iskra
Του Κ. ΠΑΠΟΥΛΗ*
Εισαγωγικά: ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΡΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΟΥ:
1) Κανένα οικονομικό σχέδιο, όσο καλά υπολογισμένο κι αν είναι, δεν αρκεί. Πρέπει να λάβει υπ΄οψιν του την κοινωνία που κινείται, τις τάξεις και τα συγκρουόμενα συμφέροντα. Όμως πρέπει να ξεκινήσουμε από το σχέδιο ανάπτυξης της παραγωγής-μείωσης της ανεργίας, να το υπολογίσουμε και να το μελετήσουμε όσο καλύτερα γίνεται και μετά να το συνδυάσουμε με τις αλλαγές που απαιτούνται (για να υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο) (α) στις σχέσεις παραγωγής και, (β) στο πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό εποικοδόμημα. Aυτό, είναι που λείπει από την ελληνική κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια, και όχι το ανάποδο, η επίκληση της αλλαγής των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Η συγκεκριμένη απάντηση για την έξοδο από την κρίση είναι προαπαιτούμενο οποιασδήποτε κοινωνικής αλλαγής. Το ανάποδο είναι το αόριστο και μας οδηγεί σε μια ιδεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων. Αυτή είναι και η θέση του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, Δημήτρης Μπάτσης.
Η έξοδος της χώρας από την κρίση με ίδιες δυνάμεις, η ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, η απελευθέρωση από τα δεσμά των πιστωτών, η αποχώρηση από τον σκληρό πυρήνα (το ευρώ), της ζώνης της υπερπαγκοσμιοποίησης (την Ε.Ε.), η ανάκτηση των μέσων οικονομικής πολιτικής που εξασφαλίζει το εθνικό νόμισμα, αλλά και μέσων εμπορικής κ.α., πολιτικών, μέσω της περαιτέρω αποπαγκοσμιοποίησης της πατρίδας μας, θα ενισχύσει σημαντικά τις δυνάμεις της εργασίας και της δημοκρατίας. Η νίκη μιας ευρύτατης κοινωνικής και πολιτικής, αντιμονοπωλιακής- πατριωτικής-δημοκρατικής συμμαχίας αποτελεί και το πρώτο και απαραίτητο στάδιο για οποιαδήποτε συνέχεια και κοινωνικό μετασχηματισμό.
2) Είναι λάθος να κάνουμε σύγκριση με την «προμνημονιακή» Ελλάδα της «χρυσής» εποχής του ευρώ, π.χ. : των ετών 2001-2008. Αυτή η οικονομία ήταν μια οικονομία-φούσκα που η ανάπτυξή της στηρίχθηκε στον εξωτερικό δανεισμό. Μάλιστα μπορούμε να πούμε, με βάση την ανάλυση που έχουμε κάνει για το πώς αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία χωρίς εξωτερικό δανεισμό (Thirlwall), η οποία «ταιριάζει» και με τα στοιχεία (των εντός ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου) ρυθμούς μεγέθυνσής της (1981-1994), ότι από το 4% της ετήσιας ανάπτυξης της «χρυσής» εποχής, το 2,8% οφείλεται στον εξωτερικό δανεισμό. Το παραγωγικό της μοντέλο ήταν στρεβλωμένο, ενώ το καταναλωτικό της μοντέλο ήταν σαθρό και στηριζόταν κατά μεγάλο βαθμό σε εισαγόμενα αγαθά που καλύπτονταν με μελλοντικό χρέος. Αυτό το παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο, με αφορμή την διεθνή κρίση, οδήγησε στην παραγωγική και δημοσιονομική χρεοκοπία της χώρας.
Δεν είναι δυνατόν ως διά μαγείας να επιστρέψουμε με την μία σε επίπεδα 2008. Κάνουμε καθαρό, όμως, ότι μιλάμε για άλλο μοντέλο ανάπτυξης, που σε πρώτη φάση στηρίζεται στην ανάκτηση της εγχώριας αγοράς και στην ενεργοποίηση του λανθάνοντος παραγωγικού δυναμικού και σε δεύτερη, σε σχεδιασμένη πολιτική που οδηγεί σε στροφή στη βιομηχανία, πολυτεχνική εκπαίδευση, πολυκλαδική ανάπτυξη με αύξηση της παραγωγικότητας, υποκατάσταση εισαγωγών. Κεντρικός στόχος είναι η πλήρη απασχόληση της εργασίας, το «δουλειά για όλους». Μιλάμε επίσης, για μια αλλαγή της συνολικής κοινωνικής προτεραιότητας, με στροφή σε μέσα συλλογικής κατανάλωσης και κοινωνικού κράτους αλλά και στην αντίληψη για το ατομικό μοντέλο κατανάλωσης.
3) Εμείς δεν λέμε ότι ο δρόμος είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, κατ ανάγκην «ειρηνικός», χωρίς ρήξεις και συγκρούσεις τόσο με τον εγχώριο παράγοντα, το «κόμμα» του ευρώ, όσο και με τον ξένο. Εμείς δηλώνουμε ότι θέλουμε να πάμε «ειρηνικά», με συναινετικά διαζύγια και όσο το δυνατόν χωρίς μεγάλες εντάσεις και συγκρούσεις. Όμως δεν σημαίνει ότι περιμένουμε και βοήθεια από κανέναν, όλη μας η προσπάθεια περιστρέφεται γύρω από το σχέδιο για μια ελεύθερη Ελλάδα, που έχει αναλάβει τις τύχες της, και χαράζει την πολιτική της, για αυτό προσπαθούμε να συγκροτήσουμε ένα ρεαλιστικό οικονομικό πρόγραμμα που βασίζεται σε ίδιες δυνάμεις. Σε μια κατεύθυνση μεγάλων αλλαγών απαιτείται διεθνιστικό σκέλος και εμείς λέμε από την πρώτη στιγμή: ας μελετήσουμε την ALBA. Πρέπει, όμως, να ξέρουμε πρώτα, πού η Ελλάδα θέλει και ως που μπορεί να πάει, ώστε να μπορέσει να αποτελέσει ένα εναλλακτικό κοινωνικό παράδειγμα για την Μεσόγειο. Υπάρχει μια σαφής ιεραρχική σχέση: πρώτα το εθνικό μετά το διεθνές, είναι στο ίδιο πρόγραμμα που βαθαίνει, διευκολύνεται και προχωράει με το διεθνές. Αλλά η έλλειψη του δεύτερου δεν ακυρώνει την προσπάθεια για το πρώτο. Η Ελλάδα σήμερα δεν κινδυνεύει από το να μείνει «μόνη της» με την δραχμή, αλλά στο να εξελιχθεί σε μια Κούβα της Μεσογείου, Κούβα όμως σαν την Κούβα του Μπατίστα, με τεράστιες αντιθέσεις, σε μια αποψιλωμένη και παρηκμασμένη περιφέρεια του ευρωπαϊκού με «οάσεις τουρισμού».
Πρώτον: Η ΒΑΣΙΚΗ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ – Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ.
Η Ελληνική οικονομία εν ολίγοις δεν είναι βιώσιμη μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ή καλύτερα, δεν δύναται να αναπτυχθεί ώστε να εξέλθει της κρίσης, δημιουργώντας τεράστια ζητήματα, ανεργίας, κοινωνικού κράτους, μετανάστευσης, γήρανσης, και όλα τα σχετικά. Επιβεβαιώνεται η προφητική ανάλυση της ΕΔΑ από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και η θρυλική αγόρευση1 του τότε κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της, Ηλία Ηλιού: «Η ΕΛΛΑΣ ΣΤΟ ΛΑΚΚΟ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ». Στην πραγματικότητα είχε εξηγηθεί, από το 1962, ότι αν σε μια χώρα η οποία δεν είναι ανεπτυγμένη οικονομία, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ανταπεξέλθει στο ελεύθερο εμπόριο (ή στην παγκοσμιοποίηση θα λέγαμε σήμερα), αφαιρέσεις τον προστατευτισμό -τοποθετώντας της σε μια τελωνειακή ένωση και πολύ περισσότερο σε κοινή αγορά με πιο ισχυρές οικονομίες από αυτήν- τότε κερδίζουν και επιβάλλονται τα πιο ανταγωνιστικά προϊόντα, ξένες και πιο «ώριμες» επιχειρήσεις κλείνουν τις εγχώριες κλπ. Ακολουθεί η λεγόμενη σχέση «σωρευτική αιτιότητας» στον οικονομικό χώρο, δηλαδή οι περιοχές της φτώχειας γεννάνε φτώχεια, ενώ οι περιοχές του πλούτου πολλαπλασιάζουν τον πλούτο. Η σχέση κέντρου-περιφέρειας, ή «Βορρά»-Νότου» αναπτύσσεται και βαθαίνει.
Τα προβλήματα και οι αντιφάσεις οξύνονται σε δεύτερη δύναμη όταν μια χώρα όπως η Ελλάδα εισέρχεται στην ΟΝΕ. Στην πραγματικότητα η ΟΝΕ είναι μια Νομισματική ένωση με συγκεκριμένους περιορισμούς στην δημοσιονομική πολιτική των μελών της. Στην ΟΝΕ καταργείται πλήρως η εθνική κυριαρχία, κάθε δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής.
Η Ελλάδα έχει συνεπώς απολέσει την δυνατότητα κάθε εθνικής οικονομικής πολιτικής συμμετέχοντας στην Ζ.Ε., εμπορικής, λόγω τελωνειακής ένωσης, αλλά και βιομηχανικής, αγροτικής, κ.α. υφιστάμενη και ειδικούς περιορισμούς λόγω κοινής αγοράς, όμως και δημοσιονομικής, συναλλαγματικής, νομισματικής λόγω συμμετοχής στην νομισματική ένωση. Δεν δύναται να υποτιμήσει το νόμισμα της, να βάλει ή να αυξήσει δασμούς, να βάλει ποσοστώσεις σε αυτές, για να μειώσει τις εισαγωγές, να επιδοτήσει τις εξαγωγές, να πάρει οικονομικά, διοικητικά, κανονιστικά, μέτρα υπέρ ή κατά συγκεκριμένων κλάδων και προϊόντων, και γενικά να ασκήσει οποιαδήποτε πολιτική προστατευτισμού η σχεδιασμού της οικονομίας της, να ασκήσει πολιτικές τόνωσης της εγχώριας ζήτησης (π.χ. αύξηση των δημόσιων δαπανών, ή μείωση των φόρων) κλπ με σκοπό την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Όλες οι ευρωενωσιακές πολιτικές (βλ: παράρτημα) που εφαρμόζονται είναι εις βάρος της ελληνικής οικονομίας. Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον να αναπτυχθεί, εντός των ευρωπαϊκών συντεταγμένων. Αντικειμενικά λοιπόν και όχι γιατί μας αρέσει, η κυρίαρχη αντίθεση είναι αυτή, ανάμεσα στην άμεση επιβίωση, την μακροχρόνια ευημερία και την παραμονή στο ευρωσύστημα της εξάρτησης. Το συμπέρασμα που βγαίνει από την ιστορία, είναι ότι οι μεγάλες αλλαγές, τομές, ανατροπές, επαναστάσεις γίνονται εκεί που δεν είναι εφικτές οι μεταρρυθμίσεις και η βελτίωση των γενικών όρων ζωής.
Είμαστε λοιπόν, μπροστά στο ενδεχόμενο μιας αλλαγής, μιας ρήξης, από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτουν και οι απαραίτητες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες. Το σπάσιμο της ευρω-φυλακής αν γίνει θα γίνει από την ανάγκη επιβίωσης ευρύτερων στρωμάτων, έχοντας απέναντι το παρασιτικό κομμάτι του ελληνικού κεφαλαίου (που είναι το κυρίαρχο και αλληλοδιαπλεκόμενο, τραπεζικό, κατασκευαστικό, Μ.Μ.Ε). Μαζί του συντάσσεται και ένα τμήμα της κοινωνίας, αυτό με τα ισχυρά εισοδήματα που διατηρεί μια υψηλή κατανάλωση, ή ταυτίζει τα συμφέροντά του με μεγάλους ομίλους, ιδιωτικοποιήσεις, ευρωπαϊκά προγράμματα κλπ. Η απελευθέρωση αυτή οδηγεί σε ενίσχυση των δυνάμεων της εργασίας και της δημοκρατίας, η οποία βαθμιαία, ανοίγει δρόμους μετασχηματισμού των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων.
Δεύτερον: Η ΔΙ-EΞΟΔΟΣ
Το πρόγραμμα της διεξόδου είναι ένα πρόγραμμα αποπαγκοσμιοποίησης της ελληνικής οικονομίας. Θα μπορούσε να διακριθεί σε δύο σκέλη, αν και μεταξύ τους έχουν πολλά σημεία τομής. Το πρώτο το βραχυχρόνιο, (δύο έτη) στηρίζεται στην απαλλαγή από την κηδεμονία των δανειστών και στην ανάκτηση της δημοσιονομικής, νομισματικής, και συναλλαγματικής πολιτικής. Το δεύτερο το μακροχρόνιο (πέντε έτη) στηρίζεται στην δομική αλλαγή της οικονομίας. Το πρώτο προϋποθέτει την ουσιαστική αποχώρηση από την ευρωζώνη, άρα και από την κοινή κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεν κάνουμε «διάλειμμα» αλλά εγκαταλείπουμε το ευρώ μαζί τους κανόνες, που ακολουθούν οι χώρες που βρίσκονται στον προθάλαμο της ΟΝΕ (τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών 2 ) και φυσικά την δημοσιονομική συνθήκη, την συνθήκη του Μάαστριχτ και τις πολιτικές της λιτότητας.
Το μακροχρόνιο χρειάζεται βιομηχανική πολιτική, ή/και με ανάκτηση της εμπορικής πολιτικής, ή/και με ρήτρες εξαίρεσης, η/και με πολλαπλές συναλλαγματικές ισοτιμίες και έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με το πλαίσιο της Ε.Ε..
Η Ελλάδα αν μείνει στην ευρωζωνική-μνημονιακή πορεία, βαδίζει σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ακόμη και σε υπερδεκαετή ύφεση. Δεν πρόκειται δηλαδή για γενική κρίση του καπιταλισμού, για κρίση υπερσυσσώρευσης ή για κυκλική κρίση, όπως αστόχως υποστηρίζουν «διάφοροι», αλλού είναι το ζήτημα. Τίποτε δεν προεξοφλεί την οποιαδήποτε ανάκαμψη ακόμη και μετά το 2018. Μάλιστα οι ιδιαίτερα «ευνοϊκές» συνθήκες του 2015, χαμηλά το ευρώ και στον πάτο οι τιμές του πετρελαίου, θα αναστραφούν (ίσως ήδη αναστρέφονται), με νέα εφιαλτικά αποτελέσματα.
ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩ, ΧΡΕΟΣΤΑΣΙΟ.
H Ελλάδα πρέπει να αποχωρήσει χωρίς μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις από την ευρωζώνη. Το σενάριο της «συναινετικής εξόδου» και του αμοιβαίου διαζυγίου είναι το καλύτερο, ακριβώς επειδή περιορίζει αισθητά τους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι αντικειμενικά ενέχονται κατά και μετά από αυτήν έξοδο αλλά δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε αν έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. «Φαίνεται» ότι ένα τμήμα της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ, προσανατολίζεται σε μια πιο μικρή και σκληρή ευρωζώνη, άρα πιο ανταγωνιστική και με πιο ισχυρό ευρώ. Εκεί η Γερμανία θα κυριαρχήσει απόλυτα και θα ενισχύσει την θέση της εντός και εκτός Ε.Ε.. Είναι ένα σενάριο που δεν επιθυμούν Γάλλοι, Ιτταλοί και φυσικά οι ΗΠΑ. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε όμως ένα πολιτικό και οικονομικό σχέδιο απελευθέρωσης στην λογική της συναινετικής εξόδου, σε «εικασίες» και τελικά στην «βοήθεια» της Γερμανίας. Κάτι τέτοιο θα θύμιζε (αν δεν ήταν κιόλας) το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τελικά έναν «νέο ΣΥΡΙΖΑ της δραχμής». Δεν το αποκλείουμε, αλλά και δεν παρουσιάζουμε ένα πρόγραμμα με βάση ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όπως, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και μια έξοδο της Γαλλίας ή της Ιταλίας που θα διαμορφώσει ένα ευνοϊκό και τελείως διαφορετικό περιβάλλον.
Συνεπώς μετά την πιθανολογούμενη αποτυχία του αμοιβαίου και συναινετικού διαζυγίου, η ελληνική πλευρά πρέπει άμεσα να ανακοινώσει:
- Παύση πληρωμών του εξωτερικού χρέους, τουλάχιστον προς τους επίσημους πιστωτές (Δ.Ν.Τ., ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, Ε.Κ.Τ.). Οι νομικές κινήσεις θα γίνουν σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που θα χαράξει το ελληνικό κοινοβούλιο, που ήδη έχει έτοιμη μια εργασία. Σε κάθε περίπτωση από οικονομικής πλευράς, για οποιαδήποτε συμφωνία αναδιάρθρωσης θα πρέπει να μπουν όροι βιωσιμότητας και μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, που θα περιλαμβάνουν περίοδο χάριτος, ρήτρα ανάπτυξης και ποσοστά ανεργίας, και οπωσδήποτε δραχμοποίηση του εναπομείναντος χρέους.
-Έξοδος από την ευρωζώνη: Το Γενικό Πλαίσιο της εξόδου.
Η ιστορία των οικονομικών κρίσεων, και η Ελλάδα βρίσκεται στην πιο μεγάλη που γνώρισε μεταπολεμικά αναπτυγμένη χώρα (χρόνια ύφεσης, μείωση ΑΕΠ και απασχόλησης), καθώς και η οικονομική επιστήμη μας διδάσκουν, ότι η συνταγή για την έξοδο από την κρίση, είναι η αντίθετη της λιτότητας, αυτής της πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα. Πρέπει να δοθεί ώθηση στην ζήτηση, από τον δημόσιο τομέα και την υποτίμηση. Συγχρόνως, αυτή ή αύξηση της ζήτησης πρέπει να απορροφηθεί στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας, για να δουλέψει το υποαπασχολούμενο κεφάλαιο και να φαγωθεί η ανεργία. Στο πρόσφατο παρελθόν, τα «χρυσά χρόνια του ευρώ», η αύξηση της εγχώριας ζήτησης διοχετεύονταν σε μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό, διαμορφώνοντας τεράστια εμπορικά ελλείμματα (το 2007-2008, το έλλειμμα του Ι.Τ.Σ. έφτασε στο 15% του ΑΕΠ που πρέπει να είναι «ρεκόρ Γκίνες» για προηγμένη χώρα) έφερναν εξωτερικό δανεισμό, δημόσια ελλείμματα, και τελικά την υπερμεγέθη εξωτερική υπερχρέωση της χώρας.
Συνεπώς, χωρίς ισχυρή υποτίμηση, αντίθετα από ότι ισχυρίζονται διάφοροι, ή άλλα μέσα εμπορικής προστασίας, δεν είναι εφικτή η ανάπτυξη στην Ελλάδα, καθώς ο εξωτερικός δανεισμός είναι, αλλά και θα πρέπει να επιθυμούμε να είναι, όταν γίνεται με αποικιοκρατικούς όρους «κλειστός». Η υποτίμηση βέβαια πρέπει να συνδυαστεί με ανάλογες κλαδικές πολιτικές που να ενισχύουν την «προστασία» της ελληνικής οικονομίας.
Ανεργία: Για να αρχίζει να μειώνεται η – μη αλχημιστικά μετρούμενη – ανεργία πρέπει να σημειωθούν ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ άνω του 2%. Ενδεικτικά, η εντός περιόδου 5 ετών συμπίεση της ανεργίας στο ποσοστό του 10% προαπαιτεί μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 5.4% και δημιουργία 181 χιλ. θέσεων εργασίας ανά έτος.
Με την έξοδο από την Ευρωζώνη απαιτείται επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε συνδυασμό με υποτίμηση.
Εισαγωγή νέου νομίσματος σε ισοτιμία: 1:1. Όλες οι υποχρεώσεις, τα δάνεια, οι οφειλές, εντός της χώρας κλπ μετατρέπονται αυτόματα σε δραχμές σε αυτή την ισοτιμία
Μη ένταξη του νέου νομίσματος στον «Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ΙΙ», τον προθάλαμο του ευρώ.
Νομισματική υποτίμηση με κάτω φράγμα το 30% και άνω όριο το 50%
Σύσταση μηχανισμού φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων.
Ανάκτηση του εκδοτικού προνομίου: «Κόψιμο» χρήματος για την χρηματοδότηση του δημόσιου ελλείμματος και συγκεκριμένων κλαδικών πολιτικών, από τον 2ο ή 3ο χρόνο, συνδυασμός αυτής της πρακτικής με εγχώριο δανεισμό.
Μείωση της έμμεσης και άμεσης φορολογίας
Εθνικοποίηση και δημόσιος έλεγχος των τραπεζών και φυσικά της Τράπεζας της Ελλάδας
Αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών -εκκαθάριση των προβληματικών δανείων
Αυτές οι ρυθμίσεις στοχεύουν:
Στην μεταστροφή της αλλοδαπής και ημεδαπής ζήτησης προς τα εγχωρίως παραγόμενα εμπορεύματα.
Στην υποκατάσταση εισαγωγών από εγχώρια αγαθά
Στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης και της απασχόλησης
Στην αύξηση της εθνικής αποταμίευσης
Στη δημιουργία βαθμών ελευθερίας στην άσκηση εθνικά ανεξάρτητης και αναπτυξιακής νομισματικής πολιτικής.
Στην υποστήριξη της ισοτιμίας του νέου νομίσματος.
Στην μείωση της πίεσης επί των μισθών και στην πραγματική αύξησή τους.
Ειδικότερα:
Ο συνολικός πληθωρισμός θα κινηθεί γύρω από το φράγμα του 10%.
Μια υποτίμηση της τάξης του 30%-50% οδηγεί με το χειρότερο δυνατό σενάριο σε πληθωρισμό κόστους 6%-10% για τον πρώτο χρόνο, 4%-6% για τον δεύτερο κλπ. Έτσι είναι εφικτή και η ανάλογη αύξηση της νομισματικής βάσης για την κάλυψη πρωτογενούς δημόσιου ελλείμματος. Ακόμη και αν αυξηθεί περαιτέρω η νομισματική βάση, σε συνθήκες υποαπασχόλησης της οικονομίας, η λελογισμένη αύξηση του χρήματος δεν οδηγεί σε σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις.
Η οικονομία θα μπει σε τροχιά Ανάπτυξης από την προκαλούμενη από την υποτίμηση τόνωση της ζήτησης, αλλά και από την δημοσιονομική επέκταση. Σε πρώτο χρόνο, πριν αρχίσει να λειτουργεί η υποτίμηση, ώθηση στην ανάπτυξη θα δώσει το «κόψιμο χρήματος».
Ειδικότερα, εκτιμάται ότι, η υποτίμηση θα αρχίσει να λειτουργεί μετά από 6-14 μήνες. Λόγω της νομισματικής αλλαγής είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα το 12μηνο. Το προαναφερθέν εύρος υποτίμησης δεν είναι ασύμβατο με συνεπακόλουθη την αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% με 7%, αντιστοίχως.
Δεδομένης, της βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η υποαπασχόληση του επενδυμένου κεφαλαίου είναι υψηλή (εκτιμάται σε επίπεδα άνω του 30%), η υποτίμηση σε συνδυασμό με την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, μαζί, με τα άλλα μέτρα οικονομικής πολιτικής, τα οποία προτείνονται μπορεί να οδηγήσουν σε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η διανομή του εισοδήματος αναμένεται, να βελτιωθεί υπέρ των εργαζομένων, το μερίδιο των μισθών θα αυξηθεί, η πλάστιγγα θα γείρει υπέρ των μισθωτών. Σε άλλη περίπτωση, βεβαίως, κάθε κυβέρνηση έκφρασης των συμφερόντων των μισθωτών οφείλει να προασπίσει αυτά έναντι άλλων συμφερόντων. Γίνεται κατανοητό, ότι η άποψη που λέει ότι οι νομισματικές υποτιμήσειςπλήττουν τα συμφέροντα των μισθωτών, διότι οδηγούν, αναπόφευκτα, σε μείωση των πραγματικών μισθών, είναι εσφαλμένη
(Η εμπειρία δείχνει ότι μόνον σε αμιγώς καπιταλιστικές/νεοφιλελεύθερες και παγκοσμιοποιητικές συνθήκες συνήθως οδηγεί, διότι οι εργαζόμενοι είναι αδύναμοι τόσο στον εσωτερικό, όσο και στον εξωτερικό εχθρό. Δεν μιλάμε για οικονομική πολιτική τύπου Μεξικού, ούτε μιλάμε για υποτιμήσεις «με την βοήθεια» του Δ.Ν.Τ.).
Η οικονομική πολιτική οφείλει, επίσης, να εστιάσει σε εκείνα τα «εμπορεύματα και κλάδους-κλειδιά», για τα οποία πρέπει να μεταβληθεί η ζήτηση, ούτως ώστε να αυξηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό: το συνολικά παραγόμενο προϊόν, η συνολικά απασχολούμενη ποσότητα εργασίας και να μην διοχετεύεται η ενισχυμένη ζήτηση στο εξωτερικό και να δημιουργείται εξωτερικό έλλειμμα. Πρέπει να δοθεί μέσω της αύξησης δαπανών του δημοσίου, ώθηση σε εκείνους τους μη εξαγωγικούς κλάδους, οι οποίοι δεν είναι ισχυρά εξαρτημένοι από τις εισαγωγές και, ταυτοχρόνως, δημιουργούν ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα παραγωγής και απασχόλησης.
Συγκρότηση μηχανισμού ελέγχου της εξέλιξης των τιμών («Παρατηρητήριο Τιμών»), και ενεργητικής δημόσιας παρέμβασης, πρωτίστως της διάχυσης του πληθωριστικού «κύματος» της υποτίμησης, σε συμφωνία με, πρώτον, εκείνην τη διάχυση, η οποία αναμένεται βάσει των υφιστάμενων τεχνικών συνθηκών παραγωγής και, δεύτερον, την ασκούμενη εισοδηματική πολιτική.
Καταγραφή και έναρξη αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου. Επτά δεκαετίες μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ορυκτός πλούτος της χώρας παραμένει, σύμφωνα με δημοσιεύματα ειδικών, άγνωστος στις εθνικές αρχές.
Ζητήματα σχεδιασμού αγροτικής πολιτικής, υπέρβαση της ΚΑΠ, αύξηση της παραγωγικότητας στην γεωργία.
Σε μακροχρόνιο επίπεδο οι αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας είναι περιορισμένες, λόγω μιας παραγωγικής βάσης με μέση παραγωγικότητα της εργασίας, την απουσία ισχυρής και υψηλής βιομηχανίας, καθώς και την μεγάλη εξάρτηση της τελευταίας από τις εισαγωγές. Απαιτείται, επομένως, σχεδιασμένη βιομηχανική πολιτική, μεταβολή της διακλαδικής δομής της, με δύο κύριους στόχους, έναν γενικό και έναν ειδικό:
Γενικός: μείωση του βαθμού εξάρτησης του Βιομηχανικού τομέα από εισαγόμενες εισροές («εκβιομηχάνιση μέσω υποκατάστασης εισαγωγών»).
Ειδικός: ανάπτυξη της παραγωγής εμπορευμάτων υψηλής έντασης ειδικευμένης εργασίας και τεχνολογίας (ηλεκτρονικά και οπτικά προϊόντα, εξοπλισμός μεταφορών, χημικά, φαρμακευτικά κ.λπ.). Αυτά τα εμπορεύματα έχουν κομβικό ρόλο στην αύξηση των εξαγωγών και του εθνικού εισοδήματος, ακριβώς επειδή χαρακτηρίζονται από υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης και, επομένως, από διεθνή ανταγωνιστικότητα, η οποία δεν εξαρτάται πρωτίστως από τις τιμές τους.
Είναι απαραίτητη για το δημόσιο συμφέρον και την ανάπτυξη της χώρας ή επαν-εθνικοποίηση και ο δημόσιος έλεγχος όχι μόνο των τραπεζών και της τράπεζας της Ελλάδας, αλλά των ΔΕΚΟ (ΟΤΕ-ΕΝΕΡΓΕΙΑ), βασικών υποδομών και εθνικών οδών, καθώς και συγκεκριμένων επιχειρήσεων που έχουν σημασία για την ελληνική οικονομία και υπολειτουργούν, όπως και η κοινωνικοποίηση επιχειρήσεων που έχουν κλείσει.
Εφαρμογή συστήματος «ρητρών εξαίρεσης» για την άσκηση στοχευμένων πολιτικών βιομηχανικής ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης βάσει αναλυτικού μακροχρονίου, της τάξης των πέντε ετών, προγράμματος.2
Εναλλακτική μελέτη για ένα διαφορετικό σύστημα συναλλαγματικής ισοτιμίας των λεγόμενων πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ Ε.Ε.
Η πρώτη μεγάλη δυσκολία αφορά το ζήτημα του χρέους. Είναι δύσκολο να βρεθεί «κοινός» τόπος, συναινετική λύση ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές, η καλύτερα να διαγραφεί η να αναδιαρθρωθεί-δραχμοποιηθεί τέτοιο τμήμα του χρέους. Άρα είναι πιθανόν (χωρίς να είναι βέβαιο), ως απάντηση στην στάση πληρωμών η Ε.Ε. να διακόψει τις μεταβιβάσεις προς την Ελλάδα και να μπούμε σε τροχιά ρήξης. Αυτό άλλωστε δύναται (και νομικά) να το κάνει αφού η χώρα εγκαταλείπει-παραβιάζει το Σύμφωνο Σταθερότητας και την Δημοσιονομική συνθήκη.
Από εκεί και πέρα για να «παραμείνει» η Ελλάδα στην Ε.Ε., σύμφωνα με αυτά που απαιτούνται για να εισέλθει σε μια τροχιά αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης χρειάζεται εξαίρεση όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο από την συνθήκη του Μάαστριχτ και την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ειδική σχέση με την Ε.Ε. που δύσκολα θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε «παραμονή».
Ειδικά απαιτούνται: εξαίρεση για το εκδοτικό προνόμιο, εξαίρεση από τον στόχο του ευρώ και τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών 2, εξαίρεση από την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, αναθεώρηση της ΚΑΠ για την Ελλάδα, και τέλος ρήτρες εξαίρεσης για την βιομηχανία η εναλλακτικά αποδοχή από την Ε.Ε. ενός ειδικού συστήματος για την Ελλάδα, πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών, παρόμοιο με αυτό που εφαρμόζει η Βενεζουέλα.
Καταλαβαίνουμε ότι οι απαιτήσεις για μια νέα ειδική σχέση με την Ε.Ε.3 είναι πάρα πολλές, αλλά είναι απόρροια της τραγικής κατάστασης της χώρας. Από την άλλη η Ελλάδα είναι ασήμαντη οικονομικά οντότητα, για το μέγεθος της Ε.Ε., ανάλογα όπως ο νομός Καρδίτσας για την χώρα μας και συνεπώς οποιαδήποτε οικονομική μας πολιτική ελάχιστα επηρεάζει την Ε.Ε..
Στο βαθμό που αυτές δεν γίνουν αποδεκτές, θα πρέπει να γίνει χρήση του άρθρου 50, σύμφωνα με τις συνθήκες, για να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την αποδέσμευση της χώρας από την Ε.Ε.. Ή ίσως να είναι καλύτερο να ειπωθεί ότι μέσω της διαδικασίας αυτής (του άρθρου 50), θα γίνουν οι διαπραγματεύσεις για την παραμονή ή όχι της χώρας στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, μέσω μιας άλλης σχέσης με την Ε.Ε.. Μια τέτοια διαδικασία μας διασφαλίζει και μια χρονική περίοδο της τάξης των 2-3 ετών για προετοιμασία εμπορικής και βιομηχανικής πολιτικής, σταδιακή απειθαρχία και τελικά αποδέσμευση. Σίγουρα η ταυτόχρονη έξοδος από ευρώ και Ε.Ε., μέσα σε μια νύχτα, δεν είναι προς το συμφέρον μας γιατί πιθανά δεν θα είναι εύκολη η απορρόφηση του διπλού σοκ από την χώρα. Η προσαρμογή της οικονομίας σε νέες οικονομικές συνθήκες απαιτεί χρόνο. Χρόνο προσαρμογής απαιτεί η έξοδος από την ευρωζώνη, χρόνο προσαρμογής και η αποδέσμευση από την Ε.Ε.., κυρίως αν συνοδευτεί με αποχώρηση από τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο.
Τέλος η παραμονή για ένα διάστημα εξασφαλίζει και το δικαίωμα λόγου, βέτο και παρέμβασης στα όργανα της Ε.Ε., που διαμορφώνει καλύτερα και το ακροατήριο των άλλων λαών. Βέβαια και από τα όργανα μπορούν να μας αποβάλλουν και η κατάσταση να πάρει έντονα συγκρουσιακό χαρακτήρα, αλλά οποιαδήποτε αντίδραση τους, δεν θα πρέπει να αναιρέσει την πορεία μας.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙ-ΕΞΟΔΟΥ.
Όλα φυσικά αναφέρονται στην έξοδο χωρίς συναίνεση και χωρίς βοήθεια από την Ε.Κ.Τ.
Α) συναλλαγματικό έλλειμμα–συναλλαγματική πολιτική-ισοτιμία-φραγμοί στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων: Ναι μεν σήμερα το Ι.Τ.Σ είναι ισορροπημένο, αλλά για ένα διάστημα, πριν «λειτουργήσει» η υποτίμηση αναμένεται να κάνει μια επιδείνωση το γνωστό ως J.Τα παλιά συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος, έχουν κατατεθεί στην Ε.Κ.Τ., πιθανά επειδή θα γίνει χρεοστάσιο, να κατασχεθούν από τους δανειστές. Ο ελληνικός χρυσός αξίας 5-6 δις ευρώ δεν ξέρουμε σε ποιο μέρος του μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Αλλά ας δεχτούμε το χειρότερο δυνατό σενάριο, ότι στην Τράπεζα Της Ελλάδος δεν επιστρέφονται, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα, ούτε αυτή -πριν την έξοδο- προετοιμάζεται-δημιουργεί άλλα.
Στα «χέρια» Ελλήνων πολιτών υπάρχουν καταθέσεις στο εξωτερικό ή άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία. Θα μπορούσε το δημόσιο με έξυπνες τακτικές να καλυφτεί από εκεί. Π.Χ. θα μπορούσε να μπει ένας έκτακτος φόρος, «υπεραξίας», όχι κατασχετικός, σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία π.χ. 10%, λόγω ότι αυτοί οι πολίτες «αυξάνουν» τον σχετικό πλούτο τους από την υποτίμηση. Σε περίπτωση μάλιστα που κάνουν εισαγωγή κεφαλαίων θα μπορεί ο φόρος αυτός να μειώνεται για τα κεφάλαια που εισάγονται στο πρώτο εξάμηνο, π.χ., της επιστροφής στην δραχμή.
Τέλος τα τραπεζογραμμάτια που υπάρχουν σε τράπεζες και σε χέρια Ελλήνων πολιτών είναι συνάλλαγμα, αν και δανεισμένο από την Ε.Κ.Τ.. Το αν μπορούν να μαζευτούν, να χρησιμοποιηθούν ως συνάλλαγμα, να ακυρωθούν ή να σφραγιστούν, είναι ζήτημα και τεχνικό, και διαπραγμάτευσης, και πολιτικής απόφασης.
Αλλά στην χειρότερη περίπτωση και για τους πρώτους μήνες, η χώρα μπορεί να στηριχτεί στο ζωντανό συνάλλαγμα από τις εξαγωγές της και οι εισαγωγές αγαθών να γίνονται με ρυθμό προτεραιότητας. Ο όγκος των εισαγωγών ίσως μειωθεί σημαντικά και θα υπάρξουν ελλείψεις. Αλλά αυτές οι ελλείψεις μπορούν να είναι σε αυτοκίνητα, είδη πολυτελείας και μη απαραίτητα καταναλωτικά αγαθά, ίσως σε ταξιδιωτικό συνάλλαγμα κλπ. Για μια τέτοια βραχυχρόνια κατάσταση «ειδικών» περιορισμών, θα πρέπει να υπάρξει κατάλληλη πολιτική ενημέρωση και προετοιμασία του λαού.
Όλα αυτά γίνονται γιατί θέλουμε να είναι η περιορισμένη η χρήση της δραχμής στις αγορές συναλλάγματος (κατά το παράδειγμα της Ισλανδίας) για να μην κάνει μεγάλη αρχική βουτιά η ισοτιμία. Για την αντιμετώπισή των προβλημάτων ισοτιμίας επιβάλλεται, η σύσταση μηχανισμού φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, ο οποίος να είναι καταρχάς ιδιαίτερα αυστηρός και να αμβλυνθεί στη συνέχεια, σε συνάρτηση με την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Ειδικότερα, να επιτρέπει μόνον εκείνες τις πράξεις συναλλάγματος, οι οποίες, πρώτον, αφορούν συναλλαγές του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δεύτερον, αφορούν μακροπρόθεσμες (επενδυτικές) εισροές χρηματικών κεφαλαίων και, τρίτον, πραγματοποιούνται από τις αρχές οικονομικής πολιτικής.
Με τον έλεγχο στις κινήσεις κεφαλαίων επιτυγχάνεται και η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής: Εάν θέλεις να διατηρήσεις για κάποιο διάστημα σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και δεν υπάρχουν φραγμοί στην κυκλοφορία των χρηματικών κεφαλαίων, τότε το μέσο της νομισματικής πολιτικής είναι πλήρως αναποτελεσματικό, δηλαδή είναι αδύνατον να ασκηθεί εθνική νομισματική πολιτική. Άρα, μεταξύ των τριών (σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία – ελεύθερη κίνηση χρηματικών κεφαλαίων – χρήση νομισματικής πολιτικής), οι εθνικές αρχές μπορούν να επιλέξουν μόνον δύο (αυτό το θεώρημα αποδείχθηκε από τον νομπελίστα Robert Mundell, και είναι γνωστό ως «Τρίλημμα της Ανοικτής Οικονομίας» ή, αλλιώς, «Ασύμβατο Τρίγωνο»). Άρα και από αυτή την πλευρά είναι απαραίτητοι.
Τέλος οι έλεγχοι κεφαλαίων σε συνδυασμό με την συναλλαγματική πολιτική , από την μια διαμορφώνουν βαθμούς ελευθερίας στη νομισματικά πολιτική δηλαδή στο επιτόκιο, άρα στο ποσοστό κέρδους, συνεπώς χαλαρώνουν την πίεση στους μισθούς, από την άλλη ο έλεγχος στην εξαγωγή κερδών αυξάνει την δυνατότητα φορολόγησης του κεφαλαίου και άρα μειώνει την φορολογία των μισθωτών.
2) Mετά από την υποτίμηση η βιομηχανία ενισχύεται λιγότερο μια που εισάγει σημαντικό κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Συγκεκριμένα μετά από μια υποτίμηση της τάξης του 30%-50%, η αύξηση της μέσης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που αναμένεται είναι 23% με 37%, αντιστοίχως (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας). Οι τομεακές διαστάσεις αυτής της βελτίωσης έχουν ως εξής: Πρωτογενής τομέας: 25% με 40%. Βιομηχανία: 20% με 31%. Υπηρεσίες: 25% με 40%. Για αυτό ακριβώς μεσοχρόνια χρειάζεται δομική αλλαγή της παραγωγής τόσο για τον περιορισμό των εισαγωγών κεφαλαιουχικού εξοπλισμού όσο και για την αύξηση εξαγωγών υψηλής παραγωγικότητας, για αγορά κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, μια και απαιτείται να μεγεθύνουμε την βιομηχανία.
Δ) Η επιτυχία της υποτίμησης: Είναι λογικό οι εισαγωγείς να ρίξουν τις τιμές ακολουθώντας «πολιτική αγοράς», άρα να μείνουν περισσότερο ανταγωνιστικοί, αλλά και ο εισαγόμενος πληθωρισμός θα είναι έτσι μικρότερος. Το κύριο ζήτημα είναι ότι η υποτίμηση θα γίνει σε περιβάλλον νομισματικής αλλαγής, οπότε θα πρέπει να ελεγχθεί η πιθανή κερδοσκοπία που θα οδηγήσει στην άνοδο των τιμών. Θα πρέπει σε πρώτη φάση να υπάρξει ένας δημόσιος έλεγχος επί των τιμών παραγωγής και πώλησης. Να καθοριστούν ανώτερες και κατώτερες τιμές για αγαθά και υπηρεσίες. Ιδίως θα πρέπει να ελεγχθεί το τμήμα των μεσαζόντων. Π.Χ. Σε συζήτηση με συνεταιρισμούς και αγροτικούς συλλόγους θα πρέπει να ελεγχθεί η διανομή των προϊόντων, σε δεύτερη-φάση ανεξάρτητα από την υποτίμηση, θα πρέπει να την αναλάβουν είτε συνεταιριστικά σχήματα είτε ο δημόσιος τομέας. Σε περίπτωση που για οποιαδήποτε λόγο δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι της υποτίμησης, άμεσα θα πρέπει να εφαρμοστεί το σύστημα των πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το οποίο θα πρέπει να έχει μελετηθεί εκ των προτέρων.
Ε) Οι Εθνικοποιήσεις θα πρέπει να γίνουν με το μικρότερο κόστος για το δημόσιο προϋπολογισμό. Θα πρέπει να ληφθεί υπ όψιν η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής. Οι Εθνικοποιήσεις και η επανάκτηση ιδιωτικοποιήσεων, είναι αναγκαίες, όχι μόνο των τραπεζών (που πρέπει με διαφορικά επιτόκια) να ενισχύσουν κλαδικές πολιτικές, αλλά και των στρατηγικών επιχειρήσεων επειδή παίζουν ανάλογο ρόλο μέσω των τιμών τους. Τέλος, δεν ληστεύεται ο λαός από «ιδιωτικές» ΔΕΚΟ κλπ και αυξάνεται το εισόδημά του.
ΣΤ) Το πρώτο έτος η ανάκαμψη και οι δημόσιες επενδύσεις θα στηριχτούν στο εκδοτικό προνόμιο μια που οι θετικές επιπτώσεις της υποτίμησης στην ανάπτυξη θα έρθουν, μάλλον από το 2ο έτος. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και φειδώ στο «κόψιμο χρήματος», καθώς μια ριζοσπαστική κυβέρνηση θα πιέζεται κοινωνικά για άμεσες βελτιώσεις, αυξήσεις και παροχές. Αυτό αποτελεί έναν σημαντικό κίνδυνο. Σε κάθε περίπτωση το εθνικό συμφέρον, της ανασυγκρότησης, θα πρέπει να τεθεί πάνω από κάθε κλαδικό ή ιδιαίτερο συμφέρον.
Οι πρώτοι μήνες θα είναι δύσκολοι για το τραπεζικό σύστημα, για τεχνικά ζητήματα που σχετίζονται και με τις διεθνείς συναλλαγές της χώρας, αλλά και με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Αυτά σε συνδυασμό με την πιθανή διακοπή των ευρωπαϊκών πόρων, ίσως αναστείλουν μια θεαματική και ουσιαστική βελτίωση το πρώτο διάστημα, ή ακόμη και τον πρώτο χρόνο. Ιδίως οι πρώτοι μήνες χρειάζονται την μεγάλη στήριξη και συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα. Κάποιοι ισχυρίζονται, ότι θα μας κάνουν οικονομικό εμπάργκο, άλλοι ότι οι Τούρκοι θα μας κάνουν πόλεμο. Πράγματι, μπορεί να μας πέσει και κάποιος μετεωρίτης στο κεφάλι, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε συζήτηση με αυτό τον τρόπο, επειδή ίσως στην πίσω μεριά του κεφαλιού μας θέλουμε να αιτιολογήσουμε υπέρ μιας σοσιαλιστικής επανάστασης και ενός «ένοπλου», ή ανάλογα «προετοιμασμένου» λαού. Όταν μάλιστα, ούτε οι ξένοι, ούτε καν η Ντόρα, ο Μητσοτάκης, η ο Βενιζέλος έχουν έστω τραυλίσει τέτοια «επιχειρήματα». Ένα παράδειγμα είναι η Ισλανδία, που τράβηξε τον περήφανο δρόμο της. Η χώρα, οι δυνάμεις της εργασίας και της δημοκρατίας μπορούν να κάνουν τις επιλογές τους, αρκεί να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
* Πρέπει να ευχαριστήσω τον Θ. Μαριόλη για την συζήτηση θεμάτων επί του παρόντος. Πολλά στοιχεία υπολογισμοί, καθώς και προτεινόμενες πολιτικές προέρχονται από μελέτες του ιδίου όσο και άλλων μελών του ιδρύματος Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών Δ. Μπάτσης. Επίσης να ευχαριστήσω όλους τους συμμετέχοντες στην συζήτηση στο Βερολίνο και ιδιαίτερα τον Δ. Περδίκη για τον σχολιασμό του στις παραπάνω θέσεις, που βελτίωσαν το κείμενο.
Σημειώσεις:
1): «Μακριά από κάθε αντιπολιτευτική νοοτροπία ή στενό κομματικό ελατήριο, αλλά μόνο από βαθιά συναίσθηση της ευθύνης μας και με μοναδικό κριτήριο το εθνικό συμφέρον προειδοποιήσαμε, ότι η σύνδεση της χώρας μας, χώρας ακόμη υποανάπτυκτης, με την Κοινή Αγορά των Εξ ασύγκριτα προηγμένων χωρών της Δυτ. Ευρώπης, όχι μόνο κανένα θετικό πλεονέκτημα ή ελπίδα οικονομικής ανάπτυξης δεν μας παρέχει, αλλά αντίθετα οδηγεί στην καταβαράθρωση της οικονομίας μας…… Είναι αξίωμα της οικονομικής θεωρίας, στηριγμένο σε πλούσια μέχρι τώρα πείρα, ότι όταν συγχωνεύονται σε ενιαίο οικονομικό χώρο, χώρες ανισόμετρα ανεπτυγμένες, το αποτέλεσμα είναι οι μεν αναπτυγμένες να αναπτύσσονται ακόμη ταχύτερα και να γίνονται πλουσιότερες, οι δε καθυστερημένες να πέφτουν σε μεγαλύτερη εξαθλίωση και φτώχεια. Και οπωσδήποτε από κανέναν δεν αμφισβητείται ότι οι οικονομικές ενώσεις του είδους αυτού μοιραία οδηγούν στη διερεύνηση του χάσματος μεταξύ ανεπτυγμένων και υποανάπτυκτων..…» , απόσπασμα από την ομιλία του Η. Ηλιού: « Η Ελλάς στον Λάκκο των Λεόντων».
2): Οι «ρήτρες εξαίρεσης» θα πρέπει να αφορούν σε όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές δασμολογικών και μη δασμολογικών (επιδοτήσεις εξαγωγών, αξίωση ελαχίστου εγχώριου μεριδίου παραγωγής, ποσοστώσεις εισαγωγών, προμήθειες δημοσίου) παρεμβάσεων. Αυτές θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν, σε ορισμένο βαθμό, με συμφωνίες για μεταφορά τεχνογνωσίας και τεχνολογίας μέσω εγχωρίων συμπαραγωγών (πιθανότατα δημόσιας ιδιοκτησίας) με αλλοδαπές επιχειρήσεις.
3): Σε ανακοίνωση της η Commisionτον Ιανουάριο του 2014, έκανε έντονη έκκληση για βιομηχανική πολιτική, για ενίσχυση της βιομηχανίας στην Ευρώπη. Το ζήτημα λοιπόν είναι ότι χωρίς ειδική προστατευτική πολιτική, η βιομηχανία στην Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτυχθεί.
Παράρτημα:
Α) για τις πολιτικές της Ε.Ε.:
- Η Εμπορική πολιτική της Ε.Ε., είναι σαφής, προστατεύει τα βιομηχανικά και κτηνοτροφικά προϊόντα του Βορρά, ενώ τα άλλα αγροτικά προϊόντα κλπ του Νότου και της Ελλάδας μένουν στην τύχη τους. Το πιο απλό παράδειγμα της καθημερινής ζωής είναι τα λεμόνια Αργεντινής που εποχικά είναι πιο φτηνά από τα ελληνικά, και τα βρίσκει κανένας ακόμη και στις αγορές του Νότου, ενώ το πολύ καλύτερο σε ποιότητα μοσχάρι Αργεντινής είναι πανάκριβο, γιατί προστατεύεται το μοσχάρι της Γαλλίας, Ολλανδίας κλπ. Το ίδιο συμβαίνει με σειρά αγαθών, μια που οι Βρυξέλλες ελέγχονται από συγκεκριμένες πολυεθνικές εταιρίες. Η δασμολογική και κανονιστική προστασία έναντι προϊόντων και υπηρεσιών τρίτων χωρών, παρέχουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις χώρες του κέντρου και τους επιτρέπουν να υποκαταστήσουν εξαγωγές τρίτων χωρών ή και εγχώρια παραγωγή στις αγορές του Νότου. Εν ολίγοις, παρά την «δύναμή» του, ο Βορράς διατηρεί εκεί που επιθυμεί τον παραδοσιακό προστατευτισμό. Φαίνεται ότι η Ελλάδα για την πολιτική και οικονομική της ελίτ είναι τόσο «ισχυρή», που δεν χρειάζεται κανέναν προστατευτισμό. Δεν μπορούμε παρά να κρούσουμε τις σειρήνες του κινδύνου για τον βομβαρδισμό που έρχεται μέσω της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου Ε.Ε.-ΗΠΑ, που ίσως θα αποτελέσει και την χαριστική βολή στην ελληνική γεωργία, όπως και στον υπόλοιπο Νότο της Ε.Ε.. Διότι κανόνες προστασίας, από την επέλαση των μεγάλων αγρο-επιχειρήσεων των ΗΠΑ, δεν πρόκειται να μπουν για τον Νότο.
- Η Κοινή Αγορά που έχει όπως είπαμε και όλα τα χαρακτηριστικά της τελωνειακής ένωσης, είτε μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ελεύθερης κυκλοφορίας, κεφαλαίων, εμπορευμάτων, εργαζομένων, υπηρεσιών, είτε απαγορεύοντας την στήριξη συγκεκριμένων κλάδων, είτε μέσω ποσοστώσεων, επιδοτήσεων (και εδώ εννοούμε και τις «συγκριτικές» επιδοτήσεις, πόσο δηλαδή παραπάνω επιδοτήθηκαν προϊόντα του Βορρά) κλπ, επέβαλλε ένα παραγωγικό μοντέλο στην γεωργία, αλλά και στην μεταποίηση, όπου το τι και πόσο παράγουμε έχει περισσότερο σχέση και εξαρτάται από τις ανάγκες των βορείων εταίρων μας παρά με τις ανάγκες της χώρας. Σε μια σειρά αγροτικών προϊόντων (που ήταν και τα κύρια της χώρας) γάλα, καπνός, βαμβάκι, καλαμπόκι, ζάχαρη, βιομηχανική ντομάτα, αμπέλια-κρασί, κλπ, η κοινότητα είχε ή έχει επιβάλλει άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της παραγωγής μας, ή ακόμη ξεριζώματα, καταστροφή καλλιεργειών, παραγωγή για τις χωματερές κλπ. Από το 1981 έως το 1994 (απαρχή της πορείας για την ΟΝΕ) οι εισαγωγές τροφίμων αυξήθηκαν κατά 114%. Σε σταθερές τιμές 1970 η αγροτική παραγωγή έμεινε στάσιμη έως το 1995, ενώ από τότε φθίνει. Μεταξύ 1981-2001 οι απασχολούμενοι στην γεωργία μειώθηκαν κατά 375.000! Σημειώνουμε ότι το αγροτικό ισοζύγιο της χώρας ήταν ελαφρά θετικό την περίοδο από την μεταπολίτευση ως την ένταξη. Η κατάσταση ανατράπηκε δραματικά μετά την ένταξη, με ένα σημαντικό και συνεχώς διευρυνόμενο έλλειμμα.
Μια σειρά βιομηχανίες έβαλαν λουκέτο, μερικές και ως αποτέλεσμα της «αναδιάρθρωσης» της γεωργίας. Ένα μεγάλο κομμάτι χάθηκε λόγω της απώλειας των δασμών και του προστατευτισμού (ηλεκτρικά είδη κλπ), ενώ ένα άλλο υπέστηκε τεράστια καθίζηση. Το 1998 την χρονιά που εισήλθαμε στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, τον γνωστό ως προθάλαμο του ευρώ, βασικοί βιομηχανικοί κλάδοι της οικονομίας μας, είχαν υποχωρήσει: Με βάση το 1980=100 είχαμε υφαντικά είδη 67,1, είδη υπόδησης και ένδυσης 41,0, είδη ξύλου και φελλού 57,0, έπιπλα 73,2, μεταφορικά μέσα 72,5, δέρμα και γουναρικά 34,9, μεταλλικά προϊόντα 73,4, εκτυπώσεις και εκδόσεις 77,0, διάφορα είδη 52,5 κλπ . Άλλες στρατηγικές για την χώρα, ( όπως τα ναυπηγεία) έκλεισαν «πρόσφατα», είτε λόγω σκληρού ευρώ, είτε με εντολή και με βάση τις απαγορεύσεις και ποινές υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού της Ε.Ε..
Τα αποτελέσματα ως προς την οικονομική μεγέθυνση αποδεικνύουν ότι τα πρώτα 15 χρόνια της ένταξης, αποτελούσαν μια πραγματικά χαμένη δεκαπενταετία. Ενώ ο μέσος όρος της αύξησης του ΑΕΠ ήταν 1960-1970: 8,5%, 1970-1980: 4,6%, μετά έχουμε: 1980-1985: 0,1%, 1985-1990: 1,2%, 1990-1995: 1,2%. Η δε ανεργία από 2,2% την περίοδο 1970-1980, μετά αυξήθηκε 6,7%, 7,4%, και 9,2% αντίστοιχα. Αν μάλιστα από την οικονομική μεγέθυνση της δεκαπενταετίας αφαιρέσουμε τις ισχυρές μεταβιβάσεις της Ε.Ε., μιλάμε για δεκαπέντε χρόνια απόλυτης στασιμότητας. Οι μεταβιβάσεις αυτές επίσης κάλυψαν σημαντικά το έλλειμμα του Ι.Τ.Σ. και «έκρυψαν» το πρόβλημα παραγωγικής αποσάθρωσης.
Τι κερδίσαμε και τι χάσαμε λοιπόν από την ένταξη στην τελωνειακή ένωση και την κοινή αγορά; Χάσαμε μεγάλο κομμάτι της παραγωγικής μας βάσης, και κερδίσαμε τις μεταβιβάσεις από την Ε.Ε.!
Ενώ η παραγωγική δομή της χώρας αποδιαρθρωνόταν, η Ε.Ε. έκανε το τραπέζι και χρύσωνε το χάπι σε μια σειρά στρώματα, διαμορφώνοντας και την ανάλογη ψευδή συνείδηση. Ούτε το βιομηχανικό, ούτε το αγροτικό προϊόν αυξήθηκε ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά κατά τα 15 πρώτα χρόνια της ένταξης. Υπήρχε αναιμική αύξηση του ΑΕΠ που οφείλεται στις επιδοτήσεις . Στην πραγματικότητα η Ελλάδα υποβαθμίστηκε στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και λογικά η ανεργία από το κατώτερο κατώφλι της μεταπολίτευσης, 1,54% το 1977, έγραψε για πρώτη φορά διψήφιο νούμερο 10,11% το 1994. 0ι εργαζόμενοι στην μεταποίηση-βιομηχανία από 18,74% του συνόλου των οικονομικά ενεργών 1981, ήταν 11,51% το 2001, όπως διαβάζουμε στις απογραφές της ΕΣΥΕ. Ενώ δηλαδή ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 1 εκ. από 3,54 εκ το 1981 σε 4,61 εκ. το 2001, η μεταποίηση μειώθηκε από 664 χιλ το 1981 σε 530 χιλ το 2001. Συνολικά σε γεωργία-μεταποίηση χάθηκαν πάνω από μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας! αυτή την περίοδο. Για να ικανοποιηθούν και οι οικολόγοι, είχαμε αποανάπτυξη…..
Με την διεύρυνση της Ε.Ε. και την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, οι καθαρές μεταβιβάσεις από την Ε.Ε., από το 2001 και μετά περιορίζονται στα περίπου 3 δις ετησίως. Σήμερα δηλαδή αντιστοιχούν περίπου στο 1,5% του ΑΕΠ. Αν μάλιστα έως το 2018 επιτευχθεί ο στόχος για δημοσιονομικό πλεόνασμα -3,5%, που θα διοχετεύεται στο εξωτερικό για αποπληρωμή τόκων δημοσίου χρέους τότε για πρώτη φορά μετά την ένταξη θα μεταβιβάζουμε εθνικό εισόδημα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, η 4 δις καθαρά στους εταίρους «μας» του Βορρά. Δηλαδή θα πληρώνουμε αδρά την συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, δηλαδή την καταστροφή μας. Πλέον θα είμαστε, εμείς μια αδύναμη οικονομία που θα μεταβιβάζουμε πόρους στο Βορρά, σε ισχυρότερες οικονομίες, για να αποκλίνουμε όλο και περισσότερο. Τι συνεπάγεται αυτό σε μια οικονομία όπου ο γεωργικός τομέας και η μεταποίηση έχουν αποδιαρθρωθεί, που οι εφοπλιστές της αλλάζουν σημαίες και τα πληρώματα έχουν αφελληνιστεί; Ότι η φτώχεια και η εξαθλίωση θα απλωθούν, η ευρωπαϊκή πορεία και ο «εκσυγχρονισμός» θα επιβληθεί με τον αστυνομικό βούρδουλα, ενώ η μετανάστευση θα ξαναγίνει (όπως άλλωστε συμβαίνει) ευλογία.
Β) Η Νομισματική Ένωση η ΟΝΕ, απαγορεύσει στα κράτη την ρύθμιση των οικονομιών τους και οποιαδήποτε εθνική κρατική παρέμβαση για την δημιουργία πλήρης απασχόλησης, καταργώντας την δημοσιονομική, νομισματική και συναλλαγματική πολιτική. Το ευρώ επιβάλλει την πλήρη αγορά, όπου κυριαρχεί χωρίς κραδασμούς το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, οι μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν απόλυτο πλεονέκτημα και επικρατούν οι ισχυρές περιφέρειες και κράτη. Ο σκοπός της ΟΝΕ είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ζ.Ε., και της Ε.Ε. έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Αυτό φυσικά γίνεται (σε αντιστοιχία με τον ναζισμό) με την εκκαθάριση εντός της, των οικονομικά αδύναμων.
Το χάσμα κέντρου-περιφέρειας που ενέτεινε η Κοινή Αγορά υψώνεται σε δεύτερη δύναμη. Η Ελλάδα ισοπεδώνεται. Αν η είσοδος στην ΕΟΚ ήταν μεγάλο σφάλμα η είσοδος στην ΟΝΕ αποτέλεσε τεράστιο έγκλημα. Η Ελλάδα δεν είχε κανένα χαρακτηριστικό που να τις επιτρέπει την ένταξη σε αυτή την νομισματική ένωση. Δεν υπήρχε στο ελάχιστο η απαραίτητη ολοκλήρωση στο επίπεδο των συναλλαγών, και η ανάλογη κινητικότητα των συντελεστών παραγωγής, δεν υπήρχε ομοιότητα στις οικονομικών δομών, δεν υπήρχε η ομοιότητα των οικονομικών κύκλων που απαιτεί ενιαία νομισματική πολιτική, δεν υπήρχαν και δεν υπήρξαν κοινοί ρυθμοί πληθωρισμού για μην χρειάζονται την υποτίμηση για να «διορθώσουν», κάτι που προϋπόθετε η αμετάκλητη ονομαστική ισοτιμία. Αντίθετα υπήρχε σαφής διαίρεση Βορρά-Νότου στον καταμερισμό εργασίας, με την Ελλάδα να βρίσκεται στον πάτο. Τέλος δεν υπήρχε ένα ομοσπονδιακό δημοσιονομικό σύστημα όπως αυτό των ΗΠΑ, καθώς η ευρωζώνη αποτελείται από διαφορετικά έθνη-κράτη, ώστε αυτόματα να μεταφέρονται πόροι προς τις χώρες που έχουν οικονομικά προβλήματα. Η Ελλάδα δεν χώραγε στην ΟΝΕ, αλλά και η ΟΝΕ ως σύνολο δεν ήταν μια «άριστη νομισματική περιοχή». Η κρίση ήταν προδιαγραμμένη, με θύματα την Ελλάδα και τους εργαζόμενους της περιφέρειας.
Η μεγάλη συνέπεια της απώλειας του εθνικού νομίσματος είναι η οριστική απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας της χώρας, μια που το εθνικό νόμισμα καθιερώθηκε μαζί με την ίδρυση των εθνών κρατών. Έτσι στην Ελλάδα φτάνουμε σήμερα στο επίπεδο της οικονομικής αποικίας. Τέλος οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες δυσκολεύονται να εξελιχθούν μια που ιστορικά, αυτοί διεξάγονται σε επίπεδο εθνικού κράτους.
Ειδικότερα:
1. Η δημοσιονομική πολιτική είχε ήδη περιοριστεί από το σύμφωνο σταθερότητας, ενώ μέσω της δημοσιονομικής συνθήκης ουσιαστικά απαγορεύονται τα ελλείμματα και οποιαδήποτε παρέμβαση μέσω επεκτατικής πολιτικής και επιβάλλεται αυστηρή λιτότητα με σκοπό την μείωση του χρέους. Όλοι οι προϋπολογισμοί των τέως κυρίαρχων κρατών ελέγχονται από τις Βρυξέλες. Έτσι σήμερα στην ευρωζώνη, ίσως μόνο η Γερμανία να διαθέτει την δυνατότητα να διαμορφώσει κάποια ελλείμματα.
2. Η νομισματική πολιτική, ασκείται από την Ε.Κ.Τ. . Οι οικονομικοί κύκλοι των χωρών όμως ήταν και είναι διαφορετικοί, μια που αποτελούν ανομοιογενείς οικονομίες, που δεν έχουν την απαραίτητη ολοκλήρωση μεταξύ τους ( τουλάχιστον όσον αφορά την περιφέρεια) και είναι άλλου επιπέδου ανάπτυξης. Είναι λογικό, η νομισματική πολιτική της Ζ.Ε., να ασκείται με βάση την κατάσταση της οικονομίας της ατμομηχανής της, της Γερμανίας και των δορυφορικών της κρατών. Όταν ο Νότος ήταν σε οικονομική μεγέθυνση, τα “Xρυσά” χρόνια του ευρώ, και χρειαζόταν υψηλά επιτόκια, η Ε.Κ.Τ. λειτουργώντας για τον «μέσο όρο», δηλαδή για το κέντρο, επειδή η Γερμανία ήταν σε άλλη φάση του οικονομικού κύκλου ,είχε χαλαρή νομισματική πολιτική, οδηγώντας την περιφέρεια σε υπερθέρμανση, σε φούσκες ακινήτων και τελικά στην κρίση κλπ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός να κινείται πάνω από το μέσο όρο της Ζ.Ε., σταθερά, να είναι ο υψηλότερος στην Ζ.Ε., την περίοδο 2001-2009, με αποτέλεσμα, την άνοδο των τιμών και της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της χώρας, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ζ.Ε., δεδομένης της αδυναμίας υποτίμησης. Συνέπεια αυτού, ήταν το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών που κατευθυνόταν προς την ευρωζώνη ως προς τις συνολικές εξαγωγές της χώρας, να υποχωρήσει από 55% το 1995 σε 30% το 2012. Συγχρόνως εισαγόμενα υποκατέστησαν εγχώρια παραγωγή. Το 1995 είναι χρονιά ορόσημο γιατί αρχίζει η πορεία προς την ΟΝΕ, μέσω της πολιτικής της «σκληρής δραχμής», η άνοδος δηλαδή της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και άρα η πτωτική πορεία της ανταγωνιστικότητας της χώρας (σε όρους τιμών) . Για το παράδοξο, πως μια χώρα να χάνει συνέχεια σε ανταγωνιστικότητα και να εμφανίζει οικονομική μεγέθυνση (π.χ. η Ελλάδα από το 1995-2008) θα μιλήσουμε στην συνέχεια.
3. Η συναλλαγματική πολιτική της χώρας καταργήθηκε. Όπως είπαμε και πριν, δεν ήταν σε θέση να διορθώσει μέσω της ονομαστικής υποτίμησης την άνοδο της πραγματικής ισοτιμίας που είχε με τις χώρες της Ζ.Ε., λόγω μεγαλύτερου πληθωρισμού. Από την άλλη τα προϊόντα (εδώ συμπεριλαμβάνεται και ο τουρισμός) της Ελλάδας, δεν είναι κατά κύριο λόγο υψηλής τεχνολογίας, όπως της Γερμανίας και άρα ανταγωνίζονται με όρους κόστους. Το ακριβό ευρώ πλήττει χώρες σαν την Ελλάδα, ενώ ευνοεί χώρες όπως η Γερμανία που τα προϊόντα τους εξαρτώνται περισσότερο από την αύξηση της ζήτησης παρά από τις τιμές. Τα ελληνικά προϊόντα δηλαδή έχουν μεγάλη ελαστικότητα ως προς την τιμή τους, ενώ τα γερμανικά ως προς την ζήτηση. Η είσοδος μιας μαλακιάς οικονομίας στην ζώνη ενός σκληρού νομίσματος δεν καθιστά σκληρή την μαλακιά οικονομίας όπως φαντάζονταν ο Σημίτης, ή όπως ανεύθυνα η και κατευθυνόμενα από ξένα και εγχώρια κέντρα υποστηρίζουν ακόμη και σήμερα ο Στουρνάρας κ.α, αλλά μάλλον την λιώνει οριστικά. Η σταδιακή ανάκαμψη των παλιών σοσιαλιστικών χωρών, όπως και η ανάπτυξη άλλων τρίτων χωρών (όπως η Τουρκία, που έφτασε σε κάποιο σημείο να είναι η πρώτη εισαγωγέας ελληνικών αγαθών) διόρθωσαν την κατάσταση όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών, αύξησαν τον τουρισμό κλπ Όμως ακόμη και εκείνη την στιγμή οι ελληνικές εξαγωγές δεν αποτέλεσαν ούτε το 0,5% των συνολικών εισαγωγών της Τουρκίας (συμπεριλαμβανόμενων των πετρελαιοειδών που έχουν και την μερίδα του λέοντος).
Το εκδοτικό προνόμιο καταργήθηκε. Απαγορεύτηκε από την συνθήκη του Μάαστριχτ, η δυνατότητα των εθνικών κρατών να καλύπτουν δημόσια ελλείμματα με έκδοση χρήματος όπως και στην Ε.Κ.Τ να πράττει το ίδιο με οποιοδήποτε τρόπο. Τα κυρίαρχα κράτη παραδόθηκαν στις χρηματαγορές. Αυτός ο κανόνας σε συνδυασμό με την απαγόρευση της υποχρέωσης διάσωσης για οποιαδήποτε κράτος μέλος θα παίξει τεράστιο ρόλο στην μετέπειτα κρίση.
Γ. Το 1994, μετά το Μάαστριχτ, ξεκινάει η πορεία προς το ευρώ, η απαρχή της χρεοκοπίας και μιας νέας μικρασιατικής καταστροφής:
Πρέπει να τονίσουμε ότι παρ’ ό ότι το 1993 το δημόσιο χρέος έφτασε το 100% του ΑΕΠ, έναντι 26% του 1981 που ενταχτήκαμε στην ΕΟΚ, το χρέος αυτό ήταν στο συντριπτικό του μέρος εσωτερικό και δραχμοποιημένο. Ένα χρέος στο εθνικό νόμισμα της χώρας, όσο μεγάλο και να είναι δεν οδηγεί στη χρεοκοπία. Μπορεί να ελεγχθεί και να μειωθεί μέσω του πληθωρισμού, η και του εκδοτικού προνομίου (που εκείνη ακριβώς την εποχή καταργούσε η συνθήκη του Μάαστριχτ).
Το 1994 αρχίζει ένα παράδειγμα –προς αποφυγή- οικονομικής μεγέθυνσης που οδήγησε στην πλήρη παραγωγική και δημοσιονομική χρεοκοπία, η φούσκα του ευρώ που τα αποτελέσματα συνειδητοποιήθηκαν με το πρώτο μνημόνιο το 2010.
Αυτό το «μοντέλο»-φούσκα στηρίχθηκε στην άφθονο εξωτερικό δανεισμό που με την σειρά του τροφοδότησε την εγχώρια ζήτηση, δημόσια και ιδιωτική. Σε μια σχέση συνεχούς ανατροφοδότησης, το μοντέλο αυτό επιδείνωνε συνεχώς την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Έτσι είχαμε το παράδοξο, η χώρα να χάνει σε ανταγωνιστικότητα καθώς η πραγματική της ισοτιμία ανερχόταν, χωρίς παράλληλα να γίνονται παραγωγικές επενδύσεις που θα μπορούσαν να την ενισχύσουν, και συγχρόνως να καταγράφει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Κανείς δεν πρόσεχε τα τεράστια ελλείμματα του Ι.Τ.Σ., που τελικά έφτασαν να σωρεύσουν ένα Καθαρό Εξωτερικό Χρέος της τάξης του 108% του ΑΕΠ το 2012, όταν αυτό ήταν υποδεκαπλάσιο στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Αν και η δημόσια συζήτηση όσο και όπως γίνεται ταυτίζει το ζήτημα με την είσοδο στην Ζ.Ε., η πραγματική απαρχή του ελληνικού δράματος μπορεί να προσδιοριστεί, ακριβώς μετά την συνθήκη του Μάαστριχτ, το έτος 1994.
Το 1994, α) απελευθερώθηκε το τραπεζικό σύστημα με την αποδέσμευση των εποπτικών κεφαλαίων που οι εγχώριες τράπεζες τηρούσαν στην τράπεζα της Ελλάδος, και με την άρση περιορισμών για τα καταναλωτικά δάνεια. β) Το κύριο είναι ότι άρχισε η προσπάθεια για την είσοδο στην ΟΝΕ με την υιοθέτηση της πολιτικής της σκληρής δραχμής. Είχαμε υψηλά επιτόκια, ενώ παράλληλα περιορίστηκε η ονομαστική υποτίμηση της δραχμής ώστε να περιοριστεί ο εισαγόμενος πληθωρισμός, με σκοπό να επιτευχθεί ο αναγκαίος αποπληθωρισμός για να εισαχθεί η χώρα στην Ζ.Ε.. Ο στόχος επετεύχθη, αλλά με το μεγάλο κόστος ανατίμησης της δραχμής. Αυτές οι συνθήκες, υψηλά επιτόκια, ονομαστική υποτίμηση κάτω από τον πληθωρισμό, έδιναν εγγύηση βέβαιων αποδόσεων για προσέλκυση κεφαλαίων που με την σειρά τους δημιουργούσαν τάση περαιτέρω ανατίμησης της δραχμής. γ) Η προοπτική της ΟΝΕ άρχισε να βελτιώνει και την συνολική πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και την δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων τόσο για τον δημόσιος τομέας όσο και το ιδιωτικό τομέα.
Σε αυτή την κατάσταση η πιστωτική επέκταση επιταχύνθηκε, ενώ επιτράπηκε η αύξηση της επένδυσης, της κατανάλωσης και η διατήρηση μεγάλων εξωτερικών ελλειμμάτων. Παρά την υποτίμηση τον Μάρτιο του 1998 ως προς το ECU, υποτίμηση που αποδείκνυε την αποτυχία της πολιτικής της σκληρής δραχμής, η Ελλάδα εισήλθε στο ευρώ με «λανθασμένη» συναλλαγματική ισοτιμία, πράγμα που αποδεικνύεται από την τεράστια διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος στο -7,3%, του ΑΕΠ, αριθμός πρωτοφανής για την ελληνική οικονομία, αφού το 1995 ήταν -2,5%, την περίοδο 1990-1995 (μ.ο.) -1,4% και την περίοδο 1985-1990 (μ.ο) -3,1%. Το εξωτερικό έλλειμμα μια που μεγάλο κομμάτι της κατανάλωσης βασίζεται σε εισαγωγές αυξάνει το δημόσιο έλλειμμα.
Άρα εισήλθαμε στο ευρώ με μια πραγματική ανατίμηση της τάξης του 30% (όπως υποστηρίζουν διάφορες μελέτες) ή τέλος πάντων με πολύ υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία.
Όπως είπαμε και παραπάνω, λόγω υψηλότερου πληθωρισμού η πραγματική ανατίμηση ήταν σημαντική με τις χώρες εντός ευρώ, ενώ με τις άλλες (εκτός ευρώ) η ονομαστική ανατίμηση του ίδιου του ευρώ έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στην άνοδο της πραγματικής ισοτιμίας Εν τω μεταξύ με την είσοδο στην Ζ.Ε. μειώθηκαν τα επιτόκια, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση του εξωτερικού δανεισμού (δημόσιου και ιδιωτικού) της χώρας, αλλά και την περαιτέρω παροχής πιστώσεων και υπερευστότητας. Οι τράπεζες αύξησαν σημαντικά και ανεξέλεγκτα την χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών χρησιμοποιώντας κεφάλαια που απελευθερώθηκαν και κεφάλαια από τις διεθνείς χρηματαγορές. Από 40 δις ευρώ τα δάνεια το 1998, ξεπέρασαν τις δύο εκατοντάδες δις και πλέον το 2010.
Το 2009 το 80% του δημόσιου χρέους είχε περάσει στα χέρια ξένων δανειστών, και αυτό αποτέλεσε και την ουσιαστική αιτία για την χρεοκοπία της χώρας. Συγχρόνως το δημόσιο χρέος ήταν πλέον σε ένα ξένο και εχθρικό νόμισμα που ελεγχόταν από την Φρανκφούρτη.
Το 2008, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα το έλλειμμα του Ι.Τ.Σ. προσέγγισε το -14,9%, θυμίζοντας χώρα σε πόλεμο. Ενώ η αριστερά φορούσε πυτζάμες και το Δ.Ν.Τ. βρισκόταν στην γωνία, οι επόμενες εκλογές κρίθηκαν με το ασύλληπτο: «Λεφτά-Υπάρχουν».
Δ) Η δραματική κατάσταση στην πατρίδα μας:
Το σύνολο της σωρευτικής κάμψης της ελληνικής οικονομίας, δεν αποκλείεται να είναι και πάνω από -30% του ΑΕΠ, αν δεν έχουμε και πιο ισχυρή πτώση. Ήδη έχουν χαθεί από την αρχή των μνημονιακών πολιτικών (το 2010) 900.000 θέσεις απασχόλησης, ενώ ένα άλλο μισό εκατομμύριο μισθωτών έχει περάσει σε μερική -από πλήρη- εργασία.
Η μείωση της δημόσιας ζήτησης για την απαίτηση τεράστιων πρωτογενών πλεονασμάτων, που φτάνουν το 3,5% για το 2018, η φορολογική αφαίμαξη του ιδιωτικού τομέα, δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα την παράταση της μακροχρόνιας ύφεσης.
Η μείωση των μισθών κατά 30%, η κατάργηση εργατικών δικαιωμάτων και η επισφάλεια, η περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων μέσω της πολιτικής της εσωτερική υποτίμησης, ελάχιστα διόρθωσε την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, πράγμα που συνεπάγεται, ότι αυτή η πολιτική απέτυχε και τυπικά. Μια ανατίμηση του ευρώ εξανεμίζει εύκολα αρκετά χρόνια πόνου και θυσιών εσωτερικής υποτίμησης. Ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας και οι εξαγωγές παραμένουν στάσιμες, ενώ η μεταποίηση υποχωρεί συνεχώς. Μάλιστα, σε σταθερές τιμές του έτους 2010, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 3.3%, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 15.5%, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών της ελληνικής οικονομίας στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε κατά 9.4%.
Η πολιτική που ακολουθήθηκε απλώς συρρίκνωσε και αποδυνάμωσε την οικονομία χωρίς να την αλλάξει και να διορθώσει το μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που οφείλεται στο πολύ σκληρό νόμισμα που είναι το ευρώ.
Συνεπεία της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση», συρρικνώθηκε, από την μία πλευρά, ο τομέας παραγωγής «διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων» (δηλαδή, εμπορευμάτων για την διεθνή αγορά), ο οποίος δεν μπόρεσε να επιβιώσει ως είχε στον διεθνή ανταγωνισμό, και διογκώθηκε, από την άλλη πλευρά, ο τομέας παραγωγής «μη διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων».
Η παρατηρούμενη αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά τα πρώτα χρυσά χρόνια του ευρώ, προερχόταν πρωτίστως από την ανάπτυξη του τομέα των διεθνώς μη εμπορεύσιμων εμπορευμάτων, και στηρίζονταν στον εξωτερικό υπερδανεισμό ενώ οι κλάδοι του άλλου τομέα είτε ήταν στάσιμοι (επί τρεις δεκαετίες) είτε αναπτύσσονταν με αργούς ρυθμούς (όπως, για παράδειγμα, ο τουρισμός).
Η αποβιομηχάνιση που ξεκίνησε με την ένταξη στην Ε.ΟΚ., και συνεχίστηκε μετέπειτα στην ΟΝΕ, λαμβάνει πια δραματικό χαρακτήρα. Η χώρα μας βρίσκεται σε φάση προσαρμογής στα κάτω σκαλιά του ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας. Η πόλωση ανάμεσα σε κέντρο και περιφέρεια υψώνεται σε δεύτερη δύναμη από την ΟΝΕ, και την κρίση του Νότου.
Καθημερινά φθείρεται, παλαιώνει και καταστρέφεται κεφαλαιουχικός εξοπλισμός. Οι καθαρές επενδύσεις εμφανίζουν έντονη κάμψη μετά το έτος 2008, και καθίστανται αρνητικές από το 2011: μείον 4.4 δισ. το 2011, μείον 9.9 δισ. το 2012 και μείον 13 δισ. το 2013, που αποδεικνύει ότι έχουμε μπει σε φθίνουσα πορεία αναπαραγωγής. Η δε ετήσια καθαρή εθνική αποταμίευση από την είσοδο στην Ευρωζώνη, και μετά είναι συστηματικά αρνητική (από το έτος 1960, για το οποίο υπάρχουν συμβατά στατιστικά στοιχεία, έως την είσοδο ήταν μόνον θετική). Η ελληνική οικονομία είναι η μοναδική της Ευρωζώνης με αυτό το γνώρισμα. Είναι επίσης γνωστό ότι χωρίς υψηλά θετική καθαρή εθνική αποταμίευση δεν δύνανται να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα ούτε να υπάρξει ανάπτυξη, εκτός εάν βασίζεται στον συνεχή εξωτερικό δανεισμό και στις ξένες επενδύσεις (ελληνικό ανέκδοτο, που επαναλαμβάνουν: Παπανδρέου, Σαμαράς, Βενιζέλος Τσίπρας, Στουρνάρας κλπ ).
Το εξωτερικό ισοζύγιο έχει μεν ισορροπήσει αλλά αυτό οφείλεται στην δραστική μείωση των εισαγωγών και στην περικοπή των τόκων αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Το χειρότερο στοιχείο όπως είπαμε είναι η κατάρρευση των επενδύσεων. Ενώ η μείωση της κατανάλωσης συμβαδίζει με την μείωση του ΑΕΠ, πράγμα που δείχνει ότι το υψηλό ποσοστό της κατανάλωσης στο ΑΕΠ παραμένει, οι ακαθάριστες επενδύσεις έχουν πέσει στο μισό περίπου του ποσοστού τους σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Άλλωστε το 40% της μείωσης των εισαγωγών οφείλεται στην μείωση επενδυτικού και μηχανολογικού εξοπλισμού. Όλα αυτά δείχνουν την συνεχιζόμενη πτώση του αναπτυξιακού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας.
Καθημερινά τμήμα της αφρόκρεμας της επιστημονικής νεολαίας εγκαταλείπει την χώρα. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε φθίνουσα και παρακμάζουσα περιφέρεια του κέντρου. Η δε γερασμένη Γερμανία ενισχύεται από τους νέους επιστήμονες και έτσι όχι μόνο ξανανιώνει ηλικιακά, αλλά αυξάνει το τεχνολογικό της πλεονέκτημα τόσο εντός της Ζ.Ε. και της Ε.Ε., αλλά και έναντι του υπόλοιπου κόσμου.
Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, η χρήση καρτών, αλλά περισσότερο το ασφαλιστικό, και το φορολογικό σύστημα που εισάγουν οι υπηρέτες του ξένου παράγοντα, των πιστωτών και της παρασιτικής ολιγαρχίας, η μαύρη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου, που δεν τόλμησε να επιβάλει ούτε αύξηση του ΦΠΑ στο μοσχαρίσιο κρέας, καταστρέφει τις μικρομεσαίες τάξεις, την πλειοψηφία των αγροτών, τους παραγωγικούς επιστήμονες, τον μεροκαματιάρη ελεύθερο επαγγελματία, εκτοξεύοντας την ανεργία στα ύψη.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, ενισχύονται σε τέτοια έκταση, οι ξένες επιχειρήσεις, οι πολυεθνικές και οι μεγάλες εταιρίες. Σύντομα, τον τελευταίο γιατρό, χασάπη, μπακάλη, βιβλιοπώλη, οπωροπώλη κλπ, της γειτονιάς, θα τον αντικαταστήσουν τα μεγάλα ιατρικά μονοπώλια, τα σούπερ μάρκετ και οι ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα βυσσοδομήσουν εις βάρος του φτωχοποιημένου λαού, ενώ συγχρόνως η ελληνική οικονομία και ο τόπος μας θα βυθιστεί πιο πέρα από την λεγόμενη «Βαλκανοποίηση». Αν εξαιρέσουμε την κυβέρνηση Λογοθετόπουλου στην κατοχή, ποτέ, από ιδρύσεως ελληνικού κράτους δεν πέρασαν πιο προδοτικές και καταστροφικές κυβερνήσεις από αυτό τον τόπο, από αυτές που γνωρίσαμε τελευταία.
Αν προσέξει κανείς εκείνο το ασύλληπτο έλλειμμα του Ι.Τ.Σ. το 2008, ένα σημαντικό τμήμα του λίγο μικρότερο από το 1/3 οφείλεται στην διόγκωση του ισοζυγίου εισοδημάτων, όμως αυτή η διόγκωση προέρχεται από την αύξηση των τόκων για πληρωμή δημόσιου χρέους στο εξωτερικό. Αυτή ακριβώς η αλλαγή στη σύνθεση του χρέους, από εσωτερικό σε εξωτερικό ήταν που επέτρεπε την διόγκωση και του εμπορικού ελλείμματος. Άρα, στο σύνολό του το πολεμικό αυτό έλλειμμα στο Ι.Τ.Σ -με εξαίρεση το ποσοστό αύξησης που οφείλεται στα ακριβά καύσιμα της εποχής- είναι απότοκο της ανατίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Η αύξηση της πιστωτική επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα μεταξύ 1998-2007 ήταν κατά μέσον όρο 16,9%, αλλά 28% για τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Έτσι ενώ η επένδυση ήταν σημαντική πάνω από 40% κινήθηκε στην κατασκευή κατοικιών, αν συνυπολογίσουμε και τις δημόσιες κατασκευές, τους ολυμπιακούς αγώνες κλπ, δεν έχουμε αύξηση των επενδύσεων εξοπλισμού κλπ ώστε να αυξηθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Αντίστροφα η συνολική εγχώρια ζήτηση ήταν κατά μέσο όρο 112,8% του ΑΕΠ. Η ιδιωτική κατανάλωση κινήθηκε πάνω από 70% του ΑΕΠ φτάνοντας το 74% το 2010, όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν 58%. Ο εξωτερικός δανεισμός και η πίστωση ήταν τα στοιχεία που τροφοδότησαν μια υπερβάλλουσα ζήτηση, μια εικόνα πλαστής ευμάρειας για την μεσαία τάξη, που ίσως δημιούργησε και λανθασμένη συνείδηση για το τι είναι το ευρώ, συνείδηση που σπάει σήμερα.
Από την αύξηση της ζήτησης ένα τμήμα κατευθύνθηκε στο εξωτερικό διαμορφώνοντας και το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα. Από την άλλη διαμορφώθηκαν υψηλά ποσοστά κέρδους για τα μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, λόγω της υπερβάλλουσας ζήτησης, ενώ ο εξωτερικός τομέας υποχωρούσε λόγω πτώσης της ανταγωνιστικότητας. Έτσι η ανάπτυξη των μη διεθνών εμπορευσίμων τομέων απορρόφησε περισσότερους πόρους, η οικονομία στράφηκε σε αυτούς τους τομείς, συμβάλλοντας στην περαιτέρω επιδείνωση του εξωτερικού τομέα και της ανταγωνιστικότητας, ενώ συνέβαλλε στη άνοδο των τιμών συνολικά για την οικονομία, άρα και για τον εξωτερικό τομέα. Το σύνολο της οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου 2001-2008 προήλθε από τους κλάδους μη εμπορεύσιμων, το προϊόν των οποίων αυξήθηκε ταχύτατα τόσο σε σταθερές όσο και σε ονομαστικές τιμές. Αντίθετα το προϊόν των κλάδων των διεθνώς εμπορεύσιμων έμεινε στάσιμο. Σε σταθερές τιμές δεν ανήλθε καθόλου. Η χρεοκοπία ήταν προδιαγραμμένη.
*Το κείμενο αποτελεί εισήγηση που έγινε στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Βερολίνου στις 16-4, σε εκδήλωση με θέμα: «Η Πολιτική Οικονομία των Εναλλακτικών στρατηγικών στο μνημόνιο», που οργάνωσε η κίνηση για το Οχι μέχρι τέλος των μνημονίων, σε συνεργασία με την Ελληνική Κοινότητα Βερολίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου