Νέα Πολιτική
του Μελέτη Μελετόπουλου
η αδύνατη διαπραγμάτευση
Η αντιφατική και ανεφάρμοστη εντολή (μέσα στο ευρώ αλλά χωρίς μνημόνιο)που πήρε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από το εκλογικό σώμα στις εκλογές του Ιανουαρίου, ήταν εξ αρχής αδύνατον να εφαρμοστεί. Είτε υπέγραφε νέο μνημόνιο είτε οδηγούσε την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, και στις δύο περιπτώσεις θα παραβίαζε την λαϊκή εντολή. Ασφαλώς το βαθύτερο πρόβλημα βρίσκεται στο ενδιάθετο της ελληνικής κοινωνίας, που επεδίωξε μία λύση που να συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του ευρώ αλλά όχι και το αντίστοιχο κόστος.
Αλλά και η διαπραγμάτευση ήταν τραγελαφική. Και ο πρωτοετής φοιτητής διεθνών σχέσεων γνωρίζει ότι, όταν κάποιος διαπραγματεύεται, πρέπει να είναι προετοιμασμένος για το ενδεχόμενο ρήξης και να διαθέτει εναλλακτική λύση. Αυτά δεν συνέβαιναν, διότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε επεξεργασθεί τεχνικά, ούτε κάν διανοητικά, έστω ως διαπραγματευτικό όπλο, σχέδιο επιστροφής στην δραχμή. Απ’ εναντίας, οι κυβερνητικοί αντιδρούσαν ενοχικά σε κάθε νύξη περί δραχμής. Εξ άλλου, και πέραν της ανυπαρξίας εναλλακτικού σχεδίου, στην διαπραγμάτευση με τους εταίρους δεν διατυπώθηκαν ούτε κάν σοβαρά επιχειρήματα με τεχνική τεκμηρίωση.
Έτσι, όμως, διαπραγμάτευση δεν γίνεται. Και δεν έγινε. Υπήρξαν απειλές, διαμαρτυρίες, υπονοούμενα, εκκλήσεις, θεατρινισμοί, αλλά όχι διαπραγμάτευση. Η ελληνική διαπραγματευτική τακτική, όπως ήταν φυσικό, πολτοποιήθηκε, και στην τραγική δεκαεπτάωρη συνεδρίαση ο πρωθυπουργός υποχρεώθηκε να υπογράψει την αναίρεση ολόκληρου του πλέγματος δεσμεύσεων βάσει του οποίου κέρδισε τις εκλογές.
Ακόμη χειρότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξ αρχής δύο κόμματα: ένα (συγκεκαλυμμένα, αλλά μη σοβαρά, όχι με τεκμηριωμένο σχέδιο) υπέρ της δραχμής, και ένα (καιροσκοπικά και λόγω φόβου έναντι του grexit) υπέρ του ευρώ. Και γενικώτερα δεν ήταν ενιαίο κόμμα, αλλά συνονθύλευμα αντιμαχόμενων φιλοδοξιών, ιδεολογιών, προσώπων, σκοπιμοτήτων, και στην μέση ένας συμπαθής, ρητορικά άνετος, με εντυπωσιακή φραστική και εκφραστική (και μόνον) ομοιότητα προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά άπειρος από την διεθνή πραγματικότητα πρωθυπουργός.
Αυτά όλα παρέλυσαν την ίδια την πολιτική βάση και την κομματική στήριξη της διαπραγμάτευσης.
στο βάθος του προβλήματος η «μέθοδος Σημίτη»
Ασφαλώς θα ήταν αστείο να κατηγορήσουμε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ως αποκλειστικά υπεύθυνη για την χρεωκοπία και την κατάρρευση. Το failed state της Μεταπολίτευσης δεν το δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η δικομματική φαυλοκρατία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που ποτέ δεν κυβέρνησε και που κατά βάθος ποτέ δεν επεδίωξε να κυβερνήσει, ένα μικρό κόμμα του 3% που ήταν ικανοποιημένο με τον ρόλο του ιδεολογικού καθοδηγητή της Μεταπολίτευσης και που τα πράγματα τον έφεραν απροσδόκητα στην εξουσία, είναι απλώς αυτός που το κληρονόμησε και που αδυνατεί να το αντιμετωπίσει.
Η βεβιασμένη, με βάση «πειραγμένα» στοιχεία, ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ το 2002 από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, είναι στην πραγματικότητα η γενεσιουργός αιτία όσων συμβαίνουν αυτές τις μέρες.
Ας δούμε κατ’ αρχάς ποιά ήταν τα κίνητρα του Σημίτη: ο Σημίτης ήταν ένας άνθρωπος που περιφρονούσε βαθύτατα την ελληνική κοινωνία. Το είχε διατυπώσει και στην Βουλή: «Αυτή είναι η Ελλάδα».
Ποιός ήταν ο βαθύτερος ψυχολογικός λόγος που ο Σημίτης επειγόταν να βάλει άρον-άρον και απροετοίμαστη την Ελλάδα στην ΟΝΕ; προφανώς πίστευε ότι, με αυτόν τον τρόπο, η χώρα μας θα μετατρεπόταν σε ένα είδος προτεσταντικής κοινωνίας γερμανικού τύπου. Και η ελληνική ιδιοπροσωπία, που τόσο απεχθανόταν ο τότε πρωθυπουργός, θα απαλειφόταν.
Αλλά, περιέργως, ο Σημίτης δεν ασχολήθηκε με το βασικό πρόβλημα της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ: πώς ήταν δυνατόν μία χώρα μεσογειακή, χωρίς ισχυρή βιομηχανία, μία χώρα με κρατικιστικές και πελατειακές δομές, με διεφθαρμένη και ανίκανη δημόσια διοίκηση και φαύλο πολιτικό σύστημα, να ενταχθεί σε μία νομισματική ένωση ισχυρών βιομηχανικών κρατών;
Ο Σημίτης, σε αυτό το πεδίο, δεν έκανε απολύτως τίποτα. Άφησε άθικτη την διαπλοκή, το πελατειακό σύστημα, τις τριτοκοσμικές δομές, τον σοβιετικών διαστάσεων δημόσιο τομέα, την διαφθορά, την αναξιοκρατία. Όχι μόνον δεν τα έθιξε, αλλά τα ενίσχυσε. Απέβαλε από την κυβέρνηση ακέραιες προσωπικότητες με ευρωπαϊκή παιδεία σαν τον Αναστάσιο Πεπονή, και ανέδειξε φαύλους, που τώρα διώκονται ποινικά. Δηλαδή έβαλε την Ελλάδα στον σκληρό οικονομικό πυρήνα της Ευρώπης εντελώς απροετοίμαστη. Οπότε η αποτυχία του γάμου και το δραματικό διαζύγιο, που τώρα ζούμε σε διαδοχικά στάδια, ήταν θέμα χρόνου.
Εκτός αν εξ αρχής πρόθεση του Σημίτη δεν ήταν η Ελλάδα να καταστεί ισότιμος εταίρος, αλλά έρμαιο και αποικία των ισχυρών της Ευρωζώνης. Αλλά, αν το πιστέψουμε, εισερχόμεθα στην σφαίρα της συνωμοσιολογίας….
οι καταλυτικές ευθύνες των Παπανδρέου και Σαμαρά
Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου (ΓΑΠ) κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν». Όταν, όμως, ανέλαβε την πρωθυπουργία, έντρομος μπροστά στο «μπούλλινγκ» που του έκαναν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (με τα spreads κλπ.), υποχώρησε άτακτα και προσέφυγε στο ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωζώνη για δανεικά.
Προκύπτει, όμως, από ενδελεχέστερη μελέτη των δεδομένων, και από την σχετική μελέτη του δημοσιογράφου Μιχάλη Ιγνατίου, ότι η προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό, υπό σκληρούς μάλιστα όρους, ήταν δυνατόν να αποφευχθεί, εάν γίνονταν οι κατάλληλες κινήσεις.
Αντιθέτως η κυβέρνηση ΓΑΠ δέχθηκε τους όρους που έθεσαν οι δανειστές, δηλαδή την πλήρη παράδοση της εθνικής κυριαρχίας στους υπαλλήλους των δανειστών, την διαβόητη τρόϊκα. Η τρόϊκα υπαγόρευε στους υπουργούς ακόμη και αποφάσεις δευτερεύοντος χαρακτήρα, π.χ. τον αριθμό των….δόσεων αποπληρωμής των φόρων, θέματα δηλαδή για τα οποία αποφασίζει κανονικά ο αρμόδιος τμηματάρχης του υπουργείου Οικονομικών, και δεν ενοχλεί κάν τον υπουργό για ένα τόσο δευτερεύον ζήτημα. Η τρόϊκα ουσιαστικά διοικούσε την χώρα, κάτι αντίθετο όχι μόνον προς το Σύνταγμα της Ελλάδος αλλά και προς το Διεθνές Δίκαιο.
Μείζον ζήτημα αποτελεί εάν η κυβέρνηση ΓΑΠ διαπραγματεύθηκε στοιχειωδώς τους όρους με τους οποίους οι δανειστές δάνεισαν χρήματα στη χώρα μας. Δηλαδή το διαβόητο «μνημόνιο». Η όλη σύλληψη του μνημονίου εξ αρχής ήταν φανερό ότι ήταν εντελώς λανθασμένη και ότι θα οδηγούσε σε βαρειά ύφεση. βοούσε η διεθνής επιστημονική κοινότητα των οικονομολόγων ότι οι προβλέψεις του μνημονίου δεν θα οδηγούσαν σε θεραπεία της νοσούσης ελληνικής οικονομίας αλλά στην πλήρη εκθεμελίωσή της. Με τόσους διάσημους οικονομολόγους δίπλα του, ο ΓΑΠ δεν κατάλαβε τίποτα;
Ας δούμε και τις ευθύνες του Α. Σαμαρά. Ο πρώην πρωθυπουργός ξεκίνησε από μία σκληρή αντιμνημονιακή θέση, πείθοντας και την ελληνική κοινωνία ότι το μνημόνιο είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα (όπως είπε και ο Ταλλεϋράνδος): είναι λάθος. Ο ελληνικός λαός τον ακολουθούσε σε αυτήν του την γραμμή. Αν ο Σαμαράς είχε επιμείνει, στις εκλογές του 2012 θα είχε πάρει 60% και θα είχε επαναδιαπραγματευθεί το μνημόνιο από θέσεως ισχύος. Δεν το έκανε, υπέκυψε εύκολα στις πιέσεις, συνετρίβη στις εκλογές και παρά ταύτα σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ και την αλήστου μνήμης ΔΗΜΑΡ, με εντολή, όχι του ελληνικού λαού αλλά των δανειστών, να εφαρμόσει το μνημόνιο.
Στον κ. Σαμαρά τίθενται λοιπόν εύλογα και χωρίς εμπάθεια τα εξής ερωτήματα:
Πρώτο ερώτημα: αφού είχε πεισθεί ότι το μνημόνιο ήταν λάθος και το είχε καταγγείλει, τι ήταν αυτό που τον έκανε να αλλάξει γνώμη και να πραγματοποιήσει στροφή 180 μοιρών; Πολύ σοβαρό ερώτημα, που θέλει και σοβαρή απάντηση.
Δεύτερο ερώτημα προς τον κ. Σαμαρά: πώς δέχθηκε να παραδώσει αποφασιστικές αρμοδιότητες της διακυβέρνησης της χώρας σε μη αιρετούς, χαμηλόβαθμους υπαλλήλους, υπηκόους άλλων κρατών; Δηλαδή πώς εκχώρησε μέρος της εθνικής κυριαρχίας, κάτι που απαγορεύεται ρητά από το σύνταγμα;
Τρίτο ερώτημα, ουσιώδες και αυτό: γιατί δεν πραγματοποίησε καμμία σοβαρή μεταρρύθμιση ώστε να καταστήσει το ελληνικό κράτος δημοσιονομικά βιώσιμο και διοικητικά λειτουργικό; Γιατί διατήρησε άθικτους τους εκατοντάδες συμβούλους, τους χιλιάδες άχρηστους οργανισμούς, τα εκτροφεία κομματικών στελεχών με τους εκτός πραγματικότητος μισθούς και επιδόματα; Γιατί δεν εξορθολόγισε τις δημόσιες δαπάνες, γιατί δεν κατάργησε τα προνόμια των πολιτικών και των παρατρεχάμενών τους; Συναφές ερώτημα, γιατί δεν δρομολόγησε την παραγωγική ανασυγκρότηση της χρεωκοπημένης χώρας μας, που είναι ο μόνος τρόπος να κλείσει η ψαλίδα του ελλείμματος και να αυξηθούν τα έσοδα;
Τέταρτο ερώτημα: γιατί εξαπέλυσε την πιο άγρια φοροεπιδρομή από συστάσεως ελληνικού κράτους, με αποτέλεσμα την τεράστια ύφεση και την ανεργία του 30%; Ως οικονομολόγος, γνώριζε ότι η μετατόπιση της καμπύλης ζήτησης στα αριστερά δημιουργεί αυτομάτως ανεργία. Μα και κορυφαίοι αμερικανοί και άλλοι οικονομολόγοι τον είχαν προειδοποιήσει.
Πέμπτο ερώτημα: η πολιτική πλήρους υποτέλειας προς την Γερμανία, δεν αντελήφθη ο κ. Σαμαράς ότι μεταβάλλει την Ελλάδα σε προτεκτοράτο αποικιακού τύπου; οι συμφωνίες για την εξαγορά βασικών υποδομών της χώρας (αεροδρόμια π.χ.) δεν γνώριζε ότι παράγουν γεωπολιτικά το ίδιο αποτέλεσμα με μία νέα γερμανική κατοχή; Επίσης η άνευ αντιστάσεων υποδούλωση στο Βερολίνο δεν συνειδητοποίησε ότι συνέβαλε στην μετατροπή της Ευρώπης σε ζωτικό χώρο του γερμανικού ηγεμονισμού;
Σε αυτά τα ερωτήματα, ο κ. Σαμαράς θα πρέπει να δώσει πειστικές απαντήσεις.
η Γερμανία είναι αθώα για το ελληνικό δράμα;
Στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, που διερευνά την υπόθεση Siemens, αναφέρθηκε ότι τα κόμματα συγκαλύπτουν την διερεύνηση των ποινικών ευθυνών για διεφθαρμένους πολιτικούς, που χρηματίζονταν με «προμήθεια» 10% για όλα τα έργα και τις συμβάσεις που ανέθετε το ελληνικό Δημόσιο στον γερμανικό επιχειρηματικό κολοσσό. Αναμένουμε περαιτέρω τεκμηρίωση.
Αυτά επαναφέρουν στο προσκήνιο τις αποκαλύψεις και καταγγελίες που συγκλόνισαν το πανελλήνιο το καλοκαίρι του 2008, με την εμπλοκή ονομάτων κορυφαίων πολιτικών προσώπων και οικογενειών.
Αλλά, παράλληλα, αν τεκμηριωθούν και διασταυρωθούν οι καταγγελίες περί διαφθοράς Ελλήνων αξιωματούχων από παράγοντες που συνδέονταν με γερμανικά επιχειρηματικά συμφέροντα, τότε στοιχειοθετείται η ύπαρξη παντοδύναμου κυκλώματος, που άλωσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Αν γερμανικά παρασκηνιακά κυκλώματα πράγματι χρησιμοποίησαν «ανορθόδοξες» μεθόδους για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην Ελλάδα, και αν διέφθειραν συνειδήσεις (κάτι που ασφαλώς δεν απαλλάσσει τους εγχώριους διεφθαρμένους), τότε είναι συνυπεύθυνα για τις συνθήκες που οδήγησαν στην διαιώνιση μίας διεφθαρμένης φαυλοκρατίας, που προκάλεσε με την ανηθικότητά της την χρεωκοπία της χώρας.
Επ’ αυτού το Βερολίνο θα πρέπει να δώσει τις δικιές του εξηγήσεις, να διευκολύνει την έρευνα και κυρίως να πάψει να κουνάει συνεχώς το δάχτυλο στους «τεμπέληδες και διεφθαρμένους Έλληνες», τουλάχιστον πριν αποσαφηνιστεί πλήρως η υπόθεση.
Αλλά οι γερμανικές και ευρωπαϊκές ευθύνες είναι ευρύτερες. H Eλλάδα υιοθέτησε το ευρώ το 2002, αν και οι κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών της ευρωζώνης γνώριζαν πολύ καλά και τις διαρθρωτικές αδυναμίες και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τις σοβαρές αποκλίσεις της από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αν οι εταίροι μας ήθελαν να προλάβουν την αναπότρεπτη εμφάνιση μείζονος δυσαρμονίας στην σχέση της Ελλάδας με τους συνεταίρους της στην Ευρωζώνη, τότε θα είχαν απαιτήσει πρώτα να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις και ύστερα να ενταχθεί η χώρα στην ευρωζώνη. Αλλά δεν το έκαναν. Γιατί άραγε;
Ασφαλώς οι εταίροι μας είχαν υπ’ όψη τους ότι τα δημοσιονομικά στοιχεία που υπέβαλε η κυβέρνηση του κ.Σημίτη ήταν λίγο υπερβολικά, για να το πούμε κομψά. Αλλά δεν έθεσαν θέμα αξιοπιστίας και διασταύρωσης των στατιστικών στοιχείων που τους παρέσχε η ελληνική κυβέρνηση. Γιατί άραγε;
Επίσης οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν πλήρη εικόνα της διαφθοράς, της ανικανότητας και του τριτοκοσμικού χαρακτήρα του δικομματικού πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης, και μάλιστα από πρώτο χέρι, αφού δικιές τους εταιρείες «συνεργάζονταν» επ’αμοιβαία ωφελεία με τους διάφορους εγχώριους αξιωματούχους. Κάποιες ευρωπαϊκές εταιρείες (όνομα και μη χωριό) εξακολουθούσαν -σύμφωνα με τα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκαν και αναμένουν δικαστική επιβεβαίωση- να τροφοδοτούν με ζεστό «μαύρο χρήμα» ή και οικιακές συσκευές διεφθαρμένα πολιτικά πρόσωπα, ώστε αυτά να μπορούν να επανεκλέγονται με πανάκριβες προεκλογικές εκστρατείες και αγορά τηλεοπτικού χρόνου, αποκλείοντας την ανανέωση και εξυγίανση του πολιτικούς συστήματος. Και φαντάζονταν οι Ευρωπαίοι συνεταίροι μας ότι αυτά τα υποκείμενα θα ήταν σε θέση να εκσυγχρονίσουν το ελληνικό κράτος και να το εναρμονίσουν με τον «ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό»; Ή να μετατρέψουν τις οθωμανικές δομές της διαπλοκής σε ελεύθερη οικονομία δυτικού τύπου;
σε ποιούς ανετέθη να διαχειρισθούν την ελληνική κρίση: ο κ. Ντάϊσελμπλουμ και το ηθικό έλλειμμα της Ευρώπης
Ποιος είναι ο Γερούν Ντάϊσελμπλουμ, που προεδρεύει του Eurogroup, του οργάνου που διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στο ελληνικό πρόβλημα;
Ο Ολλανδός Ντάϊσελμπλουμ ελέγχθηκε πρόσφατα στην πατρίδα του για αδικαιολόγητες αυξήσεις μισθών σε υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη, μετά από καταγγελίες βουλευτών της αντιπολίτευσης για αυξήσεις στις αποδοχές υπαλλήλων της ABN Amro.
Υπενθυμίζουμε ότι ο πολύς Ντάϊσελμπλουμ έχει στο παρελθόν αντιμετωπίσει και κατηγορίες για ψευδή δήλωση σπουδών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δημοσίευμα του ιρλανδικού Independent, στο βιογραφικό του ο Ντάϊσελμπλουμ είχε δηλώσει ότι διαθέτει πτυχίο από το University College Cork. Ωστόσο, αυτό το πανεπιστήμιο ανακοίνωσε το 2013 ότι ουδέποτε έδωσε πτυχίο στον συγκεκριμένο αξιωματούχο. Έτσι, ο Ντάϊσελμπλουμ, σύμφωνα πάντα με αυτό το έντυπο, αναγκάστηκε να αλλάξει το βιογραφικό του, και τώρα στην επίσημη ιστοσελίδα της κυβέρνησης αναγράφεται ότι το 1991 «απλώς παρακολούθησε Business economics research σε επίπεδο μεταπτυχιακού», χωρίς να διευκρινίζει αν έλαβε κάποιον τυπικό τίτλο σπουδών (πτυχίο ή master).
Σε αυτό το πρόσωπο, η Ενωμένη Ευρώπη ανέθεσε τον συντονισμό του Eurogroup, του μεγαλύτερου, πολυπλοκώτερου και πιο παρακινδυνευμένου πολιτικού εγχειρήματος μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι γνωστό, όμως, ότι η ακεραιότητα είναι βασικός όρος ομαλής λειτουργίας των πολιτικών συστημάτων, διότι η ιδιοτέλεια οδηγεί σε λήψη λανθασμένων αποφάσεων. Και η εξάρτηση από συμφέροντα αλλοιώνει την δημοκρατία και δημιουργεί ολιγαρχικές και φαυλοκρατικές δομές. Η ανάδειξη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πολιτικών που διατηρούν στενές σχέσεις με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, απλώς μεταφέρει την λογική των μεγάλων κερδοσκοπικών funds στο εσωτερικό των δημοκρατικών θεσμών, εις βάρος των λαϊκών συμφερόντων και της γνήσιας εκπροσώπησης της κοινωνίας.
Η Ευρώπη του 2015 πάσχει από την νόσο της φαυλότητας και της αναξιοκρατίας, σύνηθες δείγμα πολιτισμών σε παρακμή. Ανέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε θέσεις κλειδιά, πρόσωπα αναξιόπιστα και ανυπόληπτα, εκεί που κάποτε ηγείτο ένας Ζακ Ντελόρ και γύρω του μία ολόκληρη ομάδα προσωπικοτήτων που συνεδύαζαν τις ικανότητες του τεχνοκράτη, το ήθος του οραματιστή και την ακεραιότητα του ευπατρίδη. Αυτά όλα παρασύρθηκαν από την αβάσταχτη ελαφρότητα των σημερινών Ευρωπαίων ηγετίσκων, που συνδυάζουν την μίζερη ψυχοσύνθεση του λογιστή με την ιδιοτέλεια του μεταπράτη.
Όσον αφορά τον κ. Ντάϊσελμπλουμ, με τι κύρος και τι αξιοπιστία μπορεί ο άνθρωπος αυτός να κουνήσει το δάχτυλο στην ελληνική κυβέρνηση και να την επιπλήξει ή να την μεμφθεί για οποιοδήποτε ζήτημα, όταν είναι τόσο βαρειά εκτεθειμένος ο ίδιος; Ας αναλογισθούν οι «εταίροι» μας τις δικιές τους ευθύνες και ας διερωτηθούν μήπως, ακόμη κι αν εμείς αρμενίζουμε στραβά, είναι στραβός κι ο δικός τους ευρωπαϊκός γυαλός.
και η αποτυχημένη στην πράξη οικονομική φιλοσοφία του ΔΝΤ
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ιδρύθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1945, με κοινή απόφαση 29 κρατών, που συνεισέφεραν και το αρχικό κεφάλαιο. Η δημιουργία του ΔΝΤ είχε αποφασιστεί στην περίφημη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς στις Ηνωμένες Πολιτείες λίγο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1944, όπου προήδρευσε η μεγαλύτερη οικονομική φυσιογνωμία του Εικοστού Αιώνα, ο John Meynard Keynes. Έδρα του Ταμείου ορίσθηκε η Ουάσινγκτων, ως πρωτεύουσα της χώρας με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής. Σύμφωνα με το καταστατικό του, βασική αποστολή του ΔΝΤ είναι να παρέχει τεχνική και οικονομική βοήθεια σε χώρες που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Ο Keynes οραματίστηκε την ίδρυση διεθνών οικονομικών θεσμών, που θα προλάμβαναν τις κρίσεις και θα απέτρεπαν την φτώχεια και την αποσταθεροποίηση. Γενικώτερα, ο ιδρυτής του κεϋνσιανισμού πίστευε ακράδαντα ότι η ύφεση αντιμετωπίζεται με αύξηση της ζήτησης και όχι περικοπές και φόρους. Πώς το ΔΝΤ έφτασε να θεωρείται σήμερα μηχανισμός που επιβάλλει μέτρα που προκαλούν ακόμα μεγαλύτερη ύφεση και καταστρέφει κοινωνικά τις χώρες που καλείται να διασώσει;
Ο βασικός λόγος είναι ότι, σταδιακά, το ΔΝΤ περιήλθε υπό τον ιδεολογικό έλεγχο οικονομολόγων που θεωρούν ότι το βασικό πρόβλημα στις οικονομίες είναι οι δημόσιες δαπάνες και η υψηλή ζήτηση, που οδηγούν σε πληθωρισμό και ελλείμματα. Αντιθέτως ο Κέϋνς πίστευε ότι το βασικό πρόβλημα είναι η ανεργία, και η υψηλή ζήτηση είναι το μέσον για την καταπολέμησή της, ακόμη και με τίμημα κάποιον πληθωρισμό και ελλείμματα.
Οι οικονομολόγοι που επέβαλαν την λογική τους στο ΔΝΤ εις βάρος της κεϋνσιανής προσέγγισης κατά την δεκαετία του ’70, είχαν αισθανθεί δικαιωμένοι από την εκτίναξη των ελλειμμάτων σε πολλές χώρες, όπου εφαρμόστηκε η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική. Πιθανώς να είχαν δίκιο στο πλαίσιο ισχυρών και ανεπτυγμένων βιομηχανικών οικονομιών, άλλωστε και ο ίδιος ο Κeynes είχε προβλέψει μηχανισμούς περιστολής της κυκλοφορίας του χρήματος.
Αλλά όταν οι θεωρίες αυτές δοκιμάστηκαν σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, το αποτέλεσμα ήταν η επιδείνωση της ύφεσης και η κοινωνική αποσταθεροποίηση.
Το ΔΝΤ επιβάλλει την πολιτική του δίνοντας την βοήθεια σε δόσεις, που δίδονται υπό προϋποθέσεις και με την προηγούμενη εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων. Τα προγράμματα λιτότητας που επιβάλλει, πιέζοντας για αυξήσεις φόρων, μείωση εισοδημάτων, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, έχουν οδηγήσει σε τεράστια προβλήματα χώρες όπως η Αργεντινή και το Μεξικό.
Χαρακτηριστικό των διαφόρων ιδεοληψιών είναι ότι δεν επηρεάζονται από τα πραγματικά δεδομένα ούτε διδάσκονται από την αποτυχία της πολιτικής που ασκείται εν ονόματί τους. Π.χ., η κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού δεν δίδαξε τίποτα στους απανταχού κομμουνιστές. Έτσι και η οικτρή αποτυχία της πολιτικής του ΔΝΤ στην Ελλάδα θα έπρεπε να έχει προβληματίσει τους ιθύνοντες. Αλλά, αντιθέτως, αυτοί εμμένουν στις θέσεις τους, ίσως γιατί η παραδοχή της αποτυχίας θα οδηγούσε σε αναθεωρήσεις του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος, καθόλου ευπρόσδεκτη για το διεθνές χρηματοπιστωτικό κατεστημένο.
και τώρα οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ: η κυβέρνηση επί έξη μήνες διαπραγματεύθηκε αλλά δεν κυβέρνησε
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κληρονόμησε από τους προκατόχους της ένα τεράστιο πρόβλημα, και εγκλωβίστηκε ολοκληρωτικά σε αυτό. Όλη η ενέργεια και η προσοχή της κυβέρνησης απορροφήθηκε από την ατέρμονη διαπραγμάτευση με την Μέρκελ, τον Σόϊμπλε και τον Ντράγκι. Ο,τιδήποτε άλλο, οποιαδήποτε άλλη πρωτοβουλία, αδράνησε.
Και δεν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της μείωσης της γραφειοκρατίας και του πελατειακού κράτους, που στο κάτω-κάτω της γραφής αντιβαίνουν στην μαρξιστική φιλοσοφία του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά η κυβέρνηση αυτή είχε την ευκαιρία να προωθήσει ρηξικέλευθες πολιτειακές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της αμεσότερης δημοκρατίας, όπως την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την κατάργηση του Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών, την μείωση των βουλευτικών εδρών, την θέσπιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, το Πόθεν Έσχες των πολιτικών προσώπων κλπ. Από τον Ιανουάριο που εξελέγη δεν έκανε ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΕ στην κατεύθυνση της εξυγίανσης και του εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος. Κάτι που δίνει το δικαίωμα σε όσους περίμεναν κάτι νέο, να την χαρακτηρίζουν ως το Τελευταίο Χαρτί του Κατεστημένου της Μεταπολίτευσης.
Επίσης, κάτι ακόμα πιο ουσιώδες, όσο διεξαγόταν η διαπραγμάτευση, και ασχέτως της τελικής της έκβασης (νέο μνημόνιο ή δραχμή), η κυβέρνηση θα έπρεπε επειγόντως να δρομολογήσει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Η παραγωγική ανασυγκρότηση θα απαιτούσε πιθανώς μέτρα με τα οποία θα διαφωνούσαν οι «εταίροι», και επίσης κάποιες αποκλίσεις από τις κοινοτικές ρυθμίσεις (θα μπορούσε πάντως, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, να ζητηθεί κάποια προσωρινή εξαίρεση σε ορισμένους τομείς, π.χ. γεωργία και βιοτεχνία). Δεν έγινε όμως απολύτως τίποτα, όπως δεν είχε γίνει απολύτως τίποτα και από για κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Γιατί το πολιτικό σύστημα γνωρίζει ότι η ανάπτυξη θα μεταμορφώσει την Ελλάδα σε σύγχρονη χώρα, στην οποία δεν θα έχουν θέση οι φαυλοκράτες και οι τριτοκοσμικοί πολιτευτές που το απαρτίζουν.
το (απολύτως αναμενόμενο) ναυάγιο των «εναλλακτικών» γεωπολιτικών επιλογών
Για όσους (κυρίως τους «ενδιαφερομένους» Γερμανούς) ανησύχησαν ότι επίκειται γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας στην ρωσσική σφαίρα επιρροής, απάντησε η ίδια η Ρωσσία. Οι πρώτες συζητήσεις κορυφής μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Ρώσσου προέδρου έγιναν σε μία αίθουσα με αναρτημένες τρεις σημαίες, την Ρωσσική, την Ελληνική και, ανάμεσά τους, την σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η σημειολογία ήταν σαφής: η Ρωσσία υποδέχεται την Ελλάδα ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας και όχι ως αυτόνομη χώρα που αναζητά νέους κηδεμόνες.
Οι σφαίρες επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων είναι το βασικό θεμέλιο της παγκόσμιας πολιτικής και διπλωματίας. Οι ίδιες οι ισχυρές χώρες σέβονται και τηρούν τις συμφωνίες και τις διαχωριστικές γραμμές. ΟΙ ΗΠΑ, για παράδειγμα, αρνήθηκαν σθεναρά να αναμειχθούν στην ουκρανική κρίση, όταν οι Ευρωπαίοι (Γερμανοί κλπ.) τους καλούσαν να παρέμβουν. Όλοι οι σοβαροί Αμερικανοί αναλυτές (του Μπρεζίνσκυ συμπεριλαμβανομένου), αποθάρρυναν την αμερικανική κυβέρνηση να εμπλακεί σε περιοχή ιστορικά ρωσσικού ενδιαφέροντος. Σε αυτήν ακριβώς την γραμμή κινήθηκε ο Ομπάμα.
Οι ΗΠΑ και η Ρωσσία υπήρξαν σύμμαχοι σε δύο παγκοσμίους πολέμους εναντίον του γερμανικού απολυταρχισμού και ολοκληρωτισμού. Ας μην υποτιμήσει κανείς την στενή σχέση των δύο χωρών. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, απέφυγαν να έρθουν σε μετωπική αντιπαράθεση, και προτίμησαν να λειτουργήσουν ως συγκυρίαρχοι του πλανήτη. Η ισχύς του ενός εξασφάλιζε την ισχύ του άλλου και εν τέλει την παγκόσμια ισορροπία.
Όταν στην Ελλάδα ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, ο Στάλιν αρνήθηκε να ενισχύσει το ΚΚΕ, διότι δεν ήθελε να «σπάσει» την Συμφωνία της Μόσχας και της Γιάλτας και να ανατρέψει τις συμπεφωνημένες σφαίρες επιρροής. Γιατί γνώριζε ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ανατροπές και στην δική του σφαίρα επιρροής, δηλαδή την Ανατολική Ευρώπη και τα βόρεια Βαλκάνια. Το ίδιο ακριβώς έπραξαν και οι ΗΠΑ στις περιπτώσεις των αντικαθεστωτικών-αντικομμουνιστικών επαναστάσεων της Βουδαπέστης (1956) και της Πράγας (1968). Άφησαν ανενόχλητη την Σοβιετική Ένωση να ρυθμίσει τα του «οίκου» της.
Ο Πούτιν, που έχει εξελιχθεί σε πολιτική φυσιογνωμία μείζονος διαμετρήματος, γνωρίζει πολύ καλά και σέβεται τις ισορροπίες. Δεν πρόκειται να υπερβεί τα όρια της ρωσσικής επιρροής στην Ελλάδα. Η βελτίωση και η ανάπτυξη των ελληνορωσσικών σχέσεων θα φθάσει μέχρι το σημείο που δεν θα ανατραπούν οι παγιωμένες γεωπολιτικές ισορροπίες.
Τελικά, ο πρόεδρος της Ρωσσίας έκλεισε στις 24 Μαίου την πόρτα οριστικά στην Ελληνική κυβέρνηση, αφού επί μήνες απαντούσε με έμμεσα αρνητικό τρόπο στις ελληνικές εκκλήσεις για βοήθεια, όπως προηγουμένως είχε αποφύγει να αναμειχθεί και στην Κύπρο, όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Μ. Σαρρής είχε μεταβεί στην Μόσχα για να αναζητήσει αρωγή.
Το πρόβλημα της ελληνικής αριστεράς είναι ο γεωπολιτικός της αναλφαβητισμός. Η ελληνική κυβέρνηση αναζήτησε άστοχα εναλλακτικές, γιατί ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Ο Κινέζος πρόεδρος είπε μία καλή κουβέντα στην Μέρκελ το 2012, όταν η έξοδος της Ελλάδας φαινόταν επικείμενη. Αλλά μέχρις εκεί. Οι Κινέζοι έχουν τεράστια συμφέροντα με την Γερμανία, την Γαλλία, την Μεγάλη Βρεταννία, τις ΗΠΑ, για τα διακυβεύσουν χάρις της Ελλάδας. Η Ρωσσία ξεκαθάρισε κι αυτή την θέση της.
Αυτά ίσως λειτουργήσουν θετικά, γιατί θα αρχίσουμε να σχεδιάζουμε το μέλλον μας με τις δικιές μας δυνάμεις, χωρίς Σχέδια Μάρσαλ, Πακέτα Ντελόρ, κηδεμόνες και σωτήρες. Για όσους πιστεύουν στην δύναμη του Ελληνικού λαού, αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την σωστή κατεύθυνση.
μαθήματα γεωπολιτικής για την ελληνική αριστερά
Η δίνη στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα αυτό το διάστημα υπήρξε πάντως πολύ διδακτική, όσον αφορά την εξωτερική μας πολιτική. Από την στάση, τις αντιδράσεις και τον βαθμό ενδιαφέροντος και εμπλοκής των μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων στην ελληνική κρίση, εξάγονται πολύτιμα για το μέλλον συμπεράσματα.
Χωρίς να έχουμε ψευδαισθήσεις για τα κίνητρα που διέπουν την εξωτερική πολιτική των διαφόρων κρατών (ο μέγας Βρεταννός πολιτικός Πάλμερστον είχε πει κάποτε ότι «η Μεγάλη Βρεταννία δεν έχει μόνιμους φίλους αλλά μόνιμα συμφέροντα»), ζυγίστηκε πόσο αξίζει η Ελλάδα στην σκέψη των διαφόρων δυνάμεων.
Οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις του Ναυαρίνου, η Μεγάλη Βρεταννία, η Γαλλία και η Ρωσσία, εκφράσθηκαν με θέρμη υπέρ της επίλυσης της ελληνικής κρίσης. Η Γαλλία ενεπλάκη περισσότερο, ως εκ της θέσεώς της ως παραπληρωματικού εταίρου της Γερμανίας στον πυρήνα της Ευρωζώνης. Αλλά δεν μπόρεσε να επιβάλει μία αντι-υφεσιακή πολιτική, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά ούτε καν στην Ευρώπη, ούτε κάν στον εαυτό της. Δεν διάγει η Γαλλία περίοδο ακμής και ισχύος, αλλά πάντως πρέπει κανείς να της αναγνωρίσει θετική προδιάθεση έναντι της χώρας μας, και διάθεση διαμόρφωσης ευνοϊκού κλίματος υπέρ μας, που δεν είναι και λίγο.
Η Μεγάλη Βρεταννία, αν και μη μέλος της Ευρωζώνης, εκδηλώθηκε παρά ταύτα θετικά για την χώρα μας. Βέβαια η βρεταννική πολιτική ήταν πιο συγκρατημένη και αποστασιοποιημένη, διότι αυτήν την στιγμή το Λονδίνο βρίσκεται μπροστά στην προοπτική «βελούδινου διαζυγίου» με την Ευρώπη γενικώτερα.
Η Ρωσσία υπήρξε πολύ θερμή υπέρ της Ελλάδας, αλλά η δυνατότητα πρωτοβουλιών που διαθέτει είναι περιορισμένη, τόσο λόγω της δικής της οικονομικής στενότητας όσο και-κυρίως- διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στην σφαίρα επιρροής της. Επομένως δεν έχει την διάθεση να εμπλακεί σε κράτος μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, όπως ακριβώς και οι ΗΠΑ δεν ενεπλάκησαν στην ουκρανική κρίση και στην ενσωμάτωση της Κριμαίας. Η Συμφωνία της Γιάλτας ισχύει, και την σέβονται και οι δύο μεγάλες δυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου. Αυτά φρόντισε να τα υπενθυμίσει δημοσίως ο Πούτιν στον Έλληνα πρωθυπουργό, περισσότερες από μία φορές το τελευταίο πεντάμηνο.
Η Κίνα ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την Ελλάδα, διότι βλέπει σε αυτήν έναν γεω-οικονομικό (αλλά όχι γεωστρατηγικό) εταίρο στην διαμόρφωση ενός νέου εμπορικού «δρόμου του μεταξιού» προς την Δύση. Γι’ αυτό και παρενέβη υπέρ της Ελλάδας σε κρίσιμες στιγμές.
Οι ΗΠΑ υπήρξαν εξαιρετικά θερμές και παρεμβατικές, πιέζοντας ταυτόχρονα και την ελληνική και την γερμανική κυβέρνηση να βρουν μία λύση. Το συνεχές προσωπικό ενδιαφέρον και οι αλλεπάλληλες δηλώσεις του Ομπάμα ήταν πρωτοφανείς. Η αμερικανική πολιτική ενδιαφέρεται αυτήν την στιγμή να μην υπάρχουν αναταράξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η δε Ελλάδα αποτελεί κομβικό κρίκο στην νατοϊκή και δυτική γεωστρατηγική αλυσσίδα στην περιοχή. Παρά ταύτα, είναι αξιοσημείωτο ότι ένα μέρος της αμερικανικής διανόησης (Γκαλμπραίηθ, Κρούγκμαν κ.ά) θεωρεί ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ήταν λάθος και ότι η χώρα μας πρέπει να επιστρέψει στην δραχμή για να ανασυγκροτηθεί οικονομικά.
Τέλος, για την Γερμανία, θα επαναλάβουμε την κρίση του γερμανομαθούς, γερμανοσπουδαγμένου και επί δεκαετίες διαβιώσαντος στην Γερμανία κορυφαίου γεωστρατηγικού αναλυτή Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998): η χώρα αυτή προσπαθεί συνεχώς να καταστεί υπερδύναμη χωρίς να διαθέτει την εμπειρία, την τεχνογνωσία και την επιτηδειότητα των παλαιών αυτοκρατοριών, με αποτέλεσμα κάθε φορά να ανατινάζει μόνη της την επιρροή που αποκτά.
τι ακριβώς μήνυμα έστειλαν οι ψηφοφόροι στο δημοψήφισμα
Τελικώς, οδηγηθήκαμε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Το αποτέλεσμα απέβη συντριπτικό κατά του μνημονίου, με το πρωτοφανές ποσοστό 62%. Ωστόσο, στο δημοψήφισμα δεν ηττήθηκε η Ευρώπη, αλλά η τριτοκοσμική φαυλοκρατία που την καπηλεύθηκε.
Ο Ελληνικός λαός δεν ψήφισε εναντίον της Ευρώπης, αλλά εναντίον όσων εμφανίστηκαν ως αυτόκλητοι υπερασπιστές και εκφραστές της. Καταψήφισε τον χρεωκοπημένο φαύλο δικομματισμό της Μεταπολίτευσης, που επεδίωξε φραστικά να στηρίξει την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας, που όμως ακύρωσε έμπρακτα με τις τριτοκοσμικές του πρακτικές όσο κυβερνούσε. Αλλά να δικαιωθεί ο ίδιος και η πολιτική του μέσα από το ΝΑΙ. Ηττήθηκαν ο Κ. Σημίτης, ο Κ. Μητσοτάκης, ο Α. Σαμαράς, ο Ε. Βενιζέλος, ο Στ. Θεοδωράκης, και όχι η Ευρώπη.
Ο Ελληνικός λαός ψήφισε εναντίον των μνημονίων, και όχι εναντίον της Ευρώπης, εκτός εάν θεωρήσουμε ότι τα μνημόνια εκφράζουν την ευρωπαϊκή ιδέα. Αλλά, αντιθέτως, τα μνημόνια ακυρώνουν την ευρωπαϊκή ιδέα, που στηρίζεται στην δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος, την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική αλληλεγγύη.
Επίσης, ο Ελληνικός λαός «μαύρισε» αυτούς που ύψωσαν τα ψευδεπίγραφα λάβαρα του «ευρωπαϊκού προσανατολισμού» της χώρας, δηλαδή τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις οι οποίες:
α. κατάργησαν την κληρονομική μοναρχία για να αντικαταστήσουν την δυναστεία των Γλύξμπουργκ με τα σόγια των Παπανδρέου, Καραμανλή, Μητσοτάκη κλπ., και μάλιστα με πολλαπλάσια εκπροσώπηση, αφού στην Βουλή και στην κυβέρνηση συνυπάρχουν ταυτόχρονα πολλοί Καραμανλήδες, πολλοί Μητσοτάκηδες, πολλοί Παπανδρέου, μαζί με γαμπρούς, ανίψια και συμπεθέρους. Αν κάποιος βλέπει κάτι το ευρωπαϊκό σε όλα αυτά, καλείται να το δηλώσει. Μάλλον, όμως, πολιτικά ήθη κεντρώας Αφρικής θυμίζουν αυτά. Στην Ευρώπη, δεν υπάρχει ούτε ένας, μα ούτε ένας πολιτικός, που να είναι γόνος ή έστω συγγενής δευτέρου βαθμού άλλου πολιτικού. Πλην της Λεπέν, που κι αυτή αποκήρυξε τον πατέρα της για να σταθεί μόνη της στα πόδια της.
β. μετέβαλαν την πολλά υποσχόμενη νεαρή δημοκρατία του 1974 σε τριτοκοσμική ολιγαρχία, με βασικό μηχανισμό στρατολόγησης στελεχών την αναξιοκρατία και την ευνοιοκρατία. Έτσι αναδείχθηκαν σε ανώτατα αξιώματα ανεπάγγελτοι και ανάξιοι, και παρήλασαν από υπουργικά συμβούλια απίθανα πρόσωπα, που σε μία ευρωπαϊκή χώρα θα ήσαν περιθωριακοί και πάντως δεν θα υπήρχε απολύτως καμμία περίπτωση να αναλάβουν υπεύθυνες πολιτικές θέσεις.
γ. μετέβαλαν τον κρατικό μηχανισμό σε όργανο εξυπηρέτησης κομματικών σκοπιμοτήτων, διορισμού ψηφοφόρων, διαπλοκής και πελατειακών συμφερόντων. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες το κράτος είναι ένας αμερόληπτος, αποτελεσματικός και αδέκαστος μηχανισμός, που λειτουργεί με μοναδικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
δ. υπερχρέωσαν το κράτος με συνεχή δανεισμό, ο οποίος κάλυπτε τις τεράστιες, κυρίως πελατειακές δαπάνες, παροχές, διορισμούς, και τα διάφορα προνόμια των ίδιων των πολιτικών. Αυτά δεν συμβαίνουν πουθενά στην Ευρώπη.
ε. κατέστρεψαν την παραγωγική δομή της χώρας, δημιουργώντας ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά εμπόδια στις εγχώριες και ξένες επενδύσεις, και επιδεικνύοντας ασύγγνωστη ανοχή στην διαφθορά. Κάτι που στην Ευρώπη είναι απλώς αδιανόητο. Ακόμη και στην Βουλγαρία, η έναρξη μίας επιχείρησης ρυθμίζεται σε 24 ώρες.
ζ. θέσπισαν ένα νομικό πλαίσιο ατιμωρησίας και προνομίων, που θυμίζει μπανανίες της Λατινικής Αμερικής. Νόμοι περί ευθύνης υπουργών, βουλευτικές ασυλίες, απαράδεκτα επιδόματα, πολυπληθείς ακολουθίες αστυνομικών, μετακλητοί υπάλληλοι που στην συνέχεια διορίζονται στο δημόσιο, γραμματείς και φαρισαίοι. Και κάθε φορά που αλλάζει ο υπουργός αλλάζουν και όλοι οι υπάλληλοι του γραφείου του. Στην Γαλλία, στην Αγγλία κλπ., η ιδιαιτέρα γραμματεύς του πρωθυπουργού είναι μόνιμη υπάλληλος, ασχέτως του προσώπου που ασκεί τα πρωθυπουργικά καθήκοντα.
η. έθεσαν ολόκληρο δίκτυο από ανυπέρβλητα εμπόδια για κάθε νέα πολιτική κίνηση, με την πολύπλοκη εκλογική νομοθεσία, το κόστος της υποβολής υποψηφιότητας, τον αποκλεισμό των ανεπιθύμητων από τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης, και κυρίως το «μαύρο χρήμα» με το οποίο χρηματοδοτούν τις πανάκριβες προεκλογικές τους εκστρατείες, αποκλείοντας έτσι τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Στην Ευρώπη, που επικαλούνται, όλοι έχουν ίση πρόσβαση στην δημοσιότητα, και το πολιτικό παιχνίδι είναι ανοιχτό και έντιμο.
θ. δέχθηκαν φαινομενικά τα μνημόνια, προκειμένου να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση και να αποφύγουν την χρεωκοπία, αλλά βραχυκύκλωσαν κάθε μεταρρύθμιση που απαίτησαν οι δανειστές, ακόμη και παραπλανώντας τους. Το καλοκαίρι του 2013, ένας κεντρικός τηλεοπτικός σταθμός αποκάλυψε ότι οι δημόσιοι οργανισμοί που δήθεν είχαν καταργηθεί το 2011 για λόγους οικονομίας, στην πραγματικότητα λειτουργούσαν βάσει μεταβατικών διατάξεων! Αλλά, για να αντισταθμίσουν την πίεση για μεταρρυθμίσεις, και για να περιφρουρήσουν το κομματικό τους κράτος, εφηύραν τα περίφημα «ισοδύναμα μέτρα», δηλαδή την φορολογική εξόντωση του λαού και την δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όλα αυτά λίαν ευρωπαϊκά.
ι. ας μνημονεύσουμε εδώ την τριτοκοσμική και αηδιαστική συνήθεια να υποχρεώνεται η τροχαία να «διευκολύνει» την μετακίνηση των πρωθυπουργικών αυτοκινήτων, κάτι που θυμόμαστε από την εποχή του Παπαδόπουλου. Στην Ευρώπη, οι διάφοροι αξιωματούχοι περιμένουν στην στάση του λεωφορείου ή κυκλοφορούν με το ποδήλατο.
Αυτά τα κόμματα εμφανίστηκαν θρασύτατα ως οι υπερασπιστές του ευρωπαϊκού ιδεώδους, και γι’ αυτό υπέστησαν συντριπτική ήττα.
ο αντιγερμανισμός δεν είναι αντι-ευρωπαϊσμός, αλλά το αντίθετο
Αλλά και η αντίθεση στον γερμανικό νεο-ηγεμονισμό δεν συνδέεται με αντίθεση στην Ευρώπη, όπως επίμονα προβάλλει ο φιλομνημονιακός τύπος, αλλά το ακριβώς αντίθετο.
Η Ευρώπη του εμμονικού Σόϊμπλε και της «αυτοκράτειρας» Μέρκελ, η Ευρώπη του Ντάϊσελμπλουμ και του άβουλου και μοιραίου Ολάντ και των τραπεζικών υπαλλήλων που υποδύονται τους πολιτικούς, η Ευρώπη της ύφεσης και της φτώχειας, της γκρίνιας και της φαγωμάρας, ασφαλώς δεν είναι η Ευρώπη που φαντάστηκαν οι λαοί της.
Και ασφαλώς δεν είναι η αισιόδοξη και ανερχόμενη Ευρώπη της δεκαετίας του ΄50, η συναρπαστική και ευημερούσα Ευρώπη της δεκαετίας του ΄60, η στιβαρή Ευρώπη της δεκαετίας του ΄70 και η ενωτική και ενωμένη σαν σιδερένια γροθιά Ευρώπη της δεκαετίας του ΄80.
Η Ευρώπη των ημερών μας είναι μία ήπειρος όχι πιά φωτεινή αλλά σκοτεινή. Που στον ζοφερό θρόνο της κάθεται η αγέλαστη, ψυχρή, άκαμπτη και καταθλιπτική Γερμανία.
Η εκτροπή του ευρωπαϊκού κεκτημένου (ανοιχτή οικονομία συν κοινωνικό κράτος συν ομοφωνία στην λήψη των αποφάσεων συν διακρατική αλληλεγγύη), η κατάργηση του γαλλογερμανικού διπόλου, η υπέρμετρη διεύρυνση προς ανατολάς σε περιοχές που διεκδικούσε από τον Μεσοπόλεμο η τότε Γερμανία ως «ζωτικό της χώρο», οφείλονται στην συστηματική εργασία του Βερολίνου.
Η Μέρκελ και ο Σόϊμπλε ύφαναν μεθοδικά γύρω από τα ευρωπαϊκά κράτη έναν περίτεχνο ιστό, μέσα από πολύπλοκες δημοσιονομικές συμφωνίες, με αιχμή του δόρατος τον έλεγχο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και τον πειθαναγκασμό και των ισχυρότερων και ακμαιότερων ευρωπαϊκών οικονομιών σε πολιτικές λιτότητας, και μέσω αυτών επέτυχαν την ανάδειξη του Βερολίνου σε μονοκράτορα της Ευρωζώνης και ρυθμιστή της οικονομικής ζωής..
Το αποτέλεσμα υπήρξε η μακροχρόνια ύφεση, Τελικά, τα Συμβούλια Κορυφής, το Eurogroup, το ίδιο το Ευρωκοινοβούλιο και η Κομισιόν εκφυλίστηκαν σε διαύλους της γερμανικής βούλησης και εκφραστές των αποφάσεων του Βερολίνου.
Η Ελλάδα έγινε το πεδίο της ωμότερης γερμανικής αποικιοκρατικής παρέμβασης, που οδήγησε την χώρα σε βαρειά ανθρωπιστική κρίση, Οι μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, που καταποντίστηκαν στις τελευταίες εκλογές, υπετάγησαν πλήρως στην γερμανική βούληση, εν ονόματι της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας». Τώρα ασκούν αντιπολίτευση και πάλι εν ονόματι της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας».
Διερωτάται κανείς, όμως, εάν ο εγκλωβισμός στην γερμανική σφαίρα επιρροής συνιστά πορεία προς την Ευρώπη. Διότι η Ευρώπη είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την οικονομική ειρκτή που οργανώνει σήμερα το Βερολίνο.
Διερωτάται κανείς εάν ο αντιγερμανισμός είναι, όπως διατείνονται τα φιλομνημονιακά φερέφωνα, «ευρωπαϊκή πορεία». Ή μήπως, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή παράδοση βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από την πολιτική του Βερολίνου. Και μήπως πρέπει οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, για να παραμείνουν ευρωπαϊκές, να κάνουν μεταβολή και να αρχίσουν να βαδίζουν συντεταγμένα όσο πιο μακρυά γίνεται από την γερμανική παράδοση του απολυταρχισμού, που έχει αναβιώσει σήμερα σε επικίνδυνο βαθμό.
το βασικό πολιτικό συμπέρασμα από την συμφωνία της 12ης Ιουλίου
Επανερχόμενοι στο τρομακτικό crash-test που υπέστη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με την συμφωνία του Ιουλίου, ασφαλώς αυτό ωρίμασε πολιτικά την Αριστερά. Η συντριβή της διαπραγματευτικής τακτικής της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε την Αριστερά από τον κόσμο της ουτοπίας και των θεωρητικών συζητήσεων, όπου ζούσε για δεκαετίες. Την έφερε σε επαφή με την διεθνή πραγματικότητα, τον κυνισμό των ισχυρών, τα αμείλικτα οικονομικά μεγέθη, την υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος, τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες ενός μικρού κράτους με μεγάλη γεωπολιτική σημασία.
Η κρίση που ζήσαμε έδειξε στην ελληνική αριστερά ότι ο ευρωπαϊκός νότος δεν είναι εύκολα διατεθειμένος να συγκρουσθεί με τον ισχυρό βορρά χάριν των κοινών μεσογειακών συντεταγμένων του με την Ελλάδα, αλλά επίσης ότι η Γαλλία παραμένει ένας μεγάλος, ένας διαχρονικός και πραγματικός φίλος της χώρας μας. Την δίδαξε ότι οι διεθνείς συσχετισμοί δεν αλλάζουν με μερικές επισκέψεις στην Μόσχα.
Η Αριστερά έμαθε να διαπραγματεύεται, να πληρώνει πολιτικό κόστος, να διασπάται επί του πραγματικού και όχι επί του φαντασιώδους, να κερδίζει εκλογές, να σχηματίζει συμμαχικές κυβερνήσεις με μη συγγενείς δυνάμεις, να απευθύνει διαγγέλματα στον ελληνικό λαό, να διεξάγει δημοψηφίσματα, να αντιμετωπίζει κρίσεις. Συνειδητοποίησε τι σημαίνει δημόσιο χρέος, τοκοχρεωλύσια, ΔΝΤ και διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, να επικοινωνεί με αγέλαστους τραπεζίτες που όμως μπορούν να σώσουν την παρτίδα, όπως ο Ντράγκι που ακλόνητος από τις γερμανικές λοιδωρίες συνέχιζε να τροφοδοτεί με ELA τις ελληνικές τράπεζες όσο συνεχιζόταν η διαπραγμάτευση.
Όλα αυτά υπήρξαν για την Αριστερά η δύσκολη αλλά αναγκαία εμπειρία που δεν θέλησε αν αποκτήσει μεταπολεμικά, αποφασίζοντας το 1946 να απόσχει από τις εκλογές και να ακολουθήσει την οδό της μετωπικής σύγκρουσης. Τότε, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει κοινοβουλευτική υπόσταση και να συμμετάσχει ενδεχομένως και στην διακυβέρνηση, όπως έγινε στην Ιταλία, στην Γαλλία και στην Μεγάλη Βρεταννία. Αλλά τα «αν» δεν υπάρχουν στην Ιστορία, η ελληνική αριστερά απομονώθηκε για δεκαετίες και ήρθε το 2015 η στιγμή που, λόγω της ελληνικής κρίσης βρέθηκε, χωρίς καν να καταλάβει πώς, στην εξουσία.
Αυτό μεταμόρφωσε την Αριστερά από περιθωριακό τιμητή του καπιταλισμού σε κεντρικό και εθνικό πολιτικό παίκτη, και αυτό ασφαλώς της προσδίδει και την ανάλογη ευθύνη για τις πράξεις της, που δεν αφορούν πιά μόνον την ίδια αλλά το μέλλον της κοινωνίας μας.
η αλλαγή ηγεσίας δεν θα λύσει το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής δεξιάς
Είναι απολύτως βέβαιο ότι, όσους νέους αρχηγούς και να βγάλουν οι «γέροντες» από το παλαιοκομματικό τους καπέλο, η βαθμιαία συρρίκνωση και μελλοντική εξάλειψη της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν θα αντιμετωπισθεί, όσο δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα στην ουσία του.
Πάντα υπήρχαν συγκεκριμένες οικογένειες, «βαρώνοι» και κονκλάβια γερόντων, που κινούσαν παρασκηνιακά τα νήματα της συντηρητικής παράταξης στην Ελλάδα. Αλλά τουλάχιστον υπήρχαν σημαντικές προσωπικότητες, ιδεολογικό πλαίσιο, αρχές και πρόγραμμα.
Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι οι διαδοχικοί ηγέτες της ελληνικής δεξιάς, ο Γούναρης, ο Παναγής και ο Ντίνος Τσαλδάρης, ο Αλέξανδρος Παπάγος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ήταν ακέραιοι πολιτικοί, με υψηλό δείκτη νοημοσύνης και εξαιρετική παιδεία. Επίσης δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ηγετικά προσόντα. Όλοι τους προέβαλαν κάποιο συγκροτημένο ιδεολογικό και αξιακό σύστημα, είχαν αρχές, φιλοσοφία και όραμα, που προσέδιδε συνοχή στο κόμμα τους και προέβαλε κάποια ολοκληρωμένη πρόταση για το μέλλον της χώρας.
Μετά την στρατηγική ήττα της δεξιάς το 1981, το παλαιό δεξιό κατεστημένο περιθωριοποιήθηκε και εμφανίστηκαν νεόκοπα στοιχεία, όπως η οικογένεια Μητσοτάκη κλπ. Από εκείνο το σημείο η δεξιά έπαψε να εκπέμπει κάποιο ιδεολογικό πλαίσιο, κάποια στάση ζωής, κάποιο αξιακό σύστημα. Επικράτησε μία διαχειριστική λογική, που στην χειρότερη περίπτωση εκφραζόταν με μία τυφλή αντιπολίτευση προς το ΠΑΣΟΚ χωρίς όμως ουσιαστική αντιπρόταση, ενώ στην καλύτερη περίπτωση εξωτερικευόταν με μία συνθηματολογία λέξεων χωρίς πραγματικό αντίκρυσμα («ειρηνική επανάσταση», «επανίδρυση του κράτους» κλπ.). Ταυτόχρονα, από τον δεξιό χώρο εξαφανίστηκαν οι προσωπικότητες και προωθήθηκαν μετριότητες, στην καλύτερη περίπτωση.
Όλα αυτά ήταν μοιραίο να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα τόσο στην πορεία της χώρας (που είναι και το σημαντικώτερο) όσο και στην πορεία της δεξιάς παράταξης. Η βραχεία πρωθυπουργία Μητσοτάκη (ουσιαστικά μία αναποτελεσματική και προβληματική παρένθεση στην μακρά διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) χαρακτηρίστηκε από παντελή αδυναμία παραγωγής κάποιου έργου. Ενώ η πενταετής πρωθυπουργία του Κώστα Καραμανλή κινήθηκε στην απόλυτη αδράνεια και αδυναμία αντιμετώπισης των δομικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και δημόσιας διοίκησης, που τελικά έγιναν χιονοστιβάδα και κατέληξαν στην χρεωκοπία. Τόσο η τριετία Μητσοτάκη όσο και η πενταετία Καραμανλή κινήθηκαν στο απόλυτο ιδεολογικό κενό, το οποίο φυσικά δεν καλύπτεται με συνθήματα και συμβούλους επικοινωνίας. Ακολούθησε η καταστροφική φάση Σαμαρά, που ως «ιδεολογία» της είχε το μνημόνιο και που αποξένωσε με βίαιο τρόπο την δεξιά από τα κοινωνικά στρώματα που την στήριζαν παραδοσιακά.
Έτσι, η άλλοτε μεγάλη πολυσυλλεκτική παράταξη συρρικνώθηκε σε ένα μικρομεσαίο κόμμα του 15-25%, με διαφαινόμενη την σταδιακή εξάλειψή του και την υποκατάστασή του από λιγώτερο ή περισσότερο ακραία κόμματα, που όμως εκπέμπουν ισχυρά ιδεολογικά μηνύματα (ΑΝΕΛ, ΧΑ και ό,τι άλλο προκύψει στο μέλλον).
Άρα, το πραγματικό πρόβλημα της Δεξιάς είναι η απουσία οράματος, αξιών και ιδεολογίας, καθώς και συγκροτημένου σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας, και φυσικά προσωπικοτήτων που μπορούν να τα υπηρετήσουν. Αυτά δεν λύονται με δυό-τρία δείπνα γερόντων, ούτε με μία ακόμα αλλαγή αρχηγού.
διότι η αλλαγή προσώπων δεν σημαίνει και αλλαγή ουσίας
Η αλλαγή ηγεσίας δεν σημαίνει και αλλαγή πολιτικής ουσίας, αν τα νέα πρόσωπα είναι φορείς παλαιών και παρωχημένων αντιλήψεων. Ακόμη και στα μικρά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ, αναδεικνύονται στην ηγεσία πρόσωπα που απηχούν προ-περασμένες δεκαετίες.
Η ανάδειξη της κυρίας Φώφης Γεννηματά, γιά παράδειγμα, παρουσιάζεται ως «ανανέωση», ενώ πρόκειται γιά μία πεισματική προσκόλληση στο απώτατο παρελθόν του κόμματος αυτού. Υπενθυμίζουμε ότι η κυρία Γεννηματά υπήρξε υφυπουργός στην κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, που έβαλε την Ελλάδα στον μηχανισμό στήριξης και στο Μνημόνιο. Τι έχει, λοιπόν, να μας προτείνει η κυρία Γεννηματά, πέρα από μια απολογία της αποτυχημένης διακυβέρνησης Παπανδρέου και μία αναμόχλευση των εσωκομματικών ισορροπιών στα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ, που δεν ενδιαφέρουν πιά κανέναν;
Εξ άλλου, η ανάδειξη της κυρίας Γεννηματά αποτελεί έκφραση οικογενειοκρατίας, δηλαδή ενός κλασσικού τριτοκοσμικού χαρακτηριστικού της μεταπολιτευτικής ολιγαρχίας. Ας μας δείξουν οι (εναπομείναντες)κύριοι του ΠΑΣΟΚ, που επικαλούνται την «ευρωπαϊκή πορεία της χώρας», μία ευρωπαϊκή χώρα όπου αναδεικνύονται γόνοι στελεχών στην ηγεσία έστω και ασήμαντων κομμάτων του περιθωρίου (πλην της Λεπέν).
Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε πολιτική περίοδο με εντελώς καινοφανή χαρακτηριστικά, που δεν μπορούν να εκφράσουν πλέον τα παρωχημένα στελέχη της Μεταπολίτευσης, αυτά δηλαδή που αναδείχθηκαν στα κομματικά αμφιθέατρα, τις κομματικές νεολαίες, τις αυλές των κομματικών σουλτάνων και τα γραφεία των επικοινωνιολόγων. Αυτοί θεωρούν την πολιτική ως ένα μείγμα από φλυαρία, δημαγωγία, συνθηματολογία και επιχειρηματολογία επιπέδου φοιτητικού αμφιθεάτρου, στείρα κριτική του αντιπάλου, επικοινωνιακή πολιτική, λαϊκισμό, διαπλοκή, πελατειακά συμφέροντα και συνεχή αναβολή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, ώστε να μην υπάρξει ποτέ πραγματική ανάπτυξη σε αυτήν την δύστυχη χώρα και να διαιωνίζεται η υπανάπτυξη, που αποτελεί την συνθήκη επιβίωση της φαυλοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου