Γιώργος Α. Κορομηλάς
Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Το έργο της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το έχουμε ξαναδεί, επισημαίνει σε έκθεσή της η γνωστή επενδυτική τράπεζα της Αμερικής Morgan Stanley η οποία αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την δυνατότητα βιώσιμης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, θεωρώντας ότι οι πολιτικές λιτότητας που έχουν εφαρμοσθεί και συνεχίζουν να εφαρμόζονται αλλά και η πολιτική αστάθεια ασκούν πιέσεις στον τραυματισμένο ιστό της οικονομίας της χώρας μας, εκτιμώντας παράλληλα σε ό,τι αφορά την ανάκαμψη ότι το πρώτο στάδιο αυτής μπορεί να έρθει με την άρση περιορισμών όπως τα capital controls και η λιτότητα.
Στον αντίποδα των ανωτέρω εκτιμήσεων βλέπουμε τους εκπροσώπους των δανειστών να εγείρουν νέες παράλογες απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τα εργασιακά θέματα (απολύσεις κατώτατο και υποκατώτατο μισθό), τα επιδόματα και τα φορολογικά θέματα, εμμένοντας στη διατήρηση μιας εξοντωτικής πολιτικής διαιώνισης της λιτότητας, μιας πολιτικής με αντιαναπτυξιακό πρόσημο.
Οι δανειστές, όπως δείχνουν τα πράγματα θα επιμείνουν στη λήψη νέων δυσβάσταχτων μέτρων εις βάρος των πολιτών, οι οποίοι θα κληθούν για ακόμα μια φορά να σηκώσουν τα βάρη με στόχο αντί για την εξυγίανση και ανάκαμψη της παραπαίουσας ελληνικής οικονομίας, τη διασφάλιση των συμφερόντων των δανειστών.
Από την 1η Ιανουαρίου του 2017 μια σειρά από αυξήσεις στην έμμεση φορολογία θα συρρικνώσουν την ήδη συρρικνωμένη αγοραστική δύναμη των πολιτών χωρίς κανείς να εγγυάται αν θα επιτευχθούν οι εισπρακτικοί στόχοι που έχουν τεθεί διότι, όπως έχει αποδειχθεί, μέτρα εισπρακτικού και μόνο χαρακτήρα οδηγούν μαθηματικά στην αύξηση της παραβατικής συμπεριφοράς με ότι και αν αυτό συνεπάγεται.
Τα μέτρα που λαμβάνονται συνεχώς από το 2010 τα οποία μείωσαν δραματικά τις αποδοχές εργαζομένων και συνταξιούχων, αύξησαν τους φόρους, μείωσαν την επιχειρηματική δραστηριότητα αυξάνοντας την ανεργία σε εφιαλτικά ποσοστά, είναι μέτρα που δεν απέδωσαν συνεπώς έχουν αποτύχει γιατί αν είχαν πετύχει δεν θα συζητάγαμε πια για λήψη νέων. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος προσδοκά ότι τα νέα μέτρα τα οποία επιμένουν οι δανειστές να ληφθούν θα πετύχουν;
Ποιος προσδοκά ότι οι συνεχείς θυσίες στις οποίες υποβάλλεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών θα σημάνουν την απαρχή για τη μείωση του ελλείμματος και την τιθάσευση του δημοσίου χρέους; Τέλος ποιος μπορεί να μας πείσει ότι για τη δημοσιονομική κατάντια της χώρας ευθύνονται όλοι οι πολίτες οι οποίοι καλούνται τώρα να πληρώσουν το μάρμαρο; Ποιος μπορεί να μας πείσει για την ορθότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων; Τέλος, ποιος μπορεί να μας πείσει ότι η χώρα μας θα εξέλθει από την ύφεση και ότι θα υπάρξει η προσδοκώμενη ανάκαμψη και στη συνέχεια η ανάπτυξη της οικονομίας; Μάλλον ο προσφιλής καταλληλότερος των δημοσκοπήσεων κ. κανένας.
Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις των δανειστών γίνουν για άλλη μια φορά δεκτές, σίγουρα θα ακούσουμε ότι θα υποστούμε τις «τελευταίες» θυσίες για να ανακάμψει αρχικά και να αναπτυχθεί η οικονομία. Όμως αυτό που δεν θα ακούσουμε είναι το πώς είναι δυνατόν να άγονται στο θυσιαστήριο οι ίδιοι και οι ίδιοι, δηλαδή οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι οι οποίοι στην πλειοψηφία τους οριακά επιβιώνουν και όσες επιχειρήσεις δεν έχουν βάλει λουκέτο, οι οποίες βιώνουν μια πρωτοφανή συρρίκνωση του κύκλου εργασιών τους, όλοι τους θύματα των αντιαναπτυξιακών μνημονιακών επιδρομών.
Ημερησία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου