protagon
του Γιάνη Βαρουφάκη
Δύο ελλείμματα βρίσκονται στην καρδιά του «ελληνικού προβλήματος». Το δημόσιο έλλειμμα και το εμπορικό έλλειμμα. Αν τα εξαφανίζαμε, πιστεύουν πολλοί, η Ελλάδα θα ορθοποδούσε. Αυτό όμως που λίγοι βλέπουν είναι ότι, υπό τις συνθήκες Κρίσης, η μείωση του ενός ελλείμματος αυξάνει το άλλο. Κι όταν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης πασχίζουν να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα, διογκώνουν τις εσωτερικές ανισορροπίες που υπονομεύουν την Ευρωζώνη.
Κρίση σημαίνει ένα πράγμα: Επενδύσεις που υπολείπονται των αποταμιεύσεων. Πράγματι, το πρώτο πράγμα που γίνεται όταν έρχεται μια τέτοια Κρίση είναι ότι οι επενδύσεις υστερούν των αποταμιεύσεων, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Οι οικογένειες που συνειδητοποιούν ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ιδίως όταν έχουν κάρτες και δάνεια που τους βαραίνουν, μειώνουν τα έξοδά τους αυξάνοντας τα ποσά που βάζουν στην άκρη για να πληρώνουν δάνεια, φόρους κλπ.
Το ίδιο, και ακόμα εντονότερα, κάνουν οι επιχειρήσεις: μειώνουν τις δαπάνες τους και βάζουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούν στην άκρη. Το ίδιο και το κράτος, το οποίο «κόβει» όπου μπορεί και παράλληλα μειώνει τις δημόσιες επενδύσεις. Σε όποια χώρα της Ευρωζώνης κοιτάξουμε σήμερα (αλλά και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού) βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο: οι επενδύσεις να υπολείπονται των αποταμιεύσεων. Πρόκειται για ένα γενικευμένο φαινόμενο που αφορά όλη την Ευρωζώνη (πυρήνα και περιφέρεια), την Βρετανία, τις ΗΠΑ κλπ.
Όσο ισχύει αυτό, δηλαδή όσο βρισκόμαστε σε Κρίση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πικρή πραγματικότητα: Είναι αδύνατον να εξαφανιστεί ταυτόχρονα και το δημόσιο και το εμπορικό έλλειμμα, ακόμα και να αυξηθούν οι επενδύσεις (εφόσον υπολείπονται των αποταμιεύσεων)!
Από που προκύπτει αυτή η βεβαιότητα; Προκύπτει από την αμείλικτη λογική μιας μακροοικονομίας και συγκεκριμένα από την πιο κάτω εξίσωση που, μας αρέσει ή όχι, ισχύει παντού και πάντα (βλ. το παράρτημα στο τέλος του άρθρου για την σχετική απόδειξη):
Έστω ότι η κυβέρνηση καταφέρνει να εξαφανίσει το δημόσιο έλλειμμα. Δεδομένου ότι οι επενδύσεις είναι λιγότερες των αποταμιεύσεων, δηλαδή το δεξί μέρος της εξίσωσης είναι θετικό, πρέπει αναγκαστικά να είναι θετικό και το εμπορικό πλεόνασμα (δηλαδή να έχουμε εμπορικό έλλειμμα – το αριστερό μέρος της εξίσωσης να είναι θετικό). Ένα το κρατούμενο, λοιπόν: Είναι αδύνατον να εξαφανίσουμε και τα δύο ελλείμματα μαζί! Όμως, το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος δεν φαίνεται παρά μόνον αν θέσουμε το πρόβλημα στην ευρωπαϊκή του διάσταση.
Όπως γνωρίζουν και τα παιδιά πλέον, δεν είναι μόνο η Ελλάδα που παλεύει να αποδράσει από τα ελλείμματά της. Όταν όλοι μαζί, ευρωπαϊκός πυρήνας και ευρωπαϊκή περιφέρεια, προσπαθούμε ταυτόχρονα να εξαφανίσουμε τα δημόσια ελλείμματά μας, συγκρουόμαστε με την μακροοικονομική λογική, με ζοφερά αποτελέσματα για όλους. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πριν ξεσπάσει η Κρίση, οι επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν πράγματι περισσότερες από τις αποταμιεύσεις. Αν και η Ελλάδα τα πήγαινε καλά στον τομέα των αποταμιεύσεων, π.χ. σε σχέση με τις αγγλοσαξονικές χώρες, η είσοδός μας στην Ευρωζώνη έφερε μεγάλα ποσά κεφαλαίων από τον Βορρά που εξασφάλιζαν μεγάλη διαφορά μεταξύ επενδύσεων και αποταμιεύσεων. Έτσι το δεξί μέρος της εξίσωσής μας ήταν αρνητικό. Το δημόσιο έλλειμμα ήταν μεγάλο αλλά το εμπορικό μας «πλεόνασμα» ήταν τόσο αρνητικό (δηλαδή ήταν τόσο μεγάλο το εμπορικό έλλειμμα) που και η αριστερή μεριά της εξίσωσης ήταν αρνητική – κι έτσι η εξίσωση ίσχυε.
Την ίδια εποχή, σε χώρες όπως η Γερμανία το αριστερό μέρος της εξίσωσης, το άθροισμα δημόσιου ελλείμματος και εμπορικού πλεονάσματος, ήταν θετικότατο. Από την μία το γερμανικό κράτος ήταν ελλειμματικό και από την άλλη το εμπορικό πλεόνασμα ήταν τεράστιο. Για να εξισορροπείται η κατάσταση, ιδιαίτερα θετικό ήταν και το δεξί μέρος της εξίσωσης. Πως; Παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις ήταν πάντα ισχυρές στην Γερμανία, οι αποταμιεύσεις ήταν ακόμα μεγαλύτερες και, καθώς ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες των εγχώριων επενδύσεων, εξάγονταν σε χώρες της περιφέρειας (όπως η δική μας), υπό τη μορφή δανείων και επενδύσεων, αυξάνοντας τις επενδύσεις μας ώστε να ισχύει η πιο πάνω εξίσωση τόσο στις χώρες μας (σπρώχνοντας τις επενδύσεις πάνω από τις αποταμιεύσεις μας) όσο και στην Γερμανία (εξασφαλίζοντας ότι οι επενδύσεις εντός της Γερμανίας υστερούσαν των γερμανικών αποταμιεύσεων). Έτσι είχαμε την επίφαση της μακροοικονομικής ισορροπίας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Κατόπιν ήρθε η παγκόσμια, η ευρωπαϊκή και, βέβαια, η δική μας Κρίση. Υπό την πίεση της Γερμανίας, το κράτος μας, μαζί με τα υπόλοιπα της περιφέρειας, πασχίζει να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του – να εξαφανίσει το δημόσιο έλλειμμα, όπως έχει δεσμευτεί στην τρόικα. Από την εξίσωσή μας προκύπτει ότι, αναγκαστικά, και δεδομένου ότι οι επενδύσεις υπολείπονται των αποταμιεύσεων, για να εκμηδενιστεί το δημόσιο έλλειμμα θα πρέπει όχι μόνο να εξαφανιστεί το εμπορικό έλλειμμά μας αλλά και να μετατραπεί σε πλεόνασμα. Το ίδιο ισχύει για όλες τις χώρες της περιφέρειας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει απλά με την αύξηση των εξαγωγών όταν (α) οι επενδύσεις βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο και (β) η Ευρώπη ολόκληρη πλήττεται από την ύφεση. Για να κινηθούμε προς την κατεύθυνση του εμπορικού πλεονάσματος χωρών της Ευρωζωνικής περιφέρειας, όπως η δική μας, (το οποίο είναι απαραίτητο, σύμφωνα με την παραπάνω εξίσωση, ώστε να ακυρωθεί το δημόσιο έλλειμμα) απαιτείται δραστική μείωση των εισαγωγών.
Ο μόνος τρόπος να συμπιεστούν κι άλλο οι εισαγωγές είναι μέσω της περαιτέρω συρρίκνωσης της ζήτησης – δηλαδή, ενδυνάμωση της εγχώριας ύφεσης στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία κλπ. Όμως, όσο ενδυναμώνεται η ύφεση στις χώρες μας, τόσο μειώνονται οι επενδύσεις με αποτέλεσμα η δεξιά μεριά της εξίσωσής μας να γίνεται ακόμη πιο αρνητική, απαιτώντας από τις οικονομίες μας περαιτέρω συρρίκνωση εισαγωγών και ζήτησης (άρα και μεγαλύτερη ύφεση) ώστε να εξαφανίζεται το δημόσιο έλλειμμα την ώρα που συρρικνώνεται στο εμπορικό έλλειμμα.
Παράλληλα, καθώς τα δικά μας εμπορικά ελλείμματα μειώνονται (βασικά μέσω της μείωσης των εισαγωγών από πλεονασματικές χώρες όπως η Γερμανία), η πιο πάνω εξίσωση αρχίζει να δημιουργεί προβλήματα στην Γερμανία: Καθώς κι εκεί οι αποταμιεύσεις υπερτερούν των επενδύσεων (άρα το δεξί μέρος της εξίσωσης είναι θετικό), η προσπάθεια της κυβέρνησης Μέρκελ να μειώσει το δημόσιο έλλειμμα μπορεί να ευοδωθεί μόνο αν, παράλληλα, αυξηθεί το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας (ώστε να γίνει και το αριστερό μέρος της εξίσωσης θετικό). Πως όμως θα γίνει αυτό όταν οι δικές μας χώρες, για να εξαφανίσουν το δημόσιο έλλειμμά τους, καλούνται να συμπιέσουν τις εισαγωγές τους από την Γερμανία (βλ. την προηγούμενη παράγραφο); Μήπως με αύξηση των γερμανικών εξαγωγών στην Κίνα; Αυτό όμως δεν φαίνεται πιθανόν καθώς (α) η ζήτηση στην Κίνα εισαγόμενων αγαθών μειώνεται και (β) το ευρώ υπερτιμάται (καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνείται να μειώσει τα επιτόκιά της, υπό την πίεση της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, και αρνείται να προβεί στην «ποσοτική χαλάρωση» που επιχειρούν οι Κεντρικές Τράπεζες ΗΠΑ, Βρετανίας, Ιαπωνίας κλπ.).
Συμπερασματικά, το ευρωπαϊκό εγχείρημα εξόδου από την Κρίση μέσω της συντονισμένης μείωσης των κρατικών ελλειμμάτων, δηλαδή της γενικευμένης ευρωζωνικής λιτότητας, προσκρούει σε βασικές αλήθειες της μακροοικονομικής. Συγκρούεται σφοδρά με την λογική. Αποτελεί έναν απίστευτο παραλογισμό που τον πληρώνουν οι ευρωπαίοι πολίτες χωρίς λόγο και αιτία. Αν δεν υπάρξει ένα New Deal για την Ευρωζώνη συνολικά, το οποίο θα ωθήσει το δεξί μέρος της πιο πάνω εξίσωσης σε αρνητικά πρόσημα, αυξάνοντας θεαματικά τις επενδύσεις σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, η Κρίση θα συνεχίσει να βαθαίνει την ώρα που οι ηγέτες μας γιορτάζουν την... λήξη της.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Παράρτημα: Η απόδειξη της εξίσωσής μας
Έστω ότι:
Y = εθνικό εισόδημα
C = συνολική κατανάλωση (τόσο ιδιωτών όσο και του κράτους, π.χ. πετρέλαιο για τα σχολεία ή συνδετήρες για τα γραφεία)
S = συνολικές αποταμιεύσεις
T = συνολικό ποσό φόρων (έμμεσοι, άμεσοι, ειδικοί κλπ)
G = κρατικές δαπάνες
I = συνολικές επενδύσεις (τόσο ιδιωτών όσο και του κράτους)
X = εξαγωγές (σε ευρώ)
M = εισαγωγές (σε ευρώ)
Σε μια οικονομία, στο σύνολό της, το εθνικό εισόδημα (Υ) ισούται με το άθροισμα της συνολικής κατανάλωσης (C), των αποταμιεύσεων (S), και των φόρων (Τ). Δηλαδή,
Παράλληλα, το εθνικό εισόδημα (Υ) πρέπει να ισούται με το άθροισμα της συνολικής κατανάλωσης (C), των επενδύσεων (I), των κρατικών δαπανών (G) και της διαφοράς εξαγωγών-εισαγωγών (Χ-Μ) – η οποία είναι, βέβαια, αρνητική όταν έχουμε εμπορικό έλλειμμα. Δηλαδή,
Από αυτές τις δύο εξισώσεις, αν αφαιρέσουμε την δεύτερη από την πρώτη, βρίσκουμε μια τρίτη εξίσωση:
Σε απλά ελληνικά, το άθροισμα του δημόσιου πλεονάσματος και του εμπορικού ελλείμματος πάντα ισούται με την διαφορά επενδύσεων και αποταμιεύσεων.
Δύο ελλείμματα βρίσκονται στην καρδιά του «ελληνικού προβλήματος». Το δημόσιο έλλειμμα και το εμπορικό έλλειμμα. Αν τα εξαφανίζαμε, πιστεύουν πολλοί, η Ελλάδα θα ορθοποδούσε. Αυτό όμως που λίγοι βλέπουν είναι ότι, υπό τις συνθήκες Κρίσης, η μείωση του ενός ελλείμματος αυξάνει το άλλο. Κι όταν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης πασχίζουν να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα, διογκώνουν τις εσωτερικές ανισορροπίες που υπονομεύουν την Ευρωζώνη.
Κρίση σημαίνει ένα πράγμα: Επενδύσεις που υπολείπονται των αποταμιεύσεων. Πράγματι, το πρώτο πράγμα που γίνεται όταν έρχεται μια τέτοια Κρίση είναι ότι οι επενδύσεις υστερούν των αποταμιεύσεων, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Οι οικογένειες που συνειδητοποιούν ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ιδίως όταν έχουν κάρτες και δάνεια που τους βαραίνουν, μειώνουν τα έξοδά τους αυξάνοντας τα ποσά που βάζουν στην άκρη για να πληρώνουν δάνεια, φόρους κλπ.
Το ίδιο, και ακόμα εντονότερα, κάνουν οι επιχειρήσεις: μειώνουν τις δαπάνες τους και βάζουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούν στην άκρη. Το ίδιο και το κράτος, το οποίο «κόβει» όπου μπορεί και παράλληλα μειώνει τις δημόσιες επενδύσεις. Σε όποια χώρα της Ευρωζώνης κοιτάξουμε σήμερα (αλλά και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού) βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο: οι επενδύσεις να υπολείπονται των αποταμιεύσεων. Πρόκειται για ένα γενικευμένο φαινόμενο που αφορά όλη την Ευρωζώνη (πυρήνα και περιφέρεια), την Βρετανία, τις ΗΠΑ κλπ.
Όσο ισχύει αυτό, δηλαδή όσο βρισκόμαστε σε Κρίση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πικρή πραγματικότητα: Είναι αδύνατον να εξαφανιστεί ταυτόχρονα και το δημόσιο και το εμπορικό έλλειμμα, ακόμα και να αυξηθούν οι επενδύσεις (εφόσον υπολείπονται των αποταμιεύσεων)!
Από που προκύπτει αυτή η βεβαιότητα; Προκύπτει από την αμείλικτη λογική μιας μακροοικονομίας και συγκεκριμένα από την πιο κάτω εξίσωση που, μας αρέσει ή όχι, ισχύει παντού και πάντα (βλ. το παράρτημα στο τέλος του άρθρου για την σχετική απόδειξη):
Δημόσιο έλλειμμα + Εμπορικό πλεόνασμα = Αποταμιεύσεις μείον Επενδύσεις
Έστω ότι η κυβέρνηση καταφέρνει να εξαφανίσει το δημόσιο έλλειμμα. Δεδομένου ότι οι επενδύσεις είναι λιγότερες των αποταμιεύσεων, δηλαδή το δεξί μέρος της εξίσωσης είναι θετικό, πρέπει αναγκαστικά να είναι θετικό και το εμπορικό πλεόνασμα (δηλαδή να έχουμε εμπορικό έλλειμμα – το αριστερό μέρος της εξίσωσης να είναι θετικό). Ένα το κρατούμενο, λοιπόν: Είναι αδύνατον να εξαφανίσουμε και τα δύο ελλείμματα μαζί! Όμως, το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος δεν φαίνεται παρά μόνον αν θέσουμε το πρόβλημα στην ευρωπαϊκή του διάσταση.
Όπως γνωρίζουν και τα παιδιά πλέον, δεν είναι μόνο η Ελλάδα που παλεύει να αποδράσει από τα ελλείμματά της. Όταν όλοι μαζί, ευρωπαϊκός πυρήνας και ευρωπαϊκή περιφέρεια, προσπαθούμε ταυτόχρονα να εξαφανίσουμε τα δημόσια ελλείμματά μας, συγκρουόμαστε με την μακροοικονομική λογική, με ζοφερά αποτελέσματα για όλους. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πριν ξεσπάσει η Κρίση, οι επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν πράγματι περισσότερες από τις αποταμιεύσεις. Αν και η Ελλάδα τα πήγαινε καλά στον τομέα των αποταμιεύσεων, π.χ. σε σχέση με τις αγγλοσαξονικές χώρες, η είσοδός μας στην Ευρωζώνη έφερε μεγάλα ποσά κεφαλαίων από τον Βορρά που εξασφάλιζαν μεγάλη διαφορά μεταξύ επενδύσεων και αποταμιεύσεων. Έτσι το δεξί μέρος της εξίσωσής μας ήταν αρνητικό. Το δημόσιο έλλειμμα ήταν μεγάλο αλλά το εμπορικό μας «πλεόνασμα» ήταν τόσο αρνητικό (δηλαδή ήταν τόσο μεγάλο το εμπορικό έλλειμμα) που και η αριστερή μεριά της εξίσωσης ήταν αρνητική – κι έτσι η εξίσωση ίσχυε.
Την ίδια εποχή, σε χώρες όπως η Γερμανία το αριστερό μέρος της εξίσωσης, το άθροισμα δημόσιου ελλείμματος και εμπορικού πλεονάσματος, ήταν θετικότατο. Από την μία το γερμανικό κράτος ήταν ελλειμματικό και από την άλλη το εμπορικό πλεόνασμα ήταν τεράστιο. Για να εξισορροπείται η κατάσταση, ιδιαίτερα θετικό ήταν και το δεξί μέρος της εξίσωσης. Πως; Παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις ήταν πάντα ισχυρές στην Γερμανία, οι αποταμιεύσεις ήταν ακόμα μεγαλύτερες και, καθώς ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες των εγχώριων επενδύσεων, εξάγονταν σε χώρες της περιφέρειας (όπως η δική μας), υπό τη μορφή δανείων και επενδύσεων, αυξάνοντας τις επενδύσεις μας ώστε να ισχύει η πιο πάνω εξίσωση τόσο στις χώρες μας (σπρώχνοντας τις επενδύσεις πάνω από τις αποταμιεύσεις μας) όσο και στην Γερμανία (εξασφαλίζοντας ότι οι επενδύσεις εντός της Γερμανίας υστερούσαν των γερμανικών αποταμιεύσεων). Έτσι είχαμε την επίφαση της μακροοικονομικής ισορροπίας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Κατόπιν ήρθε η παγκόσμια, η ευρωπαϊκή και, βέβαια, η δική μας Κρίση. Υπό την πίεση της Γερμανίας, το κράτος μας, μαζί με τα υπόλοιπα της περιφέρειας, πασχίζει να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του – να εξαφανίσει το δημόσιο έλλειμμα, όπως έχει δεσμευτεί στην τρόικα. Από την εξίσωσή μας προκύπτει ότι, αναγκαστικά, και δεδομένου ότι οι επενδύσεις υπολείπονται των αποταμιεύσεων, για να εκμηδενιστεί το δημόσιο έλλειμμα θα πρέπει όχι μόνο να εξαφανιστεί το εμπορικό έλλειμμά μας αλλά και να μετατραπεί σε πλεόνασμα. Το ίδιο ισχύει για όλες τις χώρες της περιφέρειας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει απλά με την αύξηση των εξαγωγών όταν (α) οι επενδύσεις βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο και (β) η Ευρώπη ολόκληρη πλήττεται από την ύφεση. Για να κινηθούμε προς την κατεύθυνση του εμπορικού πλεονάσματος χωρών της Ευρωζωνικής περιφέρειας, όπως η δική μας, (το οποίο είναι απαραίτητο, σύμφωνα με την παραπάνω εξίσωση, ώστε να ακυρωθεί το δημόσιο έλλειμμα) απαιτείται δραστική μείωση των εισαγωγών.
Ο μόνος τρόπος να συμπιεστούν κι άλλο οι εισαγωγές είναι μέσω της περαιτέρω συρρίκνωσης της ζήτησης – δηλαδή, ενδυνάμωση της εγχώριας ύφεσης στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία κλπ. Όμως, όσο ενδυναμώνεται η ύφεση στις χώρες μας, τόσο μειώνονται οι επενδύσεις με αποτέλεσμα η δεξιά μεριά της εξίσωσής μας να γίνεται ακόμη πιο αρνητική, απαιτώντας από τις οικονομίες μας περαιτέρω συρρίκνωση εισαγωγών και ζήτησης (άρα και μεγαλύτερη ύφεση) ώστε να εξαφανίζεται το δημόσιο έλλειμμα την ώρα που συρρικνώνεται στο εμπορικό έλλειμμα.
Παράλληλα, καθώς τα δικά μας εμπορικά ελλείμματα μειώνονται (βασικά μέσω της μείωσης των εισαγωγών από πλεονασματικές χώρες όπως η Γερμανία), η πιο πάνω εξίσωση αρχίζει να δημιουργεί προβλήματα στην Γερμανία: Καθώς κι εκεί οι αποταμιεύσεις υπερτερούν των επενδύσεων (άρα το δεξί μέρος της εξίσωσης είναι θετικό), η προσπάθεια της κυβέρνησης Μέρκελ να μειώσει το δημόσιο έλλειμμα μπορεί να ευοδωθεί μόνο αν, παράλληλα, αυξηθεί το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας (ώστε να γίνει και το αριστερό μέρος της εξίσωσης θετικό). Πως όμως θα γίνει αυτό όταν οι δικές μας χώρες, για να εξαφανίσουν το δημόσιο έλλειμμά τους, καλούνται να συμπιέσουν τις εισαγωγές τους από την Γερμανία (βλ. την προηγούμενη παράγραφο); Μήπως με αύξηση των γερμανικών εξαγωγών στην Κίνα; Αυτό όμως δεν φαίνεται πιθανόν καθώς (α) η ζήτηση στην Κίνα εισαγόμενων αγαθών μειώνεται και (β) το ευρώ υπερτιμάται (καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνείται να μειώσει τα επιτόκιά της, υπό την πίεση της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, και αρνείται να προβεί στην «ποσοτική χαλάρωση» που επιχειρούν οι Κεντρικές Τράπεζες ΗΠΑ, Βρετανίας, Ιαπωνίας κλπ.).
Συμπερασματικά, το ευρωπαϊκό εγχείρημα εξόδου από την Κρίση μέσω της συντονισμένης μείωσης των κρατικών ελλειμμάτων, δηλαδή της γενικευμένης ευρωζωνικής λιτότητας, προσκρούει σε βασικές αλήθειες της μακροοικονομικής. Συγκρούεται σφοδρά με την λογική. Αποτελεί έναν απίστευτο παραλογισμό που τον πληρώνουν οι ευρωπαίοι πολίτες χωρίς λόγο και αιτία. Αν δεν υπάρξει ένα New Deal για την Ευρωζώνη συνολικά, το οποίο θα ωθήσει το δεξί μέρος της πιο πάνω εξίσωσης σε αρνητικά πρόσημα, αυξάνοντας θεαματικά τις επενδύσεις σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, η Κρίση θα συνεχίσει να βαθαίνει την ώρα που οι ηγέτες μας γιορτάζουν την... λήξη της.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Παράρτημα: Η απόδειξη της εξίσωσής μας
Έστω ότι:
Y = εθνικό εισόδημα
C = συνολική κατανάλωση (τόσο ιδιωτών όσο και του κράτους, π.χ. πετρέλαιο για τα σχολεία ή συνδετήρες για τα γραφεία)
S = συνολικές αποταμιεύσεις
T = συνολικό ποσό φόρων (έμμεσοι, άμεσοι, ειδικοί κλπ)
G = κρατικές δαπάνες
I = συνολικές επενδύσεις (τόσο ιδιωτών όσο και του κράτους)
X = εξαγωγές (σε ευρώ)
M = εισαγωγές (σε ευρώ)
Σε μια οικονομία, στο σύνολό της, το εθνικό εισόδημα (Υ) ισούται με το άθροισμα της συνολικής κατανάλωσης (C), των αποταμιεύσεων (S), και των φόρων (Τ). Δηλαδή,
Y = C+S+T
Παράλληλα, το εθνικό εισόδημα (Υ) πρέπει να ισούται με το άθροισμα της συνολικής κατανάλωσης (C), των επενδύσεων (I), των κρατικών δαπανών (G) και της διαφοράς εξαγωγών-εισαγωγών (Χ-Μ) – η οποία είναι, βέβαια, αρνητική όταν έχουμε εμπορικό έλλειμμα. Δηλαδή,
Y = C+I+G+(X-M)
Από αυτές τις δύο εξισώσεις, αν αφαιρέσουμε την δεύτερη από την πρώτη, βρίσκουμε μια τρίτη εξίσωση:
(T-G) + (M-X) = (I-S)
Σε απλά ελληνικά, το άθροισμα του δημόσιου πλεονάσματος και του εμπορικού ελλείμματος πάντα ισούται με την διαφορά επενδύσεων και αποταμιεύσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου