του Γιάννη Μαραγκού*
Η "Συναίνεση της Ουάσιγκτον" ήταν ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής της ορθοδοξίας κατά τα έτη της κυριαρχίας της συντηρητικής ιδεολογίας του Ρόναλντ Ρίγκαν. Αυτό το σύνολο των πολιτικών κυριάρχησε στην επικρατούσα οικονομική σκέψη, αντί να εγκαταλειφθεί μόλις ο Ρίγκαν έπαψε να είναι στην εξουσία
Ο όρος «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» αναφέρεται σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή της οικονομικής πολιτικής για τις λατινοαμερικανικές χώρες που υιοθετήθηκε από τους διεθνείς οργανισμούς που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον, όπως ο Τζον Ουίλιαμσον (John Williamson), ποατέρας του όρου, τον συνέλαβε το 1989. Η Ουάσιγκτον ενσωμάτωνε οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και το υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, φορείς δηλαδή που αποτελούν τους μεγάλους “χρηματοδότες” της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Πρόκειται λοιπόν για μια συγχώνευση της πολιτικής, διοικητικής και τεχνοκρατικής Ουάσιγκτον. Οι προτεινόμενες πολιτικές είναι πολιτικές γύρω από τις οποίες «η Ουάσιγκτον» θα μπορούσε να συνάψει μια συμφωνία σχετικά με τις πολιτικές που οι χώρες οφείλουν να εφαρμόσουν (κατ’ αυτόν τον τρόπο και ο όρος «συναίνεση της Ουάσιγκτον»).
Η συναίνεση της Ουάσιγκτον αποδόθηκε ως «οικονομική κοινή λογική» και ως «δήλωση ως προς το τι οι 'σοβαροί' οικονομολόγοι οφείλουν να πιστεύουν», με βάση τον Ουίλιαμσον. Η συναίνεση της Ουάσιγκτον παρεκκλίνει και απορρίπτει αυτό που ήταν «ορθόδοξο» για την οικονομική ανάπτυξη μέχρι σήμερα, δηλαδή την υποκατάσταση των εισαγωγών, την εθνικοποίηση, καθώς και τον προγραμματισμό της οικονομίας. Η διαρθρωτική προσαρμογή στη Λατινική Αμερική είχε ως στόχο, λοιπόν, την αντικατάσταση ενός παραδοσιακού κρατικού οικονομικού συστήματος με ένα οικονομικό σύστημα βασισμένο στην αγορά. Ο όρος ήταν, αρχικά, γεωγραφικά και ιστορικά προσδιορισμένος: ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής των μεταρρυθμίσεων τις οποίες έκρινε πως η «Ουάσιγκτον» θα μπορούσε να συμφωνήσει ότι ήταν απαιτούμενες για τη Λατινική Αμερική. Εν τούτοις, η πολιτική εφαρμόστηκε κυρίως υπό μορφή θεραπείας - σοκ σε όλες τις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα χρέους.
Η συναίνεση της Ουάσιγκτον ήταν ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής της ορθοδοξίας κατά τα έτη της κυριαρχίας της συντηρητικής ιδεολογίας του Ρόναλντ Ρίγκαν. Αυτό το σύνολο των πολιτικών κυριάρχησε στην επικρατούσα οικονομική σκέψη, αντί να εγκαταλειφθεί μόλις ο Ρόναλντ Ρίγκαν έπαψε να είναι πλέον στην εξουσία. Η συναίνεση της Ουάσιγκτον ήταν μία αναθεώρηση των πολιτικών ανάπτυξης, τη στιγμή που οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν ήταν αποτέλεσμα των φυσικών πόρων ή συντελεστών παραγωγής ή ανθρώπινου κεφαλαίου, αλλά μάλλον το αποτέλεσμα του συνόλου εφαρμοσμένων οικονομικών πολιτικών. Αυτή η συναίνεση ήταν αδιανόητη, ακόμα και ακατάλληλη, στη δεκαετία του '50. Τώρα (= 1989), με βάση τον Ουίλιαμσον, είμαστε πιο καλά πληροφορημένοι σχετικά με ποιες οικονομικές πολιτικές έχουν φέρει αποτελέσματα.
Το περιεχόμενο της συναίνεσης της Ουάσιγκτον είναι μακροοικονομική σύνεση της οικονομίας, εξωτερικός προσανατολισμός της οικονομίας, εγχώρια φιλελευθεροποίηση και πολιτικές της ελεύθερης αγοράς, σύμφωνα με την επικρατούσα νεοκλασική οικονομική θεωρία. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για να εκτιμηθεί εάν οι χώρες, όχι μόνο στη Λατινική Αμερική, έχουν εφαρμόσει τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις και δικαιούνται χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» περιλαμβάνει τις εξής οικονομικές πολιτικές με βάση τον Ουίλιαμσον:
1. Δημοσιονομική Πειθαρχία: Όρος για δανεισμό είναι η επίτευξη της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
2. Προτεραιότητες Δημόσιων Δαπανών: Οι δαπάνες για τη διοίκηση, εθνική άμυνα και δημόσια αγαθά πρέπει να μειωθούν σημαντικά εφόσον χρησιμοποιούν περισσότερους πόρους από ό,τι δικαιολογούν οι οικονομικές αποδόσεις.
3. Φορολογική Μεταρρύθμιση: Συνίσταται η διεύρυνση τη φορολογικής βάσης (συμπεριλαμβανόμενης της εκροής κεφαλαίου) και η μείωση των οριακών φορολογικών συντελεστών σε μέτριο επίπεδο.
4. Χρηματοπιστωτική Φιλελευθεροποίηση: Τα επιτόκια πρέπει να προσδιορίζονται από την αγορά.
5. Συναλλαγματική Ισοτιμία: Μια διαχειριζόμενη ανταγωνιστική πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία είναι θεμελιώδης στην επίτευξη μιας εξωστρεφούς προσανατολισμένης οικονομικής πολιτικής και στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας.
6. Απελευθέρωση του Διεθνούς Εμπορίου: Η φιλελευθεροποίηση των εισαγωγών και η κατάργηση των ποσοτικών εμπορικών περιορισμών με σκοπό τη μείωση της διαφθοράς απαιτούνται για μια εξωστρεφή οικονομική πολιτική.
7. Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ): Τα εμπόδια που περιορίζουν την είσοδο των ξένων επιχειρήσεων πρέπει να καταργηθούν και πρέπει να υπάρξει ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ των εγχώριων και ξένων επιχειρήσεων.
8. Ιδιωτικοποίηση: Η κεντρική αιτιολογία υπέρ της ιδιωτικοποιήσεως είναι η πεποίθηση ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι πιο αποτελεσματικές από ό,τι οι κρατικές επιχειρήσεις λόγω των άμεσων κινήτρων που ενθαρρύνουν τους μάνατζερς και τους ιδιοκτήτες.
9. Φιλελευθεροποίηση: Οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν τα εμπόδια που περιορίζουν την είσοδο των νέων επιχειρήσεων ή/και περιορίζουν τον ανταγωνισμό.
10. Δικαιώματα Ιδιοκτησίας: Το νομικό σύστημα πρέπει να παρέχει ασφαλή, ενιαία και χαμηλού κόστους δικαιώματα ιδιοκτησίας στον καθένα, ακόμη και στον τομέα της «μαύρης» οικονομίας.
Σύμφωνα με αυτές τις πολιτικές, τις καταστρεπτικές συνέπειες των οποίων είδαμε κι εμείς με τα Μνημόνια, ο καλύτερος χρόνος εισαγωγής των μεταρρυθμίσεων είναι αμέσως αφότου η μεταρρυθμιστική κυβέρνηση αναλάβει την εξουσία. Μια νέα κυβέρνηση απολαμβάνει την «περίοδο του μήνα του μέλιτος», κατά τη διάρκεια της οποίας οι πολίτες θα αποδώσουν το πλεονέκτημα της αμφιβολίας στη νέα κυβέρνηση που θα κατηγορήσει τον προκάτοχό της ως αιτία για τις οποιεσδήποτε θυσίες και δυσκολίες. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτός «ο μήνας του μέλιτος» δεν θα διαρκέσει για πάντα. Η αποφασιστική δράση είναι απαραίτητη. Παρ’ όλα αυτά, το δυσκολότερο μέρος ενός προγράμματος μεταρρύθμισης δεν είναι μόνο η θέσπιση των μεταρρυθμίσεων, αλλά η διατήρηση της εμπιστοσύνης και η υποστήριξη τους έως ότου έχουν την ευκαιρία να αποδώσουν καρπούς και να προκαλέσουν πολιτική υποστήριξη από τους ενδεχόμενους δικαιούχους που θα ωφεληθούν. Πόσο δύσκολο είναι αυτό εξαρτάται από την καθυστέρηση μεταξύ των αρχικών μεταρρυθμίσεων και της εμφάνισης των πολιτικών δικαιούχων. Ακόμη έχει προταθεί ότι τα προγράμματα πρέπει να σχεδιάζονται με σκοπό να προσπαθούν να διασφαλίσουν την πρόωρη εμφάνιση κάποιων ομάδων δικαιούχων οι οποίοι θα παρέχουν ισχυρή υποστήριξη για το πρόγραμμα. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι αυτό είναι ασυμβίβαστο με τον βασικό στόχο της οικονομικής μεταρρύθμισης, η οποία είναι να παράγει ένα πεδίο δραστηριότητας ίσων ευκαιριών παρά να ευνοηθούν συγκεκριμένες ομάδες.
Εάν μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση αναλάβει την εξουσία όταν η οικονομία είναι σε κατάσταση κρίσης δεν μπορεί να υπάρχει καμία άλλη λογική εναλλακτική λύση παρά ένα ριζικό, γρήγορο και πλήρες πρόγραμμα μεταρρύθμισης, όπως είναι η θεραπεία σοκ. Οικονομολόγοι αμφισβήτησαν την ερμηνεία και τις εκβάσεις των μεταρρυθμίσεων της συναίνεσης και οι κοινωνικοί επιστήμονες αμφισβήτησαν την έμμονη ιδέα με την οικονομική ανάπτυξη που παραμελεί την κοινωνική ανάπτυξη.
Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον έδωσε προσοχή μόνο στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (η συνολική αξία της αγοράς σε σταθερές τιμές όλων των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών μέσα σε μια οικονομία κατά τη διάρκεια ενός έτους), αγνοώντας τους κοινωνικούς δείκτες, όπως το αυξανόμενο βιοτικό επίπεδο (μια μέτρηση της οικιακής ευημερίας συμπεριλαμβάνοντας την κατανάλωση, το εισόδημα, την αποταμίευση, την απασχόληση, την υγεία, την εκπαίδευση, τη γονιμότητα, τη διατροφή, την κατοικία και τη μετανάστευση) και τη δημοκρατική -δίκαιη- βιώσιμη ανάπτυξη. Οι συνέπειες που συνδέονται με τις πολιτικές της συναίνεσης της Ουάσιγκτον είναι εμφανείς στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, ιδιαίτερα στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη. Ο αρνητικός αντίκτυπος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης σε αυτές τις οικονομίες κατέστησε την κατάσταση πολύ χειρότερη. Είναι αναγκαίο το ΔΝΤ να εγκαταλείψει τις τηρήσεις των αυστηρών προϋποθέσεων του παρελθόντος, οι οποίες ανάγκασαν τις αναπτυσσόμενες χώρες να υιοθετήσουν τις συγκεκριμένες μακροοικονομικές πολιτικές.
Ακούγονται όλες αυτές οι οικονομικές πολιτικές οικείες στους Έλληνες; Μα βέβαια, τα προγράμματα των Μνημονίων βασίζονται στη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», γιατί μόνο με βάση τη συναίνεση θα μπορούσε το ΔΝΤ να χρηματοδοτήσει την Ελλάδα. Προσθέτοντας με αυτόν τον τρόπο την Ελλάδα στις χώρες που το ΔΝΤ επέβαλε την αποτυχημένη πολιτική της.
* Ο Γιάννης Μαραγκός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Πηγή "Η Αυγή"akioe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου