Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Έχουν ατροφήσει τα αισθητήρια που θα μας επέτρεπαν να αντιληφθούμε τους βαθύτερους λόγους της κρίσης

Νέα Πολιτική


του Κώστα Σταματόπουλου
Είναι η δεύτερη φορά που η ηγεσία της Αριστεράς, αρνούμενη να δεχθεί ρεαλιστικά την κατάσταση των πραγμάτων και εκλαμβάνοντας την φαντασίωσή της ως πραγματικότητα, οδήγησε και οδηγεί επιπόλαια και εγκληματικά τον λαό της σε σκληρές περιπέτειες και μαζί του την χώρα ολόκληρη. Τότε μεν σε έναν αιματηρότατο εμφύλιο πόλεμο, σήμερα δε στην ταπείνωση μιας άνευ όρων συνθηκολόγησης και στην αποδοχή καθεστώτος συλλογικής ευρωπαϊκής αποικίας, που λίγο διαφέρει από εκείνο της πνέουσας τα λοίσθια Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την πτώχευσή της το 1875/1881.
Παρ’ ότι στην δική μας εν εξελίξει τραγωδία τα μεγέθη – αρχίζοντας από τους πρωταγωνιστές- είναι συγκριτικά λιλιπούτεια, η πολύωρη ευρωπαϊκή σύνοδος την επομένη του παλαβού ελληνικού δημοψηφίσματος –διότι πώς αλλοιώς να το χαρακτηρίσει κανείς;- φέρνει στον νου, ένα από τα μείζονα επεισόδια της μακράς σύγκρουσης του παπισμού με τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, στην καρδιά του δυτικού Μεσαίωνα: τον ικέτη Ερρίκο Δ΄, ντυμένο με έναν απλό ποδήρη χιτώνα και με την θηλιά του καταδίκου περασμένη στον λαιμό, όρθιο μέσα στο χιόνι, μπροστά στις κλειστές πύλες του κάστρου της Κανόσα, εντός του οποίου ο πάπας Γρηγόριος Ζ΄ απολάμβανε, ύστερα από τόσους αγώνες ανάμεσα στους οπαδούς των δύο κοσμοθεωριών, την συντριβή της αυτοκρατορικής αξίωσης περί παγκοσμίου καισαροπαπισμού και τον θρίαμβο του παποκαισαρισμού, που ήταν τότε η ιδεολογία της Ρώμης.  Ύστερα από δύο μερόνυκτα οι πύλες άνοιξαν, κι ο ξυλιασμένος και ταπεινωμένος αυτοκράτορας είχε την τιμή να προσκυνήσει την άκρη του κεντημένου παπικού υποδήματος.

Όπως και τότε, που καμμιά σημασία δεν είχε η κατά πολύ μεταγενέστερη εξασθένηση του παπισμού και η καταγγελία των ήκιστα πνευματικών κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία η Ρώμη επί αιώνες ασκούσε στην Δυτική Χριστιανοσύνη την ύπατη αρχή, όπως και ο (υποτιθέμενος) θρίαμβος των Φώτων, με ή χωρίς εισαγωγικά, έτσι και σήμερα, καμμιά σημασία δεν έχει για μας εδώ στην Ελλάδα μια μελλοντική τυχόν αναδιάρθρωση της λογικής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ή η σχεδόν μοιραία (με όλες τις σημασίες και από πάσης πλευράς) μετά από τόσες κατρακύλες, παλιές, τωρινές και επερχόμενες, διολίσθηση και επιστροφή μας στην δραχμή… Ας πούμε επίσης, αναζητώντας αναλογίες του τότε με το σήμερα, πως όση σχέση είχε ο παπισμός με την θρησκεία του Ιησού, άλλη τόση δείχνει να έχει η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία και πραγματικότητα με την ευρωπαϊκότητα, ήτοι με τον ευρωπαϊκό ουμανισμό, κάτι που ασφαλώς έχει να κάνει με την μετάλλαξη επί το αγριώτερο, απολυταρχικώτερο και πιο ολοκληρωτικό του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Αλλά και αυτή η επισήμανση, παρ’ όλη την τεράστια και τραγική σημασία της, μικρή απήχηση έχει, για μύριους λόγους, μεταξύ των οποίων κυρίαρχο μέρος αποτελούν το μέγα πλήθος των καθαρά δικών μας αμαρτιών και η αβυσσαλέα μας ανεπάρκεια στα κρείττονα…  Έτσι ουδείς, ούτε εμείς, ούτε οι Ευρωπαίοι, μπορεί μονομερώς να διεκδικήσει για λογαριασμό του το δίκαιο, με αποτέλεσμα τα πάντα να είναι εκτεθειμένα στην αμείλικτη πάλη συμφερόντων, δεινώς εξαρτώμενα από τον συσχετισμό δυνάμεως ανάμεσα στις εμπλεκόμενες μερίδες.  Και τούτος είναι καθαρά εις βάρος μας.
Άλλωστε στην ιστορία/πολιτική, το δίκαιο σπανίως είναι κάτι το αφηρημένο και η πραγμάτωση και απόδοσή  του είναι κατά κανόνα στενά συναρτημένες από μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δεμένες με μια απτή συγκυρία. Αλλιώς η επίκλησή του παραμένει  κραυγή αδυνάτου. Κι ουδέποτε ο οίκτος υπήρξε στα χειμαζόμενα κράτη αξιόπιστος σύμμαχος.
Πού πορευόμεθα έτσι ανερμάτιστοι και ακυβέρνητοι;  Πόσο ακόμη το σαθρό ελληνικό σκάφος θα κτυπιέται στα κύματα χωρίς να βυθιστεί;  Όσοι απαντήσουν ότι το γνωρίζουν ψεύδονται, κι όσοι ευελπιστούν ότι κάτι καλό θα συμβεί και ότι κάποιος από μηχανής θεός επεμβαίνοντας θα σώσει την Ελλάδα, είναι απλώς ανόητοι. Διότι αφ’ ενός μοιάζομε να έχομε εγκατασταθεί στην κρίση, την οποία δεχόμεθα μοιρολατρικά ως ανήμπορα μέλη ενός μόνιμα πια εκπεσόντος και παρηκμασμένου λαού ή με δίψυχα ξεσπάσματα οργής, τύπου δημοψηφίσματος, όπου παιδαριωδώς ψηφίσαμε «όχι», είτε ενδομύχως ευχόμενοι να βγει το «ναι», είτε έχοντας λάβει μέτρα για την προσωπική προστασία μας σε περίπτωση επικρατήσεως της ελαφρόμυαλης κι αβέβαιης στιγμιαίας συναισθηματικής μας επιλογής. (Χωρίς βέβαια τούτο να σημαίνει ότι δεν υπήρξε εκ μέρους ορισμένων, πλήρως ανεπιφύλακτη, ακέραιη και συνειδητή υποστήριξη του «όχι».)
Η ουσιωδέστερη, όμως, δυσκολία μας οφείλεται στο ότι έχουν ατροφήσει παρ’ ημίν τα αισθητήρια που θα μας επέτρεπαν να αντιληφθούμε τους βαθύτερους λόγους της κρίσης, την πραγματική της υπόσταση, την πολυπλοκότητα και την καθολικότητά της. Εσφαλμένη διάγνωση οδηγεί σε αναποτελεσματική θεραπεία. Αλλά και στην περίπτωση που η διάγνωση θα ήταν ορθή, η εύρεση και η πρόσκληση θεραπευτή δεν είναι εύκολη υπόθεση.  Όπως και δεν θα ήταν η καθ’ αυτό κατόπιν θεραπεία, καθώς η ασθένεια είναι βαριά και το δηλητήριο έχει παντού εισχωρήσει.
Χωρίς ορθή διάγνωση, χωρίς ικανό θεραπευτή, χωρίς δυνατότητες οποιασδήποτε αποτελεσματικής θεραπείας, ζώντας αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο το παραλήρημα των φαντασιώσεών μας, και την άνευ νοήματος στείρα καθημερινότητά μας, όπου για την δυστυχία μας οι άλλοι είναι σταθερά υπεύθυνοι (οπότε το πάθημα αδυνατεί να γίνει μάθημα),  βαδίζομε παραπατώντας στο σκοτάδι αξημέρωτης νύχτας. Η κρίση μοιάζει με ωκεανό, στον οποίο, πιστεύοντας ότι άλλοι μας έριξαν, καλούμεθα να διανύσομε χωρίς να ξέρομε κολύμπι.
Μήπως και αυτή η Δημοκρατία αποκτά αδιέξοδα όταν εκλείψουν οι ποιότητες που αποτελούν την προϋπόθεσή της; Όλα τα άλλα λόγια είναι λαϊκισμός, της Δεξιάς ή της Αριστεράς αδιάφορο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου