Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Οι «πρώτοι Παρτιζάνοι της Ευρώπης» και η Νύχτα που κατέβηκε η Σβάστικα

Νέα Πολιτική


του Λυγκούρη Σπύρου*
Ο Μάιος του 1941 φαινόταν να ολοκληρώνεται μέσα σε ένα κλίμα κατήφειας και συνολικής υποχώρησης για την ελληνική υπόθεση. Η κυρίως Ελλάδα με την πρωτεύουσα Αθήνα έκλειναν ήδη ένα μήνα Κατοχής μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων και την παράδοση της πόλης στις 27 Απριλίου. Η φυγή της διάδοχης κυβερνητικής κατάστασης, μετά την αυτοκτονία Κορυζή, μαζί με τον Βασιλέα Γεώργιο Β’ για την νήσο Κρήτη συνοδεύτηκε από τον σχηματισμό της «πρώτης κυβέρνησης δοσιλόγων» υπό την αιγίδα του αξιωματικού που είχε υπογράψει την συνθηκολόγηση, του Γεωργίου Τσολάκογλου. Τέλος, η Κρήτη, το τελευταίο προπύργιο αντίστασης ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων χτυπήθηκε ανελέητα από την Luftwaffe το διάστημα 20-30 Μαΐου με την συντονισμένη «Επιχείρηση Ερμής». Οι Γερμανοί έδιναν μεγάλη σημασία στην κατάκτηση της Κρήτης, καθώς επιθυμούσαν να εκμηδενίσουν τυχόν βρετανική παρουσία στα νώτα τους λίγο καιρό πριν εκστρατεύσουν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης («Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα»). Η πτώση του νησιού σήμαινε, πως πλέον το σύνολο του ελληνικού εδάφους βρισκόταν από την κυριαρχία μίας από τις τρεις συνολικά δυνάμεις Κατοχής (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία).

Μέσα σε αυτό το διάστημα η θέληση για αντίσταση πάρα την παρουσία των κατοχικών αρχών δεν μπορούσε να τιθασευτεί. Οι μορφές που αυτή ελάμβανε ξεκινούσε από την χλεύη και τα πειράγματα στην είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων (που μόλις πριν μερικούς μήνες είχαν νικήσει στην μάχη) και έφτανε μέχρι την έμπρακτη υποστήριξη στους Βρετανούς αιχμαλώτους. Πολλοί Βρετανοί στρατιώτες έμειναν για  μέρες κρυμμένοι σε ελληνικά χέρια το πρώτο διάστημα της Κατοχής, μέχρις ότου καταφέρουν να δραπετεύσουν για την Μέση Ανατολή. Η κορυφαία στιγμή αυτής της πρώιμης φάσης της ελληνικής αντιστασιακής δραστηριότητας έλαβε χώρα την νύχτα μεταξύ 30 και 31 Μαΐου 1941, λίγες ώρες δηλαδή αφότου μαθεύτηκε η πτώση της Κρήτης. Εκείνο το βράδυ δύο νεαροί φοιτητές της εποχής, ο Μανώλης Γλέζος της Ανωτάτης Εμπορικής και ο Απόστολος Σάντας της Νομικής Σχολής, αποφάσισαν να προβούν σε ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα: να σκαρφαλώσουν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να κατεβάσουν από εκεί το σύμβολο της γερμανικής κατοχικής διοίκησης, την σημαία με την σβάστικα της Χιτλερικής Γερμανίας του Γ΄ Ράιχ. Σύμφωνα με τους πρωταγωνιστές η ιδέα αυτή κυκλοφορούσε στην σκέψη τους πολλές μέρες πριν, αλλά το τέλος της Αντίστασης στην Κρήτη επίσπευσε την ανάγκη τους να δοθεί ένα είδους ράπισμα στο αήττητο της γερμανικής πολεμικής μηχανής. Σημείο εκκίνησης της επιχείρησης ήταν η πλατεία Κουμουνδούρου στις 8 το απόγευμα. Από εκεί και διά μέσου Πλάκας φθάνουν στην βόρεια πλευρά του Βράχου. Εδώ η ιστορική καταγραφή συναντιέται με την προσωπική μαρτυρία ενός εκ των δύο πρωταγωνιστών, του Λάκη Σάντα :
 «[…] Όταν έφτασε η ώρα, κυτταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν” ανατέλλει. […]Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σ” αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθείς την Ιστορία. Να θυμηθείς τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να θυμηθείς τον Αθανάσιο Διάκο ή το Μεσολόγγι ή τον πόλεμο της Αλβανίας κι είσαι εντάξει. Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα, μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνομε ως τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για ανασκαφές. […]Σιγά-σιγά σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο επάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε.[…] Είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τους αθάνατους προγόνους μας να στέκονται σιωπηλοί και μεγαλοπρεπείς μες στις χλαμύδες τους τριγύρω μας και να μας κυττάνε ερωτηματικά αν θα κάνομε το καθήκον μας ή όχι. Αν και δεν πολυπιστεύω στο μοιραίο, εν τούτοις εκείνες τις στιγμές νομίζω ότι το μοιραίο της φυλής μας έριξε τον κλήρο σε μας…[…]
Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ” τον κοντό που είχαν τη σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα, πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας Γερμανός σκοπός κρυμμένος. Όταν φτάσαμε κοντά στον κοντό είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά. Φτάσαμε στον κοντό. Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσομε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσομε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφαλώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσομε και να την κόψομε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσομε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνομε. […]Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ” τους σκουρασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε στα γύρω μάρμαρα. Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4 μ. μήκος και 2 μ. πλάτος. Στη μέση είχε τον αγκυλωτό σταυρό και στην απάνω άκρη τον γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ. Με λύσσα την κόψαμε απ” το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ” τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε […]».
Η είδηση έγινε γνωστή στους Αθηναίους μέσα σε ένα καθεστώς έκπληξης και ενθουσιασμού. Η εικόνα του πρωινού της 31ης Μαΐου με την ελληνική σημαία να κυματίζει στον ιστό του Ιερού Βράχου «ζέστανε» τις καρδιές των Αθηναίων, που ακόμη προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στις σκληρές λογικές της ξένης κατάκτησης. Από την άλλη αυτή η πράξη εξόργισε την γερμανική διοίκηση, η οποία έσπευσε να εκδώσει έκτακτο ανακοινωθέν το οποίο κατέγραφε τα εξής : « Κατά την νύκτα της 30ης προς 31ης Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα Γερμανική πολεμική σημαία παρά αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθούν διά της ποινής του θανάτου». Τα τετελεσμένα και η γερμανική αντίδραση σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως από τους ανθρώπους της εποχής: «Φαντάζονται αλήθεια (οι Γερμανοί), πως υπάρχει ένας Έλληνας, έστω κι ο βαθύτερα κι ο πλέον αγιάτρευτα γερμανόφιλος, που να μη νιώσει ικανοποίηση και περηφάνια για την ηρωική τρέλα;» (Χρηστίδης).
Οι δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτή δεν επρόκειτο να μαθευτούν κατά την διάρκεια της Κατοχής. Έπρεπε να φτάσουμε στην περίοδο μετά τα Δεκεμβριανά, οπότε και κατά τον Φλεβάρη του 1945 με δύο δημοσιεύματα στον «Ριζοσπάστη» και στην «Ελευθερία» της εποχής θα μάθει το πανελλήνιο τα ονόματα του Γλέζου και του Σάντα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες που ακολούθησαν την Απελευθέρωση της χώρας και η συσσώρευση της εμφυλιοπολεμικής πόλωσης θα επιφέρουν πολλές δοκιμασίες για τους δύο νέους, που η πράξη τους κράτησε αμείωτο το ηθικό ενός λαού σε μια στιγμή μεγάλης πίεσης και παλινωδιών. Ακόμη, η χρονική στιγμή του εγχειρήματος, σε μια εποχή κατά την οποία τα γερμανικά λάβαρα κυριαρχούσαν σε μία αχανή περιοχή από την Βαρσοβία έως το Παρίσι, του έδωσε μία πανευρωπαϊκή ακτινοβολία, σε σημείο που ο Γάλλος Στρατηγός De Gaulle απεκάλεσε το Γλέζο ως «τον πρώτο Παρτιζάνο της Ευρώπης».
*Μεταπτυχιακός φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου