Νέα Κρήτη
Την ίδια εποχή για την οποία κάνουμε λόγο και στα προηγούμενα σημειώματά μας, δηλαδή γύρω στο 1500, κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία στη Βενετία. Ένα από τα πιο γνωστά ήταν αυτό του Κρητικού Ζαχαρία Καλλ(ι)έργη. Ο Καλλ(ι)έργης έδρασε ως τυπογράφος και εκδότης ελληνικών κειμένων. Την ίδια εποχή για την οποία κάνουμε λόγο και στα προηγούμενα σημειώματά μας, δηλαδή γύρω στο 1500, κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία στη Βενετία. Ένα από τα πιο γνωστά ήταν αυτό του Κρητικού Ζαχαρία Καλλ(ι)έργη. Ο Καλλ(ι)έργης έδρασε ως τυπογράφος και εκδότης ελληνικών κειμένων.
Του Ξενοφών Α. Μπρουντζάκη
Σε αυτήν την εκδοτική τυπογραφική επιχείρηση συνεργάστηκε με τον συμπατριώτη του Νικόλαο Βλαστό, ο οποίος χάραξε τα ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία που χρησιμοποιούσε η ελληνική αυτή εκδοτική επιχείρηση. Μεταξύ 1499 και 1500 ο Καλλ(ι)έργης κατόρθωσε να τυπώσει τέσσερα ελληνικά βιβλία. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η πρώτη έκδοση του Λεξικού, στις 8 Ιουλίου 1499, με τον τίτλο « Ετυμολογικό Μέγα». Η έκδοσή του ήταν ένα τυπογραφικό κομψοτέχνημα. Ο Καλλ(ι)έργης εξέδωσε επίσης και το «Ωρολόγιον» στις 23 Αυγούστου 1509.
Την ίδια εποχή εξέδιδαν ελληνικά κείμενα και τα ιταλικά τυπογραφεία. Οι Ιταλοί, ωστόσο, τυπογράφοι και εκδότες απευθύνονταν σε ένα περιορισμένο κοινό ουμανιστών αναγνωστών που έδειχνε ενδιαφέρον για τις ελληνικές φιλολογικές εκδόσεις. Αντιθέτως, οι Έλληνες συνάδελφοί τους διεύρυναν αυτό το κοινό και στις ελληνικές περιοχές, που τις τροφοδοτούσαν με ένα σωρό χρηστικές εκδόσεις, οι οποίες έπαιζαν τον ρόλο τους, μια και συνέβαλλαν στην πολιτιστική ανασυγκρότηση των ελληνικών και ελληνόφωνων περιοχών.
Με την πάροδο του χρόνου, οι ελληνικές εκδόσεις έγιναν ιδιαιτέρα δημοφιλείς, αποκτώντας αξιοζήλευτη πελατεία ανάμεσα στο ελληνορθόδοξο κοινό μέσα στον ελληνικό πολιτισμικό χώρο. Οι εκδόσεις αυτές ήταν κυρίως βιβλίων θρησκευτικού περιεχομένου. Η ζήτηση αυτή μάλιστα οδήγησε και τους Ιταλούς εκδότες - τυπογράφους στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα να περιλάβουν στο εκδοτικό τους πρόγραμμα, μαζί με τα ιταλικά, λατινικά και αρχαία ελληνικά κείμενα, και βιβλία που ήταν προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες ανάγκες του ελληνικού κοινού.
Ανάμεσα στα ιταλικά τυπογραφεία, τα σημαντικότερα ήταν του Giannantonio και των Πέτρου και Στέφανου da Sabbio, που εξέδωσαν το 1521 το «Ψαλτήριο» αλλά και διάφορα νεοελληνικά λαϊκά αναγνώσματα, όπως «Η Ιστορία του Ταγιαπιέρα» το 1528. Με αυτήν τη ζήτηση ελληνικών κειμένων, διάφοροι Ιταλοί εκδότες ακολούθησαν το παράδειγμα του Μανούτιου και προσέλαβαν Έλληνες τυπογράφους και διορθωτές κειμένων. Έτσι, και ο Sabbio πήρε ως συνεργάτη του τον Ανδρέα Κουνάδη. Κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε μια παράδοση να προσλαμβάνονται Έλληνες συνεργάτες στα ιταλικά τυπογραφεία ακόμα και για τις ιταλικές εκδόσεις.
Στη Βενετία γενικά υπήρχε άνθιση της τυπογραφίας, η οποία περιλάμβανε και πλήθος ελληνικών εκδόσεων. Σημαντικά τυπογραφεία εκ των προαναφερθέντων στην πόλη ήταν, στη διάρκεια του 16ου αιώνα που εστιάζουμε, του Χριστόφορου Zanetti, των Ανδρέα και Ιακώβου Spinello και του Φραγκίσκου Giulani. Μάλιστα, ο Φραγκίσκος Giulani συνεβλήθη για το διάστημα 1588-1589 με τον Έλληνα Χιώτη Εμμ. Γλυτζούνη, για την έκδοση θρησκευτικών βιβλίων, που σημείωναν και τη μεγαλύτερη κυκλοφορία.
Τα εκτός Βενετίας τυπογραφεία
Το ενδιαφέρον για την έκδοση ελληνικών κειμένων ξεπερνούσε τα σύνορα της Γαληνότατης Δημοκρατίας και των άλλων ιταλικών πόλεων. Σημαντικά τυπογραφεία που ασχολούνταν συστηματικά με την έκδοση ελληνικών κειμένων υπήρχαν σε διάφορα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης, όπως στο Παρίσι, στη Βιέννη, στη Βόννη, στο Άμστερνταμ και σε άλλες πόλεις.
Αποτέλεσμα αυτής της εκδοτικής κίνησης ελληνικού ενδιαφέροντος υπήρξε και το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες ειδικεύτηκαν ως διορθωτές των εκδόσεων. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους ως σημαντικότεροι αναφέρονται οι: Ανδρόνικος Νούκιος, Γρηγόριος Μαλαξός, Ζαχαρίας Σκορδίλης, Ιωάννης Ναθαναήλος, Θεοφάνης Λιγαράς, Μάξιμος Μαργούνιος. Εξαιτίας αυτής της εκδοτικής κίνησης διασώθηκε μια σειρά κειμένων με παλαιότερα σχόλια πάνω στους αρχαίους συγγραφείς και πολλά εκκλησιαστικά και δημώδη κείμενα που δεν θα είχαν αποφύγει την καταστροφή του χρόνου...
Χειρόγραφοι θησαυροί
Το ενδιαφέρον που αναπτύχθηκε ζωηρά στην Αναγέννηση για τον αρχαίο κόσμο συνδέθηκε άμεσα και με την αναζήτηση χειρογράφων. Μια σειρά αυτοκρατόρων, ευγενών, αυλικών, παπών, καρδιναλίων και αρχιεπισκόπων που είχαν επηρεαστεί από το γενικευμένο πνεύμα του ουμανισμού, είχαν βάλει ως σκοπό την ανεύρεση και διάσωση χειρογράφων των αρχαίων ελληνικών και βυζαντινών κειμένων.
Έτσι, συγκροτήθηκαν ομάδες δυτικών λογίων και διπλωματών οι οποίοι όργωναν την Ανατολή προς ανεύρεση, διάσωση και αξιοποίηση σχετικών χειρογράφων. Με αυτόν τον τρόπο «γέμισαν» οι βιβλιοθήκες της Δυτικής Ευρώπης. Τέτοια ήταν δε η δίψα απόκτησής τους ώστε είχε δημιουργηθεί μια ευγενής άμιλλα για το ποια βιβλιοθήκη θα αποκτήσει τα περισσότερα και σπανιότερα χειρόγραφα!
Άρχοντες και μαικήνες διέθεταν μυθώδη για την εποχή ποσά προκειμένου να αποκτήσουν ένα σπάνιο πολύτιμο ελληνικό χειρόγραφο αλλά και για κώδικες ιστορημένους με πολυτελείς μικρογραφίες. Χαρακτηριστική της κατάστασης που επικρατούσε γύρω από την αναζήτηση χειρογράφων είναι η μαρτυρία που αναφέρει ότι ο Ιωάννης Aurispa πούλησε ακόμα και τα ρούχα του στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να αγοράσει 238 ελληνικούς κώδικες… Επίσης ο γνωστός μας ήδη από προηγούμενα κείμενα Φραγκίσκος Φίλελφος, γυρίζοντας από την Κωνσταντινούπολη, έλεγε ότι φέρνει μαζί του δυο πολύτιμα φορτία, την κόρη του Χρυσολωρά και σύζυγό του Θεοδώρα μαζί με εκατοντάδες χειρόγραφα.
Ένας από τους Έλληνες που έκαναν εμπόριο χειρογράφων στη Βενετία ήταν ο Αντώνιος Έπαρχος, ένας ευγενής Κερκυραίος, συγγενής του Ιανού Λασκάρεως, που τον είχε βοηθήσει στην αναζήτηση ελληνικών χειρογράφων για τον πλουτισμό της βιβλιοθήκης του Λαυρεντίου των Μεδίκων. Ο Έπαρχος μετά την πολιορκία της Κέρκυρας από τον Σουλεϊμάν κατέφευγε στη Βενετία με την οικογένειά του, όπου και άνοιξε σχολείο. Εκεί, το Συμβούλιο των Δέκα, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, του χορήγησε μέχρι και σύνταξη. Ταυτόχρονα άρχισε να πουλά ένα μέρος από τα χειρόγραφα που είχε στη βιβλιοθήκη του, πολλά εκ των οποίων είχε αντιγράψει ο ίδιος. Σήμερα στη βιβλιοθήκη του Βατικανού βρίσκονται 80 αυτόγραφοι κώδικές του.
Η μεγάλη ζήτηση των χειρογράφων συντέλεσε την ίδια εποχή και στην ανάπτυξη, αν όχι και στη δημιουργία αξιόλογου αριθμού γραφέων επωνύμων που είχαν ήδη ασκηθεί στην τέχνη της καλλιγραφίας στα βυζαντινά κέντρα της Κωνσταντινούπολης, του Μυστρά, της Θεσσαλονίκης, της Κέρκυρας και της Κρήτης και στα μοναστήρια αυτών των περιοχών. Οι γραφείς αυτοί μετέφεραν τα χειρόγραφα στη Δύση, όπου και εξακολουθούσαν να ασκούν την τέχνη του γραφέως, και σταδιοδρομούσαν ως γραφείς σε βιβλιοθήκες ή προσλαμβάνονταν στα τυπογραφεία ως διορθωτές αρχαίων κειμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου