου και η ομογενοποίηση πάντα ήταν ξένη σε ένα άθλημα που μπορούσε να ενσωματώνει το διαφορετικό ως αναζωογόνηση, εντός όμως ενός συνεκτικού κοινωνικού και αθλητικού πολιτισμού.
Από την άλλη, το VAR (Video assistant referee) μοιάζει απαρχή της τεχνολογικής απανθρωποποίησης του λαϊκού αθλήματος, μετατρέποντας την πρωτογενή «ένδοξη αβεβαιότητα» του αθλήματος σε ψηφιακό προϊόν του μετανθρώπου. Όπως, στη δυστοπία που εξιστορούσαν προφητικά, ο σεναριογράφος Πατρίκ Κοβέν και ο δημιουργός κόμικς, Ενκί Μπιλάλ, στο «Οφσάιντ»(Jors Jeu), όταν ο τελευταίος επιζών αθλητικογράφος, στην εποχή που τα λαϊκά μαζικά φαινόμενα  εξαφανίζονταν,  θυμάται το τέλος του ποδοσφαίρου. Τότε, η παραδοσιακή ηρωική εποχή του μετεξελίχθηκε σε τεχνολογική ύβρη, με γήπεδα χωρίς θεατές, ποδοσφαιριστές με ηλεκτρονικά μέλη, τεχνητές φυσικές συνθήκες, χημική βοήθεια, απόλυτα διεφθαρμένη εμπορευματοποίηση και καλωδιωμένους διαιτητές.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου