Με την παρατεταμένη υψηλή ανεργία στο μεγαλύτερο μέρος των χωρών της ΕΕ-28, τη μικρή αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, και την πρόσφατη ένταξη στην ΕΕ-28 χωρών της Ανατολικής Ευρώπης με χαμηλά εισοδήματα, αυξάνονται σημαντικά οι ανησυχίες σχετικά με το επίπεδο μετανάστευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρά το γεγονός ότι η μετανάστευση αναμενόταν να αποτελεί μια εξισορροπητική λειτουργία στο πλαίσιο μιας άριστης νομισματικής περιοχής (Jauer et al. 2014). Η ΕΕ-28 διαθέτει τρεις αμοιβαία ασυνεπείς φιλοδοξίες: α) ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων, β) γενναιόδωρα κράτη πρόνοιας, και γ) διεύρυνση της Ένωσης προς τα φτωχότερα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Η ειρωνεία που παρατηρείται σχετικά με τη μετανάστευση στην Ευρώπη είναι πως ενώ η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού είναι πολύ μικρή για να στηρίζει την έννοια της νομισματικής ένωσης, είναι πολύ μεγάλη ώστε να διαταράσσει την κοινωνική αρμονία (John Driffill and Hans-Werner Sinn 2015). Εν τω μεταξύ, οι φόβοι έχουν αυξηθεί ότι η μετανάστευση από τα μέλη με χαμηλό εισόδημα θα απειλήσει τις θέσεις εργασίας και τους μισθούς, θα ασκήσει πίεση στις αγορές κατοικιών και στις δημόσιες υποδομές και θα αυξήσει την επιβάρυνση για τα κράτη πρόνοιας.
Μια αντίστοιχη αξιοσημείωτη σημαντική μεταβολή παρατηρείται και στην ελληνική κοινωνία, καθώς πραγματοποιείται μια σαφής έξοδος μορφωμένου εργατικού δυναμικού (brain drain). Αιτίες είναι η υψηλή ανεργία, η έλλειψη πόρων, υποδομών και συλλογικού κοινωνικού οράματος για την ανάδειξη της αριστείας, αλλά και η εκτεταμένη επικράτηση των μετρίων στον ελληνικό βίο, ενώ σε γενικότερο επίπεδο αιτίες αποτελούν οι εργασιακές σχέσεις, οι φόροι και άλλες πολιτικές (Wildasin 2014). Ο ελληνισμός διαθέτει περίπου το 3% των επιστημόνων κορυφαίας εμβέλειας παγκοσμίως, αν και ο πληθυσμός της Ελλάδας ή των Ελλήνων διεθνώς αντιστοιχεί μόνο στο 0,15% ή 0,20% από τα 6,92 δισεκατομμύρια κατοίκους του πλανήτη (Εφημερίδα Καθημερινή - 01/08/2014). Κι όμως, παρά τη σημαντική παραγωγή Ελλήνων επιστημόνων, το 85% εκείνων με ισχυρή επιρροή δεν βρίσκεται στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις, 550.000 Έλληνες με υψηλά προσόντα εκπαίδευσης και εξειδίκευσης μετανάστευσαν στο εξωτερικό (Ευρωπαϊκή Ένωση και Β. Αμερική) την περίοδο 1998 – 2007 (OECD 2008), ενώ πάνω από 150.000 Έλληνες επιστήμονες -όλων των ηλικιών- έχουν μεταναστεύσει από το 2010 έως το 2013 σε περισσότερες από 70 χώρες του κόσμου. Η έρευνα της Endeavor Greece (2015) κάνει λόγο για πάνω από 200.000 Έλληνες, οι περισσότεροι των οποίων κάτω των 35 ετών, που έχουν φύγει από τη χώρα από την έναρξη της κρίσης και εργάζονται στο εξωτερικό. Όσοι φεύγουν έχουν συνήθως πολλαπλά πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά, ενώ βρίσκουν δουλειές πάνω στο αντικείμενο των σπουδών τους: το 73% έχει μεταπτυχιακό τίτλο, το 51% έχει διδακτορικό και το 41% κατέχει τουλάχιστον έναν τίτλο σπουδών από ένα από τα 100 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Εντός της ΕΕ-28, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν τους πιο δημοφιλείς προορισμούς, απορροφώντας πάνω από το 50% των Ελλήνων που μεταναστεύουν. Ακολουθεί η Ολλανδία (στοιχεία ΟΟΣΑ - International Migration Database). Τo 2012 το 74% μετανάστευσε σε χώρες εντός της ΕΕ-28, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα έτη 2010 και 2011 ήταν 57,4% και 70,6% αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, φαίνεται να υπάρχει μία σαφής κλαδική κατηγοριοποίηση ανά χώρα, με συγκεκριμένες χώρες να απορροφούν συγκεκριμένους επαγγελματίες (π.χ. χρηματοοικονομικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιατρική στη Γερμανία, έρευνα και τεχνολογία στις Η.Π.Α., μηχανολογία στη Μέση Ανατολή). Οι Έλληνες επιστήμονες εργάζονται κυρίως σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, σε τμήματα έρευνας και ανάπτυξης επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα και σε μεγάλες εταιρείες που σχετίζονται με το αντικείμενο των σπουδών τους.
Ενδεικτικές είναι οι μεγάλες αποκλίσεις στις απολαβές καθώς και η αναντιστοιχία του επιπέδου εκπαίδευσης με το επίπεδο εισοδήματος. Από το σύνολο των Ελλήνων επιστημόνων που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, το 9,2% δηλώνει εισόδημα μικρότερο από €25.000, ενώ το 68,4% μεγαλύτερο από €40.000. Αντίθετα, τα αντίστοιχα ποσοστά όσων εργάστηκαν στο εξωτερικό και επέστρεψαν στην Ελλάδα είναι 39,4% και 34% αντίστοιχα (έρευνα της Ερευνητικής Μονάδας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2011). Για την περίοδο από το Μάιο του 2009 έως το Φεβρουάριο του 2010, προκύπτει ότι το 60% αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα ή να παραμείνει στο εξωτερικό χωρίς καν να αναζητήσει δουλειά στην Ελλάδα. Στην περίπτωση των Ελλήνων αποφοίτων εξωτερικού, το 91% δεν αναζήτησε καν εργασία στην ελληνική αγορά εργασίας. Οι οκτώ από τους δέκα που έχουν φύγει εξακολουθούν να μένουν στο εξωτερικό. Έτσι, η πλειοψηφία αυτών που φεύγουν εκτός συνόρων, το κάνουν σε αναζήτηση καλύτερων οικονομικών και κοινωνικών ευκαιριών. Το πρόβλημα φαίνεται να οφείλεται κυρίως στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η οποία δε δημιουργεί ζήτηση για ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου.
Τα ποσοστά μετανάστευσης είναι τριπλάσια σε σύγκριση με την περίοδο προ της κρίσης, και αναμένεται να παραμείνουν υψηλά το 2014 και 2015, ιδιαίτερα από τη στιγμή που περίπου 35.000 νέοι Έλληνες, που σπουδάζουν στο εξωτερικό επιλέγουν πλέον να αναζητήσουν εργασία εκεί, ενώ περίπου το 50% των Ελλήνων που ζουν στη χώρα σκέφτονται το ενδεχόμενο της μετακίνησης στο εξωτερικό.
Η μεταβολή αυτή δεν αφορά μόνο στην ελληνική οικονομία, αλλά πρόκειται για ένα σημαντικό δημογραφικό ζήτημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Χώρες στις οποίες συμβαίνει αυτή η έξοδος εργατικού δυναμικού βλέπουν να μην αποδίδουν οι επενδύσεις στην εκπαίδευση υψηλής ειδίκευσης εργαζομένων, καθώς όταν τελειώσει η εκπαίδευσή τους αυτοί αποχωρούν και συνεισφέρουν στην παραγωγικότητα άλλων οικονομιών.
Το φαινόμενο αυτό όμως δεν οφείλεται μόνο στην κρίση αυτή καθεαυτή, αλλά και στην απουσία επιχειρήσεων που να χρειάζονται εξειδικευμένο προσωπικό. Ταυτόχρονα, η μείωση των δαπανών για εκπαίδευση, αποδυναμώνει την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, στρέφοντας τους συμμετέχοντες σε αυτό σε αναζήτηση επιλογών στο εξωτερικό. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι δημόσιες δαπάνες προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην ελληνική οικονομία μειώθηκαν κατά 25% το 2012 σε σχέση με το 2011 (από 0,91% του ΑΕΠ το 2011, σε 0,73% του ΑΕΠ το 2012. Μάλιστα η μείωση αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτό που επιβάλουν οι συνθήκες ύφεσης (βλέπε ανάρτηση με τίτλο «Δημόσιες Δαπάνες και ΑΕΙ»).
Η φυγή επιστημόνων οδηγεί τη χώρα σε ένα φαύλο κύκλο περιορισμένης ανάπτυξης και επισημαίνει το φαινόμενο της εξόδου πτυχιούχων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Η όποια προσπάθεια αύξησης της αποδοτικότητας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, δεν πρόκειται να φέρει αποτελέσματα αν δε λυθούν τα προβλήματα που ωθούν τους υψηλά ειδικευμένους νέους στη μετανάστευση. Αυτός θα πρέπει να είναι ένας από τους πρώτιστους στόχους μεταξύ των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Θα πρέπει να αναζητηθούν τα κίνητρα που θα κρατούν τους νέους επιστήμονες στη χώρα. Και αυτό θα πρέπει να γίνει με γνώμονα το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Είναι αναγκαίο πλέον να γίνει στροφή της Ελληνικής οικονομίας στην παραγωγή πιο σύνθετων προϊόντων και υπηρεσιών, προκειμένου να βελτιωθεί η θέση της χώρας στο διεθνή ανταγωνισμό και να αξιοποιήσει παραγωγικά το ανθρώπινο δυναμικό της. Αυτή η αλλαγή θα εξομαλύνει τη σχέση προσφοράς-ζήτησης και θα περιορίσει τη διαρροή επιστημονικού δυναμικού. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει μια ελπίδα για το μέλλον.
Βιβλιογραφία:
Έρευνα της Ερευνητικής Μονάδας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας - Λαμπριανίδης Λ. (2011) Επενδύοντας στη φυγή, Εκδόσεις Κριτική.
Driffill J., Hans-Werner Sinn (2015) Migration in Europe: Too Much of a Good Thing?, CESifo, February.
Endeavor Greece (2015) Δημιουργώντας θέσεις εργασίας για τους νέους.
Jauer J., Liebig T., Martin J.P., Puhani P. (2014) Migration as an adjustment mechanism in the crisis? A comparison of Europe and the United States, OECD - DELSA/ELSA/WD/SEM(2014)1.
Wildasin D.E. (2014) Human Capital Mobility: Implications for Efficiency, Income Distribution, and Policy, CESIFO WORKING PAPER NO. 4794
indeepanalysis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου